Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η μοναδική επιστημονική επαναστατική κοσμοθεωρία


Μαρξισμός είναι η επιστήμη των νόμων της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, η επιστήμη της επανάστασης των καταπιεζομένων και εκμεταλλευομένων μαζών, η επιστήμη της νίκης του σοσιαλισμού σ’ όλες τις χώρες, η επιστήμη της ανοικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Μαρξισμός είναι η αδιάρηχτη ενότητα τριών συστατικών μερών: του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, της πολιτικής οικονομίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Διαλεκτικός υλισμός είναι η φιλοσοφία του μαρξισμού, το θεωρητικό θεμέλιο του επιστημονικού κομμουνισμού, η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο διαλεκτικός υλισμός είναι αδιάλλακτος εχθρός κάθε είδους αστικής ιδεολογίας.

Για να κατανοήσουμε καθαρά την ουσία της μαρξιστικής φιλοσοφίας, τη ριζική της διαφορά απ’ όλες τις προηγούμενες, μαζί και τις προοδευτικές, φιλοσοφικές διδασκαλίες, είναι απαραίτητο προπαντός ν’ απαντήσουμε στα ακόλουθα ερωτήματα: Τι είναι φιλοσοφία; Τι είναι διαλεκτική; Τι είναι υλισμός;

Φιλοσοφία είναι μια από τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Η φιλοσοφία είναι κοσμοθεωρία, δηλ. το σύνολο των απόψεων, των αντιλήψεων για τον κόσμο συνολικά και τους νόμους του. Κάθε κοινωνική τάξη έχει τη δική της κοσμοθεωρία, επιζητεί να σχηματίσει μια γενική εικόνα του κόσμου, να αγκαλιάσει με μια ματιά όλη την ποικιλομορφία των φαινομένων της φύσης και της ανθρώπινης ιστορίας.

Οι σύγχρονοι αστοί επιστήμονες και φιλόσοφοι, το ίδιο όπως και οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του μεσαίωνα, ισχυρίζονται ότι μια επιστημονική κοσμοθεωρία, δηλ. μια κοσμοθεωρία βασισμένη στα δεδομένα της επιστήμης και της πράξης, είναι κάτι το αδύνατο. Μοναδικά δυνατή κοσμοθεωρία, κατά την άποψη αυτών των επιστημόνων και φιλοσόφων, είναι η θρησκεία. Έτσι, λόγου χάρη, οι σύγχρονοι δρώντες ιδεαλιστές στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στις άλλες αστικές χώρες ισχυρίζονται ότι φιλοσοφία «είναι η πίστη του σκεπτόμενου ανθρώπου». Κατά τη γνώμη τους η φιλοσοφία, κι αν ακόμα περιέχει κάποιες γνώσεις, αυτές είναι απλώς γνώση «του νοήματος και των ορίων της γνώσης». Οι ιδεαλιστές απαιτούν από τη φιλοσοφία να υπηρετεί «τηνάμεση επικοινωνία με τη θεότητα». Μια τέτοια άρνηση της επιστημονικότητας της κοσμοθεωρίας έχει για σκοπό να μετατρέψει τη φιλοσοφία σε υπηρέτρια της θρησκείας.

Η άρνηση της δυνατότητας μιας επιστημονικής κοσμοθεωρίας αποτελεί μια από τις εκδηλώσεις του θρησκευτικού σκοταδισμού, που κηρύχνει η σύγχρονη ιμπεριαλιστική κεφαλαιοκρατία.

Επίσης πολλοί ηγέτες των δεξιών σοσιαλιστών, ακολουθώντας πιστά τους αστούς φιλόσοφους, αποκρούουν τη δυνατότητα επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Οι ηγέτες αυτοί δηλώνουν ΄ότι «κάθε κοσμοθεωρία είναι και πρέπει να είναι κάτι το υποθετικό». Οι δεξιοί σοσιαλιστές αρνούνται το αντικειμενικό περιεχόμενο και την κοινωνική σημασία της φιλοσοφίας, και διαβεβαιώνουν ότι «κάθε άνθρωπος έχει» τάχα «τη δική του κοσμοθεωρία» και ότι γι’ αυτό το λόγο η κοσμοθεωρία δεν αποτελεί τάχα παράγοντα «ομαδικής συσπείρωσης». Από δω βγάζουν το συμπέρασμα πως το κόμμα της εργατικής τάξης δεν έχει ανάγκη από κοσμοθεωρία: η φιλοσοφία, λένε, αποτελεί αποκλειστικά ιδιωτική, προσωπική υπόθεση.

Αρνούμενοι τη δυνατότητα επιστημονικής κοσμοθεωρίας, οι αστοί φιλόσοφοι προσπαθούν να αφοπλίσουν ιδεολογικά το προλεταριάτο, να σπρώξουν το εργατικό κίνημα στο δρόμο της στοιχειακής περιπλάνησης, να υπονομεύσουν την οργανώτρα και μετασχηματιστική επίδραση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, της κοσμοθεωρίας που συσπειρώνει τις εργατικές μάζες στον αγώνα κατά του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό.

Η δημιουργία και η ανάπτυξη της μοναδικά επιστημονικής κοσμοθεωρίας, του διαλεκτικού υλισμού, η δημιουργική εφαρμογή και η διάδοσή του, η αδιάκοπη πάλη εναντίον της αντιεπιστημονικής κοσμοθεωρίας των εκμεταλλευτριών τάξεων- αποτελούν μεγάλη υπηρεσία του προλεταριακού, του κομμουνιστικού κόμματος και των αρχηγών του Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν.

Ο διαλεκτικός υλισμός αποτελεί το θεωρητικό, το επιστημονικό βάθρο του προγράμματος των κομμουνιστικών κομμάτων, της στρατηγικής και της τακτικής τους.

Οι μεγάλες νίκες, που κατήγαγε ο σοβιετικός λαός στην ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, εξηγούνται με το ότι το σοβιετικό λαό τον καθοδηγεί το Κομμουνιστικό Κόμμα που έχει επιστημονικό πρόγραμμα, επιστημονική κοσμοθεωρία-το διαλεκτικό υλισμό.

Ο σοβιετικός λαός, οι εργαζόμενοι των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας, οι προοδευτικές δυνάμεις όλων των χωρών βρίσκουν στο διαλεκτικό υλισμό τη θεωρητική θεμελίωση των επαναστατικών μεθόδων και μορφών της πάλης κατά του καπιταλισμού, της πάλης για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Το αντικείμενο του διαλεκτικού υλισμού

Ο διαλεκτικός υλισμός μελετάει τους πιο γενικούς (που δρουν παντού και πάντα) αντικειμενικούς νόμους της αλλαγής και της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας, της γνώσης και δίνει υλιστική ερμηνεία στα φαινόμενα του αντικειμενικού κόσμου. Οι γενικοί αυτοί νόμοι υπάρχουν αντικειμενικά, δηλ ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση των ανθρώπων: συνδέονται αδιάρρηκτα με τους ειδικούς νόμους που ενυπάρχουν στις διάφορες μορφές κίνησης της ύλης. Οι ειδικοί νόμοι (λόγου χάρη, οι νόμοι της μηχανικής κίνησης της ύλης, οι νόμοι της ανταλλαγής των λευκωματωδών ουσιών κτλ) αποτελούν ιδιόμορφη εκδήλωση των γενικών νόμων της κίνησης, της αλλαγής, της εξέλιξης της ύλης. Οι νόμοι της κοινωνικής ζωής, λόγου χάρη, είναι ποιοτικά διαφορετικοί από τους νόμους της φύσης. Ωστόσο και οι πρώτοι και οι δεύτεροι νόμοι συνιστούν ειδικές μορφές εκδήλωσης των ίδιων γενικών αντικειμενικών διαλεκτικών νομοτελειών.

Ο διαλεκτικός υλισμός δε χωρίζεται με τείχος από τις επιμέρους επιστήμες της φύσης και της κοινωνίας, δεν τις υποκαθιστά, αλλά, αντίθετα, αποτελεί την επιστημονική γενίκευση των αποτελεσμάτων στα οποία έχουν φτάσει όλοι οιάλλοι κλάδοι των γνώσεων. Αυτό είναι κείνο που καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στο διαλεκτικό υλισμό και τις επιμέρους επιστήμες, που μελετούν τη φύση, την κοινωνία και τη συνείδηση.

Οι διάφορες επιστήμες ερευνούν τις συγκεκριμένες μορφές κίνησης της ύλης, τις ποιοτικές ιδιομορφίες, τις ιδιότητες των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Έτσι η μηχανική μελετά τη μετατόπιση των σωμάτων στο χώρο και το χρόνο. Αντίστοιχα με την ποικιλομορφία της μηχανικής κίνησης και την ποιοτική ιδιομορφία της μετατόπισης των διαφόρων σωματιδίων της ύλης η μηχανική σαν επιστήμη διαιρείται σε μηχανική των στερεών, των υγρών, των αερίων κτλ..

Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη επιστήμη. Έτσι, η βοτανική μελετά τη ζωή των φυτών, τη δομή τους, τη ζωική λειτουργία τους κτλ. Αντίστοιχα μ’ αυτό η βοτανική διαιρείται στη μορφολογία, που ερευνά την εξωτερική μορφή των φυτών, στη συστηματική, που ταξινομεί τα φυτά και περιγράφει τα διάφορα είδη τους, στην ανατομία, που αντικείμενό της είναι η μικροσκοπική δομή των ιστών και των οργάνων των φυτών, στη φυσιολογία, που μελετά τα ζωικά προτσές των φυτών, στην επιστήμη της επιλογής, που ερευνά τους τρόπους σχηματισμού νέων φυτικών μορφών κτλ. Συνάμα η βοτανική αποτελεί μέρος μιας πιο γενικής επιστήμης, της βιολογίας, που αντικείμενό της είναι οι νομοτέλειες όλων των ζωντανών σωμάτων.

Είναι φυσικό ότι κάθε επιστήμη, ακόμα και κάθε χωριστός επιστημονικός κλάδος απομονώνουν ως ένα ορισμένο βαθμό το αντικείμενο μελέτης τους από το αντικείμενο των άλλων επιστημών και επιστημονικών κλάδων. Η βιολογία δεν ασχολείται με τη μελέτη της φυσικής κατάστασης των σωμάτων, δηλ της στερεάς, της υγρής και της αέριας κατάστασης, και η πολιτική οικονομία δεν ερευνά τις ιδιότητες των εμπορευμάτων από την πλευρά που τα μελετά η εμπορευματολογία. Ταυτόχρονα όμως οι επιστήμες και οι χωριστοί κλάδοι που τις αποτελούν δεν μπορούν καθόλου να αποσπώνται, να απομονώνονται ο ένας από τον άλλο, γιατί οι διάφορες μορφές κίνησης της ύλης, οι διάφορες ποιοτικές ιδιομορφίες, ιδιότητες, καταστάσεις, που είναι αντικείμενα του κάθε χωριστού επιστημονικού κλάδου, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απομονωμένες η μια από την άλλη, συνδέονται μεταξύ τους, αλληλοκαθορίζονται, περνάν η μια στην άλλη. Συνεπώς, και οι επιστημονικοί κλάδοι, που ερευνούν αυτές τις μορφές κίνησης της ύλης, πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι, η σύγχρονη βιολογία στηρίζεται στη χημεία και στη φυσική.

Τι είναι όμως εκείνο που δίνει στον επιστήμονα οποιασδήποτε ειδικότητας τη δυνατότητα να εισδύει βαθιά στην ουσία των φαινομένων που μελετά, τι είναι εκείνο που του επιτρέπει να συνδέεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους και να αντλεί απ’ αυτούς τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για τον τομέα της επιστήμης, με τον οποίο ασχολείται;

Εκείνο που του δίνει αυτή τη δυνατότητα είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία- η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος και ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός- που μας εξοπλίζει με τον επιστημονικό τρόπο εξέτασης των φαινομένων της φύσης και με τον επιστημονικό τρόπο ερμηνείας και κατανόησής τους. Μελετώντας το διαλεκτικό υλισμό, γνωρίζουμε τον κόσμο στο σύνολό του, και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που μας προσανατολίζει στην κατανόηση του κάθε επιμέρους φαινομένου της φύσης και της κοινωνίας, συνεπώς, και της κάθε επιμέρους επιστήμης. Έτσι, αντικείμενο του διαλεκτικού υλισμού είναι οι πιο γενικοί νόμοι της κίνησης, της αλλαγής και της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και της γνώσης, νόμοι που η μελέτη τους μας δίνει μιαν αρμονική επιστημονική εικόνα του κόσμου.

Η γέννηση του διαλεκτικού υλισμού αποτελεί επανάσταση στη φιλοσοφία

Με τη γέννηση του διαλεκτικού υλισμούάλλαξε κατ’ αρχήν ο κοινωνικός ρόλος της φιλοσοφίας, το αντικείμενό της, η μέθοδος και η θεωρία της. Ο διαλεκτικός υλισμός διαφέρει ποιοτικά απ’ όλη την παλιά φιλοσοφία.

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η οποία θεμελιώνει θεωρητικά την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό καθορίζει το νέο κοινωνικό ρόλο της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας.

Ο Μαρξ, αντιπαραθέτοντας τη φιλοσοφία του προς όλες τις προηγούμενες φιλοσοφικές διδασκαλίες, έλεγε: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μονάχα με διάφορους τρόπους τον κόσμο το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (Κ.Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τομ 2, 1952, σελ. 385). Η θέση αυτή του Μαρξ δείχνει ότι η προμαρξιστική φιλοσοφία των κυρίαρχων τάξεων δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι η θεωρητική θεμελίωση της επαναστατικής αλλαγής του κόσμου, δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι το όπλο των επαναστατικών μαζών στον αγώνα τους εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης. Το σπουδαιότερο καθήκον της φιλοσοφίας των εκμεταλλευτριών τάξεων, η οποία απέβλεπε στη συνδιαλλαγή των μαζών με την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, δεν ήτα η θεμελίωση της επαναστατικής αλλαγής του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού καθεστώτος, αλλά η δικαιολόγησή του. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι κήρυχναν ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι «υπεράνω» των πρακτικών, φθαρτών, εφήμερων συμφερόντων, ότι πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για το αιώνιο, για το απόλυτο κτλ. Οι φιλόσοφοι υποστήριζαν ότι οι πρακτικοί σκοποί που επιδιώκει ο άνθρωπος στην καθημερινή ζωή του είναι μηδαμινοί, ασήμαντοι, «πεπερασμένοι» και ότι ηφιλοσοφία πρέπει να μην ασχολείται μ’ αυτούς.

Ένα τέτοιο φιλοσοφικό κήρυγμα, που απομάκρυνε τον ΄άνθρωπο από τον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον, δεν διέφερε και πολύ από τις θρησκευτικές διδασκαλίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ο ισχυρισμός του γερμανού ιδεαλιστή φιλοσόφου του 19ου αιώνα Φίχτε, που έγραφε ότι «η ηδύτατη αμοιβή της φιλοσοφικής θεώρησης είναι ότι ακριβώς, συλλαμβάνοντας τα πάντα στη γενική αλληλουχία τους και μη αφήνοντας τίποτα το απομονωμένο, θεωρεί το παν αναγκαίο και για αυτό αγαθό και συμφιλιώνεται με το κάθετι που υπάρχει, όπως υπάρχει, επειδή πρέπει να είναι τέτοιο χάρη του υπέρτατου σκοπού» (Φίχτε, Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής, Πετρούπολη, 1906, σελ 12).

Το παράδειγμα αυτό δείχνει ανάγλυφα πως η ιδεαλιστική φιλοσοφία, το ίδιο όπως και η θρησκεία, επεδίωκε να συμφιλιώσει τις μάζες με τα εκμεταλλευτικά καθεστώτα, να πνίξει τη διαμαρτυρία των μαζών, να αποδείξει πως κάθετι που υπάρχει είναι λογικό, αναγκαίο.

Ωστόσο όχι μόνο η ιδεαλιστική φιλοσοφία, αλλά και ο προμαρξικός μεταφυσικός υλισμός υποστήριζε πως κάθετι το υπάρχον είναι στη βάση του αμετάβλητο: είναι αμετάβλητη η φύση έξω από μας, αμετάβλητη και η ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό είναι δυνατή μόνο η εξάλειψη των «διαστρεβλώσεων», που συναντάει κανείς στους κοινωνικούς θεσμούς, και όχι ηριζική αλλαγή όλης της κοινωνικής ζωής. Είναι γνωστό λόγου χάρη ότι οι Γάλλοι υλιστές του 18ου αιώνα αντιτάσσονταν στα φεουδαρχικά καθεστώτα και στη θρησκεία, χαρακτηρίζοντας και τα πρώτα και τη δεύτερη σαν κάτι το παράλογο, αντιφυσικό, μη ανταποκρινόμενο στην ανθρώπινη φύση. Τη φύση όμως του ανθρώπου τη θεωρούσαν αμετάβλητη, και την αστική κοινωνία τη θεωρούσαν «φυσική» και ανταποκρινόμενη στο λογικό και στους «αιώνιους» νόμους της ανθρώπινης φύσης.

