Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Ι. Ντ. Αντρέγιεφ: Για τη γνωσιμότητα του κόσμου

Αναδημοσίευση από parapoda

Στις μέρες μας, επανέρχονται, ακόμα και στις τάξεις της αριστεράς, απόψεις περί ύπαρξης χάους στις κοινωνικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις. Από την αναγνώριση ότι η κατάσταση είναι σύνθετη κάποιοι καταλήγουν στο ότι είναι αδύνατη η ανάγνωσή της, η γνώση της πραγματικότητας. Όσον αφορά το εσωτερικό, μία τέτοια άποψη οδηγεί όσους την υιοθετούν, στην παράλυση, τη μοιρολατρία, την αποδοχή της πραγματικότητας, όπως και όποια κι αν είναι αυτή. Πράγμα καθόλου αθώο, αφού στέλνει αγωνιστές σπίτια τους, οι οποίοι καλούνται, στην καλύτερη, να “συμβάλλουν” στην ανάγνωση τμήματος της πραγματικότητας (ούτε καν στην αλλαγή της). Όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις, η άποψη ότι σε αυτές υπάρχει χάος, οδηγεί σε μια στατική μελέτη της διεθνούς σκηνής, σε παρουσίαση μιας εικόνας του κόσμου που από καιρό δεν υπάρχει πια, και στην καλύτερη προτείνουν συμμαχίες με τον αντίθετο – τάχα μοναδικό υπαρκτό – πόλο από αυτόν που καταδυναστεύει τη χώρα μας. Πράγμα εξίσου καθόλου αθώο.

Ανέκαθεν οι μαρξιστές – λενινιστές πάλευαν με τέτοιες απόψεις, οι οποίες δεν ανάγονται μόνο στην πνευματική οκνηρία και δειλία όσων τις προπαγανδίζουν, αλλά και στις ιδεαλιστικές – θρησκευτικές αντιλήψεις των τελευταίων, οι οποίοι πορεύονται στο δρόμο της διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης και όχι της αριστεράς και της επαναστατικής αλλαγής της πραγματικότητας.

***

Ι. Ντ. Αντρέγιεφ: Για τη γνωσιμότητα του κόσμου

Διδάκτορα φιλοσοφικών επιστημών

Η ριζική αντίθεση της υλιστικής και της ιδεαλιστικής κοσμοαντίληψης, ως γνωστόν, συνίσταται στο ότι οι δυο τους δίνουν διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας – για τη σχέση της νόησης με το είναι, της συνειδήσης με την ύλη. Οι ιδεαλιστές, παρά τα γεγονότα, ισχυρίζονται ότι η συνείδηση είναι το πρωτεύον, και η ύλη, η φύση, είναι κάτι που προέρχεται από τη συνείδηση. Οι υλιστές, από την άλλη, σε πλήρη συμφωνία με όλα τα δεδομένα της επιστήμης και της πρακτικής, αποδεικνύουν ότι πρωταρχική είναι η ύλη και ότι η συνείδηση προκύπτει από αυτή, και μάλιστα μόνο σε ένα συγκεκριμένο, και δη αρκετά υψηλό επίπεδο ανάπτυξής της.

Όμως το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας έχει και μια δεύτερη πλευρά: είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ό,τι μας περιβάλλει στον κόσμο; Μπορούμε στις αναπαραστάσεις μας, στις κατανοήσεις μας για τα αντικείμενα, για τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας ορθά να απεικονίζουμε την πραγματικότητα;

Οι ιδεαλιστές ποτέ δεν έδιναν μια επιστημονικά θεμελιωμένη απάντηση σε αυτά τα προβλήματα. Κατά κανόνα εξέφραζαν και εκφράζουν την ιδεολογία αντιδραστικών, θνησκουσών τάξεων, οι οποίες δεν ενδιαφέρονται για την αντικειμενική μελέτη της αληθινής πραγματικότητας με στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της. Για αυτό οι ιδεαλιστές κάθε είδους, με τη μια ή την άλλη μορφή, ανοιχτά ή καλυμμένα, απορρίπτουν τη δυνατότητα ο άνθρωπος να γνωρίζει αξιόπιστα τον κόσμο που τον περιβάλλει. Και δεν είναι τυχαίο ότι η σύγχρονη ιδεαλιστική φιλοσοφία, η οποία υπηρετεί το κοινωνικό καθεστώς της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, επιδιώκει να χρησιμοποιεί κάθε τρόπο για να περιορίζει τη γνώση του κόσμου από τον άνθρωπο.

Στην απάντηση των ιδεαλιστών για το ζήτημα της γνωσιμότητας του κόσμου, όπως και σε άλλα φιλοσοφικά ζητήματα, ξεκάθαρα αποκαλύπτεται μία στενή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο φιλοσοφικό ιδεαλισμό και τη θρησκεία. Ο ιδεαλισμός είναι πιστός σύμμαχος και βοηθός της θρησκείας. Οδηγεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην ιδέα της ύπαρξης θεού. Και αν οι κήρυκες της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης αναπόδεικτα ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει το δημιουργημένο και ελεγχόμενο από το θεό κόσμο γιατί “οι δρόμοι του θεού είναι μη εξερευνήσιμοι”, οι ιδεαλιστές προσπαθούν θεωρητικά να “τεκμηριώσουν” τέτοιους ισχυρισμούς και, επομένως, υποστηρίζουν τη θρησκεία, την υπερασπίζονται.

Τη μόνη σωστή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνει ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός, ο οποίος διδάσκει ότι ο κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν είναι πλήρως γνώσιμοι, ότι η γνώση μας για τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας, οι οποίοι έχουν αποδειχτεί από την εμπειρία, από την πρακτική, είναι αξιόπιστη γνώση και ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν γνωστά, αλλά υπάρχουν μόνο πράγματα που δεν είναι μέχρι στιγμής γνωστά, τα οποία θα ανακαλυφθούν και θα γίνουν γνωστά από τις δυνάμεις της επιστήμης και της πρακτικής.

Ολόκληρη η ιστορία της ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης αναντίρρητα αποδεικνύει την αλήθεια αυτής της πιο βασικής θέσης του διαλεκτικού υλισμού. Κάθε νέα ανακάλυψη στις επιστήμες, κάθε φορά, πιστοποιεί ότι δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο στον κόσμο που μας περιβάλλει το οποίο οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κλασικοί του μαρξισμού – λενινισμού όχι μόνο πλήρως επιχειρηματολογούσαν υπέρ της δυνατότητας γνώσης της πραγματικότητας και των νόμων που τη διέπουν, αλλά και εξόπλιζαν την ανθρωπότητα με τη διαλεκτική μέθοδο γνώσης και μετασχηματισμού του κόσμου, την οποία ίδρυσαν και ανέπτυξαν, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Αυτοί θεωρητικά ερεύνησαν το προτσές της γνωσιμότητας, καθόρισαν την ουσία του και προσδιόρισαν τις βασικές ιδιότητες και στάδιά του. Όλα αυτά σήμαιναν μια επαναστατική ανατροπή στη θεωρία της γνώσης.

***

Το προτσές της γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας από τον άνθρωπο περιλαμβάνει δύο βασικά στάδια: το εμπειρικό, δηλαδή, στη βάση της πείρας, και το ορθολογικό, δηλαδή, το νοητικό. Στην ιστορία της φιλοσοφίας αυτά τα στάδια συχνά τα μελετούσαν μονόπλευρα, μεταφυσικά τα διαχώριζαν και, μάλιστα, τα αντιπαρέθεταν το ένα με το άλλο. Η μαρξιστική φιλοσοφία απορρίπτει μια τέτοια μονόπλευρη προσέγγιση, θεωρώντας ότι το ορθολογικό και το εμπειρικό είναι διαλεκτικά συνδεόμενα, συμπληρώνουν και αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο στο σύνθετο προτσές της γνώσης, κινούμενα στη βάση της κοινωνικοϊστορικής πρακτικής των ανθρώπων. Ο Β.Ι.Λένιν επ’ αυτού έγραφε: “από τη ζωντανή παρατήρηση προς την αφηρημένη σκέψη και από αυτή στην πράξη, αυτή είναι η διαλεκτική πορεία γνώσης της αλήθειας, η πορεία γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας”.

Η ζωνταντή παρατήρηση, δηλαδή, η αδιαμεσολάβητη αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τα υπό μελέτη αντικείμενα και φαινόμενα αποτελεί το πρώτο απαραίτητο στάδιο της γνώσης. Κάθε νοητικό προτσές αρχίζει με τις αισθήσεις και την αντίληψη, με τη διάκριση, τη σύγκριση, την αντιπαραβολή και την επεξεργασία της ύλης που μας δίνουν τα αισθητήρια όργανα. Για αυτό ακριβώς η αισθητηριακή γνώση συνιστά την άμεση ή έμμεση πηγή όλων των γνώσεών μας.

Όσον αφορά τις ίδιες τις αισθήσεις και τις αντιλήψεις, αυτές είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της – πέρα και ανεξάρτητη από εμάς – αντικειμενικής πραγματικότητας στα αισθητήρια όργανά μας. Συνεπώς, αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν προκύψει αν δεν υπήρχε εξωτερικός υλικός κόσμος. Ταυτόχρονα, οι αισθήσεις και οι αντιλήψεις, τις οποίες αποκτά ένας άνθρωπος στην πορεία της δουλειάς, της επιστημονικής ή άλλης δραστηριότητας, βασικά ορθά (κατάλληλα) αντανακλούν διάφορες ιδιότητες και ποιότητες των αντικειμένων, είναι αντικειμενικές στο περιεχόμενό τους.

Πράγματι. Όταν εμείς πραγματευόμαστε ένα αντικείμενο, με τη βοήθεια των αισθητηρίων οργάνων βασικά ορθά αντιλαμβανόμαστε τη μορφή του, το χρώμα του, τη μυρωδιά, τη γεύση, τη σκληρότητά του κοκ. Αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, τότε ο άνθρωπος θα ήταν ένα εντελώς αβοήθητο ον, γιατί απλώς δεν θα μπορούσε να προσανατολιστεί στον περιβάλλοντά του κόσμο. Βέβαια, από αυτό δεν συνάγεται ότι η αίσθηση των αντικειμενικά υπαρχουσών ποιοτήτων και ιδιοτήτων δεν εξαρτάται από το πιο αισθανόμενο υποκείμενο. Ειναι γνωστό ότι η αλλαγή, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, της κατάστασης του οργανισμού, των αισθητηρίων οργάνων και του νευρικού συστήματος επιδρά στο προτσές της αίσθησης. Όμως αυτή η επίδραση γενικά δεν είναι ουσιαστική, δεν είναι καθοριστική, δεν οδηγεί στην παραποίηση της πραγματικότητας στο νου του ανθρώπου (εκτός, φυσικά, από περιπτώσεις κάποιων νευρικών και ψυχικών ασθενειών). “Η αίσθηση – έλεγε ο Λένιν – είναι μια υποκειμενική απεικόνιση του αντικειμενικού κόσμου”. Αυτή μας δινει πιστές απεικονίσεις, αντίγραφα, αναπαραστάσεις πραγματικών αντικειμένων και φαινομένων.

Επίσης, το ότι τα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου έχουν φυσικά όρια δεν σημαίνει την ύπαρξη οποιουδήποτε ορίου στις ικανότητές του για γνώση. Αυτό που δεν είναι προσβάσιμο στην αισθητηριακή γνώση σήμερα, θα είναι προσβάσιμο αύριο, χάρη στην ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής και ιδίως της επισήμης και της τεχνικής. Όταν υπήρχαν σύνηθη μικροσκόπια, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δουν μόρια πρωτεΐνης ή έναν ιό. Η επινόηση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου μάς επέτρεψε να δούμε και το ένα και το άλλο.

Με τη βοήθεια των νέων οργάνων, οι επιστήμονες μπορούν σήμερα να παρατηρήσουν προτσές που λαμβάνουν χώρα σε ένα εκατομμυριοστό ή ακόμα λιγότερο του δευτερολέπτου, να φωτογραφίσουν απόμακρες περιοχές του σύμπαντος, οι οποίες είναι κρυμμένες από εμάς από τα ισχυρά σύννεφα της σκοτεινής διαστρικής ύλης κοκ.

Ωστόσο, το προτσές της γνώσης δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο αισθητηριακό στάδιο. Μέσω των αισθήσεων αντανακλούνται κυρίως τα μεμονωμένα πράγματα, αποσαφηνίζεται αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια των φαινομένων. Όμως ο άνθρωπος δεν αρκείται στη γνώση κάποιων εξωτερικών πλευρών, αλλά επιδιώκει να διεισδύσει στην ουσία του πραγματικού κόσμου, να μελετήσει τα βαθιά προτσές τα οποία λαμβάνουν χώρα στη φύση, την κοινωνία και στην ίδια την ανθρώπινη σκέψη, τους νόμους ανάπτυξης των φαινομένων και των αντικειμένων που αντιλαμβανόμαστε. Εδώ έρχεται σε βοήθεια ένα ανώτερο στάδιο αντανάκλασης της πραγματικότητας – η θεωρητική, επιστημονικά αφηρημένη σκέψη.

Με τη βοήθεια μόνο των αισθήσεων ο άνθρωπος δεν θα ήταν σε θέση να μετρήσει τις αποστάσεις ανάμεσα στα ουράνια σώματα, να “ζυγίσει” τους πλανήτες, τα άστρα, τον ήλιο, να προσδιορίσει τη χημική τους ουσία, τη θερμοκρασία, αδιαμεσολάβητα να δει ή να ακούσει το μαγνητικό πεδίο του ηλεκτρικού ρεύματος κοκ. Ομοίως, δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να “διαισθανθεί” το νόμο της διατήρησης της ενέργειας, το νόμο της σχέσης ανάμεσα στη μάζα και την ενέργεια, το νόμο της σταδιακής ανάπτυξης των φυτών κοκ. Μόνο η αφηρημένη σκέψη μάς επιτρέπει να γνωρίζουμε αυτό που άμεσα δεν βλέπουμε, δεν αισθανόμαστε.

Η αφηρημένη σκέψη βασίζεται σε αισθητηριακά δεδομένα. Στην κοινωνική – παραγωγική του δραστηριότητα ο άνθρωπος αποκτά καθορισμένες αισθήσεις και αντιλήψεις, βαθμιαία εντοπίζει τις διακριτές ιδιότητες και ποιότητες του ενός ή του άλλου αντικειμένου, διακρίνει το κύριο από το μη κύριο, το βασικό από το δευτερεύον, αποκαλύπτει τις δια νόμου συνδέσεις ανάμεσα στα διάφορα αντικείμενα, φαινόμενα κοκ. Κατά το προτσές της δημιουργίας επιστημονικών εννοιών, λαμβάνει χώρα μία διανοητική απόσπαση από τις αισθητηριακά αντιληπτές ιδιότητες συγκεκριμένων αντικειμένων, από τις πολλές συγκεκριμένες λεπτομέρειες που υπάρχουν σε συγκεκριμένα πράγματα, και ταυτόχρονα λαμβάνει χώρα μια γενίκευση της εμπειρίας, των γεγονότων, μια διάκριση της κύριας, της καθοριστικής ουσίας αυτών των πραγμάτων. Όλα αυτά είναι το βασικό περιεχόμενο της σκέψης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι η αφηρημένη κατανόηση (συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής αφαίρεσης), όπως και οι κρίσεις και τα συμπεράσματα, που πολύ περισσότερο και βαθύτερα αντανακλούν τον εξωτερικό κόσμο από όσο οι αισθήσεις και οι αντιλήψεις.

