Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Φιλοσοφία. Κάποια βασικά και εισαγωγικά...

Η λέξη ''φιλοσοφία'' είναι ελληνικής προέλευσης και, κατά γράμμα, σημαίνει ''αγάπη της σοφίας''. Η φιλοσοφία αποτελεί σύστημα αντιλήψεων για τη γύρω πραγματικότητα, σύστημα των πιο γενικών εννοιών για τον κόσμο και για τη θέση του ανθρώπου σ' αυτόν. Από την εμφάνισή της, η φιλοσοφία προσπάθησε να εξηγήσει τι αντιπροσωπεύει ο κόσμος σαν ενιαίο σύνολο, να κατανοήσει τη φύση του ίδιου του ανθρώπου, να καθορίσει τη θέση του μέσα στην κοινωνία, να διαπιστώσει αν μπορεί ο άνθρωπος να διεισδύσει στα μυστικά του σύμπαντος, να γνωρίσει και να στρέψει προς το καλό των ανθρώπων τις πανίσχυρες δυνάμεις της φύσης. Η φιλοσοφία, συνεπώς, θέτει τα πιο γενικά και συνάμα πολύ σπουδαία, θεμελιακά ζητήματα που καθορίζουν τον τρόπο εξέτασης από τον άνθρωπο των πιο ποικιλόμορφων τομέων της ζωής και της γνώσης. Σε όλα αυτά τα ζητήματα, οι φιλόσοφοι δίνουν διαφορετικές και αλληλοαποκλειόμενες, ακόμα απαντήσεις.

Η φιλοσοφία υπάρχει από τρεις χιλιετηρίδες περίπου, και σ' όλο αυτό το διάστημα στους κόλπους της διεξάγεται μια πάλη αντίθετων απόψεων, που μήτε σήμερα σταμάτησε. Γιατί διεξάγεται λοιπόν η πάλη αυτή ; ποια τα αίτια ;



Κεντρική θέση στη σύγκρουση των φιλοσοφικών απόψεων κατέχει το ζήτημα που αφορά τη σχέση της συνείδησης προς το Είναι, ή με άλλα λόγια, τη σχέση ιδεατού - υπαρκτού. Σχετικά μ' αυτό πρέπει να τονίσουμε πως όταν μιλάμε για συνείδηση, για ιδεατό, δεν εννοούμε τίποτα άλλο από τις σκέψεις μας, τα αισθήματά μας. Όταν πάλι πρόκειται για το Είναι, το υπαρκτό, συγκαταλέγουμε σ' αυτό κάθε τι που υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας, δηλαδή τα πράγματα και τα αντικείμενα του έξω κόσμου, τα φαινόμενα και τα προτσές, που συντελούνται στη φύση και στην κοινωνία. Κατά τη φιλοσοφική αντίληψη, το ιδεατό [η συνείδηση] και το Είναι [το υπαρκτό] είναι οι πιο πλατιές επιστημονικές έννοιες [κατηγορίες] οι οποίες αντανακλούν τις πιο γενικές και συνάμα τις αντιθετικές ιδιότητες των αντικειμένων, των φαινομένων και των προτσές του σύμπαντος.

Το ζήτημα της σχέσης νόησης - Είναι και πνεύματος - φύσης αποτελεί το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Από τη λύση αυτού του προβλήματος εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση η ερμηνεία όλων των άλλων προβλημάτων, που καθορίζουν τη φιλοσοφική αντίληψη για τη φύση, για την κοινωνία, και κατά συνέπεια και για τον ίδιο τον άνθρωπο.

Κατά την εξέταση του βασικού αυτού προβλήματος της φιλοσοφίας έχει μεγάλη σημασία να διακρίνουμε τις δύο πλευρές του. Πρώτο, ποιο πρωτεύει, το ιδεατό ή το υπαρκτό ; Η μία ή η άλλη απάντηση στο ερώτημα αυτό παίζει στη φιλοσοφία σπουδαιότατο ρόλο, διότι για να είναι πρωτεύον -  σημαίνει να υπάρχει πριν από το δευτερεύον, να προηγείται αυτού, και σε τελευταία ανάλυση να το καθορίζει.