Οι φιλοσοφικές διδασκαλίες των εκμεταλλευτριών τάξεων καταλάβαιναν τη φιλοσοφία σαν ερμηνεία, δικαιολόγηση των θεμελιακών βάσεων του υπάρχοντος καθεστώτος και αρνούνταν τη δυνατότητα ή την ανάγκη για θεωρητική θεμελίωση της ριζικής αλλαγής της πραγματικότητας. Μονάχα οι υλιστές- επαναστάτες δημοκράτες, αντανακλώντας στις φιλοσοφικές τους διδασκαλίες τα συμφέροντα των πλατιών εργαζόμενων μαζών της αγροτιάς, θεωρούσαν αναγκαία τη φιλοσοφική θεμελίωση των καθηκόντων της επαναστατικής πάλης εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης. Ωστόσο, εφόσον το απελευθερωτικό κίνημα της αγροτιάς δεν οδηγεί και δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, οι επαναστάτες δημοκράτες ακόμα και οι πιο επιφανείς από αυτούς – οι κλασικοί της ρωσικής υλιστικήςφιλοσοφίας του 19ου αιώνα- δεν κατόρθωσαν να λύσουν αυτό το βασικότατο καθήκον, που έβαζε το απελευθερωτικό κίνημα των λαϊκών μαζών.

Η μαρξιστική φιλοσοφία γεννήθηκε προπαντός από τη ζωτική ανάγκη της εργατικής τάξης να ανακαλύψει τους αντικειμενικούς νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Το προλεταριάτο παρουσιάστηκε στο στίβο της ιστορίας σαν τάξη που γκρεμίζει την παλιά κοινωνία και δημιουργεί ένα νέο, το αταξικό κοινωνικό καθεστώς. Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι να εξαλείψει το αστικό καθεστώς, να μετασχηματίσει επαναστατικά την κοινωνία, να ανοικοδομήσει ένα ανώτερο, αταξικό κοινωνικό καθεστώς, τον κομμουνισμό. Να για ποιον λόγο τη διδασκαλία της υλιστικής διαλεχτικής για την κίνηση, την αλλαγή, την εξέλιξη, για τη νίκη του καινούργιου απέναντι στο παλιό, το προλεταριάτο την αφομοιώνει οργανικά σαν επιβεβαίωση και φώτισμα των ταξικών του επιδιώξεων.

Η άρνηση του παλιού συνδέεται αναπόσπαστα, στη δράση του προλεταριάτου, με τη δημιουργία του καινούργιου. Γι’ αυτό ακριβώς ο μεγαλειωδέστατος επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, που πραγματοποιείται από το προλεταριάτο, όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντίθετα, προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση όλων των κατακτήσεων της προηγούμενης ανάπτυξης του πολιτισμού. Το προλεταριάτο είναι ξένο προς τη στενότητα που χαρακτήριζε τις προηγούμενες κυρίαρχες τάξεις, τα ζωτικά του συμφέροντα απαιτούν το πέρασμα στην αταξική, στην κομμουνιστική κοινωνία. Οι ιδιομορφίες αυτές του προλεταριάτου δείχνουν γιατί ακριβώς οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, υπήρξαν οι δημιουργοί του μοναδικά επιστημονικού φιλοσοφικού υλισμού και της μοναδικά επιστημονικής διαλεκτικής μεθόδου, που έχουν τεράστια σημασία τόσο για τη θεωρητική γνώση, όσο και για την πρακτική δράση. Η ιστορία της επιστήμης, από το ένα μέρος και η πείρα του επαναστατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, από το άλλο, αποτελούν την πιο εύγλωττη μαρτυρία για τη μεγαλειώδη σημασία της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς- οι αρχηγοί, οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου- άλλαξαν ριζικά τον κοινωνικό ρόλο της φιλοσοφίας, μετατρέποντάς την σε θεωρητικό βάθρο του κομμουνισμού. Γι’ αυτό ακριβώς η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς δεν είναι απλώς μια φιλοσοφική διδασκαλία: είναι η διδασκαλία των προλεταριακών μαζών, η ιδεολογική σημαία του μεγαλειώδους απελευθερωτικού τους αγώνα.

Συνήθως οι προμαρξιστικοί φιλόσοφοι, και όταν ακόμα έβαζαν μπροστά τους το καθήκον να ερευνήσουν τους πιο γενικούς νόμους που ενυπάρχουν στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα, είχαν υπόψη τους νόμους αμετάβλητους για το κάθετι που υπάρχει. Επρόκειτο για την καθιέρωση μόνιμων αλληλοσχέσεων ανάμεσα σε πράγματα που υπάρχουν ταυτόχρονα, και όχι για την αποκάλυψη της νομοτελειακής αλληλουχίας ανάμεσα σε εκείνο που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει. Ο μαρξισμός ανακάλυψε τους αντικειμενικούς νόμους της αλλαγής, της εξέλιξης του υλικού κόσμου, και την ανακάλυψή του αυτή την έκανε θεμέλιο της δικής του, της μοναδικά επιστημονικής κατανόησης του αντικειμένου της φιλοσοφίας, της μεθόδου και της θεωρίας του. Αυτού βρίσκεται η ριζική διαφορά της διδασκαλίας του διαλεκτικού υλισμού από όλες τις προηγούμενες, μαζί και από τις προοδευτικές, φιλοσοφικές διδασκαλίες.

Οι προμαρξιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες αντιπαράθεταν όχι μόνο τη θεωρία, τη φιλοσοφία στην πράξη στο απελευθερωτικό κίνημα των εργαζομένων: αντιπαράθεταν επίσης τη φιλοσοφία και στις ειδικές επιστήμες που ασχολούνται με την έρευνα ενός καθορισμένου, περιορισμένου κύκλου φαινομένων της φύσης ή της κοινωνίας. Στη φυσιογνωσία αντιπαράθεταν συνήθως τη φιλοσοφία της φύσης, στην ιστορία τη φιλοσοφία της ιστορίας, στην αισθητική τη φιλοσοφία της τέχνης κ.ο.κ. Και κοντά σε όλα αυτά ισχυρίζονταν ότι η φιλοσοφία δεν είναι υποχρεωμένη να παίρνει υπόψη τα συγκεκριμένα δεδομένα των επιστημών, ότι είναι η «επιστήμη των επιστημών», που ξεπερνάει τις «πεπερασμένες» και «περιορισμένες» ειδικές επιστήμες με την ικανότητά της να δίνει, σε τελευταία ανάλυση, την πλήρη, την απόλυτη αλήθεια. Η αξίωση αυτή για υπερεπιστημονική γνώση χαρακτήριζε ιδιαίτερα την ιδεαλιστική φιλοσοφία, που φερνόταν περιφρονητικά στις φυσικές επιστήμες για την αυθορμητότα- υλιστική στάση τους απέναντι στη φύση. Έτσι, λόγου χάρη, ο Χέγκελ, χωρίς να παίρνει υπόψη του τα γεγονότα, τα διαπιστωμένα από τη φυσιογνωσία, ισχυριζόταν ότι η φύση δεν εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, αλλά είναι η ενσάρκωση των διαφόρων λογικών βαθμίδων εξέλιξης της «απόλυτης ιδέας», δηλαδή του θεού. Διαστρέφοντας ιδεαλιστικά την πραγματικότητα, ο Χέγκελ θεωρεί τον ήλιο ενσάρκωση της όρασης, τον αέρα ενσάρκωση της όσφρησης, ανάγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο κάθετι φυσικό σε ψυχικό.

Οι ιδεαλιστές και οι μεταφυσικοί υλιστές παρουσίαζαν τη φιλοσοφία σαν γνώση του αιώνιου, του απόλυτου, του καθολικού, και τις ειδικές επιστήμες σαν γνώση μονάχα του εφήμερου, του σχετικού, του μεμονωμένου. Ο μαρξισμός αντιτάχθηκε αποφασιστικά σ’ αυτή την αντεπιστημονική, μεταφυσική αντιπαράθεση του αιωνίου προς το εφήμερο, του απόλυτου προς το σχετικό, του καθολικού προς το μεμονωμένο. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού απόδειξαν ότι, γνωρίζοντας το εφήμερο γνωρίζουμε και το αιώνιο, γνωρίζοντας το πεπερασμένο γνωρίζουμε το άπειρο, γνωρίζοντας το μεμονωμένο γνωρίζουμε το καθολικό: «Κάθε αληθινή γνώση της φύσης- έγραφε ο Ένγκελς- είναι γνώση του αιώνιου, του άπειρου, και γι’ αυτό είναι ουσιαστικά απόλυτη»( Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, 1953, σελ. 186)

Βάζοντας τέλος στην αντιπαράθεση της φιλοσοφίας στις επιστήμες της φύσης και της κοινωνίας, ο μαρξισμός έβαλε στη θέση της «επιστήμης των επιστημών», που δεν ήταν επιστημονική φιλοσοφία, την κοσμοθεωρία που συνοψίζει, που γενικεύει κριτικά τα δεδομένα της επιστήμης. Από την περίοδο ακόμα της γένεσής του ο διαλεκτικός υλισμός γενίκεψε θεωρητικά όλες τις ουσιαστικές ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας των μέσων του 19ου αιώνα, μαζί και τις πιο μεγάλες από αυτές: την ανακάλυψη του νόμου της διατήρησης και της μετατροπής της ενέργειας, την ανακάλυψη του κυττάρου και τη θεωρία του Δαρβίνου. Σε συνέχεια ο Β.Ι. Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτισμός» συνόψισε κατά μεγαλοφυή τρόπο τις μεγαλειώδικες ανακαλύψεις της φυσικής του τέλους του 19ου- αρχών του 20ού αιώνα. Σπουδαιότατο αποτέλεσμα της επαναστατικής ανατροπής, που επιτελέστηκε στη φιλοσοφία από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, είναι η δημιουργία του ιστορικού υλισμού, που είναι το θεωρητικό βάθρο όλων των κοινωνικών επιστημών. Έτσι, ο ρόλος της φιλοσοφίας στην εξέλιξη των επιστημών της φύσης και της κοινωνίας άλλαξε ριζικά. Αυτή η ριζική, η ποιοτική αλλαγή της θέσης της φιλοσοφίας στο σύστημα των επιστημών της φύσης και της κοινωνίας ξεχωρίζει κατ’ αρχήν το διαλεκτικό υλισμό από όλη την προηγούμενη φιλοσοφία.