Χάρη στην επιστημονική – αφηρημένη σκέψη ο άνθρωπος πνευματικά ξεπερνά τα όρια αυτού που ο ίδιος μπορεί αδιαμεσολάβητα να αντιληφθεί με τα αισθητήρια όργανά του, προβλέπει την κατεύθυνση της ανάπτυξης του ενός ή του άλλου προτσές, προδικάζει την ύπαρξη στοιχείων που δεν δίνονται ακόμα από τη ζωντανή ενατένιση, αλλά τα οποία υπάρχουν στην πραγματικότητα των πραγμάτων και των φαινομένων. Έτσι, για παράδειγμα, η ηλεκτρομαγνητική φύση του φωτός πρώτα προβλέφθηκε θεωρητικά και μόνο αργότερα τεκμηριώθηκε με πείραμα, μέσω του εμπειρικού δρόμου. Το γεγονός ότι στο ηλιακό σύστημα υπάρχουν οι πλανήτες Πλούτωνας και Ποσειδώνας, οι επιστήμονες το γνώριζαν ήδη προτού καν καταφέρουν να τους δουν με το τηλεσκόπιο.

Προκύπτει το ερώτημα: αν οι έννοιές (concept) μας είναι μια αντανάκλαση των πιο σημαντικών ιδιοτήτων και πλευρών του κόσμου, των συνδέσεων και των νόμων τους, που δεν είναι άμεσα αντιληπτοί από τα αισθητήρια όργανα, τότε ποια είναι η βάση του να ισχυριζόμαστε ότι αυτή η αντανάκλαση είναι ορθή – ακριβής, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Μια εξαντλητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρώτα έδωσε η μαρξιστική φιλοσοφία.

Η εμφάνιση των αισθήσεων και των αντιλήψεων, όπως και ο σχηματισμός της νόησης, είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με την πρακτική, την εμπειρία. Η ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής μάς δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τον κόσμο βαθύτερα, ή καλύτερα, πληρέστερα. Για αυτό και ο διαλεκτικός υλισμός βασίζεται στο ότι η πρακτική είναι η βάση του όλου προτσές της νόησης. Όμως τι είναι αυτή η πρακτική; Αυτή είναι πριν από όλα η παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις ιδιότητες των πραγμάτων και τις δυνάμεις της φύσης για τους σκοπούς και τα ενδιαφέροντά του, για να δημιουργήσει ζωτικά απαραίτητα υλικά αγαθά.

Αυτή είναι η επιστημονικό-πειραματική, κοινωνικο-επαναστατική, κοινωνική καθημερινή, πνευματική και εκπαιδευτική δραστηριότητα των ανθρώπων. Για αυτό, πρακτική μπορεί να είναι φυσικοεπιστημονικό πείραμα, αστρονομική ή οποιαδήποτε άλλη παρατήρηση, επιστημονική και τεχνική ανακάλυψη, ταξικός αγώνας, επανάσταση, πόλεμος, δημιουργία νέου συστήματος κοκ. Αυτό διότι ο άνθρωπος, στην πολυσχιδή δραστηριότητά του, έρχεται αντιμέτωπος με τα πλέον διαφορετικά φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας και τα μελετά, ώστε να γίνει κύριός τους, και επιτρέπει στην κοινωνικοϊστορική πρακτική να είναι η βάση όλων των φυσικών και κοινωνικών επιστημών.

Ο διαλεκτικός υλισμός, περαιτέρω, διδάσκει ότι η πρακτική δεν είναι μόνο η βάση της νόησης, αλλά και αποφασιστικό κριτήριο, ένα μέτρο για τον καθορισμό της αλήθειας, της αξιοπιστίας των γνώσεών μας. Αν η τάδε ή η δείνα επιστημονική θέση, συμπέρασμα, υπόθεση, θεωρία επαληθεύεται στην πράξη, στη ζωή, σημαίνει πως είναι αληθινή. Αν όχι, σημαίνει πως αυτή η θεωρία χρειάζεται αποσαφήνιση, επεξεργασία ή και αντικατάσταση από άλλη θεωρία ως εσφαλμένη.

Στη φυσική, επί πολύ καιρό κυριαρχούσε η άποψη, σύμφωνα με την οποία η ύλη αποτελείται από απαράλλαχτα, μη διακριτά, αδιαπέραστα άτομα. Η ανακάλυψη, στα τέλη του περασμένου αιώνα, του φαινομένου της ραδιενέργειας απέδειξε ότι αυτή η άποψη ήταν εσφαλμένη, επειδή τα άτομα των ραδιενεργών στοιχείων παρακμάζουν και μετατρέπονται σε άτομα άλλων στοιχείων. Βασιζόμενοι σε αυτό και σε πλήθος άλλων γεγονότων, οι επιστήμονες δημιούργησαν μια νέα θεωρία, της ατομικής δομής της ύλης, σύμφωνα με την οποία, τα άτομα είναι σύνθετοι σχηματισμοί, αποτελούμενοι από διάφορα “στοιχειώδη” μέρη και τα οποία αντιμετωπίζουν μια πληθώρα αλλαγών και μετασχηματισμών.

Άλλο παράδειγμα. Οι φυσικοί έκαναν διάφορες υποθέσεις για πιθανές πυρηνικές αντιδράσεις με το ουράνιο και άλλα χημικά στοιχεία και για τη χρήση αυτών των αντιδράσεων. Το ζήτημα για το αν αυτές οι υποθέσεις ήταν ορθές ή όχι, λύθηκε στην πράξη. Η δημιουργία ατομικών αντιδραστήρων, όπου πραγματοποιούνται ακριβώς αυτά τα προτσές, τα οποία και είχαν προβλεφθεί θεωρητικά, επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα των επιστημόνων.

Παρόμοια είναι η κατάσταση σε όλα τα πεδία της επιστημονικής γνώσης. Η αληθινή επιστήμη για την επαλήθευση της ορθότητας των θεωριών της απαράλλαχτα προσφεύγει στην πρακτική, την εμπειρία, τη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής.

Η εισαγωγή από τους κλασικούς του μαρξισμού – λενινισμού του κριτηρίου της πρακτικής στη βάση της θεωρίας της γνώσης κατάφερε θανάσιμο πλήγμα στον αγνωστικισμό, και περισσότερο στην ανοιχτά διακηρυγμένη ιδεαλιστική θέση για την αρχή της μη γνωσιμότητας του κόσμου.

Όλοι οι αγνωστικιστές επίμονα ισχυρίζονται ότι η γνώση μας τάχα δεν ξεπερνά και δεν μπορεί να βγει από τα όρια των αισθήσεών μας, ότι, βιώνοντας την αίσθηση, εμείς πάλι δεν μπορούμε τάχα να πούμε τίποτα για τα αντικείμενα και τα φαινόμενα, ή ό,τι τα προκαλεί, ότι η ανθρώπινη αντίληψη είναι μόνο υποκειμενική και δεν αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα. Με αυτά οι υποστηρικτές του αγνωστικισμού προσπαθούν να υπονομεύσουν τις ίδιες τις βάσεις της επιστήμης, να αναγεννήσουν τη θρησκεία, να εκτρέψουν τους εργαζόμενους από τον αγώνα για επαναστατική αλλαγή του κόσμου. Γιατί αν ο κόσμος δεν είναι γνώσιμος, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι γνώσιμα ούτε τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, και μη γνωρίζοντας τους νόμους της, ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να μετασχηματίσει την υπάρχουσα κοινωνική τάξη και πρέπει να συμφιλιωθεί, ως εκ τούτου, με την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αναμένοντας βοήθεια μόνο από άγνωστες θεϊκές δυνάμεις.

Για τη “θεμελίωση” του συλλογισμού τους, οι αγνωστικιστές πάντα τόνιζαν ότι στη διάθεση του ανθρώπου δεν υπάρχει τάχα πειστικό κριτήριο για την αλήθεια της γνώσης μας. Ο προμαρξιστικός υλισμός, ορθά επικρίνοντας τον αγνωστικισμό, δεν ήταν σε θέση, ωστόσο, να προσδιορίσει ένα τέτοιο κριτήριο, γιατί ήταν στοχαστικός, μεταφυσικός υλισμός, ο οποίος διαχώριζε το προτσές της γνώσης από την κοινωνικοϊστορική πρακτική των ανθρώπων. Και μόνο ο διαλεκτικός υλισμός έδωσε πραγματικά επιστημονική λύση στο ζήτημα, αποκαλύπτοντας τη σημασία της κοινωνικο-παραγωγικής πρακτικής για τον προσδιορισμό της ορθότητας των γνώσεών μας για τη φύση και την κοινωνία.

Όλη η πρακτική της ανθρωπότητας απαράλλαχτα δείχνει ότι η γνώση μας για τον κόσμο βασικά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι το περιεχόμενο των γνώσεών μας είναι αντικειμενικό, ότι είναι ανεξάρτητο από τους ανθρώπους και τις υποκειμενικές τους ιδιότητες. Η ίδια η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι, όπως υπογράμμιζε ο Β.Ι. Λένιν, “αποτέλεσμα της αντικειμενικής – πιστής αντανάκλασης στο κεφάλι του ανθρώπου των φαινομένων και των προτσές της φύσης, είναι η απόδειξη ότι η αντανάκλαση αυτή (εντός των ορίων που μας δείχνει η πρακτική) είναι μια αντικειμενική, απόλυτη, παντοτινή αλήθεια”.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το κριτήριο της πρακτικής μάς δίνει όλη την απόλυτη αλήθεια, δηλαδή μια μέχρι τέλους εξαντλητική και πλήρη γνώση όλου του κόσμου.

Ο διαλεκτικός υλισμός διδάσκει ότι η κατοχή της πλήρους αλήθειας είναι ένα ατελείωτο προτσές, γιατί ατελείωτος είναι ο ίδιος ο κόσμος, και ότι, γνωρίζοντας τα αντικείμενα, τα φαινόμενα, τους νόμους της αντικειμενικής πραγματικότητας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει την απόλυτη αλήθεια άμεσα, πλήρως, άνευ προϋποθέσεων, τελειωτικά, αλλά την ανακαλύπτει βαθμιαία, προσεγγιστικά, σχετικά αληθινά. Επομένως, η αντικειμενική αλήθεια, η οποία είναι βασικά ορθή αντανάκλαση των φαινομένων του υλικού κόσμου στη συνείδηση των ανθρώπων επ’ουδενί δεν είναι πλήρης, απαράλλαχτη, παγιωμένη αλήθεια. Η γνώση των ανθρώπων αποτελείται κυρίως από σχετικές αλήθειες, δηλαδή, τέτοιες θέσεις και έννοιες που, όντας γενικά και πλήρως αληθείς, ασταμάτητα συγκεκριμενοποιούνται, αποσαφηνίζονται και βαθαίνουν μέσα στο προτσές της ανάπτυξης των επιστημών και της κοινωνικής πρακτικής. Ταυτόχρονα, σε αυτές τις σχετικές αλήθειες πάντοτε περιέχονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σπόροι, σπέρματα, τμήματα της απόλυτης αλήθειας, καθώς η βελτίωση των γνώσεών μας για τον κόσμο οδηγεί σε όλο και περισσότερο ακριβή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Έτσι, οι στιγμές της σχετικότητας στις επιστημονικές θεωρίες, συμπεράσματα, θέσεις κλπ ασταμάτητα μικραίνουν, ποτέ, ωστόσο, δεν εξαφανίζονται πλήρως, ενώ οι σπόροι της απόλυτης αλήθειας εντός αυτών ασταμάτητα μεγαλώνουν.

Η ορθότητα της μαρξιστικο – λενινιστικής διδασκαλίας για την αντικειμενική, απόλυτη και σχετική αλήθεια επαληθεύεται από όλη την ιστορία της επιστήμης και της ανθρώπινης πρακτικής. Όταν οι επιστήμονες θεμελίωσαν, για παράδειγμα, ότι το άτομο αποτελείται από πυρήνα και ηλεκτρονικό νέφος, προέκυψε το ερώτημα και για τη δομή του ίδιου του πυρήνα. Αρχικά, υποτέθηκε ότι ο πυρήνας περιλαμβάνει πρωτόνια και ηλεκτρόνια. Έπειτα, ως αποτέλεσμα νέων πειραματικών δεδομένων και της ανακάλυψης του νετρονίου, προέκυψε το μοντέλο του πυρήνα που αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια, το οποίο με περισσότερη ακρίβεια αντανακλά τη δομή του. Σύμφωνα με νεότερες απόψεις, τα ηλεκτρόνια δεν περιλαμβάνονται στον πυρήνα, όμως μπορούν να παράγονται και να αφήνονται υπό συγκεκριμένους μετασχηματισμούς εντός του πυρήνα. Οι φυσικοί όλο και πιο βαθιά διεισδύουν στην ουσία αυτών των μετασχηματισμών, στη φύση της δράσης της πυρηνικής δύναμης, και όλο και περισσότερο πετυχαίνουν μια όλο και πιο ορθή αντανάκλαση των αντικειμενικά πραγματοποιούμενων στο μικρόκοσμο προτσές. Και έτσι, σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας των ανθρώπων πηγαίνουν από τη μη γνώση στη γνώση, από τη μη πλήρη γνώση στην πιο πλήρη γνώση.

***

Η θέση του διαλεκτικού υλισμού για τη γνωσιμότητα του κόσμου, για τους δρόμους και τις ιδιότητες της νόησης, για τη σχέση απόλυτης και σχετικής αλήθειας έχουν τεράστια πρακτική σημασία. Χρησιμεύουν ως τη θεωρητική βάση για την ανάπτυξη της επιστημονικο-τεχνικής σκέψης, τα επιτεύγματα της οποίας χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για την εφαρμογή πρακτικών σκοπών, για την κυριάρχηση επί των στοιχειακών δυνάμεων της φύσης, για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της φύσης και της κοινωνίας. Η μαρξιστική θεωρία της νόησης αποτελεί μία από τις θεωρητικές βάσεις της δραστηριότητας του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο βασίζει το έργο του στη γνώση των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης και επιτυχών τους χρησιμοποιεί για τη νίκη του κομμουνισμού. Να γιατί η γνώση των βασικών συμπερασμάτων του διαλεκτικού υλισμού πάνω στο ζήτημα της γνωσιμότητας του κόσμου είναι σημαντική για κάθε σοβιετικό άνθρωπο.