Δεύτερο, μπορεί άραγε ο άνθρωπος να γνωρίσει τον γύρω κόσμο, τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας ; Η ουσία της δεύτερης αυτής πλευράς του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας ανάγεται, συνεπώς, στη διασαφήνιση της ικανότητας της ανθρώπινης νόησης να αντανακλάει σωστά την αντικειμενική πραγματικότητα.

Από τη λύση του βασικού αυτού προβλήματος, οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, ανάλογα με το τι παίρνουν σαν αφετηρία - το υπαρκτό ή το ιδεατό. Οι φιλόσοφοι που παραδέχονται σαν πρωτεύον την ύλη, το Είναι, τη φύση, και δευτερεύον - τη συνείδηση, τη νόηση, το πνεύμα  αντιπροσωπεύουν τη φιλοσοφική κατεύθυνση, που ονομάζεται υλιστική.

Οι υλιστές φιλόσοφοι, στηριζόμενοι στα δεδομένα της επιστήμης και στα αποτελέσματα της πολύπλευρης πρακτικής δράσης των ανθρώπων, αποδείχνουν, ότι τον κόσμο δεν τον δημιούργησε κανείς, ότι αυτός είναι αιώνιος και απειρόμορφος : τα αντικείμενα και τα φαινόμενα του υλικού κόσμου, που περιβάλλουν τον άνθρωπο, ισχυρίζονται αυτοί, υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτόν, δηλαδή αντικειμενικά.

Οι υλιστές φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι ο υλικός κόσμος προϋπήρξε του ιδεατού και ότι η νόηση του ανθρώπου δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ύλη. Η σκέψη είναι προϊόν του εγκεφάλου ο οποίος, συνεπώς, αποτελεί όργανο της σκέψης. Η ίδια η νόηση σαν ιδεατό εκφράζει την ικανότητα του εγκέφαλου να αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο. Γι' αυτό το ιδεατό, η συνείδηση δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτα αυτόνομα, ανεξάρτητα από τον αντικειμενικό κόσμο.



Στη φιλοσοφία υπάρχει και η αντίθετη προς την υλιστική, η ιδεαλιστική κατεύθυνση. Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι αναγνωρίζουν σαν αρχή όλης της ύπαρξης τη συνείδηση, τη νόηση, το πνεύμα, δηλαδή το ιδεατό.

Η ιδεαλιστική κατεύθυνση έχει δύο βασικές παραλλαγές : τον υποκειμενικό ιδεαλισμό και τον αντικειμενικό ιδεαλισμό.Οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές θεωρούν πρωτεύον τη συνείδηση του ανθρώπου, του υποκειμένου. Ο υποκειμενικός ιδεαλιστής σκέφτεται έτσι περίπου : εμείς βλέπουμε, ακούμε, αισθανόμαστε δια της αφής τα πράγματα και τα φαινόμενα, και γι' αυτό μας φαίνεται, ότι αυτά υπάρχουν έξω από μας, στην πραγματικότητα όμως όλα τα πράγματα, τα αντικείμενα, τα φαινόμενα, αποτελούν απλώς ένα σύνολο, ένα σύμπλεγμα των αισθημάτων μας. Έτσι, οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές θέτουν την ύπαρξη του έξω κόσμου σε εξάρτηση από τη συνείδηση, από το σκεπτόμενο Εγώ, ενώ τις αντικειμενικές ιδιότητες των πραγμάτων τις ανάγουν στις αισθήσεις του υποκειμένου. Η διαστρεβλωμένη αυτή φιλοσοφική κοσμοαντίληψη αντιπαραθέτει τη συνείδηση του ανθρώπου στον υλικό κόσμο. Οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές δηλώνουν, ότι στον άνθρωπο είναι δοσμένες άμεσα μόνο οι ιδέες του, οι αισθήσεις του, τα προϊόντα του λογικού του. Στη δοσμένη περίπτωση, παίρνεται σαν αφετηρία η ανθρώπινη συνείδηση απ' όπου προκύπτει κατόπιν η φύση και πάνω στη βάση αυτή αμφισβητείται έτσι ή αλλιώς η αντικειμενική, ανεξάρτητη από τον άνθρωπο ύπαρξη των πραγμάτων και όλου του κόσμου με τη νομοτέλεια της ανάπτυξής του.