Η ριζική αντίθεση της διαλεκτικής προς τη μεταφυσική

Η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός, επειδή ο τρόπος που αντικρίζει τα φαινόμενα της φύσης, η μέθοδός της για τη μελέτη των φαινομένων της φύσης είναι διαλεκτική. Τι είναι όμως διαλεκτική;

Η λέξη «διαλεκτική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «διαλέγομαι», που σημαίνει συζητώ, κάνω πολεμική. Διαλεκτική στην αρχαία Ελλάδα ονόμαζαν την τέχνη της συζήτησης, την τέχνη του να αποκαλύπτει κανείς τις αντιφάσεις που υπάρχουν στις κρίσεις του αντιπάλου και μ’ αυτό τον τρόπο να ανασκευάζει τα επιχειρήματά του. Η διαλεκτική θεωρούνταν από τους αρχαίους έλληνες ο καλύτερος τρόπος για να φτάσουν στην αλήθεια μέσω της σύγκρουσης των αντίθετων γνωμών και του ξεπεράσματος των παρουσιαζόμενων αντιφάσεων. Έτσι, λόγου χάρη, αν ένας από τους συζητητές υποστήριζε ότι η δικαιοσύνη συνίσταται στο να κάνεις καλό στους ανθρώπους, ο άλλος του αντέτεινε ότι στον πόλεμο είναι άδικο να κάνεις καλό στον αντίπαλο. Έτσι απεκαλύπτετο η ανεπάρκεια των μονόπλευρων ορισμών των αντικειμένων ή των εννοιών και η ανάγκη να τους δοθεί ολόπλευρος χαρακτηρισμός. Αργότερα με τη λέξη «διαλεκτική» άρχισαν να εννοούν όχι τόσο μια μέθοδο πολεμικής, όσο μια μέθοδο μελέτης των φαινομένων, που αποκαλύπτει τις αντιθέσεις που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα.

Το ειδικό χαρακτηριστικό της διαλεκτικής σαν μεθόδου γνώσης είναι ότι εξετάζει τα γύρω φαινόμενα στην αλληλουχία τους και στον αλληλοκαθορισμό τους, στην κίνηση, στην αλλαγή και στην ανάπτυξή τους με βάση τις εσωτερικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα. Γιατί όμως αυτός ακριβώς ο τρόπος μελέτης της πραγματικότητας είναι ο μοναδικά σωστός; Επειδή όλα τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας συνδέονται πραγματικά το ένα με το άλλο, αλληλοκαθορίζονται, βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, αλλαγής, ανάπτυξης. Οι αντιθέσεις προσιδιάζουν όχι μόνο στο προτσές της γνώσης, προσιδιάζουν προπαντός στα ίδια τα αντικειμενικά και τα φαινόμενα, όπου υπάρχει ταυτόχρονα και το παλιό και το καινούργιο, κείνο που πεθαίνει και κείνο που γεννιέται.

Πολλοί φιλόσοφοι και φυσιοδίφες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι υπάρχουν πράγματα ανεξάρτητα από άλλα πράγματα, ότι υπάρχουν απολύτως ακίνητα σώματα, αμετάβλητες ουσίες, ότι η εξέλιξη ανάγεται απλώς σε ποσοτική αύξηση. Οι ίδιοι επιστήμονες ισχυρίζονταν ότι οι αντιθέσεις μπορούν να υπάρχουν μόνο στη νόηση μα κι α υτό σε περίπτωση πλάνης, ενώ είναι αδύνατο να υπάρχουν στα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας. Μια τέτοια άποψη, ένα τέτοιο αντίκρουσμα των φαινομένων του γύρω κόσμου λέγεται μεταφυσικό. Σε αντίθεση προς τη διαλεκτική η μεταφυσική μέθοδος θεωρεί ότι τα γύρω φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται ανεξαάρτητα, απομονωμένα το ένα από το άλλο, έξω από την κίνηση, την αλλαγή, την ανάπτυξη.

Η διαλεκτική και η μεταφυσική- δύο αντίθετες μεταξύ τους μέθοδες γνώσης- υπάρχουν σ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Χαρακτηριστική ιδιομορφία της υλιστικής διαλεκτικής είναι ότι εξετάζει τα φαινόμενα, όπως συντελούνται στην πραγματικότητα, δηλαδή αντικειμενικά, και συνεπώς- σε αδιάκοπηκίνηση, αλλαγή, ανάπτυξη. Η διαλεκτική αρνιέται τον υποκειμενισμό, στην επιστημονική έρευνα.  Ο Ι.Β. Στάλιν χαρακτηρίζει ως εξής αυτή τη γνήσια αντικειμενικότητα που ενυπάρχει στη διαλεκτική: «Η διαλεκτική μέθοδος υποστηρίζει ότι τη ζωή πρέπει να τη βλέπουμε τέτοια ακριβώς που είναι στην πραγματικότητα.Είδαμε ότι η ζωή βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση, συνεχώς πρέπει να εξετάζουμε τη ζωή στην κίνησή της και να βάζουμε το ερώτημα: προς τα πού τραβάει η ζωή; Είδαμε πως η ζωή παρουσιάζει την εικόνα αέναης καταστροφής και δημιουργίας, συνεπώς έχουμε την υποχρέωση να εξετάζουμε τη ζωή στην καταστροφή και στη δημιουργία της και να βάζουμε το ερώτημα: τι καταστρέφεται και τι δημιουργείται στη ζωή;»(Στάλιν, Άπαντα, τόμος 1ος, σελ 298).

Σε αντίθεση προς τη διαλεκτική η μεταφυσική αποσπά τα φαινόμενα από την αντικειμενική τους σύνδεση, δηλαδή τα εξετάζει υποκειμενικά, όχι όπως υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά απομονώνοντάς τα το ένα από το άλλο, κάνοντας αφαίρεση της κίνησής τους, της αλλαγής τους, της εξέλιξής τους, των εσωτερικών αντιθέσεων που ενυπάρχουν σε όλα αυτά τα φαινόμενα.

Η διαλεκτική στη διάρκεια όλης της ιστορίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας αναπτυσσόταν και τελειοποιούνταν αδιάκοπα στην πάλη με τη μεταφυσική. Ωστόσο επιστημονική διαλεκτική, επιστημονική διαλεκτική μέθοδος μελέτης της φύσης και της κοινωνίας, μια μέθοδος που να γενικεύει την ιστορία της επιστήμης και της πράξης δεν υπήρχε πριν από την εμφάνιση του μαρξισμού. Η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος είναι ο μοναδικά επιστημονικός τρόπος μελέτης της πραγματικότητας, που διαφέρει ποιοτικά από όλες εκείνες τις μορφές διαλεκτικής σκέψης που ιστορικά προηγήθηκαν από το μαρξισμό.

Αν και όλη η ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης δείχνει την πάλη της διαλεκτικής με τη μεταφυσική, το ασυμβίβαστό τους, ωστόσο την ολοκληρωτική αντίθεση διαλεκτικής και μεταφυσικής την αποκάλυψε μόνο ο μαρξισμός. Ο μαρξισμός ερεύνησε τις νομοτέλειες της εξέλιξης της γνώσης κι όχι μόνο ανασκεύασε τη μεταφυσική σαν μη επιστημονική μέθοδο γνώσης, αλλά και αποκάλυψε τις ιστορικές της ρίζες.

Η πορεία της γνώσης, όπως το μαρτυρεί η ιστορία της επιστήμης, έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Η επιστήμη, τείνοντας στη γνώση του κόσμου, σένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής της ήταν αναγκασμένη να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στη μελέτη των χωριστών μερών και αντικειμένων, έξω από την αμοιβαία σύνδεσή τους. Ο Ένγκελς τόνιζε ότι η βάση για τις λαμπρές επιτυχίες της φυσιογνωσίας του 16ου-18ου αιώνα ήταν η αποσύνθεση της φύσης σε χωριστά μέρη, ο διαμελισμός του όλου, η διαίρεση των φαινομένων σε ορισμένες τάξεις, η περιγραφή της μορφής και της εσωτερικής δομής των σωμάτων, η ανατομία των ζώων και των φυτών. Αυτός όμως ο τρόπος μελέτης της πραγματικότητας, που δικαιώθηκε πέρα για πέρα στην εξέλιξη της επιστήμης, με την απολυτοποίησή του κατάντησε μεταφυσικός, επειδή εξέταζε τα πράγματα και τα προτσές της φύσης στην απομόνωσή τους, έξω από την καθολική τους σύνδεση, και συνεπώς δεν τα εξέταζε στην κίνηση, αλλά στην ακινησία τους, δεν τα εξέταζε σαν μεταβαλλόμενα κατά ουσιαστικό τρόπο, αλλά σαν αιωνίως αμετάβλητα, νεκρά.