Το κείμενο μεταφράστηκε απευθείας από τα ρώσικα. Πηγή: Περιοδικό “Επιστήμη & Ζωή” (“Ναούκα Ι Ζιζν”), Φλεβάρης 1955, νο. 2, μηνιαίο επιστημονικό – εκλαϊκευτικό περιοδικό, της Πανενωσιακής Εταιρίας για τη διάδοση των πολιτικών και επιστημονικών γνώσεων, σ.σ. 2 – 4.

https://parapoda.wordpress.com/2017/05/15/%CE%B9-%CE%BD%CF%84-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%B3%CE%B9%CE%B5%CF%86-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85/

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

25η Μαρτίου: Με οδηγούς τους Μαρξ - Ένγκελς να αρνηθούμε την κύρια πλευρά του 1821

Από Κόκκινο Μετερίζι


Αν και για τεχνικούς καθαρά λόγους, δεν καταφέραμε να δημοσιέψουμε τις συγκεκριμένες πραγμάτειες περί της ελληνικής εξέγερσης του ’21 ανήμερα της ημέρας που εορτάζεται η «εθνική παλιγενεσία», με δεδομένο ότι η σειρά ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ για το ’21 έχει ανάψει μια γενικότερη συζήτηση για το θέμα, νομίζουμε πως έστω και με έναν μικρόν ετεροχρονισμό, έχει μιαν αξία να διαβαστούν με προσοχή οι παρακάτω αναλύσεις, που είναι και ιδιαίτερα τεκμηριωμένες με τη χρήση πληθώρας πηγών.

Πρόκειται για την ανάπτυξη, από την πλευρά των συναγωνιστών της ΟΑΚΚΕ, της πιο πρωτοπόρας ελλαδίτικης μαρξιστικής ιστοριογραφικής θέσης, ότι δηλαδή οι φιλορώσοι μέσα στο ’21 αποτελούσαν την άκρα δεξιά πλευρά του, κι ας υποδύονταν την πιο «λαϊκή». Ανάπτυξη που οδήγησε τους μαρξιστές της ΟΑΚΚΕ, μέσα από ενδελεχή μελέτη, στη θέση ότι το ’21 έχει στην κύρια πλευρά του ΑΡΝΗΤΙΚΟ χαραχτήρα, τόσο για το τι κληροδότησε στο νεοελληνικό έθνος, όσο και για το πώς επέδρασε στην ευρωπαϊκή αστοδημοκρατική επανάσταση, της οποίας το πιο καλοφρουρημένο εχθρικό προπύργιο ήταν η φεουδαρχική επεκτατική, απολυταρχική τσαρική Ρωσία. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, στην εποχή του μονοπωλιακού – κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, με τη νεοτσαρική σοσιαλιμπεριαλιστική Ρωσία να αποτελεί το μεγαλύτερο εχθρό της προλεταριακής και αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης, αφού τους κλέβει και διαστρέφει τα συνθήματα, θέλοντας να χρησιμοποιήσει τους λαούς για να τη βοηθήσουν να επικρατήσει ενάντια στους ιμπεριαλιστές αντιπάλους της, την υπερδύναμη των ΕΠΑ αλλά και τους δευτεροκοσμικούς της Δυτικής Ευρώπης.

Το πρώτο είναι μια γενική τοποθέτηση για το ζήτημα, που δημοσιέυτηκε στη Ν.Α. του Μάρτη του 1992 (φ.159), ενώ το δεύτερο είναι μέρος του διαλόγου που αναπτύχθηκε στα 1995 στις στήλες της Ν.Α. μεταξύ της Συντακτικής Ομάδας της και του ιστορικού Λύσανδρου Παπανικολάου, με αφορμή τη διχογνωμία τους για το τελικό ιστορικό απόβαρο του '21.
Όλα τα σχετικά με το '21 που έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα της ΟΑΚΚΕ:

http://www.oakke.gr/1821/links.htm

Να κάνουμε μονάχα μια παρατήρηση, όσον αφορά στην ιδεολογική μήτρα της αναμφισβήτης αυτής ανάπτυξης της μαρξιστικής σκέψης όσον αφορά στη χώρα μας και ευρύτερα στα Βαλκάνια: δεν είναι τυχαίο που αυτή η σε βάθος κριτική του '21 δεν προήλθε από κατ΄ επάγγελμα "αντιεθνικιστές" τροτσκιστές ή ψευτοδιεθνιστές συνασπισμαίους, αλλά από ένα ρεύμα που έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες στο επαναστατικό τριτοδιεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα, όπως αυτό εκφράστηκε από το παλιό μεγάλο ΚΚΕ. Μόνο πραγματικοί διεθνιστές, που είναι συνακόλουθα και πραγματικοί πατριώτες και υπερασπιστές της ανεξαρτησίας των κρατών και εθνών από την ξένη μπότα, θα μπορούσαν να φτάσουν σε τέτοιο βάθος και υπερασπιζόμενοι την αλήθεια, να έρθουν σε σύγκρουση με το σύνολο των αστικών και μικροαστικών ιδεολογημάτων, αλλά και των λαϊκών προλήψεων για την εποχή εκείνη, που σφραγίζει ουσιαστικά ακόμα και το σήμερα.

Κανένας επαρμένος τροτσκιστής, που θεωρεί το ποδοπάτημα του "εθνικού" έστω και με τη βία "διεθνιστική απελευθέρωση" και "τσάκισμα των εθνικών αυταπατών" δε θα μπορούσε να ξεπατώσει το '21 τόσο μαστόρικα, ακριβώς γιατί είναι έξω από κάθε λογική του η εξέταση της πορείας ενός έθνους από το προλεταριάτο και τη διανόησή του, ώστε κάποτε η εργατιά και το κόμμα της να γίνουν ΗΓΕΤΙΔΑ ΔΥΝΑΜΗ του έθνους, πυξίδα της λευτεριάς. Σ'αυτά τα συμπεράσματα μπορούσαν να καταλήξουν μονάχα κομμουνιστές, βαθιοί διεθνιστές, ιδεολογικοί συνεχιστές της παράδοσης του παλιού ΚΚΕ και των λαογέννητων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, και μετά το 1960 μαοϊστές.

Καλή ανάγνωση
ΚΜ


                                                                  1

ΜΕ ΟΔΗΓΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΑΡΞ – ΕΝΓΚΕΛΣ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΄21
Ο σοβινισμός εμποδίζει τους έλληνες μαρξιστές να αναλύσουν το 21

ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Η μαρξιστική θέση για την ελληνική εξέγερση του 1821
Αυτές τις μέρες θα έχουν την τιμητική τους μεγαλόστομες ρητορείες για το “μεγαλείο της φυλής”, για την “εθνική παλιγγενεσία”, για την “καθόλου τυχαία σύμπτωση του ξεσπάσματος της επανάστασης με τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου” και άλλα παρόμοια. Αναμένεται δριμύς βομβαρδισμός από τύπο, ραδιόφωνο και κανάλια, διαποτισμένος και εμπλουτισμένος και με μπόλικο “μακεδονικό”.


Αυτά από τον κλασσικό, τον παλαιοδεξιού τύπου σοβινισμό και ψευτοπατριωτισμό.
Από την άλλη πλευρά, ο σοβαροφανής “μαρξισμός” τύπου ψευτοΚΚΕ και "μ-λ" οπορτουνισμού θα μιλήσει σε πιο ήπιους τόνους, χωρίς όμως να διαφωνήσει στην ουσία , για «προοδευτικό χαρακτήρα της εξέγερσης του ΄21, για τους απελευθερωτικούς πόθους του λαού» που βρήκαν την έκφραση τους στην εξέγερση αυτή και για τις Μεγάλες Δυνάμεις (εννοώντας, βέβαια, μόνο -ή κυρίως- τις δυτικές δυνάμεις που προσπάθησαν να “φρενάρουν” την επανάσταση).

Κάποτε θα πρέπει να αντιληφθούν όλοι αυτοί ότι δεν μπορείς να παίζεις με το μαρξισμό. Ότι δεν μπορείς να παριστάνεις το μαρξιστή και να στηρίζεσαι στα τσιτάτα του σ΄ όλα τα ζητήματα εκτός απ΄ αυτά που έχουν σχέση με το ΄21. Και τα κείμενα, τόσο του Μαρξ όσο και του Ένγκελς, είναι αρκετά για να σχηματίσει κανείς μια ολοκληρωμένη άποψη για το χαρακτήρα της εξέγερσης του 1821. Και είναι τόσο κατηγορηματικές οι τοποθετήσεις τους που να μην επιδέχονται ηθελημένες παρερμηνείες και ν΄ ανοίγουν “παραθυράκια” για αντίθετες εκτιμήσεις.

Κάποτε, λοιπόν, αυτή η φιλολογία θα πρέπει να σταματήσει και η ιστορική αλήθεια να φωτιστεί. Κι αυτό όχι μόνο για την αποκατάσταση της Ιστορίας και την απόδοση των ευθυνών εκεί που ανήκουν, αλλά γιατί μόνο μ΄ αυτή την επανεκτίμηση της Ιστορίας μπορεί να κατανοηθεί όλη η πορεία του νεοελληνικού κράτους από τη στιγμή της ίδρυσης του, μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί γιατί η Μεγάλη Ιδέα αποτελούσε και αποτελεί την πεμπτουσία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και 170 χρόνια, μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί γιατί η αντίληψη αυτή (της Μεγάλης Ιδέας) οδηγούσε πάντα και οδηγεί και σήμερα στην προσκόλληση της Ελλάδας στο άρμα κάποιας ιμπεριαλιστικής δύναμης και επομένως σε εθνικές περιπέτειες από τις οποίες ο μεγάλος χαμένος είναι πάντα ο λαός κι η επανάσταση.

Με λίγα λόγια, η νεοελληνική ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί. Προς το παρόν ας κάνουμε μερικά πρώτα βήματα σ΄ αυτή την κατεύθυνση. Ας μας συγχωρήσουν προκαταβολικά οι υπομονετικοί μας αναγνώστες για τις ατέλειες και τις παραλείψεις μας, οι οποίες οφείλονται κυρίως στην έλλειψη χρόνου.
Προτιμήσαμε όμως αντί να μη γράψουμε τίποτα για το ΄21, να γράψουμε τη βασική μας θέση, τη μαρξιστική θέση, έστω και αν παρουσιαστεί όχι ολοκληρωμένα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Κλειδί για την κατανόηση της μαρξιστικής θέσης για το χαρακτήρα της εξέγερσης του 1821 είναι να κατανοήσουμε τι ήταν το ανατολικό ζήτημα και πως ο μαρξισμός το συνέδεε με την επανάσταση στην Ευρώπη.
Σε γενικές γραμμές ανατολικό ζήτημα σήμαινε τον περασμένο (και όχι μόνο) αιώνα ποια θα ήταν η τύχη των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας την εποχή που αυτή κατέρρεε.

Από τις αρχές του 17ου αιώνα στην οθωμανική αυτοκρατορία άρχιζαν να παρουσιάζονται σημάδια παρακμής, τόσο στρατιωτικοπολιτικής όσο και κοινωνικής. Τα σημάδια αυτά από τα 1700 και κάτω άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονα και η κεντρική (σουλτανική) εξουσία άρχισε να γίνεται όλο και πιο χαλαρή. Φυγόκεντρες τάσεις άρχισαν ν΄ αναπτύσσονται στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας και η τάση διαμελισμού της ήταν πια ορατή.
Την αναπόφευκτη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν διαπιστώσει κι ο Μαρξ με τον Ένγκελς. Το ζήτημα είναι ποιος θα έβγαινε ο μεγάλος κερδισμένος από το μοίρασμα της πίτας. Θα αποκτούσαν οι υπόδουλοι λαοί πραγματική εθνική ανεξαρτησία; Αυτό ήταν το ένα ενδεχόμενο. Θα προσαρτούνταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φανερά ή κρυφά, τα εδάφη αυτά στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής;

Θα υπάγονταν τα νέα κράτη που θα δημιουργούνταν στην επιρροή κάποιας από τις μεγάλες δυνάμεις; Αυτό ήταν ένα δεύτερο ενδεχόμενο. Και, αν ήταν αναπόφευκτη η επιρροή των μεγάλων δυνάμεων στα νέα κράτη σε ποια απ΄ αυτές ήταν πιο συμφέρον για την επανάσταση στην Ευρώπη να προσκολληθούν τα κράτη αυτά; Ή, για να πούμε πιο σωστά, σε ποια κυρίως από τις δυνάμεις της Ευρώπης έπρεπε πάση θυσία ν΄ αποφύγουν να προσκολληθούν τα νέα κράτη; Αυτό ήταν το τρίτο ενδεχόμενο.

Για το μαρξισμό η «καθαρή» λύση του ζητήματος βρισκόταν στην ίδια την ευρωπαϊκή επανάσταση. Βλέποντας τη να επέρχεται και θεωρώντας ότι θα ήταν ορμητική πίστευαν ότι θα σάρωνε ταυτόχρονα τη δυτική κεφαλαιοκρατία και την τσαρική απολυταρχία, έτσι θα άνοιγε το δρόμο στη σοσιαλιστική συναδέλφωση των λαών και βέβαια το ανατολικό ζήτημα θα εξαφανιζόταν αυτόματα από το προσκήνιο αφού θα εξέλειπαν οι δυνάμεις που το συντηρούσαν.
Γράφει ο Ένγκελς στην New York Daily Tribune (21 του Απρίλη 1853):
“Η λύση του τούρκικου προβλήματος, όπως και άλλων μεγάλων προβλημάτων, επιφυλάσσεται στην Ευρωπαϊκή Επανάσταση. Και δεν είναι παράτολμο να εντάξουμε τούτο το άσχετο, από πρώτη όψη, ζήτημα στον τομέα των αρμοδιοτήτων του μεγάλου επαναστατικού κινήματος(…). Τα προκεχωρημένα φυλάκια της επόμενης επανάστασης πρέπει να ΄ναι η Πετρούπολη κι η Κωνσταντινούπολη. Αυτές είναι οι δύο πιο τρωτές θέσεις, όπου πρέπει να χτυπηθεί ο ρώσικος αντεπαναστατικός κολοσσός”.
Ωστόσο, αν αυτή η λύση ήταν η επιθυμητή και αναπόφευκτη στο μέλλον, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και άμεσα εφαρμόσιμη. Πρέπει σε κάθε φάση του κινήματος, για να φέρεις πιο κοντά την επανάσταση να εντοπίζεις τον κύριο εχθρό και εκεί να συγκεντρώνεις και να κατευθύνεις τα πυρά σου, συμμαχώντας ταχτικά με τους όχι κύριους εχθρούς του κινήματος.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Στο ζήτημα αυτό ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν κατηγορηματικοί: ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από την κοινωνικά υπανάπτυκτη, αλλά πολιτικά και διπλωματικά εξαιρετικά δυναμική τσαρική Ρωσία.
Κάθε ενίσχυση ή επέκταση (της τσαρικής Ρωσίας) δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανάσχεση της ευρωπαϊκής επανάστασης και συρρίκνωση των δυνατοτήτων της. Και το πανευρωπαϊκής σημασίας αυτό ενδεχόμενο συνδέεται πάλι άμεσα με το ανατολικό ζήτημα αφού ένας από τους προσφορότερους χώρους πιθανής εκδήλωσης του ρώσικου επεκτατισμού είναι ακριβώς η αποσυντιθέμενη ευρωπαϊκή Τουρκία.