Οι αντικειμενικοί ιδεαλιστές θεωρούν τις σκέψεις, τις ιδέες του ανθρώπου, ακόμα και την ίδια τη φύση ένα μέρος μόνο κάποιας απόλυτης ιδέας, του υπερκόσμιου λόγου. Σ' αντιδιαστολή με τους υποκειμενικούς ιδεαλιστές θεωρούν πρωτεύον όχι την αυτοσυνείδηση του υποκειμένου ή τα αισθήματα του ανθρώπου, αλλά την ιδέα γενικά, την '' παγκόσμια ιδέα''. Η απόλυτη αυτή ιδέα είναι, κατά τη γνώμη τους, η βάση κάθε υπαρκτού. Αυτή μετατρέπεται σε φύση και πλάθει το γύρω μας Είναι.



Έτσι λοιπόν ο αντικειμενικός και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είναι δύο παραλλαγές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Στα κύρια, στα βασικά σημεία δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Και ο μεν και ο δε παίρνουν σα βάση την ιδεατή πρώτη αρχή, αναγνωρίζουν την ιδέα, το πνεύμα, τη συνείδηση ως πρωτεύον, ενώ τον πραγματικό κόσμο, τη φύση - ως δευτερεύον. Και ο μεν και ο δε συνάπτονται περίφημα με τη θρησκεία που με τον τρόπο τους υποστηρίζουν.

Οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός δεν είναι ανοησία, δεν είναι απλή παρεξήγηση, δεν είναι τυχαία πλάνη του ανθρώπινου νου. Η ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη έχει βαθιές ρίζες τόσο στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων, όσο και στην ίδια την αρκετά πολύπλοκη από τη φύση της ανθρώπινη γνώση.

Από τις πρώτες ακόμα βαθμίδες της ιστορικής εξέλιξης, όταν εμφανίστηκε η περιουσιακή ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και διαμορφώθηκε το δουλοκτητικό σύστημα η πνευματική εργασία έγινε προνόμιο της άρχουσας τάξης, της τάξης των δουλοκτητών, ενώ η βαριά σωματική εργασία κατάντησε κακό ριζικό των καταπιεζομένων, των δούλων. Στις συνθήκες αυτές, η σωματική εργασία υποβιβαζόταν και περιφρονιόταν με κάθε τρόπο ενώ η σημασία της πνευματικής εργασίας, μεγαλοποιούνταν στο έπακρο μια και η ενασχόληση με την επιστήμη και την τέχνη ήταν σε πολύ μεγάλη υπόληψη. Για την μεγαλοποίηση του ρόλου της πνευματικής εργασίας και της διανοητικής δράσης του ανθρώπου ενδιαφέρονταν πάντα οι κυρίαρχες τάξεις που καλλιεργούσαν την αυταπάτη ότι οι συντελούμενες στη φύση και στην κοινωνία αλλαγές εξαρτούνταν δήθεν από την υπερφυσική ιδέα, από το υπέρτατο πνεύμα.



Πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη, ότι η ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη [όπως και η θρησκεία] εμφανίστηκε σε συνθήκες πάρα πολύ χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης της παραγωγής, όταν οι άνθρωποι είχαν πολύ φτωχές γνώσεις και αρκετά πρωτόγονες, καθυστερημένες αντιλήψεις για τον γύρω κόσμο. Τα αυθόρμητα ξεσπάσματα της φύσης [σεισμοί, ξηρασίες, πλημμύρες και άλλες θεομηνίες] φαίνονταν τότε στον άνθρωπο σαν κάτι το μυστηριώδες και απόλυτα αναπόφευκτο. Μη γνωρίζοντας σχεδόν τίποτα για τις δυνάμεις της φύσης, οι άνθρωποι απέδιδαν σ' αυτές υπερφυσικό ρόλο, τις θεοποιούσαν.