Έτσι η γένεση της μεταφυσικής μεθόδου συνδέεται με το ιστορικά αναπόφευκτο εκείνο στάδιο εξέλιξης των επιστημών, όπου οι επιστήμες είχαν περιγραφικό χαρακτήρα και περιόριζαν τα καθήκοντά τους κυρίως στη συσσώρευση γεγονότων και στη συστηματοποίησή τους. Ταυτόχρονα, όπως τονίζει ο Β.Ι. Λένιν, η δυνατότητα μεταφυσικής διαστρέβλωσης των φαινομένων της γύρω πραγματικότητας περιέχεται και στο ίδιο το γεγονός της αφηρημένης νόησης, που δεν μπορεί «να παρουσιάσει, να εκφράσει, να μετρήσει, να απεικονίσει την κίνηση, χωρίς να διακόψει το αδιάκοπο, χωρίς να απλουστεύσει, χωρίς να παρουσιάσει χοντροκομμένα, χωρίς να διαιρέσει και να νεκρώσει το ζωντανό, Η απεικόνιση της κίνησης από τη σκέψη είναι πάντα μια χοντροκομμένη παρουσίαση, νέκρωση – και όχι μόνο από τη σκέψη αλλά και από την αίσθηση, και όχι μόνο της κίνησης αλλά και κάθε έννοιας»(Β.Ι.Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια 1947, σελ. 243)

Στη φύση όλα τα φαινόμενα βρίσκονται σε αλληλουχία και αλληλοκαθορισμό, ταυτόχρονα όμως κάθε φαινόμενο είναι και κάτι το μεμονωμένο, το καθορισμένο, το ποιοτικά διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Στη φύση τα πάντα ρέουν και αλλάζουν, ταυτόχρονα όμως το κάθε φαινόμενο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα παραμένει ίδιο με τον εαυτό του, διατηρεί τον καθορισμένο χαρακτήρα του, τη σταθερότητά του.

Η μεταφυσική μετατρέπει αυτές τις πραγματικές ιδιομορφίες των ίδιων των πραγμάτων την ανακηρύχνει πλήρη και αιώνια: τη σχετική σταθερότητα των πραγμάτων την ανακηρύχνει αδιασάλευτη και αρνείται την εξέλιξή τους.

Ωστόσο η δυνατότητα γένεσης της μεταφυσικής αυτή καθεαυτή δεν κάνει ακόμα αναπόφευκτη τη μεταφυσική σκέψη. Αν απουσιάζουν ορισμένες, ευνοϊκές για αυτό κοινωνικές συνθήκες, η δυνατότητα αυτή δε θα μετατραπεί σε πραγματικότητα.

Αποτέλεσμα της αντιφατικότητας, της πολυπλοκότητας των φαινομένων της πραγματικότητας είναι ότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα να μην αντιληφθεί κανείς την καθολική σύνδεση πίσω από τη σχετική απομόνωση των φαινομένων, να μην αντιληφθεί την αλλαγή πίσω από τη σχετική σταθερότητά τους, να μην αντιληφθεί τις αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στα αντικείμενα. Η δυνατότητα όμως αυτή για μεταφυσική γίνεται πραγματικότητα μόνο όταν υπάρχουν ορισμένες τάξεις, που ενδιαφέρονται για αυτό το πράγμα.

Το μεταφυσικό αντίκρυσμα των φαινομένων της φύσης και ιδιαίτερα των φαινομένων της κοινωνικής ζωής συμφέρει στις κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις: οι τάξεις αυτές χρησιμοποιούν τη μεταφυσική για να στηρίξουν θεωρητικά την πάλη των αντιδραστικών δυνάμεων για τη διατήρηση του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης, οι κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις, όπως είναι φυσικό, βλέπουν πάντα στην παραπέρα πρόοδο της κοινωνίας, που προϋποθέτει την αντικατάσταση του δοσμένου κοινωνικού καθεστώτος μ’ ένα άλλο, ανώτερο καθεστώς, το δικό τους χαμό. Οι τάξεις αυτές θεωρούν «αντιφυσικές» τις ιδέες της εξέλιξης, ενώ τις ιδέες της αμεταβλητότητας και της στασιμότητας τις θεωρούν μοναδικά «κανονικές».

Όπως μαρτυρεί η ιστορία, το κήρυγμα της μεταφυσικής δυνάμωνε ιδιαίτερα στις περίοδες του ιστορικού χαμού της μιας ή της άλλης εκμεταλλεύτριας τάξης. Για αυτό και σήμερα, που ο καπιταλισμός περνά στην τελευταία φάση της ύπαρξής του, οι μεταφυσικές απόψεις κυριαρχούν αμέριστα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Γι’ αυτό και η σύγχρονη αστική τάξη κηρύχνει επίμονα τη μεταφυσική, αν και η σύγχρονη επιστήμη έχει αποδείξει το ασύστατο της μεταφυσικής.

Οι αστοί αντιδραστικοί επιστήμονες διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και τα πορίσματα που απορρέουν από τις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Έτσι, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο καπιταλισμός αποτελεί τάχα το αποκορύφωμα της κοινωνικής προόδου, οι επιστήμονες λακέδες της αστικής τάξης μιλάνε για το «τέλος της εξέλιξης» και όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και του βασιλείου των ζώων και των φυτών. Οι συνήγοροι του καπιταλισμού τσακίζονται να αποδείξουν το «λανθασμένο» της διδασκαλίας της διαλεκτικής για την ανάπτυξη και για το αναπόφευκτο της πάλης του καινούργιο με το παλιό.

Στις σύγχρονες συνθήκες, που υπάρχει η κεφαλιοκρατική κύκλωση, οι αντιδραστικές μεταφυσικές αντιλήψεις εισχωρούν κάποτε και στη σοβιετική επιστήμη. Παράδειγμα για αυτό μπορεί να χρησιμεύσει η αντιδραστική αντίληψη των βαϊσμανιστών και των μοργκανιστών για την ύπαρξη κάποιων αμετάβλητων γονιδίων, που καθορίζουν τάχα την κληρονομικότητα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης διεξάγει συνεπή αγώνα για την αναδιοργάνωση όλων των κλάδων της επιστήμης πάνω στη στέρεη θεωρητική βάση του διαλεχτικού υλισμού. Με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι σοβιετικοί επιστήμονες πραγματοποίησαν την ιδεολογική συντριβή των ιδεαλιστικών και μεταφυσικών θεωριώνόπως είναι ο βαϊσμανισμός- μοργκανισμός, η θεωρία του Βιρχοφ για το κύτταρο, η «θεωρία» της μεσομέρειας στη χημεία κτλ. Οι αντιδραστικές αυτές θεωρίες που είχαν εισχωρήσει στη σοβιετική επιστήμη, αποτελούσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξή της. Η καταπολέμηση των μεταφυσικών και ιδεαλιστικών διαστρεβλώσεων της επιστήμης αποτελεί επίκαιρο καθήκον και σήμερα. Για να εκπληρωθεί με επιτυχία αυτό το καθήκον είναι απαραίτητο να κατακτήσουμε δημιουργικά τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο και να αποκτήσουμε πλήρη συνείδηση της ανειρήνευτης αντίθεσης προς τη μεταφυσική.

Η ριζική αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό

Η κοσμοθεωρία του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός, επειδή η ερμηνεία που δίνει στα φαινόμενα της φύσης, η αντίληψή του για τα φαινόμενα της φύσης, η θεωρία του είναι υλιστική. Τι είναι όμως υλισμός;

Στη διάρκεια των χιλιετών εξέλιξης της φιλοσοφίας στην ταξική κοινωνία υπήρχαν και υπάρχουν ως τα σήμερα οι πιο διαφορετικές φιλοσοφικές διδασκαλίες. Όσο όμως κι αν διαφέρουν οι διδασκαλίες αυτές μεταξύ τους, όλες τους, έτσι είτ’ αλλιώς, απαντούν στο ερώτημα- ποια είναι η σχέση συνείδησης και είναι, νόησης και ύλης, ψυχικού και φυσικού. Αυτό είναι και το κύριο, το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, που αποτελεί τη θεωρητική αφετηρία για τη λύση όλων των άλλων φιλοσοφικών ζητημάτων.