Γράφει πάλι ο Ένγκελς στη New York Daily Tribune (12 του Απρίλη 1853):
“Η Ρωσία είναι πέρα από κάθε αμφιβολία κατακτητικό έθνος, και ήταν τέτοιο έναν αιώνα ολόκληρο πριν το μεγάλο κίνημα του 1789 ξυπνήσει την έντονη ενεργητικότητα ενός τρομερού ανταγωνιστή. Εννοούμε την ευρωπαϊκή Επανάσταση, την εκρηκτική δύναμη των δημοκρατικών ιδεών και τη φυσική δίψα του ανθρώπου για ελευθερία. Από την εποχή αυτή και μετά, στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν παρά δύο μόνο δυνάμεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο – η Ρωσία με την απολυταρχία κι η Επανάσταση με τη δημοκρατία. Προς το παρόν η Επανάσταση φαίνεται καταπνιγμένη, όμως ζει και τη φοβούνται εξίσου όσο και πάντα. Μάρτυς η τρομάρα της αντίδρασης στο άκουσμα των ειδήσεων για την τελευταία εξέγερση στο Μιλάνο. Αν όμως η Ρωσία κατακτήσει την Τουρκία, τότε θ΄ αυξήσει τη δύναμη της σχεδόν κατά το ήμισυ και θα γίνει υπέρτερη απ΄ όλη μαζί την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θ΄ αποτελούσε ανείπωτη συμφορά για την υπόθεση της Επανάστασης. Η διατήρηση της τούρκικης ανεξαρτησίας ή, σε περίπτωση πιθανής διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ματαίωση του ρώσικου σχεδίου προσάρτησης είναι ζήτημα ύψιστης σημασίας. Στο σημείο αυτό συμβαδίζουν τα συμφέροντα της επαναστατικής Δημοκρατίας και της Αγγλίας. Καμιά τους δεν μπορεί να επιτρέψει στον τσάρο να κάνει την Κωνσταντινούπολη μια από τις πρωτεύουσες του, και θα δούμε πως, όταν στριμωχτούν με την πλάτη στον τοίχο, η μια θα του αντισταθεί εξίσου αποφασιστικά όσο και η άλλη”.

Για να το πούμε πιο απλά: αν πρόκειται μια εξέγερση υπόδουλων της Τουρκίας να ωφελήσει με τον α ή β τρόπο την επεκτατική πολιτική της τσαρικής Ρωσίας τότε καλύτερα να λείπει. Γιατί η επικράτηση της τσαρικής Ρωσίας, της κατεξοχήν αντεπαναστατικής δύναμης μέσα σε μια οικονομικά και κοινωνικά εξελιγμένη Ευρώπη, σημαίνει χειροτέρευση της επαναστατικής προοπτικής σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Επιβαλλόταν, λοιπόν, από τα πράγματα μια συμπόρευση των κινημάτων ανεξαρτησίας με όποιες και όσες δυνάμεις αντιτίθονταν έμπρακτα στον τσαρικό επεκτατισμό, ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τις προθέσεις των δυνάμεων αυτών.

Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Η ΜΗ ΤΟΥ STATUS QUO

Μήπως αυτές οι θέσεις του μαρξισμού σημαίνουν ότι οι Μαρξ και Ένγκελς ήθελαν πάση θυσία τη διατήρηση του status quo (δηλ. της υφιστάμενης κατάστασης);; Μήπως ήταν “τουρκόφιλοι”; Ποια θέση έπαιρνε ο μαρξισμός στο ζήτημα αυτό, μια που αποτέλεσε για δεκαετίες ολόκληρες και τη βασική πολιτική της δυτικής Ευρώπης και της Αγγλίας; Να τι έγραφε ο Ένγκελς στη New -York Daily Tribune (7 Απρίλη 1853) για την αντίληψη αυτή της Δύσης: “Οι Μυρμιδόνες της μετριότητας , όπως τους αποκαλεί ο Beranger, χωρίς γνώση της ιστορίας ή βαθύτερη κατανόηση των γεγονότων, χωρίς ιδέες, χωρίς πρωτοβουλία, λατρεύουν το status quo που μοναχοί τους συρράψανε όπως-όπως, ξέροντας κι ίδιοι τι παρδαλό κατασκεύασμα αποτελεί.

Όμως κι η Τουρκία δε μένει περισσότερο στάσιμη απ΄ όσο ο υπόλοιπος κόσμος. Κι ακριβώς όταν το αντιδραστικό κόμμα πέτυχε να παλινορθώσει στην Ευρώπη ότι θεωρούσε ως status quo ante (προγενέστερη κατάσταση), έγινε αντιληπτό πως στο μεταξύ το status quo της Τουρκίας είχε αλλάξει πάρα πολύ. πως ξεβλάστησαν καινούρια ζητήματα, καινούριες σχέσεις, καινούρια συμφέροντα, και πως οι δύσμοιροι διπλωμάτες έπρεπε ν΄ αρχίσουν και πάλι από κει που τους είχε διακόψει ένας γενικός σεισμός κάπου οχτώ ή δέκα χρόνια πιο πριν. Διαφυλάξτε το status quo στην Τουρκία! Εξίσου, μα την αλήθεια, θα μπορούσατε να επιχειρήσετε την διαφύλαξη του ίδιου ακριβώς βαθμού σήψης ενός ψόφιου αλόγου σε ορισμένη στιγμή προτού ολοκληρωθεί η αποσύνθεση του.


Η Τουρκία αποσυντίθεται όλο και περισσότερο, και θα συνεχίσει ν΄ αποσυντίθενται όσο παρατείνεται το σημερινό σύστημα “ισοζυγίου της ισχύος” και διατήρησης του status quo και παρόλα τα συνέδρια, τα πρωτόκολλα και τα τελεσίγραφα θα γεννά το ετήσιο ποσοστό της σε διπλωματικές επιπλοκές και διεθνείς αναστατώσεις, το ίδιο όπως και το οποιοδήποτε σάπιο σώμα θα γεμίζει τον γειτονικό του χώρο με τον ανάλογο κάθε φορά υδρογονάνθρακα και άλλα εύοσμα αέρια”.
Στην ίδια εφημερίδα στις 21 του Απρίλη του 1853 εξηγεί πως αυτή η αντίληψη ρίχνει τους Χριστιανούς υπηκόους της Τουρκίας στην αγκαλιά του τσάρου:
“Η μεγάλη κινητήρια δύναμη, που επιταχύνει την προέλαση της Ρωσίας προς την Κωνσταντινούπολη, συμπίπτει με την επινόηση, η οποία έγινε για να την σταματήσει: την κούφια κι ανεφάρμοστη θεωρία της διατήρησης του status quo.

Σε τι έγκειται τούτο το status quo; Για τους Χριστιανούς υπηκόους της Πύλης δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά διαιώνιση της καταπίεσης τους από την Τουρκία. Κι όσο καταπιέζονται από την τούρκικη κυριαρχία, η κεφαλή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας (τον τσάρο εννοεί εδώ ο Ένγκελς), ο κύριος εξήντα εκατομμυρίων Ελληνορθόδοξων, αποτελεί τον φυσικό προστάτη κι ελευθερωτή τους, κι ας είναι αυτός ότι θέλει από άλλες απόψεις. Το αποτέλεσμα είναι, ότι το ίδιο εκείνο διπλωματικό σύστημα, το οποίο εφευρέθηκε με σκοπό την πρόληψη ρώσικων υπερβάσεων, εξαναγκάζει δέκα εκατομμύρια Ελληνορθόδοξους της ευρωπαϊκής Τουρκίας να ζητούν την ρώσικη βοήθεια”.
Η άποψη, λοιπόν, του μαρξισμού ήταν ότι η Τουρκία, στο βαθμό που συγκρούεται με την αντεπαναστατική Ρωσία, συμμαχεί αντικειμενικά με την επανάσταση. Και το αντίστροφο: Όποιο εθνικό κίνημα στρεφόταν ενάντια στην Τουρκία κάτω από την καθοδήγηση της Ρωσίας συμμαχεί αντικειμενικά με την αντεπανάσταση.

ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Γράφει ο Ένγκελς στον Μπερνστάιν στις 22-25.2.1882:


“…δεν επιθυμώ να εξετάσω εδώ, πως έγινε κι οι μικροί σλαβικοί λαοί βλέπουν τον τσάρο ως τον μόνο ελευθερωτή τους. Το κάνουν κι αυτό μας φτάνει, δεν μπορούμε να τ΄ αλλάξουμε και θα μείνει έτσι, ώσπου να καταρρεύσει ο τσαρισμός. Aν γίνει πόλεμος, όλα αυτά τα ενδιαφέροντα εθνίδια θα περάσουν από τη μεριά του τσαρισμού, του εχθρού ολόκληρης της αστικής-ανεπτυγμένης Δύσης. Όσο είναι έτσι τα πράγματα, δεν μπορώ να ενδιαφέρομαι για την άμεση, τωρινή τους απελευθέρωση, παραμένουν απ' ευθείας εχθροί μας το ίδιο όπως ο σύμμαχος και προστάτης τους, ο τσάρος.

Πρέπει να συνεργαστούμε στην απελευθέρωση του δυτικοευρωπαϊκού προλεταριάτου και σ΄ αυτόν τον σκοπό να υποτάξουμε κάθε τι άλλο. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι οι Σλάβοι των Βαλκανίων κτλ. είναι τόσο πολύ ενδιαφέροντες, να μου λείπουν, αν η απελευθερωτική τους ορμή συγκρούεται με το συμφέρον του προλεταριάτου. (…) Η νίκη του προλεταριάτου τους απελευθερώνει πραγματικά κι αναγκαία, όχι επιφατικά και προσωρινά, όπως ο τσάρος”.
Συμπέρασμα: Η αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών πρέπει πάντα να υποτάσσεται στις ανάγκες του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Αν αντιβαίνει στις αρχές αυτές, τότε πρέπει ν΄ απορρίπτεται.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ο Ένγκελς, στη New-York Daily Tribune (19 του Απρίλη 1853) χαρακτήριζε την Τουρκία “ημιασιατική” ως προς τις συνθήκες, τα ήθη, τις παραδόσεις και τους θεσμούς της. Σε επιστολή του στον Μαρξ μιλάει για τούρκικο “ημιφεουδαλισμό” (22 του Δεκέμβρη 1882). Πρόκειται για την πιο καθυστερημένη στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία που ζει σε βάρος του πληθυσμού της χώρας με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την αυθαιρεσία, τη διαφθορά, προπαντός με τη μορφή της δωροδοκίας, και την εκμετάλλευση των πασάδων. Ο Τούρκος εκπρόσωπος της εξουσίας βλέπει το αξίωμα του ως όργανο αρπαγής και πλουτισμού.

Γράφει ο Ένγκελς στα τέλη του 1889: “Η τούρκικη κυριαρχία, όπως και κάθε ανατολική, είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία. όση υπεραξία κερδίζεται δεν είναι σίγουρη από τα χέρια αρπακτικών σατραπών και πασάδων . λείπει ο πρώτος βασικός όρος της αστικής προσοδοφόρας δραστηριότητας: η ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας του εμπόρου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν τώρα ακόμα μια φορά, αφού από τα 1774 είχαν ήδη δύο φορές αποπειραθεί να εξεγερθούν”.

Συμπέρασμα: Η Τουρκία δεν μπορεί να παρακολουθήσει την κοινωνική πρόοδο της δυτικής Ευρώπης. Άρα, είναι αναγκαίος κι αναπόφευκτος ο παραγκωνισμός της. Αυτό όμως δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει στη θέση της να μπει η Ρωσία. Γράφει ο Ένγκελς στη New-York Daily Tribune (19 Απρίλη 1853):
“Οι Τούρκοι παραγκωνίζονται όλο και περισσότερο. Σύντομα θα εξαφανίζονταν αν δεν είχαν το μονοπώλιο της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος. Όμως το μονοπώλιο αυτό έγινε αδύνατο για το μέλλον και η ισχύς τους μετατρέπεται σε αδυναμία, εκτός από τις περιπτώσεις όπου βάζουν εμπόδια στην πρόοδο. Το γεγονός είναι ότι πρέπει να βγουν από τη μέση. Το να πει κάποιος ότι δεν μπορούν να βγουν αλλιώς από τη μέση, παρά αν βάλουμε Ρώσους κι Αυστριακούς στη θέση τους ,σημαίνει το ίδιο Σα να λέγαμε ότι η σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη θα διαρκέσει για πάντα. Ποιος μπορεί να το βεβαιώσει;”

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Γράφει ο Ένγκελς (τέλη 1889): “Οι Έλληνες ήταν εμπορικός λαός, και οι έμποροι υπέφεραν περισσότερο από την καταπίεση των Τούρκων πασάδων. Ο χριστιανός αγρότης κάτω από την τουρκική κυριαρχία ζούσε, από υλική άποψη, καλύτερα από αλλού. Είχε διατηρήσει τους προτουρκικούς του θεσμούς και όλη του την αυτοκυβέρνηση όσο πλήρωνε τους φόρους του, ο Τούρκος κατά κανόνα δεν νοιαζόταν γι΄ αυτόν . σπάνια μόνο ήταν εκτεθειμένος σε βιαιοπραγίες σαν κι αυτές που ήταν αναγκασμένος να υπομένει ο δυτικοευρωπαίος αγρότης από τους ευγενείς. Ήταν ζωή αναξιοπρεπής, που μόλις γινόταν ανεκτή (από μέρους του κατακτητή), δεν ήταν όμως και υλικά πιεσμένη.. πάντως δεν ήταν αταίριαστη με την τοπική πολιτισμική κατάσταση των λαών εκείνων, και γι΄ αυτό χρειάστηκε πολύς καιρός ώσπου ν΄ ανακαλύψει ο Σλάβος ραγιάς ότι η ζωή αυτή είναι αφόρητη. Αντίθετα, το εμπόριο των Ελλήνων είχε ανθήσει γρήγορα, από τότε που η τουρκική κυριαρχία τους ελευθέρωσε από τον καταθλιπτικό συναγωνισμό των Βενετών και των Γενοβέζων, κι είχε γίνει κιόλας τόσο σημαντικό, ώστε δεν μπορούσε να σηκώσει την τουρκική κυριαρχία”.

Και στη New-York Daily Tribune (19 του Απρίλη 1853): “Ποιοι είναι οι έμποροι στην Τουρκία; Ασφαλώς όχι οι Τούρκοι. Η δική τους μέθοδος προαγωγής του εμπορίου, όταν ακόμα βρίσκονταν στην αρχέγονη νομαδική τους κατάσταση, ήταν η ληστεία καραβανιών και τώρα που εκπολιτίστηκαν κάπως περισσότερο, έγκειται σε κάθε λογής αυθαίρετη και καταπιεστική φορολογία. Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Σλάβοι κι οι Φράγκοι, που ΄ναι εγκατεστημένοι στα μεγάλα λιμάνια, έχουν όλο το εμπόριο στα χέρια τους (…). Όσο για την πρόοδο στο γενικό εκπολιτισμό, ποιος είναι ο φορέας της σ΄ όλα τα μέρη της ευρωπαϊκής Τουρκίας; Όχι οι Τούρκοι, γιατί αυτοί είναι λίγοι και διασκορπισμένοι (…). Η ελληνική και σλαβική αστική τάξη σ΄ όλες τις πόλεις και στα εμπορικά λιμάνια αποτελεί το αληθινό έρεισμα του όποιου πολιτισμού εισάγεται πράγματι στη χώρα”.