Εκτός αυτού οι άνθρωποι παρατηρούσαν παντού μια καταπληκτική αρμονία, μια αυστηρή τάξη και νομοτέλεια των φαινομένων της φύσης : τακτική αλληλοδιαδοχή της ημέρας και της νύχτας, ρυθμική κίνηση των ουρανίων σωμάτων, τελειότητα και λυσιτέλεια της υφής των ζωντανών οργανισμών κλπ. Αυτό οδηγούσε άθελα στη σκέψη για την ύπαρξη ενός σοφού δημιουργού της φύσης ή κάποιας πανίσχυρης υπερφυσικής δύναμης, από την οποία εξαρτούνταν τα πάντα στον κόσμο, μαζί και η τύχη του κάθε ανθρώπου.



Ο δρόμος της φιλοσοφικής κατανόησης του κόσμου είναι πολύ περίπλοκος. Η γνώση περικλείει πάντα μέσα της μια δόση φαντασίας. Γι' αυτό όπως θα ειπωθεί σε συνέχεια, προκύπτει η πιθανότητα της μονόπλευρης μεγαλοποίησης, της απολυτοποίησης κάποιου χαρακτηριστικού γνωρίσματος, κάποιας πλευράς του προτσές της γνώσης, πράγμα που επίσης οδηγεί στον ιδεαλισμό. Και ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός, όπως τόνιζε ο Β. Ι. Λένιν, είναι ο δρόμος προς τη θρησκεία, προς τον παπαδισμό.

Με την εμφάνιση των εκμεταλλευτριών τάξεων, οι κοινωνικές δυνάμεις απόκτησαν για τους ανθρώπους ένα μυστηριώδες νόημα. Η θρησκεία για το χατήρι των πλουσίων, παρουσίαζε το σύστημα της καταπίεσης και τς υποδούλωσης σαν θεόπεμπτη τάξη πραγμάτων, εκθειάζοντας την εξουσία των αρχόντων, την ατομική ιδιοκτησία, την κοινωνική ανισότητα.

Έτσι διαμορφώθηκε ιστορικά η στενή συμμαχία του ιδεαλισμού και της θρησκείας, που χρησιμοποιείται και σήμερα από τις αντιδραστικές δυνάμεις της κοινωνίας για την υπεράσπιση και την δικαίωση των ποικίλων μορφών εκμετάλλευσης που έχουν ξεφτίσει από καιρό. Το κάθε εκμεταλλευτικό κράτος υποστηρίζει τη μια ή την άλλη μορφή θρησκευτικό - ιδεαλιστικής κοσμοαντίληψης καταβάλλοντας έντονες προσπάθειες για τη διάδοση των φιλοσοφικών αντιλήψεων που δικαιολογούν την κοινωνική ανισότητα.

Αφού ο ιδεαλισμός και η θρησκεία εξυπηρετούν ουσιαστικά από τους πανάρχαιους χρόνους, τις αντιδραστικές δυνάμεις, τότε ο υλισμός εκφράζει κατά κανόνα τα συμφέροντα των πρωτοπόρων δυνάμεων της κοινωνίας. Η υλιστική φιλοσοφία βοηθάει να γενικευθούν τα δεδομένα της επιστήμης και της κοινωνικοϊστορικής πράξης, συντελεί στην ανάπτυξή τους.



Όπως ειπώθηκε ήδη, το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας έχει δύο πλευρές. Η δεύτερη πλευρά του απαντάει στο ερώτημα σχετικά με την γνωσιμότητα του κόσμου. Στη λύση του προβλήματος αυτού, συγκρούονται οι αντίθετες απόψεις. Οι υλιστές απέδειξαν πάντα, ότι η νόηση του ανθρώπου μπορεί να μας δώσει έγκυρες γνώσεις για το γύρω κόσμο. Η παραδοχή της δυνατότητας γνώσης του κόσμου μας εμπνέει εμπιστοσύνη στη δύναμη του ανθρώπινου λογικού, κεντρίζει το ενδιαφέρον για την απόχτηση γνώσεων και μας παρακινεί σε δραστήρια μεταμορφωτική δράση.