Ποιο προηγείται από το άλλο: η συνείδηση από το είναι, το πνευματικό από το υλικό, ή, αντίστροφα, το είναι προηγείται από τη συνείδηση, το υλικό από το πνευματικό; Αυτή είναι η πρώτη πλευρά του βασικού φιλοσοφικού ζητήματος, που αφορά τη σχέση συνείδησης και είναι. Είναι ικανός ο άνθρωπος να γνωρίσει τον υλικό κόσμο ή μήπως η γύρω από τον άνθρωπο πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει γνωστή; Αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας.

Στη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας όλοι οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο αντίθετα στρατόπεδα. Οι εκπρόσωποι του ενός απ’ αυτά – οι ιδεαλιστές – ισχυρίζονται ότι η συνείδηση, το πνευματικό είναι το πρωτεύον, ενώ η ύλη, η φύση είναι το παράγωγο, το δευτερεύον: αντίθετα, οι άλλοι- οι υλιστές- ξεκινούν από την άποψη ότι η ύλη είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον.

Οι υλιστές δέχονται ότι η ύλη είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον και, ξεκινώντας απ’ αυτή την άποψη, υποστηρίζουν ότι η ύλη είναι αιώνια και άπειρη, ότι ο κόσμος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος τόσο στο χρόνο, όσο και στο χώρο. Αντίθετα, οι ιδεαλιστές, θεωρώντας την ύλη δευτερεύον, παράγωγο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος έχει αρχή μέσα στο χρόνο και όρια μέσα στο χώρο, ότι γι΄αυτό ήταν, όπως ισχυρίζονται, ένας καιρός που η ύλη, η φύση δεν υπήρχε, ότι γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε. Μ’ αυτό τον τρόπο οι ιδεαλιστές υπερασπίζουν τη θρησκευτική άποψη της δημιουργίας του κόσμου.

Υπάρχουν δύο βασικές παραλλαγές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας: ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός. Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός ξεκινάει από την άποψη ότι υπάρχει κάποια υπερφυσική, υπερανθρώπινη πνευματική δύναμη, που δημιουργεί τάχα όλα όσα υπάρχουν στη φύση και στην κοινωνία. Η συνηθισμένη θρησκευτική ιδέα για την ύπαρξη ενός θεϊκού, εξωφυσικού όντος βρίσκεται στη βάση αυτής της ιδεαλιστικής αντίληψης, που λέγεται αντικειμενικός ιδεαλισμός, μόνο επειδή παραδέχεται την ανεξάρτητη από την ανθρώπινη συνείδηση ύπαρξη κάποιας «κοσμικής ψυχής», κάποιου «κοσμικού πνεύματος». Οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού ήταν στην αρχαιότητα ο Πλάτωνας (γύρω στα 427- 347 π.Χ.) και στους νεότερους χρόνος ο Χέγκελ (1770-1831).

Ο Πλάτωνας δημιούργησε ένα μυστικιστικό σύστημα αντικειμενικού ιδεαλισμού όπου διατυπώνονται οι αντιλήψεις για τον αιώνιο και αμετάβλητο κόσμο των ιδεών, που ωχρή και φθαρτή αντανάκλασή του είναι δήθεν ο κόσμος των αισθητών πραγμάτων. Ο Χέγκελ παρουσίασε ένα ιδεαλιστικό, μυστικιστικό σύστημα, όπου η συνείδηση, υψωμένη στη σειρά του «κοσμικού λόγου», της «απόλυτης ιδέας», ανακηρυσσόταν πρωτεύον, ενώ όλος ο υπόλοιπος κόσμος, όλα τα φαινόμενα της άπειρης φύσης εξετάζονταν απλώς σαν κάτι το πρόσκαιρο και το παράγωγο, που γεννιέται κι εκμηδενίζεται από την «απόλυτη ιδέα». Ο Χέγκελ θεωρούσε ότι η φιλοσοφική, ιδεαλιστική αντίληψη του κόσμου ξεκινάει από το θρησκευτικό, που το «καθαρίζει» προσδίνοντάς του την «επιστημονική», εκφρασμένη σε έννοιες μορφή.

Ο Χέγκελ, αφού θεοποίησε τη νόηση δίνοντάς της την ονομασία «απόλυτη ιδέα», θεωρούσε τη φύση «αλλιώτικο είναι» της ιδέας, ενώ την κοινωνία και τις μορφές συνείδησης τις θεωρούσε επόμενες βαθμίδες της αυτοσυνείδησης της «απόλυτης ιδέας». Τις νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας ο Χέγκελ τις ανήγαγε στους λογικούς νόμους της νόησης, και σε σύνδεση μ’ αυτό η έννοια ανακηρύχθηκε ουσία των πραγμάτων. Στις προσπάθειές του να παρουσιάσει το κάθετί που υπάρχει στον κόσμο σαν έλλογο και λογικό στη βάση του, ο Χέγκελ δεν καλούσε σε αγώνα κατά των αντιδραστικών κοινωνικών θεσμών που υπήρχαν τότε στη Γερμανία, αλλά στην αναγνώριση σε τελευταία ανάλυση αυτών των θεσμών σαν λογικών και μεταβαλλόμενων προς το καλύτερο, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές επιδιώξεις του ανθρώπου. Ο Χέγκελ ανακήρυχνε αιώνια τη μοναρχία στη συνταγματική της μορφή, και μαζί της και τη διαίρεση της κοινωνίας σε κλειστές τάξεις, ιδιαίτερα την κυριαρχία της τάξης των ευγενών.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο νεοχεγκελιανισμός σαν μια από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις του αντικειμενικού ιδεαλισμού έγινε η ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Σε διάκριση από το Χέγκελ οι νεοχεγκελιανοί ισχυρίζονται ότι το πνεύμα, που είναι τάχα η πρώτη βάση του υπάρχοντος, δεν είναι λογικό και συνειδητό, αλλά πνεύμα που δρα στοιχειακά,και συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι τάχα οι «άλυτες» και «τραγικές» αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής. Η νεοχεγκελιανή αυτή φιλοσοφία, φιλοσοφία της απαισιοδοξίας, αντανακλά τη γενική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ, οι νεοχεγκελιανοί διακηρύχνουν ότι το κράτος αποτελεί ενσάρκωση του απόλυτου πνεύματος ή του θεού, και μ’ αυτή την αιτιολογία απαιτούν την τυφλή, αγόγγυστη υποταγή στο ιμπεριαλιστικό κράτος, απορρίπτοντας τη δημοκρατία, που τη θεωρούν άνομη ανάμιξη των μαζών στα θεϊκά προνόμια της αστικής κρατικής μηχανής.

Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού στις ΗΠΑ είναι οι λεγόμενοι «περσοναλιστές», που ισχυρίζονται ότι πρώτη αρχή, πηγή του κάθε υπάρχοντος είναι μια «ανώτατη προσωπικότητα»- ο θεός, που έπλασε τον κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, γι’ αυτό το λόγο όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι πνευματικές ατομικότητες: κάθε αντικείμενο έχει, κατά τα λεγόμενά τους, μια απόλυτα ατομική πνευματική ουσία, αποτελεί μια ιδιόμορφη «προσωπικότητα». Ξεκινώντας απ’ αυτές τις θέσεις, οι περσοναλιστές αρνούνται την αλληλουχία, την αλληλεξάρτηση των φαινομένων και υποκαθιστούν τους νόμους της φύσης με το θεϊκό προκαθορισμό. Ο περσοναλισμός απολυτοποιεί το ατομικό και έτσι αντιτάσσεται στην επιστημονική γνώση του κόσμου, εξαίροντας τη μυστικιστική αποκάλυψη, τη θρησκευτική έκσταση κτλ.

Το σύστημα του περσοναλισμού έχει για σκοπό του την «κοσμική» θεμελίωση του αστικού ατομικισμού: όλα στο σύμπαν, όπως ισχυρίζονται οι περσοναλιστές, έχουν ατομικιστικό χαρακτήρα, πηγάζουν από την «προσωπική» «εξατομικεύουσα» αρχή. Από την άποψη του αστικού ατομικισμού, που επιδιώκει προσωπικούς ιδιοτελείς σκοπούς και δε διστάζει να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μέσο, οι περσοναλιστές προσπαθούν να θεμελιώσουν την αντιδραστική ιδεολογία του κοσμοπολιτισμού, χαρακτηρίζοντας την εθνότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους σαν κάτι το «επουσιώδικο».