Το συμπέρασμα νομίζουμε πως είναι σαφές: Αυτοί που είχαν συμφέρον να εξεγερθούν εναντίον της Τουρκίας ήταν κυρίως η εμπορική αστική τάξη. Έτσι εξηγείται το ότι έπεσε στην αγκαλιά του Τσάρου όταν αυτός καμώθηκε τον “προστάτη”.

ΓΙΑΤΙ Η ΡΩΣΙΑ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ;


Η μαγική λέξη είναι “Δαρδανέλια”. Προϋπόθεση για μια χώρα που θέλει να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στα παγκόσμια πράγματα, όπως ήταν η τσαρική Ρωσία (και όπως είναι και η σημερινή του Γέλτσιν), είναι να μπορεί να κινεί το στόλο της ανεμπόδιστα σ΄ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Η Ρωσία, πριν αποσπάσει τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας από την Τουρκία, μοναδική θαλάσσια διέξοδο είχε το λιμάνι του Αρχάγγελου στη Βόρεια Θάλασσα. Αυτό όμως ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτο, αφού εννιά μήνες το χρόνο ήταν παγωμένο. Κι όταν όμως η Ρωσία με συνεχείς πολέμους ενάντια στην Τουρκία κατάφερε να βρει διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα, έπρεπε πάλι για να βγει ο στόλος της στη Μεσόγειο να περάσει από τα Στενά του Ελλήσποντου. Στενά, όπως λεει ο Μαρξ, μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας κι απ΄ το Γιβραλτάρ γιατί με λίγα κανόνια κλείνει κανείς όλο το πέρασμα.
Έτσι, η τσαρική Ρωσία εφάρμοζε την πολιτική της υποκίνησης και υποδαύλισης εξεγέρσεων στους διάφορους χριστιανικούς λαούς της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ώστε, απασχολώντας σ΄ αυτά τα μέτωπα τουρκικές δυνάμεις , να κάνει η ίδια ανενόχλητα τη δουλειά της.

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Πρόκειται για πολύ παλιά ιστορία, που ταυτίζεται με την ίδια την ίδρυση της Ρωσίας ως κράτους.
Στα 1472 ο μεγάλος δούκας της Μόσχας Ιβάν ο Γ΄ παντρεύτηκε την ανιψιά του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Ζωή (Σοφία), κι έτσι θεώρησε τον εαυτό του διάδοχο και συνεχιστή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Καθιέρωσε μάλιστα ως έμβλημα το δικέφαλο αετό του Βυζαντίου. Από τότε λοιπόν αρχίζει η προσπάθεια προσεταιρισμού των υπόδουλων για να τους χρησιμοποιεί ο εκάστοτε Τσάρος.

Είναι χαρακτηριστικό να σημειώσουμε εδώ ότι την Κωνσταντινούπολη οι Ρώσοι δεν την έλεγαν με τ΄ όνομα της ή με το τούρκικο άνομα της (Istanbul), αλλά Τσάριγκραντ, δηλαδή η πόλη του Τσάρου.
Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε κι εξελίχθηκε ιδιαίτερα όταν έγινε τσάρος ο Μεγάλος Πέτρος. Αυτός εγκαινίασε τους πολέμους προς τα νότια της Ρωσίας κι οι πρώτες σημαντικές επιτυχίες της πολιτικής αυτής διαφάνηκαν όταν ήταν τσαρίνα η Αικατερίνη Β΄ με τους δύο πρώτους ρωσοτουρκικούς πολέμους. Ο πρώτος απ΄ αυτούς σήμαινε και την απαρχή της υποκίνησης εξεγέρσεων από Ρώσους πράκτορες στον ελλαδικό χώρο.

Η ΡΩΣΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΣΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ

Πέρα από όσα έχουμε πει ως τώρα, η ρώσικη προπαγάνδα βρήκε πρόσφορο έδαφος στους Χριστιανούς της Βαλκανικής και για έναν άλλο λόγο: μίλησε πολύ τη γλώσσα της θρησκείας, της ορθοδοξίας. Η γλώσσα αυτή Δε θα είχε απήχηση σε ανθρώπους που είχαν μάθει να ζουν σε καθεστώς χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος και της Θρησκείας από την Πολιτική. Όμως η ίδια η οργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν θεοκρατική, νόμος ήταν το Κοράνι, πολιτικός αρχηγός των υπόδουλων ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (και συνάμα δικαστής και φορομπήχτης). Αυτή η ταύτιση θρησκευτικού και πολιτικού καθώς και ο ανατολίτικος δεσποτισμός βοήθησαν πολύ την επίσης θεοκρατική και δεσποτική τσαρική Ρωσία.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Μπορεί να ρωτήσει κανείς: και τι έκανε η Δύση (βασικά η Αγγλία); Δεν έβλεπε τίποτα από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας; Ο Μαρξ ρίχνει ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις ρώσικες επεμβάσεις στη στάση ιδιαίτερα της Αγγλίας (New York Daily Tribune, 14 του Ιούλη 1853):

“Από τα 1815 και μετά τίποτα δε φοβήθηκαν τόσο πολύ οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης όσο μια παραβίαση του status quo. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγιναν αισθητές οι υπερβάσεις της Ρωσίας στην Ανατολή και για τον οποίο ποτέ δεν της ζητήθηκε κάτι τι σε αντάλλαγμα εκτός από το να δώσει στις Δυτικές Δυνάμεις κάποια πρόφαση, οσοδήποτε γελοία, για να παραμείνουν ουδέτερες και για ν΄ αποφύγουν την αναγκαιότητα αντιμετώπισης των ρώσικων επιθέσεων. Η Ρωσία εγκωμιαζόταν ανέκαθεν για την υπομονή και γενναιοδωρία του “σεπτού αυθέντη” της, ο οποίος όχι μόνο κάλυψε συγκαταβατικά τη γυμνή και ντροπιαστική δουλικότητα των δυτικών κυβερνήσεων, αλλά και επέδειξε τη γενναιοψυχία να καταβροχθίσει την Τουρκία κομμάτι-κομμάτι αντί να την κάνει μια μπουκιά. Έτσι, η ρώσικη διπλωματία στηριζόταν στη δειλία των Δυτικών πολιτικών”.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ 1821

Μιλήσαμε ήδη για την Αικατερίνη Β΄. Γράφει σχετικά ο Ένγκελς (τέλη 1889):
“ Η Αικατερίνη έκανε δύο ( ρωσοτουρκικούς) πολέμους (…) Και στους δύο πολέμους Ρώσοι πράκτορες είχαν παροτρύνει τους Έλληνες να εξεγερθούν εναντίον των Τούρκων. Φυσικά η ρώσικη κυβέρνηση άφησε τελικά τους εξεγερμένους στα κρύα του λουτρού…”
Και ο Μαρξ (People’s Papers, 29 Οκτώβρη 1853):

“Την εποχή εκείνη η Ρωσία νοιαζόταν για τη θρησκεία και την ελευθερία των Ελλήνων άλλο τόσο, όσο τώρα νοιάζεται ο Θεός των Ρώσων για το κλειδί του “Πανάγιου Τάφου” και τον περίφημο “Τρούλο” (ένα από τα επίμαχα σημεία στη σύγκρουση Γαλλίας – Ρωσίας στα 1851 για το ζήτημα των Αγίων Τόπων ήταν το αν οι Καθολικοί ή οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να κρατούν τα κλειδιά της εκκλησίας του Πανάγιου Τάφου και να συντηρούν τον τρούλο της). Παραδοσιακή πολιτική της Ρωσίας ήταν να εξωθεί τους Έλληνες στην εξέγερση και στην συνέχεια να τους εγκαταλείπει στην εκδίκηση του σουλτάνου. Τόσο βαθιά ήταν η συμπάθεια της για την αναγέννηση της Ελλάδας, ώστε στο συνέδριο της Βερόνα αντιμετώπισε τους Έλληνες ως κινηματίες, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του σουλτάνου ν΄ αποκλείει κάθε ξένη ανάμειξη στις υποθέσεις του με τους Χριστιανούς υπηκόους του. Μάλιστα ο τσάρος προσφέρθηκε “να βοηθήσει την Πύλη στην καταστολή της ανταρσίας”, πρόταση που φυσικά απορρίφθηκε. Όταν απέτυχε στην προσπάθεια του αυτή, στράφηκε προς τις Μεγάλες Δυνάμεις με την αντίθετη πρόταση, δηλ. “να στείλει στρατό στην Τουρκία με σκοπό να υπαγορεύσει την ειρήνη κάτω από τους τοίχους του σεραγιού”.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Σ΄ ένα κείμενο του στα 1860 ο Μαρξ γράφει:


“Ο σύνδεσμος της Φιλικής Εταιρείας. Απελευθέρωση με κοινή δράση του σλαβικού και του ελληνικού πληθυσμού. Η Ρωσία έχει μέσα το χεράκι της. Οι ηγέτες ονόμαζαν την καθοδηγήτρια δύναμη αρχή. Οι ηγέτες μυστικοί. Οι προσήλυτοι όλων των χωρών ασυνείδητοι πράκτορες της αυλής της Πετρούπολης. Η Ρωσία μετά την άνδρωση του συνδέσμου κρατούσε όλα τα νήματα και κινούσε όλα του τα ελατήρια, τοποθετημένη στο κέντρο των ενεργειών, πίσω από διακριτικούς πράκτορες, αρκετά κρυμμένη για ν΄ αποκηρύξει σε περίπτωση αποτυχίας κι αρκετά στρατευμένη για να κερδίσει από την επιτυχία. Μπορούσε να διακινδυνεύσει μερικά κεφάλια σαν πειραματικά μπαλόνια (…) Στις διασκέψεις η αρχή σύντομα αντικαταστάθηκε από την αναφορά στον τσάρο. Για την πλειοψηφία των προσήλυτων αυτό σήμαινε πρόσθετες ελπίδες (…) Ο κόμης Καποδίστριας που έμενε στην Κέρκυρα, γνώριζε το μυστικό της Ρωσίας. Προς αυτή τη δύναμη κατηύθυνε τις σκέψεις και τις ελπίδες του (…) Στις 6 Μαρτίου 1821 ο Υψηλάντης περνά τον Προύθο (…) Την ίδια μέρα βρίσκεται στο Ιάσιο (…) Ο (ηγεμόνας) Μιχαήλ Σούτσος κι ο Υψηλάντης απευθύνουν μια διακήρυξη στους κατοίκους, για να τους καλέσουν στα όπλα (φαινομενικός σκοπός έμεινε η απελευθέρωση της Ελλάδας).
Οι Μολδαβοί βογιάροι ψυχροί, όπως κι ο λαός. Απεναντίας, ενθουσιασμός των Ελλήνων (…) Όλοι συνωστίζονται γύρω από τον ελευθερωτή της Ελλάδας, και ο Ρώσος πρόξενος πήγαινε στον Υψηλάντη για να πάρει διαταγές ή οδηγίες. Οι διακηρύξεις του διαβάστηκαν δημόσια στην Οδησσό με τις επιδοκιμασίες ολόκληρου του λαού. Όμως η στιγμή δεν ήταν καλοδιαλεγμένη. Ακριβώς τότε γινόταν το συνέδριο στο Λάιμπαχ εναντίον των επαναστατικών κινημάτων. Ο Έλληνας Καντακουζηνός, σταλμένος από τον Υψηλάντη, έρχεται στο Λάιμπαχ για να ζητήσει τις διαταγές του Αλεξάνδρου. Έξαλλος απ΄ αυτή την άκαιρη επίσκεψη ο τσάρος τον διατάζει να εγκαταλείψει την πόλη μέσα σε 24 ώρες. Στο συνέδριο λέει “αστειευόμενος”: “Πρόκειται για μια βόμβα που μας στέλνουν οι επαναστάτες. όμως δε θα εκραγεί”.
Φτάνοντας στο Φοκσάνι (…) ο Υψηλάντης πληροφορείται ότι ο Ρώσος πρόξενος ερχόταν κατά διαταγή του ηγεμόνα του να γνωστοποιήσει την υψηλή μομφή εναντίον της εξέγερσης. Ο Υψηλάντης χάνει το βαθμό του και απομακρύνεται από το στρατό. Ρώσικη υποκρισία! (…) Ο Υψηλάντης περνούσε τον καιρό του σε γιορτές, χορούς κ.λπ. Δε νοιάζεται καθόλου για τους στρατιώτες του ενώ οι αρχηγοί χόρευαν, οι στρατιώτες λεηλατούσαν: διέπραξαν παρεκτροπές εξίσου άγριες με των Τούρκων. Αυτό ήταν το ντεμπούτο της Φιλικής”.

Και στο κείμενο του “Ο κύριος Vogt” (1860), κεφ. VIII, γράφει :


“Ο Αλέξανδρος Α΄ δεν ήταν ο μυστικός ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας; Αυτός δεν έστειλε τον Υψηλάντη στη Βλαχία ως “Αρχηγό του Ιερού Λόχου” κι αυτός δεν πρόδωσε τον ίδιο αυτό λόχο διαμέσου του Υψηλάντη και δεν έβαλε να δολοφονήσουν το Βλαδιμηρέσκου, το Βλάχο επαναστάτη ηγέτη; (…) Ο Νικόλαος δεν έδωσε με πατρική πρόνοια στους Έλληνες για κυβερνήτη ένα Ρώσο στρατηγό, τον κόμη Καποδίστρια; (…) Όμως οι δεν ήταν Γάλλοι και δολοφόνησαν τον ευγενή Καποδίστρια (…) Τη συνταγματική επανάσταση της Ελλάδας το Σεπτέμβρη του 1843 την κατηύθυνε ο Κατακάζης , ο Ρώσος πρεσβευτής στην Αθήνα και πρώην υπεύθυνος επιτηρητής του ναυάρχου Heyden κατά την καταστροφή του Ναβαρίνου”.

Ας έρθουμε όμως και στους δικούς μας ιστορικούς. Ο Γ. Κορδάτος στην “ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας”, τόμος 2ος, σελ. 86-89, αναφέρει συγκεκριμένα ντοκουμέντα που αποδεικνύουν περίτρανα τα λεγόμενα του Μαρξ.

Ντοκουμέντο πρώτο: επιστολή (στα 1821) του φυλακισμένου πια στο αυστριακό φρούριο του Μοντγκάτς Αλέξανδρου Υψηλάντη προς την πριγκίπισσα Ραζουμόφσκι:

“(…) Ω! Εσείς να σκεφθείτε εμένα! Εμένα, το θλιμμένο, τον παρατημένο, τον καταδιωγμένο (…) Εάν θέλετε να σας γράφω και να μου γράφετε μη μεταχειρίζεστε πια το όνομα του φίλου. Είναι μια λέξη που μου κάνει κακό. Το ξέρετε πολύ καλά ότι είχα ένα φίλο. Ε! λοιπόν, θα φρίξετε… με πρόδωσε! Εν τούτοις δεν κατηγορώ κανένα. Έτσι ήταν η μοίρα μου, αλλά το όνομα μου Δε θα τολμήσει κανένας να το μαυρίσει (…)”. Η επιστολή βρέθηκε στα κρατικά αρχεία της Βιέννης από το Γ. Λάιο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή στις 8-6-1955.