Οι φιλόσοφοι που αμφισβητούν τη δυνατότητα της γνώσης του κόσμου και τέτοιοι είναι πολλοί στο στρατόπεδο των ιδεαλιστών, ονομάζονται αγνωστικιστές [από το ελληνικό ''α'' - όχι και ''γνώσις'']. Οι αγνωστικιστές φρονούν ότι γενικά δεν μπορούμε να ελέγξουμε την εγκυρότητα των γνώσεών μας αφού τα αντικείμενα, τα φαινόμενα, τα πράγματα, δεν μπορούν δήθεν να συγκριθούν με την ιδεατή τους αντανάκλαση. Ισχυρίζονται ότι όλες οι πληροφορίες μας για τα αντικείμενα, τα φαινόμενα είναι οι ίδιες οι προσλήψεις των αισθήσεών μας και γι' αυτό δεν έχουμε τη σιγουριά ότι τα πράγματα, οι ιδιότητές τους εκλαμβάνονται έτσι ακριβώς όπως είναι στην πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι αγνωστικιστές, παραδέχονται, πως στη πραγματικότητα τα πράγματα υπάρχουν αντικειμενικά, όμως ταυτόχρονα αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα γνώσης τους. Η ''αιδήμων'' αυτή παραδοχή του υλισμού τους βοηθάει να βολευτούν ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, να δικαιολογήσουν την απόπειρά τους να υψωθούν ''υπεράνω'' των μεν και των δε. Ωστόσο η τέτοια ''ουδετερότητα'' στη φιλοσοφία αφήνει πάντοτε αρκετά περιθώρια στον ιδεαλισμό και αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγχυση των αντιτιθέμενων απόψεων.

Στη σύγχρονη αστική ιδεαλιστική φιλοσοφία όλο και συχνότερα ακολουθείται η γραμμή του δεδηλωμένου αγνωστικισμού, της δυσπιστίας απέναντι στη δύναμη του λογικού. Ο αγνωστικισμός περιορίζοντας τις δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσης, αφοπλίζει τον άνθρωπο, τον καταδικάζει σε παθητικότητα κάνοντας συνάμα τόπο στην πίστη σε κάτι τι το μυστικιστικό, το υπερφυσικό. Γι' αυτό ο αγνωστικισμός είναι στενά συνδεμένος με τον ιδεαλισμό και τη θρησκεία.



Η ουσία της φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας δεν εξαντλείται με την απάντηση στο ερώτημα τι θεωρείται πρωτεύον - το υπαρκτό ή το ιδεατό και με το αν αναγνωρίζεται ή όχι η γνωσιμότητα του κόσμου. Στην αξιολόγηση ενός φιλοσοφικού συστήματος έχει σπουδαία σημασία να παρθεί επίσης υπόψη ποια μέθοδος γνώσης, χρησιμοποιείται κατά τη φιλοσοφική εξέταση του γύρω κόσμου. Αν προστρέξουμε στην ιστορία της φιλοσοφίας θα δούμε, ότι υπάρχουν δύο βασικές μέθοδες γνώσης, δύο αντίθετοι μεταξύ τους τρόποι σκέψης - η διαλεκτική και η μεταφυσική.

Η διαλεκτική είναι ελληνική λέξη. Οι αρχαίοι στοχαστές με τη διαλεκτική εννοούσαν τον τρόπο εκείνο διεξαγωγής της συζήτησης, της λογομαχίας, με τον οποίο φανερώνονται οι αντιφάσεις στις γνώμες του συνομιλητή, διευκρινίζεται η αλήθεια και διασαφηνίζονται οι έννοιες. Αργότερα, με τη διαλεκτική άρχισαν να εννοούν τη φιλοσοφική μέθοδο, δηλαδή τους γενικούς κανόνες και τα μέσα γνώσης του γύρω κόσμου, τον τρόπο εκείνον, με τη βοήθεια του οποίου η νόηση μελετάει το δοσμένο αντικείμενο.

Η διαλεκτική εξετάζει το σύμπαν σαν ενιαίο, συναφές σύνολο. Ξεκινάει από την αρχή ότι όλα τα πράγματα, τα φαινόμενα, ακόμα και οι έννοιές μας, σαν νοητικές τους αντανακλάσεις, είναι αλληλένδετες, βρίσκονται σε συνεχή κίνηση και αντιφατική ανάπτυξη. Η διαλεκτική άποψη για τη φύση, την ιστορία και την ανθρώπινη νόηση προϋποθέτει τη μελέτη του εξεταζόμενου αντικειμένου σε όλες τις συναρτήσεις και σχέσεις του, την παρακολούθηση της πραγματικής πορείας ανάπτυξής του, την αποκάλυψη των αληθινών αιτιών του περίπλοκου και αντιφατικού προτσές αλλαγής του.