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός σε διάκριση από τον αντικειμενικό ιδεαλισμό υποστηρίζει ότι η πνευματική πρώτη αρχή, που συμπίπτει με τη συνείδηση του υποκειμένου, με την ατομική συνείδηση, δηλ. με το ανθρώπινο Εγώ, γεννάει τάχα και καθορίζει καθετί το υπάρχον. Ένας από τους ιδρυτές του υποκειμενικού ιδεαλισμού, ο άγγλος επίσκοπος Μπέρκλι, προσπαθούσε στον καιρό του ν’ αποδείξει ότι τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας ( και δεν έχουμε, λέει, λόγους να μιλάμε για ύπαρξηπραγμάτων που δεν είναι αντιληπτά από κανέναν) υπάρχουν μόνο στις αισθησιακές μας αντιλήψεις. Υπάρχω σημαίνει είμαι αντιληπτός, έλεγε ο Μπέρκλι. Όλες τις ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα- χρώμα, οσμή, ήχος, βάρος, σκληρότητα, κατάσταση θερμοκρασίας κτλ- ο Μπέρκλι τις θεωρούσε υποκειμενικές, δηλ. ιδιότητες που γεννιούνται από την ίδια την πράξη της αντίληψης.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε πόσο παράλογα συμπεράσματα οδηγεί ο υποκειμενικός ιδεαλισμός. Αν όλα τα φαινόμενα υπάρχουν μόνο χάρη στο υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται, αν αποτελούν μόνο συνδυασμούς αισθημάτων, παραστάσεων, ιδεών αυτού του υποκειμένου, τότε το ανθρώπινο Εγώ αποδείχνεται η μοναδική πραγματικότητα, και μάλιστα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι άλλοι άνθρωποι υπάρχουν μόνο στην αντίληψη του δοσμένου υποκειμένου. Το συμπέρασμα αυτό, που απορρέει αναπόφευκτα από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, λέγεται σολιψισμός. Το γεγονός ότι πολλοί υποκειμενικοί ιδεαλιστές προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από την κατηγορία για τα άκρα και τα παράλογα αυτά τα συμπεράσματα δείχνει παραστατικά το εντελώς ασύστατο του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο υποκειμενικός ιδεαλισμός, η πιο αντιδραστική μορφή του ιδεαλισμού, που απορρίπτει κατηγορηματικά την αντικειμενικότητα των νόμων της φύσης και της κοινωνίας, είναι η πιο διαδεδομένη φιλοσοφική άποψη της αστικής τάξης. Στις σύγχρονες συνθήκες ο υποκειμενικός ιδεαλισμός παρουσιάζεται συνήθως σαν εμπειρισμός, δηλ. σαν άποψη βασισμένη στην εμπειρία: οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές παραπέμπουν στις μαρτυρίες των αισθητηρίων οργάνων, διακηρύχνουν την εμπιστοσύνη τους στια αισθήσεις, επικαλούνται την «εμπειρία» , που την εννοούν σαν βιώματα του υποκειμένου. Στην πραγματικότητα όμως οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές είναι οι πιο άσπονδοι εχθροί της εμπειρικής γνώσης, αρνούνται το αντικειμενικό περιεχόμενο, την αντικειμενική σημασία της εμπειρίας.

Στο μεγαλοφυές του έργο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» ο Λένιν ξεσκέπασε μια από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού- το μαχισμό ή εμπειριοκριτικισμό. Ένας από τους κυριότερους εκπρόσωπους αυτής της κατεύθυνσης, ο Μαχ, ισχυριζόταν ότι τα σώματα της φύσης αποτελούν «συμπλέγματα στοιχείων». Στοιχεία ο Μαχ ονόμαζε κάθετι το αισθησιακά αντιληπτό, λόγου χάρη το θερμό, το κόκκινο, το μαλακό, το σκληρό, κτλ. Επίσης ο Μαχ ισχυριζόταν ότι όλες αυτές οι αισθησιακά αντιληπτές ιδιότητες μόνο από μια άποψη είναι φυσικά στοιχεία: από μια άλλη άποψη δεν είναι τίποτε άλλο από αισθήματα. Έτσι το «σύμπλεγμα στοιχείων» αναγόταν σε «συμπλέγματα αισθημάτων», το φυσικό θεωρούνταν μια από τις εκδηλώσεις του ψυχικού: τα αισθήματα και οι παραστάσεις ανακηρύχνονταν η μοναδική πραγματικότητα, που επιπλέον απεκαλείτο εμπειρικά δοσμένη. Ένας άλλος εκπρόσωπος της ίδιας μπερκλικής κατεύθυνσης, ο Αβενάριος, ισχυριζόταν ότι η ύπαρξη του αντικειμένου έχει σαν προϋπόθεσή της την ύπαρξη του υποκειμένου: και το αντικείμενο και το υποκείμενο βρίσκονται, λέει, σε σχέση μιας «κατ’ αρχήν συναρμογής», δηλ. μιλώντας απλά, είναι αναπόσπαστα το ένα από το άλλο. Ο Β.Ι. Λένιν, ξεσκεπάζοντας αυτή την παράλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που κρύβεται πίσω από τη μάσκα της επιστημονικότητας, τονίζει πως το να θεωρούνται τα φαινόμενα παράγωγα της αισθησιακής αντίληψης είναι παπαδοσύνη, απαράλλακτα όπως και κάθε άλλη θέση του αντικειμενικού ιδεαλισμού, γιατί το κύριο και στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι ο ισχυρισμός ότι η φύση είναι το δευτερεύον, το παράγωγο.

Η κριτική του μαχισμού από τον Λένιν έχει τεράστια σημασία για το ξεσκέπασμα της σύγχρονης υποκειμενικο-ιδεαλιστικής φιλοσοφίας της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας. Η κριτική αυτή στρέφεται κατ΄ ευθείαν εναντίον απόψεων σαν και κείνες, λόγου χάρη, που αναπτύσσει ο γνωστός Άγγλος φιλόσοφος Μπ. Ράσσελ, που θεωρεί αφετηρία της γνώσης όχι τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά την ίδια τη συνείδηση. «Τα δεδομένα μας- λέει- είναι προπαντός γεγονότα της αισθησιακής γνώσης, δηλ. δικά μας αισθησιακά δεδομένα και νόμοι της λογικής». Δεν είναι δύσκολο να δούμε εδώ ότι ο Ράσσελ επαναλαβαίνει τα επιχειρήματα των μαχιστών, που από καιρό τα έχει ξεσκεπάσει ο Λένιν.

Ο διαλεκτικός υλισμός, ξεσκεπάζοντας ολοκληρωτικά και τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, δείχνει ότι και η μια και η άλλη παραλλαγή της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας στην ουσία είναι ένα και το ίδιο πράγμα, συμπίπτουν στο βασικό, στο κύριο, στο αποφασιστικό- στην υπεράσπιση της παπαδοσύνης.

Στις σύγχρονες συνθήκες οι ιδεαλιστές- φιλόσοφοι προσπαθούν συνήθως να σκεπάσουν τον ιδεαλισμό τους. Για το σκοπό αυτό φλυαρούν ότι «πάλιωσε» η αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό και η πάλη ανάμεσά τους. Πολλοί σύγχρονοι αστοί φιλόσοφοι διατείνονται ότι ξεπέρασαν τάχα τη «μονομέρεια» του υλισμού και του ιδεαλισμού και δημιούργησαν μια φιλοσοφία, που δεν είναι ούτε υλιστική ούτε ιδεαλιστική. Στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό ούτε να συμφιλιώσει κανείς τον υλισμό με τον ιδεαλισμό, που είναι αλληλοαποκλειόμενες φιλοσοφικές διδασκαλίες, εχθρικά φιλοσοφικά κόμματα, ούτε να υψωθεί «υπεράνω» της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού. Οι αξιώσεις αυτού του είδους μοιάζουν πάρα πολύ με τις άλλες υποκριτικές δηλώσεις αυτών των φιλόσοφων, που διακηρύχνουν ότι οι διδασκαλίες τους υψώνονται πάνω από την αλήθεια και την πλάνη.

Ξεσκεπάζοντας την ηλίθια αξίωση των αστών φιλοσόφων να υψωθούν από τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, τις προσπάθειές τους να παρουσιάσουν σαν παλιωμένη την πάλη ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ο Β. Ι. Λένιν έδειξε ότι στα δυο χιλιάδες χρόνια εξέλιξης της φιλοσοφίας δεν πάλιωσε και ούτε μπορεί να παλιώσει η πάλη ανάμεσα στον υλισμό και στον ιδεαλισμό, δεν πάλιωσε και ούτε μπορούσε να παλιώσει η πάλη ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη, η πάλη των οπαδών της υπεραισθησιακής γνώσης εναντίον των αντιπάλων της.

Στο χωρισμό των φιλοσοφικών ρευμάτων σε υλιστικά και ιδεαλιστικά ρεύματα εκφράζεται ξεκάθαρα η κομματικότητα της φιλοσοφίας, η αδιάρηκτη σύνδεσή της με ορισμένες- προοδευτικές ή αντιδραστικές- κοινωνικές τάξεις και ομάδες.

Η πάλη των βασικών φιλοσοφικών κατευθύνσεων- του υλισμού και του ιδεαλισμού- από τον καιρό της γένεσής τους ως τις μέρες μας είναι πάλη φιλοσοφικών κομμάτων, που εκπροσωπούν τα συμφέροντα εχθρικών μεταξύ τους τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Η μια ή η άλλη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας, του ζητήματος της σχέσης της συνείδησης προς το είναι, εκφράζει σε τελευταία ανάλυση τη στάση της μιας ή της άλλης τάξης απέναντι στη γύρω πραγματικότητα.