Ντοκουμέντο δεύτερο: Η επιστολή αυτή δόθηκε από τη λογοκρισία στον αυστριακό καγκελάριο Μέττερνιχ, ο οποίος διαβίβασε αποσπάσματα στον πρεσβευτή του στην Πετρούπολη Λεπτζέλτερν:
“Βιέννη 23 Δ/βρίου 1821
Συνημμένως σας αποστέλλω ένα μικρό αρκετά χαρακτηριστικό έγγραφο. Ο Υψηλάντης (…) έλαβε ένα γράμμα από την πριγκίπισσα Ραζουμόφσκι και τη Λουλού (…) Ο Υψηλάντης απήντησε σε κείνο το γράμμα και ιδού ένα απόσπασμα από την απάντηση του. Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον Καποδίστρια. Τι ιδέα έχετε Σεις; Ποιος άλλος φίλος θα μπορούσε να προδώση τον Υψηλάντη, αν μη αυτός που υποδεικνύω; Εξάλλου έχω πάνω από είκοσι αποδείξεις ότι ο Καποδίστριας και ο Υψηλάντης ασχολούνται ήδη από το 1819 με την μελλοντική εξέγερση. Η γνώμη μου είναι ότι οι δύο αυτοί κύριοι δεν ήταν απολύτως σύμφωνοι ως προς το χρονικό σημείο που επρόκειτο να ανυψωθεί η σημαία της Επαναστάσεως, ήταν όμως σύμφωνοι ως προς το ρόλο που θα έπαιζαν. Τώρα βέβαια ο ένας θα κατηγορή τον άλλο ότι δεν έμεινε πιστός στη συμφωνία (…)”.

Ντοκουμέντο τρίτο: Σε υπόμνημα του στο νέο τσάρο Νικόλαο το Γενάρη του 1828 ο Αλ. Υψηλάντης, μετά την αποφυλάκιση του γράφει:
“Το έθνος εργάζετο προς αναγέννησιν αυτού, πάσαν καταβάλλον προσπάθειαν και συννενοείτο δια τινός μυστικής Εταιρείας (…). Επίστευσα ότι η ώρα του ζήλου εσήμανε δι΄ εμέ και, την συμβουλήν του κόμητος Καποδιστρίου λαβών, εδέχθην (την ανωτάτην διεύθυνσιν της Εταιρείας). Ην δε τότε το έτος 1820 αρχόμενον (…). Ο κόμης Καποδίστριας, αν συνεβουλεύθην, συνεφώνησεν προς την γνώμην μου, εύρε τα σχέδια και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους και μοι συνεβούλευσεν, ίνα ενεργήσω και επιχειρήσω την έναρξιν τούτων μη δεικνύων δισταγμόν τινά περί της επιτυχίας. Αυτή εφαίνετο αυτώ συνδεομένη προς την πολιτικήν της Ρωσίας (…).
Ιδού η αρχή…εφ ης εστηρίχθη πάσα η επιχείρησις και καθ΄ ην ενήργησα εν πάση πεποιθήσει, πιστεύων ότι η Α.Μ. ο Αυτοκράτωρ (Αλέξανδρος) ην εντελώς σύμφωνος, ως αυτός ούτος ευδοκήσας μοι ωμίλησεν πλειστάκις εν Πετρουπόλει (…)”.
Ντοκουμέντο τέταρτο: Ο Κορδάτος αναφέρει πως η κόμισα Λουλού Τιρχάιμ, με την οποία συνδεόταν ο Υψηλάντης, γράφει ότι ως την ημέρα των αποφάσεων στο Λάιμπαχ (αρχές 1821) ο τσάρος κι ο Καποδίστριας ήταν σύμφωνοι με τον Υψηλάντη. Η κόμισα μάλιστα διηγείται πως ο Καποδίστριας της είπε στη Γενεύη τα παρακάτω, που συμφωνούν με κείνα που υποστηρίζει ο Υψηλάντης:
“Όταν ο Υψηλάντης έγραψε στον Τσάρο για το κίνημα του και τον παρακάλεσε να τον απολύσει από το ρωσικό στρατό, τότε ο Τσάρος πήδηξε από τη χαρά του και χειροκροτώντας είπε: “Μπράβο νεαρέ μου! Αυτό το ονομάζω εγώ “ότι πρέπει”. Έπειτα από μία ώρα πήγε ο Τσάρος στο Μέτερνιχ και δύο ώρες αργότερα διέταξε τον Καποδίστρια να γράψει στον Υψηλάντη ένα κεραυνοβόλο γράμμα, όπου αποδοκίμαζε κατηγορηματικά το κίνημα του και τον απειλούσε βαριά” (δημοσιεύτηκε από τον Π. Ενεπεκίδη στο “Βήμα” στις 26.8.1954).

Ντοκουμέντο πέμπτο:


Ο Ξάνθος, από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής, γράφει στο υπόμνημα του (1835):
“Μετά την αποδοχήν (υπό του Υψηλάντη) της αρχηγίας, εγράφησαν τα εγκύκλια γράμματα εις τους πλέον σημαντικούς ομογενείς και εστάλησαν δια του Σέκερη, ο δε κόμης Καποδίστριας μαθών ταύτα ενέκρινε και τον Επίτροπον της Αρχής και ταύτα τα πρακτέα”.
Νομίζουμε ότι αυτά είναι αρκετά για να καταδειχθεί ποιος οργάνωσε, καθοδήγησε και υποκίνησε την Ελληνική εξέγερση του 1821.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ

Ο Κονδύλης συμπυκνώνει ως εξής τη μαρξιστική θέση: “στη ρώσικη δραστηριότητα οφείλεται όχι μόνο η έναρξη, αλλά και η αποπεράτωση της ελληνικής εξέγερσης, χάρη στην επέμβαση των Δυνάμεων τη στιγμή που οι Έλληνες βρίσκονταν στα πρόθυρα της τελειωτικής ήττας. Χρησιμοποιώντας για τους σκοπούς της το φιλελεύθερο φιλελληνικό κίνημα και τη συναισθηματική ατμόσφαιρα που αυτό δημιούργησε, όχι δίχως και τη δική της βοήθεια, η Ρωσία παρέσυρε τις Δυτικές Δυνάμεις να συμπαρασταθούν στους Έλληνες. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, ενέργεια “δόλια” και παράνομη, γιατί έγινε σε καιρό ειρήνης, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας. Τέλος, η ελληνική ελευθερία και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επισφραγίστηκε από τη ρώσικη προέλαση του 1829, η οποία συνδυάστηκε με την ταυτόχρονη φιλελληνική παρέμβαση ενός Πάλμερστον καθοδηγούμενου στις ενέργειες του από τις ρώσικες επιθυμίες”.

Γράφει σχετικά ο Μαρξ στα 1860:
“Πορεία της Ελληνικής εξέγερσης. Οι Έλληνες έτοιμοι να ηττηθούν. Οι μακροχρόνιες μηχανορραφίες της Ρωσίας κόντευαν να πάνε χαμένες. Τώρα επικαλείται τη γενναιοψυχία της Γαλλίας και της Αγγλίας. Οι συμπάθειες της κοινής γνώμης με το μέρος της. Συνθήκη Γαλλίας και Αγγλίας με τη Ρωσία στις 6 Ιουλίου 1827: Ναβαρίνο. Με τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας της 8ης Απριλίου 1828 η Ελλάδα ξαναπαίρνει τη θέση της ανάμεσα στα έθνη”.
Ο Ένγκελς γράφει στη New-York Daily Tribune στις 21 του Απρίλη του 1853:
“Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Έλληνες; Όχι βέβαια οι συνωμοσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία γαλλικού στρατού στο Μοριά ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίμπιτς, που προέλασε με το ρωσικό στρατό ίσα με την κοιλάδα της Μαρίτσας (Έβρου), περνώντας τον Αίμο. Κι ενώ η Ρωσία άρχιζε, άφοβα το διαμελισμό της Τουρκίας, οι Δυτικοί διπλωμάτες συνέχιζαν να εγγυούνται και να θεωρούν ιερό το status quo και το απαραβίαστο του οθωμανικού εδάφους!”.

Έτσι γίνεται ολοφάνερο ότι “η δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν ήταν προϊόν μιας νικηφόρας, σ΄ όλη της την έκταση κι ίσαμε το τέλος, ντόπιας επανάστασης, παρά συντελέστηκε τη στιγμή ακριβώς που η επανάσταση αυτή είχε ηττηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά –και συντελέστηκε ως αποτέλεσμα της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στην πάλη τους για σφαίρες επιρροής (…). Μονάχα αν αναγνωρίσουμε ανεπιφύλακτα αυτό το πολιτικοδιπλωματικό factum drutum (παράδοξο γεγονός) θα είμαστε και σε θέση να κατανοήσουμε το φαινόμενο που ονομάστηκε “η ξενοκρατία στην Ελλάδα” (Κονδύλης).
Αυτή ακριβώς η ιδιομορφία στην Ελληνική εξέγερση είναι που κάνει το Μαρξ (The People’s Paper, 12 του Νοέμβρη 1853) να χαρακτηρίζει το “συνταγματικό” βασίλειο της Ελλάδας “πολιτικό φάντασμα, που μπορεί να παραβληθεί μονάχα με τον homunculus(ανθρωπάριο) του Βάγκνερ στον Φάουστ”.

Ένα ανέκδοτο του Μαρξ για την κοντόθωρη πολιτική της Δύσης απέναντι στον ρώσικο επεκτατισμό

Ας τελειώσουμε αυτό το άρθρο μας λίγο ευχάριστα. Ο Μαρξ λεει στη New-York Daily Tribune στις 14 του Ιούλη 1853:
“Υπάρχει μια αστεία ιστορία για δύο Πέρσες φυσιοδίφες που εξέταζαν μια αρκούδα. Ο ένας, που δεν είχε δει ποτέ του πριν τέτοιο ζώο, ρώτησε αν αυτό γεννά μικρά ή αυγά. Ο άλλος, που ήταν καλύτερα πληροφορημένος, απάντησε: “Το ζώο αυτό είναι ικανό για τα πάντα”. Ασφαλώς η ρώσικη αρκούδα είναι ικανή για τα πάντα, όσο γνωρίζει ότι τα ζώα με τα οποία έχει να κάνει δεν είναι ικανά για τίποτε”!

*

(Τα αποσπάσματα των Μαρξ-Ένγκελς που παραθέτουμε εδώ τα πήραμε από το εξαιρετικά πολύτιμο βιβλίο “Κ. Μάρξ – Φρ. Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα”, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1985. Η εισαγωγή, η μετάφραση και ο υπομνηματισμός στο βιβλίο είναι του Παναγιώτη Κονδύλη).






2

ΤΟ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ’21 - ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Αν το ’21 είναι ιστορικά εκτεθειμένο μια φορά για τους εξωτερικούς του δεσμούς με την κύρια αντιδραστική δύναμη της εποχής, (την τσαρική Ρωσία) είναι πολύ περισσότερο από την εσωτερική του εξέλιξη.
Ο Λύσανδρος Παπανικολάου (από δω και κάτω θα αναφέρεται ως Λ.Π.) παραδέχεται μόνο μετά από την άσκηση της δικής μας κριτικής πως το ’21 ξεκίνησε σα μια “ληστανταρσία”. Έτσι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα 4 άρθρα του, στα οποία φανερά χαρακτηρίζει τη “ληστανταρσία” “επανάσταση”: <<Οι Αυστριακοί όμως τον φυλάκισαν (σ.σ.: εννοεί τον Αλ. Υψηλάντη), με τη συγκατάθεση πιθανότατα του τσάρου, που ήθελε να τον εμποδίσει να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Γιατί στην άλλη άκρη της βαλκανικής χερσονήσου έβραζε κιόλας η ελληνική επανάσταση>> (άρθρο 2ο, σελ. 4).

Αλλά και η λέξη “ληστανταρσία” είναι ωραιοποιητική.

Το ’21 ξεκίνησε σα μια θρησκευτική γενοκτονία, πράξη που σφραγίζει ολόκληρο το χαρακτήρα του και αποτελεί μια απίστευτη οπισθοδρόμηση όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τον ευρωπαϊκό κόσμο του 19ου αιώνα.
Μέσα σε ελάχιστους μήνες, κάτω από την προτροπή των Φιλικών και της Ρωσίας που δούλεψαν χρόνια τις συνειδήσεις σ’ αυτή την κατεύθυνση σε όλη την Ελλάδα, σφάχτηκαν οι μισοί Τούρκοι της Ελλάδας και έγιναν σκλάβοι των “επαναστατών” ή πουλήθηκαν σαν σκλάβοι ή μπόρεσαν να διαφύγουν οι υπόλοιποι. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι Τούρκοι κάτοικοι της “επαναστατημένης” Ελλάδας αποτελούσαν τότε το 10% του συνολικού πληθυσμού! ΄Αντρες, γυναίκες και παιδιά, οπλισμένοι και άοπλοι, πλούσιοι αγάδες ή εξαθλιωμένοι αγρότες, όποτε ήταν μπορετό σφάχτηκαν σαν τα τραγιά.


Μόνο στην Τριπολιτσά ο Κάρατζιτς του ’21, ο Κολοκοτρώνης, περηφανεύεται που <<το ασκέρι το ελληνικό έκοβε και σκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή γυναίκες, παιδιά και άνδρες 32.000... ΄Ελληνες σκοτώθηκαν 100>>.

Ο Φίνλεϊ γράφει: <<Οι γυναίκες και τα παιδιά περνούσαν από βασανιστήρια πριν δολοφονηθούν. Την τρίτη ημέρα οι ΄Ελληνες συγκέντρωσαν δύο χιλιάδες περίπου άτομα, αδιακρίτως ηλικίας και φύλου, αλλά κυρίως γυναικόπαιδα, τους οδήγησαν στο πιο κοντινό βουνό και αφού τους έσφαξαν μέχρις ενός πέταξαν τα πτώματα σ’ ένα φαράγγι>>.
Μετά από τη σφαγή χιλιάδες πτώματα έμειναν άταφα. Αυτό έγινε και σε πολλές άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας λοιμός που απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και πριν τελειώσει το ’21 έστειλε στον άλλο κόσμο περισσότερους χριστιανούς από όσους σκότωσαν οι Τούρκοι σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σύσσωμη η ελληνική ιστοριογραφία δικαιολογεί την “πρωτοπόρα” αυτή πράξη εθνικής εκκαθάρισης στην Ευρώπη για το 19ο αιώνα (και που πληρώνουμε τώρα και στον εικοστό) με τα λόγια του Τρικούπη <<Λαός όστις αποτινάσσει πολυχρόνιον και βαρύν ζυγόν, κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του>>.
Αυτό το ψέμα καταρρέει από δύο πλευρές. Από τη μια η μεγαλύτερη μάζα των σφαγμένων Τούρκων ήταν φτωχή αγροτιά που ζούσε ειρηνικά μέχρι το 1770, δηλαδή μέχρι τη ρώσικη ανάμειξη στα ελληνικά πράγματα, δίπλα στους ΄Ελληνες. Γιατί μέχρι εκείνη την ώρα για το λαό αυτής της χώρας, ΄Ελληνες και Τούρκους, οι κοινοί εχθροί ήταν οι πασάδες, οι κοτζαμπάσηδες και οι κλέφτες. Την έχθρα την έσπειρε η “Φιλική” κυρίως τα 3 τελευταία χρόνια πριν το 1821.