Η μεταφυσική είναι επίσης ελληνική λέξη. Στην αρχαιότητα σήμαινε διδασκαλία για την απαρχή κάθε υπαρκτού. Αργότερα με τη μεταφυσική άρχισαν να εννοούν τον τρόπο σκέψης που εξετάζει τα αντικείμενα και τα φαινόμενα έξω από την αλληλουχία τους σαν αμετάβλητα, δοσμένα μια για πάντα, στερούμενα εσωτερικών αντιθέσεων.

Κατά τον XVI-XVII αιώνα η μεταφυσική μέθοδος γνώσης δικαιώνονταν ιστορικά και έπαιξε θετικό ρόλο στη φυσιογνωσία. Όπως σημειώνει ο Φ.Ένγκελς στο έργο του ''Αντι-Ντύρινγκ'' , στην αρχική περίοδο ανάπτυξης των φυσικών επιστημών - φυσικής, χημείας, βιολογίας - υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί η φύση κομματιαστά, να διαιρεθούν τα διάφορα προτσές σε καθορισμένες κατηγορίες και να διερευνηθούν μεμονωμένα, έξω από τη σύνδεσή τους με άλλα φαινόμενα και προτσές. Όλα αυτά, έλεγε ο Ένγκελς υπήρξαν απαραίτητες προϋποθέσεις για τις γιγαντιαίες επιτεύξεις που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη της φυσιογνωσίας εκείνη την εποχή.



Εν τούτοις από τον XVIII ακόμα αιώνα, φάνηκε η ανεπάρκεια της μεταφυσικής, δεδομένου ότι τα στενά της πλαίσια άρχισαν να αναχαιτίζουν την ανάπτυξη της επιστήμης. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, έδειξαν την στενότητα και την μονομέρεια της μεταφυσικής αντίληψης για τον κόσμο.

Αλλά η αστική φιλοσοφία δεν εγκατέλειψε τη μεταφυσική, την ασπάζεται και σήμερα ακόμα. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας δύσκολα μπορεί να βρεθεί φιλόσοφος που να αρνείται απόλυτα και αναντίρρητα την ανάπτυξη της φύσης και της κοινωνίας. Μα δεν πρόκειται γι' αυτό. Κατά κανόνα, οι σύγχρονοι μεταφυσικοί αντιλαμβάνονται απλοϊκά το χαρακτήρα της γενικής αλληλουχίας και την ουσία της ανάπτυξης. Οι εν λόγω φιλόσοφοι παρακάμπτουν το ζήτημα που αφορά την πραγματική πάλη της κίνησης και της ανάπτυξης, κι όταν το θίγουν, είτε το ανάγουν στη δράση μη υλικών δυνάμεων, είτε το κηρύττουν μη γνώσιμο. Έτσι η μεταφυσική συνταυτίζεται με τον ιδεαλισμό και τον αγνωστικισμό.

Η μεταφυσική μέθοδος σκέψης αποδεικνύεται ανίκανη να μελετήσει τις αντιφατικές πτυχές των πραγμάτων και φαινομένων, τις αλληλεπιδράσεις τους, να καθορίσει την ουσία των θεμελιωδών, ποιοτικών αλλαγών.

Οι σύγχρονοι μεταφυσικοί, ερμηνεύοντας τα κοινωνικά φαινόμενα, συγκαλύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις, αρνούνται το αναπόφευκτο των κοινωνικών επαναστάσεων ή τις αποκαλούν αυθόρμητες αναταραχές που είναι αδύνατο να προβλεφθούν. Με τον τρόπο αυτό παραγνωρίζονται οι αντικειμενικές νομοτέλειες ανάπτυξης της κοινωνίας, αποσπούνται από το σύνολο και απολυτοποιούνται οι δευτερεύοντες ή απλώς οι εξωτερικοί παράγοντες, αμφισβητείται η κοινωνική πρόοδος, διακηρύσσεται η ιδέα της αιωνιότητας του καπιταλιστικού συστήματος.