Επιπλέον, συχνά το μεσαίο και φτωχό τουρκικό στοιχείο καταπιεζόταν περισσότερο από την οθωμανική εξουσία στα τελευταία χρόνια της από ό,τι το ελληνικό, που ήταν πιο μορφωμένο, ενώ παράλληλα διέθετε πολιτική εκπροσώπηση στην κεντρική εξουσία μέσω των Φαναριωτών, του Πατριαρχείου και των προνομίων που έδινε στο εμπορικό του ανώτερο τμήμα η ρώσικη πολιτική κάλυψη.


Όταν οι κλασικοί του μαρξισμού και ο μόνος ουσιαστικά έλληνας διαφωτιστής της εποχής, ο Κοραής, διαπιστώνουν το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή το ’21 ήταν πρόωρο, εννοούν ότι δεν είχε ακόμα ωριμάσει στην Ελλάδα πολιτικοοικονομικά η ηγετική τάξη των ευρωπαϊκών δημοκρατικών επαναστάσεων, η αστική τάξη.

Μια τέτοια τάξη ασφαλώς θα συγκρουόταν μετά από μισό αιώνα με το Σουλτάνο και την τοπική οθωμανική εξουσία, αλλά δε θα έδινε ποτέ σ’ αυτή τη σύγκρουση θρησκευτικό γενοκτονικό χαρακτήρα, όπως δεν το έκαναν οι πολύ μεταγενέστερες βαλκανικές επαναστάσεις, παρ’ όλο που όλες ήταν χρόνια δηλητηριασμένες από το ίδιο τσαρικό φαρμάκι. Ποτέ μια δημοκρατική αστική τάξη δε θα ξεκινούσε την πολιτική της σταδιοδρομία παίρνοντας για δούλους γυναίκες και παιδιά, όπως έκαναν οι σφαγείς της Τριπολιτσάς και του Ναυαρίνου. Ούτε οι αρχηγοί της θα υπόσχονταν στα μελλοντικά θύματά τους ότι θα τους χάριζαν τη ζωή αν τους έδιναν τα κοσμήματά τους, ούτε θα οδηγούνταν σε “ταξική” σύγκρουση με τους στρατιώτες τους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή δηλαδή ήθελαν αυτοί οι τελευταίοι να κάνουν το πλιάτσικό πάνω στους σφαγμένους και όχι οι αρχηγοί.
Η Ρωσία μπόρεσε εύκολα σα φεουδαρχία να πάρει την πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία του ’21 ακριβώς επειδή η αστική τάξη, ο βαθύς της αντίπαλος, δεν είχε προβάλει ακόμα ισχυρός στο ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό στερέωμα.
Η τραγωδία για την Ελλάδα βρίσκεται στο ότι το ’21 καθυστέρησε ακριβώς αυτή τη διαδικασία, γιατί τσάκισε στην εμβρυακή τους μορφή και, κυρίως, γιατί διέφθειρε τα πρώτα αποσπάσματα αυτής της επαναστατικής τάξης.


Είναι μάλιστα η υποτιθέμενη νίκη του ’21, δηλαδή αυτή η πλασματική ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους (του καποδιστριακού και οθωνικού), που έδωσε βάση και αιώνια φτερά στη διοικητική και στρατιωτική γραφειοκρατία, την αφοσιωμένη μόνιμα στο όνειρο της εδαφικής επέκτασης, που κυριάρχησε για πάντα από τότε πάνω στη βιομηχανική και εμπορική αστική τάξη της Ελλάδας.
Η θρησκευτική γενοκτονία του ’21 δε στέρησε μόνο τη χώρα ολότελα από μια εθνότητα, την τούρκικη, και από ένα μέρος μιας άλλης, τους μουσουλμάνους Αλβανούς, και, βέβαια, τους Εβραίους, ούτε μόνο έφερε θανατηφόρο λοιμό. Το χειρότερο σ’ αυτήν είναι ότι διέφθειρε βαθιά όλο το ελληνικό έθνος, ακόμα και το τούρκικο.

Κατ’ αρχήν έκανε ηγετική δύναμη του έθνους τις στρατιωτικές συμμορίες του Μοριά, δηλαδή την πρώην κλεφτουριά, που δεν ήταν τίποτα άλλο από κοινούς ζωοκλέφτες που ζούσαν σε βάρος των φτωχών χριστιανών χωρικών, ενώ σπάνια έκαναν την αποκοτιά να επιτεθούν σε κανέναν πλούσιο έλληνα προεστό ή, σπανιότερα, σε τούρκο Αγά.
Αυτές οι συμμορίες, που οι αρχηγοί τους στρατολογήθηκαν από τη “Φιλική” προφανώς σαν το καλύτερο υλικό για τα σχέδια του τσάρου, διέπρεψαν στη σφαγή και τη ληστεία των αμάχων Τούρκων, και στη βάση αυτή συγκρότησαν τους ιδιωτικούς στρατούς τους.

Όλοι αυτοί από το ’21 έως το ’27 ελάχιστα ταλαιπώρησαν τα τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα της οθωμανικής εξουσίας, αλλά αφάνταστα την ελληνική, ιδίως τη μοραΐτικη αγροτιά, που κυριολεκτικά τη λεηλάτησαν. Ενώ το ίδιο έκαναν, βουτώντας και από τα κρατικά ταμεία που τα γέμιζαν με δάνεια οι ανόητοι Άγγλοι φιλελεύθεροι.

Αυτοί οι στρατοί-συμμορίες επέβαλαν το νόμο τους και κουρέλιασαν όλα τα συντάγματα και τις εθνοσυνελεύσεις και επέβαλαν σε όλες τις κυβερνήσεις τη γενική ρώσικη γραμμή, μόνες τους ή με τη βοήθεια του ρώσου ναυάρχου Ρίνκορντ, όποτε χρειαζόταν. Αυτοί είναι που αργότερα αποτέλεσαν το εσωτερικό στρατιωτικό στήριγμα του Καποδίστρια. Ο Παπανικολάου, ξέροντας ότι δεν μπορεί και πολύ να υπερασπίσει ένα τέτοιο ’21, καταφεύγει στο επιχείρημα ότι εκείνο που ανύψωσε το ’21 από στάση σε επανάσταση δεν ήταν <<ο εξωτερικός αγώνας, αλλά ο εσωτερικός αγώνας, ο εμφύλιος πόλεμος με τις εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις, που ήταν κανονικά ρωσόφιλες>>.

Το ζήτημα βέβαια σε ό,τι μας αφορά δεν είναι αν το ’21 είναι στάση, αλλά αν έχουμε να κάνουμε με μια αντιδραστική στάση ή με μια προοδευτική στάση. Αν η στάση είναι αντιδραστική, τότε είναι και η “επανάσταση στην οποία η στάση υψώνεται”. Και, βέβαια, μια γενοκτονία που διεκπεραιώνουν ληστές δεν μπορεί να μετεξελιχθεί σε επανάσταση δίχως την εξόντωση των γενοκτόνων.

Η ατυχία για την Ελλάδα και το συγγραφέα μας είναι ότι κάθε δύναμη που αντιστάθηκε στους ρωσόδουλους δεν μπόρεσε ποτέ να ηγεμονεύσει πάνω τους στο πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο, ώστε να αλλάξει τη φύση του προτσές του ’21, και έμεινε πάντα η θλιβερή και διεφθαρμένη ουρά του.
Αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο έγκλημα αυτής της υποτιθέμενης επανάστασης.

Πρόκειται δηλαδή για το ότι η αστική τάξη που ήταν έτοιμη να ξεπεταχτεί στις πόλεις, και κυρίως στα ισχυρά νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, και μια αστική τάξη εμπόρων και βιοτεχνών που ήταν έτοιμη να γεννηθεί και που σε λίγο θα σάρωνε όλη τη Μεσόγειο, μια τέτοια τάξη αναγκάστηκε με το ’21 να μείνει στο προκαπιταλιστικό επίπεδο της συντεχνίας, να σταματήσει κάθε παραγωγική δραστηριότητα και -το χειρότερο- να ριχτεί στην πειρατεία και να διαφθαρεί από τα ψεύτικα κοινοβούλια και την κρατική λεηλασία.
Έφτανε ένα έμπειρος πράκτορας της “Φιλικής” σαν τον Οικονόμου για να ξεσηκώσει τα άνεργα, για μια περίοδο, πληρώματα της Ύδρας ενάντια στα αφεντικά τους, τους αρβανίτες καραβοκυραίους, που δεν ήθελαν με τίποτα να μπουν στην εξέγερση, και στη συνέχεια όλους μαζί να τους ρίξει στην καταστροφική γι’ αυτούς περιπέτεια του ’21, από την οποία ειδικά αυτά τα νησιά ποτέ δε συνήλθαν.

Ασφαλώς οι ναυτικοί αυτοί ήταν ό,τι πιο προχωρημένο μέσα στο ελεεινό συνάφι της υποτιθέμενης επαναστατικής εξουσίας. Είναι ακόμα αλήθεια ότι μπροστά στα τάγματα των καπετάνιων ληστών-σφαγέων, ακόμα και η τοπική αριστοκρατία των κοτζαμπάσηδων, ιδιαίτερα στη Μάνη, καθώς και πολλοί καπετάνιοι της Ρούμελης και ο ενοριακός κλήρος, εκπροσωπούσαν την πρόοδο. Αλλά μόνο απέναντι σ’ αυτούς. Απέναντι στον ελληνικό λαό και απέναντι στην ιστορία δεν έστεκαν στο προοδευτικό στρατόπεδο. Απλά ήταν οι λιγότερο αντιδραστικοί. Το ότι όλοι αυτοί συγκρότησαν αργότερα το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα, για να αξιοποιήσουν την αγγλική και τη γαλλική προστασία και ανάμειξη, δε σημαίνει ότι διέθεταν, τουλάχιστον στην περίοδο ’21-’29, κάτι από το αγγλικό πνεύμα της οργάνωσης και το γαλλικό ριζοσπαστικό πολιτικό πνεύμα. Αυτοί αποτελούσαν περισσότερο την αντανάκλαση της ασυνέπειας της αγγλικής και της γαλλικής αστικής τάξης να υποστηρίξουν μια ρώσικη υπόθεση όπως το ’21.
Το ’21 τους μετέτρεψε όλους αυτούς σε αντιδραστικούς, αφού δεν υπήρξε καμιά μεγάλη αχρειότητα που να μην την προσυπογράψουν.

Αυτό αποδείχνεται από το ότι οι εμφύλιοι μέσα στο ’21 δεν έδωσαν σε καμιά από τις δύο πλευρές τη δυνατότητα να συγκινήσει και να συσπειρώσει δίπλα της την καταπιεσμένη και παραμερισμένη μάζα της ελληνικής αγροτιάς. Ο μόνος αληθινός εμφύλιος και η μόνη αληθινή εξέγερση έγινε με το τέλος του ’21 ενάντια στον Καποδίστρια. Αυτή όμως ήταν μια συνειδητά αντιρώσικη εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα των κατοίκων του Πόρου και με την καταστροφή όλου του ελληνικού στόλου και που άνοιγε μια εποχή αγώνων δεκαετιών για την οικοδόμηση ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.



Εκείνο που κατά τη γνώμη μας πρέπει να κάνει ένας μαρξιστής είναι να απαντήσει στο μεγάλο αίνιγμα που έβαλε ο τίμιος Φίνλεϊ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, βεβαιώνει ότι πολλοί Φιλικοί ήταν πληρωμένοι πράκτορες του τσάρου: <<Για λόγους τους οποίους θεωρούμε ανεξήγητους και κατά συνέπεια πρέπει με ευλάβεια να τους αποδώσουμε στη θέληση του Θεού, η Ελληνική Επανάσταση δεν παρουσίασε κανέναν άνδρα με πραγματική ανωτερότητα, κανέναν αδιάβλητο πολιτικό, κανένα στρατιωτικό με ηγετική ιδιοφυΐα>>.


Αυτό είναι το αίνιγμα που έβαζε διαρκώς ακόμα και μετά από έναν αιώνα η πιο προωθημένη δημοκρατική διανόηση με το στόμα του Γληνού και το πιο ανεπτυγμένο προλεταριάτο με την πένα του Ζαχαριάδη: Γιατί η Ελλάδα δεν έβγαλε ποτέ μια φωτισμένη επαναστατική αστική τάξη;

Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, βρίσκεται στο ότι το ’21 διέφθειρε την αστική τάξη πάνω στη γέννα της τόσο, ώστε αυτή να γεράσει ανάπηρη και να είναι από τότε το προλεταριάτο η μόνη αληθινά εθνική τάξη αυτού του βασανισμένου τόπου. Ωστόσο την τελική καταδίκη για το ’21 δεν τη δίνει η πολιτική και κοινωνική, αλλά η οικονομική ιστορία. ΄Ολες οι επαναστάσεις για μια μικρή περίοδο, όσο διαρκεί η μεγάλη τους παρόξυνση, χτυπάνε τις παραγωγικές δυνάμεις και αμέσως μετά η παραγωγή εκτινάσσεται στα ύψη. ΄Ομως το ’21 και οι κατοπινές πολιτικές εξουσίες που βγήκαν από αυτό αποτέλεσαν στρατηγική οπισθοδρόμηση, γιατί κατέστρεψαν τους ανθρώπους, τη γη και τα εργαλεία σε μια ασύλληπτη κλίμακα. ΄Ετσι εξηγείται πώς, ακόμα και μετά το τέλος της “επαναστατικής” εποχής, χιλιάδες οικογένειες εγκατέλειπαν το νέο ελληνικό κράτος για να εγκατασταθούν στις τούρκικες περιοχές: <<Εις την επικράτεια του προτέρου των τυράννου καταφεύγουν. Προκρίνουν οι ταλαίπωροι τον παλαιόν αλλόφυλλον ζυγόν, παρά να τυραννώνται από ομογενείς και ομοθρήσκους>> (Κοραής).

Το συγκλονιστικότερο όμως είναι η τεράστια παραγωγική καταστροφή που προκάλεσε το ’21. Στο έγκυρο έργο του Εξάρτηση και αναπαραγωγή ο Τσουκαλάς γράφει: <<Η οικονομική αποδιοργάνωση, συνέπεια της δεκαετίας του απελευθερωτικού πολέμου, αποδείχτηκε ολέθρια για όλα τα εμπορικά κέντρα. Η παραδοσιακή εξαγωγή βιοτεχνικών προϊόντων με βάση την ντόπια παραγωγή εξαφανίστηκε στα χρόνια της Επανάστασης, και οι άμεσες εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό ανακόπηκαν (...) Τα λιμάνια που είχαν πλουτίσει από τη ναυτιλία (το Γαλαξίδι, η Ναύπακτος, οι Σπέτσες, η Κύμη, και κυρίως η ΄Υδρα) και είχαν δημιουργήσει σ’ αυτή τη βάση μικρές αλλά συμπαγείς αστικές κοινότητες, γρήγορα καταστράφηκαν και έχασαν τον πρωτο-αστικό χαρακτήρα τους (...) Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας τα περισσότερα παράκτια κέντρα παρακμάζουν με γοργό ρυθμό (...) Για πολλαπλούς λόγους, με την ελληνική ανεξαρτησία όλες οι τοπικές αστικές δραστηριότητες εξολοθρεύονται>> (σελ. 174-176). Τα ίδια συμβαίνουν και στην ύπαιθρο: <<Τον πρώτο καιρό της ανεξαρτησίας, η στασιμότητα που χαρακτήριζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν ολοκληρωτική (...) Από το 1850-1860, και κυρίως από το 1875-1880, αρχίζουν να εμφανίζονται μαζικά καλλιέργειες που προόριζαν τα προϊόντα τους για την αγορά>> (σελ 90).

Ο Παπανικολάου διαμαρτύρεται γιατί η Ν.Α. του καταλογίζει ότι θεωρεί το ’21 θετικό και απαντάει ότι το ’21 συνδυάζει το “πνεύμα της αναγέννησης” με το “πνεύμα της αντίδρασης”, δίχως να μπει στον κόπο να πει τι είναι το κύριο ανάμεσα στα δύο, τι είναι δηλαδή αυτό που χαρακτηρίζει το φαινόμενο. Το να απαντάει κανείς μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι στην ερώτηση “ποιο είναι το κύριο;” δεν είναι μεταφυσική, αλλά υποχρέωση της διαλεκτικής, που πάντα επιδιώκει τη σύνθεση που είναι πάντα η κυριαρχία του ενός πόλου πάνω στον άλλο.

Αντίθετα, είναι εκλεκτικισμός να απαντάει κανείς “και το ένα και το άλλο”. Η Ισπανική Επανάσταση ήταν ένα θετικό γεγονός για την ευρωπαϊκή εξέλιξη, όπως και η Ιταλική, παρά το πνεύμα της αντίδρασης που υπήρχε και στις δύο.
Όμως ο τσαρισμός δεν είχε καθόλου εκλεκτικό πνεύμα όταν τις καταδίκαζε και τις δύο, ούτε είχε εκλεκτικισμό ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του ’21, ο Κολοκοτρώνης, που έλεγε: <<Κακοί άνθρωποι, καρμπονάροι>>, ταυτίζοντας την κακία με την ιταλική επανάσταση και διαχωρίζοντας έτσι τον ελληνικό αντιδραστικό-θρησκευτικό πόλεμο από τις δημοκρατικές αστικές επαναστάσεις.

Αλλά ούτε και ο Ένγκελς είχε εκλεκτικισμό όταν τη μια έβριζε τους Βούλγαρους και την άλλη τους εκθείαζε. Αντίθετα μάλιστα, διάλεγε και διάλεγε αποφασιστικά, απόλυτα και ακραία το “ένα από τα δυο”.
Όταν έλεγε τους Βούλγαρους “γουρουνολαό”, ήταν ακριβώς όταν έκαναν αντιδραστικό κίνημα στο πλευρό του τσαρισμού, όταν δηλαδή όντως εκδήλωναν τη γουρουνίσια πλευρά τους (γράμμα στον Μπερνστάιν, 22/2/1882). Όταν όμως οι Βούλγαροι με το Βάτεμπεργκ αντιστάθηκαν στον τσάρο και νίκησαν τους Σέρβους που αυτός εξαπέλυσε εναντίον τους, τότε ο Ένγκελς τους εξύμνησε γιατί έπαιξαν προοδευτικό ρόλο (γράμμα στο Λαφάργκ, 25/10/1886). ΄Έτσι κι εμείς απαιτούμε από τον καθένα να τοποθετηθεί στο ζήτημα τι ρόλο έπαιξαν οι ΄Ελληνες όχι γενικά, αλλά στη διάρκεια του ’21.

Ασφαλώς λοιπόν υπάρχει για μας, που κατηγορούμε το ’21 σαν συνολικά και συντριπτικά αρνητικό, και η υποχρεωτική θετική του πλευρά, που μένει ωστόσο πάντα η δευτερεύουσα. Η οδυνηρή γνωριμία του ελληνικού λαού με τον τσαρισμό και τα εσωτερικά του στηρίγματα είναι ένα πρώτο μεγάλο κέρδος, και η εξοικείωσή του με τα όπλα μέσα από την πάλη του ενάντια στην οθωμανική βία είναι ένα δεύτερο.


Πραγματικά, η οθωμανική αντεκδίκηση υποχρέωσε όχι απλά τις ληστοσυμμορίες των καπεταναίων, αλλά και μια πελώρια λαϊκή μάζα σε πολλές περιστάσεις να μπει σε ένοπλο και ηρωικό αγώνα για την ύπαρξή της. Τέτοια τυπική περίπτωση είναι η αντίσταση του Μεσολογγίου. Όμως το βασικό στην οθωμανική βία είναι ότι και αυτή ξέσπασε με φυλετικό και θρησκευτικό τρόπο και συγκρότησε πίσω της όλο τον τούρκικο λαό, ενώ η σουλτανική εξουσία ήταν τόσο πολύ ξεκομμένη απ’ αυτόν.

Και εδώ βρίσκεται το τρίτο μεγάλο κακό που προξένησε το ’21.

Οι σφαγές και οι θηριωδίες των πρώτων μηνών της λεγόμενης επανάστασης έδωσαν νέα ζωή στις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν ο χρεοκοπημένος γενιτσαρισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός των ουλεμάδων. Είναι αυτοί που πραγματοποίησαν, με την έγκριση βέβαια του σουλτάνου, τις σφαγές της Μικρασίας και της Χίου και κινητοποίησαν έναν καθυστερημένο όχλο σαν απάντηση στην γενοκτονία στο Μοριά και στη Ρούμελη. ΄Ετσι μπήκαν και οι βάσεις για να χωρίσουν για πάντα δύο λαοί που θα μπορούσαν να κάνουν από κοινού την αστικοδημοκρατική τους επανάσταση, έστω και σε δύο ξεχωριστά κράτη, ενώ τότε δόθηκε και το σύνθημα της γενοκτονίας και της εθνικής εκκαθάρισης σε όλα τα Βαλκάνια.

ΤΟ “ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ” ΥΠΟΤΕΛΕΣ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η “ΡΩΣΟΠΛΗΞΙΑ”

Να λοιπόν γιατί το ’21 και το υποτιθέμενο ανεξάρτητο κράτος που γέννησε ήταν ένας επιβραδυντής τόσο της εσωτερικής ελληνικής, όσο και της βαλκανικής εξέλιξης συνολικά. Να πόσο δεν έχει νόημα η διάκριση υποτέλειας και ανεξαρτησίας που κάνει ο Παπανικολάου.

Στην πραγματικότητα το ακραία υποτελές στη Ρωσία ελληνικό κράτος ήταν το ανεξάρτητο “φάντασμα” που αυτή δημιούργησε. Ένα τέτοιο “ανεξάρτητο” κράτος ήταν η καλύτερη λύση για την κυριαρχία της Ρωσίας, αφού η Ιόνια Πολιτεία απόδειξε, ακριβώς αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται ο συγγραφέας μας, πόσο εύκολα μια εξαρτημένη από το σουλτάνο ηγεμονία μπορούσε να περάσει από τα χέρια της Ρωσίας στα χέρια της Γαλλίας και μετά της Αγγλίας.

Πραγματικά, μόνο για τους κουτόφραγκους ο τσάρος “χίμαιρα” ανέβαζε και “χίμαιρα” κατέβαζε την ανεξαρτησία.
Βέβαια, εδώ ο συγγραφέας εξακοντίζει εναντίον μας την τρομερή κατηγορία ότι θεωρούμε την ιστορία του 19ου αιώνα γραμμένη από το τρίτο γραφείο του τσαρισμού. Εμείς έχουμε συνηθίσει στην ανάλογη κατηγορία για ρωσοπληξία που διαρκώς απευθύνουν ενάντιά μας οι πιο ορκισμένοι αντίπαλοί μας όχι σχετικά με το 19ο αιώνα, αλλά με τα τελευταία χρόνια του 20ού, που ήδη διανύουμε. Και πραγματικά το γλεντάμε, γιατί έτυχε με τη ρωσόπληχτη πολιτική μας ανάλυση να προβλέψουμε καλύτερα απ’ όλους τους επικριτές μας -και μάλιστα με εντυπωσιακή ακρίβεια- τις βασικές πολιτικές τάσεις της παγκόσμιας και της εσωτερικής πολιτικής εξέλιξης των τελευταίων χρόνων.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν το 19ο, τον 20ό και τους αιώνες που έρχονται θέλουμε να παρατηρήσουμε το εξής:
Η μεγάλη δύναμη, το τρίτο της γραφείο και οι πράχτορες του τρίτου γραφείου είναι αναντίρρητοι ιστορικοί συντελεστές.

Η μικρή δύναμη, οι πολιτικοί της ηγέτες, οι τάξεις και οι λαϊκές μάζες της μικρής δύναμης είναι επίσης αναντίρρητοι ιστορικοί συντελεστές. Το να μην αναγνωρίζει λοιπόν κανείς το καθοριστικό βάρος του καθένα από τους δύο αυτούς παράγοντες είναι μεταφυσικό, όπως είναι μεταφυσικό να μην τους βλέπει στην αλληλεπίδρασή τους, αλλά ξεκομμένους. Ασφαλώς οι ρώσοι πράχτορες δεν έφταναν για να σύρουν την Ελλάδα στην καταστροφή του ’21: Κλέφτες και αρματολοί, κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, έμποροι, κλήρος, νησιώτες, συντεχνίες, φτωχοί αγρότες ήταν όλοι εκεί με το χαρακτήρα, τις συνήθειες και τα όνειρα με τα οποία τους έθρεψε η ζωή και η ιστορία, με το ρεαλισμό και τις ψευδαισθήσεις τους στη δοσμένη στιγμή της ύπαρξής τους και στο δοσμένο ιστορικό πλαίσιο. Το μόνο που έκαναν οι πράχτορες της “Φιλικής” ήταν να εκμεταλλευτούν ό,τι πιο αδύναμο και καθυστερημένο υπήρχε σ’ αυτή τη μάζα, να κάνουν πολιτικό κίνημα αυτή την καθυστέρηση και να αναδείξουν ό,τι χειρότερο στην ηγεσία του. Αυτός ήταν ο καίριος ρόλος της ορθοδοξίας, που πάντρευε την κυρίαρχη φεουδαρχική ιδεολογία αυτής της μάζας με την κυρίαρχη ιδεολογία της ισχυρότερης αυτοκρατορίας της Ανατολής.

Από την άλλη μεριά, η ίδια αυτή καταστροφική κίνηση έφερνε στο προσκήνιο τον αληθινό δράστη της, τον τσαρισμό, σα νικητή. Έτσι όμως έδινε μια νέα συνείδηση στο λαό της μικρής χώρας και γεννούσε ουσιαστικά ένα νέο έθνος, που η πρώτη προοδευτική του πράξη με διεθνή σημασία ήταν η εκτέλεση του ορθόδοξου νικητή Καποδίστρια μπροστά σε μια εκκλησία. Αυτή την πράξη χαιρέτισε ο Μαρξ.

Αντίθετα από τον Παπανικολάου, που δε βλέπει ότι η Ρωσία έγινε εσωτερικός παράγοντας του ’21, και μάλιστα ηγεμονικός για μια ολάκερη περίοδο, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε και με ποιο ακριβώς αντίστροφο τρόπο οι εσωτερικές δυνάμεις της χώρας διαμορφώνονταν παράλληλα εξωτερικά ως προς τον τσαρισμό και τους πράχτορές του και έτειναν ακριβώς απέναντί του να δημιουργήσουν την αληθινή εθνική τους συνείδηση και όχι την ψεύτικη θρησκευτική. Αυτές είναι αληθινές αντιθέσεις, γιατί τα αποτελέσματά τους είναι συγκεκριμένα και δραματικά, ενώ πουθενά δεν έδειξε δραματικά αποτελέσματα η οποιαδήποτε διαμάχη των “Φιλικών” ανάμεσά τους, πέρα από τη δολοφονία του Γαλάτη (που απλά άλλαξε στρατόπεδο, και γι’ αυτό τον χτύπησε ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του), ή η υποτιθέμενη διαμάχη τους με τον τσαρισμό, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας.

Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε πράχτορες ή ανάμεσα σε πράχτορες και τους προϊσταμένους τους είναι ιστορικά αναπόφευκτες, αφού κάθε πράγμα χωρίζεται στα δυο: κάθε τάξη, κάθε πολιτική δύναμη, ακόμα και κάθε άνθρωπος. Το ζήτημα είναι αν υπήρχε ένα γενικό και ενιαίο ρώσικο σχέδιο για την καθοδήγηση των ελληνικών εξελίξεων στα 1821 και για την παραπλάνηση των ενδιάμεσων διεθνών δυνάμεων, στο οποίο λίγο-πολύ υποτάχθηκε η δράση όλης της “Φιλικής” και γενικά των ανθρώπων της Ρωσίας μέσα στο ’21.

Αυτό που επιχειρήσαμε εμείς πρώτα και κύρια μέσα απ’ αυτή τη θεωρητική διαπάλη μέσω της Νέας Ανατολής ήταν να εισαγάγουμε τους αναγνώστες της στα βαθιά νερά των πρώτων θυελλωδών χρόνων που σημάδεψαν τη γέννηση του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους, και που ασφαλώς κρύβουν πολλά από τα μεγάλα μυστικά της κατοπινής εξέλιξης.

Όμως αποφύγαμε συστηματικά να κριτικάρουμε μια θέση που επανέλαβε συχνά ο Λ. Παπανικολάου: ότι τα εθνικά βαλκανικά κράτη δε θα μπορέσουν ποτέ να λύσουν το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια, αλλά μόνο η παγκόσμια επανάσταση. Κι αυτό ακριβώς γιατί θα χρειαζόταν να μιλήσουμε για υστερότερες εποχές της βαλκανικής ιστορίας.


Το καλό πάντως είναι ότι ξεκινήσαμε την έντονη πάλη σ’ εκείνο το ιστορικό ζήτημα που μπορεί να μην είναι της πιο άμεσης προτεραιότητας, αλλά για το οποίο ισχύουν τα λόγια του μεγάλου Δημητρόφ: <<Κομμουνιστές που δεν κάνουν τίποτα για να φωτίσουν στις εργαζόμενες μάζες ιστορικά, πιστά, με πραγματικά μαρξιστικό, λενινιστικό-μαρξιστικό πνεύμα το παρελθόν του ίδιου τους του λαού, για να συνδέσουν τον τωρινό τους αγώνα με τις επαναστατικές παραδόσεις του λαού τους στο παρελθόν, τέτοιοι κομμουνιστές παρατάνε εθελοντικά ό,τι έχει αξία στο ιστορικό παρελθόν του έθνους στους φασίστες πλαστογράφους, για την αποβλάκωση των λαϊκών μαζών>>.





Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...