Ο αντεπιστημονικός, μεταφυσικός τρόπος σκέψης, που διατηρείται στη σύγχρονη αστική φιλοσοφία εξυπηρετεί τις εκμεταλλεύτριες τάξεις, που ενδιαφέρονται για τη διαιώνιση και τη δικαίωση των ξεπερασμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Για τους σκοπούς αυτούς καθώς και για τους σκοπούς της πάλης ενάντια στο μαρξισμό - λενινισμό οι αστοί φιλόσοφοι διαβρώνουν τη διαλεκτική με το ιδεαλιστικό πνεύμα, ή συνενώνουν στα φιλοσοφικά τους συστήματα ετερογενείς, αλλά και αντίθετες κάποτε απόψεις.



Η διαλεκτική και μεταφυσική είναι δύο αντίθετες μέθοδες γνώσης της πραγματικότητας, δύο αλληλοαποκλειούμενοι τρόποι εξήγησης του κόσμου και συνεπώς και ερμηνείας των πιο γενικών φιλοσοφικών αρχών και εννοιών. Τόσο ο υλισμός, όσο και ο ιδεαλισμός μπορεί να είναι διαλεκτικός ή μεταφυσικός. Όμως ο συνεπής υλισμός αποκλείεται να ταυτισθεί με τη μεταφυσική. Επίσης και η διαλεκτική μπορεί να είναι τόσο ιδεαλιστική, όσο και υλιστική. Όμως η επιστημονική διαλεκτική είναι ασυμβίβαστη με τον ιδεαλισμό.

Η ιστορία της φιλοσοφίας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι μια αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ανάμεσα στη διαλεκτική και τη μεταφυσική. Πίσω από την πάλη αυτή των φιλοσοφικών αντιλήψεων, των φιλοσοφικών κοσμοθεωριών κρύβεται, σε τελευταία ανάλυση, η πάλη των πραγματικών κοινωνικών δυνάμεων - των συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και ομάδων.

Κάνοντας γνωριμία με τα βασικά στάδια ανάπτυξης της φιλοσοφικής σκέψης, οφείλουμε να πάρουμε υπόψη τις ιστορικές ιδιομορφίες της κάθε εποχής, το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, το βαθμό ανάπτυξης της παραγωγής και της επιστήμης. Η ορθή εκτίμηση των παραγόντων αυτών μας βοηθάει να κατανοήσουμε, γιατί στη δοσμένη ιστορική περίοδο προβάλλει σε πρώτη γραμμή ένα ορισμένο κοσμοθεωρητικό πρόβλημα, πώς επιδρούν πάνω στη φιλοσοφία το οικονομικό σύστημα της κοινωνίας και το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών, γιατί αλλάζουν το αντικείμενο της φιλοσοφίας, ο ρόλος της και η σημασία της στη ζωή της κοινωνίας. σε τι οφείλεται η αδιάκοπη πάλη των φιλοσοφικών κατευθύνσεων, ρευμάτων και σχολών.

Η ιστορία δεν πρέπει να περνάει χωρίς να μας αφήνει ίχνη, διότι το παρελθόν ζει πάντα, με τον ένα ή άλλο τρόπο, στο παρόν, ενώ το παρόν θα αποτελέσει αναπόφευκτα συστατικό του μέλλοντος. Η γνώση της ιστορικής ανάπτυξης της φιλοσοφίας μπορεί και πρέπει να μας προφυλάξει από την επανάληψη των λαθών και παραπλανήσεων στις οποίες περιέπεσαν οι στοχαστές του παρελθόντος. Η γνώση αυτή μπορεί να φανεί αρκετά χρήσιμη και στο ξεσκέπασμα της σύγχρονης αστικής φιλοσοφίας, οι εκπρόσωποι της οποίας στην πάλη τους κατά της κομμουνιστικής ιδεολογίας, χρησιμοποιούν κάθε τι το ξεπερασμένο και αντιδραστικό.





Πηγή : ''Βασικές αρχές υλιστικής φιλοσοφίας'' , Ινστιτούτο φιλοσοφίας ΕΣΣΔ, Εκδόσεις Σύγχρονη εποχή




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...