Έτσι, λόγου χάρη, η πάλη της υλιστικής «γραμμής του Δημόκριτου» κατά της ιδεαλιστικής «γραμμής του Πλάτωνα» στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία ήταν η αντανάκλαση της πάλης ανάμεσα στην προοδευτική δουλοχτητική δημοκρατία και την αντιδραστική αριστοκρατία. Η πάλη του Μπελίνσκι, του Χέρτσεν, του Τσερνισέφσκι, του Πισάρεφ κατά του ιδεαλισμού του Γιούρκεβιτς και των σλαβόφιλων ήταν η αντανάκλαση της διαμαρτυρίας της ρωσικής αγροτιάς κατά της κυριαρχίας των τσιφλικάδων.

Συνεπώς, όσο υπάρχουν στην κοινωνία αντίθετες τάξεις, η πάλη του υλισμού κατά του ιδεαλισμού αποτελεί νομοτέλεια της εξέλιξης της φιλοσοφίας.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας ο υλισμός είναι, κατά κανόνα, η κοσμοθεωρία των προοδευτικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων, ενώ ο ιδεαλισμός εκφράζει τα συμφέροντα των αντιδραστικών τάξεων και ομάδων καθώς και την κάθε λογής συνδιαλλαγή με την αντίδραση.

Ο υλισμός είναι το θεωρητικό βάθρο και η ιδεολογική κινητήρια δύναμη της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης. Αντίθετα, ο ιδεαλισμός αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη της επιστήμης, τραβάει την επιστήμη προς τα πίσω, τρέφεται παρασιτικά από τις δυσκολίες ανάπτυξη της φυσικοεπιστημονικής σκέψης. Η φυσιογνωσία δεν μπορεί να υπάρξει, να νοηθεί έξω από τον υλισμό, χωρίς σύνδεση με την υλιστική φιλοσοφία. Η υλιστική φιλοσοφία βάζει μπροστά στην επιστήμη ζητήματα που απαιτούν λύση, χαράζει σε γενικές γραμμές αυτές τις λύσεις, δείχνει τους τρόπους και τις μέθοδες της επιστημονικής έρευνας. Είναι γνωστό ότι οι θεμελιακές θέσεις της φυσιογνωσίας- όπως είναι η ιδέα της αφθαρσίας της ύλης και της κίνησης, η ιδέα της εξέλιξης, το ζήτημα της σχέσης του ψυχικού με το φυσικό, η θέση της ατομικής δομής της ύλης- προβλήθηκαν προπαντός από τους υλιστές φιλοσόφους και ότι όλη η άμεση δημιουργική δράση των ίδιων των φυσιοδιφών στηρίζεται στις ιδέες του υλισμού.

Η υλιστική ιδέα της σύνδεσης της ύλης με την κίνηση οδήγησε το μεγάλο επιστήμονα Μ.Β. Λομονόσοφ στην επιστημονική αντίληψη ότι η θερμότητα δεν είναι κάποιο άυλο άβαρο «ρευστό», αλλά κίνηση μορίων. Η ιδέα αυτή αποδείχτηκε από την επιστήμη και στάθηκε μια από τις λαμπρότερες κατακτήσεις της.

Η υλιστική θέση ότι η αλληλεπίδραση των σωμάτων, που βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο, είναι αδύνατη χωρίς έναν υλικό φορέα αυτής της αλληλεπίδρασης, οδήγησε στη γένεση της προοδευτικής για την εποχή υπόθεσης για τον «κοσμικό αιθέρα», που γεμίζει όλο τον χώρο. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής της υπόθεσης είναι η σύγχρονη θεωρία για το «φυσικό πεδίο» σαν ιδιαίτερη ειδική μορφή της ύλης. Χωρίς τη θεωρία του υλικού πεδίου δεν μπορεί να νοηθεί η σύγχρονη φυσική, που η θεωρία αυτή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της.

Η υλιστική αντίληψη για την πραγματικότητα των ατόμων οδήγησε τον Α. Μ. Μπουτλερόφ στη δημιουργία της θεωρίας της χημικής δομής, που υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα ορόσημα στην εξέλιξη της επιστήμης.

Οι υλιστικές αντιλήψεις για τη σύνδεση του ζωντανού οργανισμού με το υλικό περιβάλλον του βοήθησαν ν’ ανακαλυφθεί η πηγή της εξέλιξης του ζωικού κόσμου και προώθησαν πολύ τη βιολογία.

Από τα γεγονότα αυτά βλέπουμε ότι υπάρχει εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στην εξέλιξη της επιστήμης και την εξέλιξη του υλισμού.

Οι αστοί φιλόσοφοι επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μειώσουν το ρόλο του υλισμού στην ιστορία της γνώσης. Μα οι προσπάθειές τους αυτές είναι μάταιες: η ιστορία της φιλοσοφίας είναι ιστορία της γένεσης και της εξέλιξης της επιστημονικής υλιστικής κοσμοθεωρίας και των νόμων της στην πάλη κατά του εχθρικού προς την επιστήμη ιδεαλισμού. Στις προσπάθειές τους να δυσφημίσουν τον υλισμό, οι αστοί φιλόσοφοι αποδίδουν στους υλιστές το κήρυγμα του εγωισμού, της κοιλιοδουλείας και τις άλλες ανήθικες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες. Η συκοφάντηση αυτή της υλιστικής φιλοσοφίας αποκαλύπτει την ιδεολογική φτώχια της σύγχρονης αστικής τάξης, που δε διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να ανασκευάσει τον υλισμό.

Η μεγάλη υπηρεσία του υλισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ότι θεμελίωσε τον αθεϊσμό, που πηγάζει άμεσα από την υλιστική λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας. Η θρησκεία, που στη διάρκεια χιλιετιών της ανθρώπινης ιστορίας καθαγίαζε την υποδούλωση του ανθρώπου από άνθρωπο και εξυμνούσε την αμάθεια σαν «μακαριότητα», βρίσκει στο πρόσωπο της υλιστικής φιλοσοφίας έναν αδιάλλακτο αντίπαλο. Με το ξεσκέπασμα των θρησκευτικών προλήψεων ο υλισμός εμπνέει στον άνθρωπο πίστη στις δυνάμεις του, στη δυνατότητα να κατακτήσει την ευτυχία εδώ, στη γη, κι όχι σε κάποιο φανταστικό μεταθανάτιο κόσμο.

Αντίθετα, ο ιδεαλισμός δέχεται την ύπαρξη υπερφυσικών άυλων, μυστικών δυνάμεων. Όπως κι αν ονομάζουν οι ιδεαλιστές την υπερυλική αυτή δύναμη, σ΄όλες τις περιπτώσεις οι ονομασίες αυτές είναι απλώς συνώνυμα του θεού. Γι’ αυτό ο ιδεαλισμός αποτελεί μια εκλεπτυσμένη, εξωραϊσμένη παπαδοσύνη, που εκθέτει με επιστημονικοφάνεια τα θρησκευτικά δόγματα. «Όλοι οι ιδεαλιστές, τόσο της φιλοσοφίας, όσο και της θρησκείας, τόσο οι παλιοί, όσο και οι καινούργιοι- τονίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς- πιστεύουν στη θεία έμπνευση, στην αποκάλυψη, στους σωτήρες, στους θαυματουργούς, και μόνο από τη βαθμίδα της μόρφωσής τους εξαρτιέται το αν η πίστη αυτή παίρνει χοντροκομμένη, θρησκευτική μορφή ή διαφωτιστική, φιλοσοφική μορφή..»( Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα τομ. 4ος, 1937, σελ. 532).

Ο ιδεαλισμός έτσι είτ’ αλλιώς ανάγεται πάντα στην υπεράσπιση ή στην υποστήριξη της θρησκείας και από τη φύση του είναι βαθιά εχθρικός προς την επιστήμη.

Εξαιρετικά εχθρικός προς την επιστήμη είναι ο σύγχρονος ιδεαλισμός, που αποτελεί την κοσμοθεωρία της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας, της τάξης που έχει κηρύξει εκστρατεία κατά της επιστημονικής γνώσης και της αλήθειας γενικά, Ένας από τους εκπρόσωπους της αντιδραστικής αμερικανικής φιλοσοφίας του «περσοναλισμού», ο Χόκκινγκ, εκφράζει τη λύπη του, γιατί η εκκλησία προσπαθούσε ως τώρα να καταπραΰνει την επιστήμη και υποχωρούσε στην πίεσή της, αναζητώντας άσυλο σε ανεξερεύνητες ακόμα περιοχές. Ο Χόκκινγκ καταδικάζει αυτή την «τακτική άμυνας» και απαιτεί «επίθεση κατά της επιστήμης. Ένας άλλος αντιδραστικός φιλόσοφος, ο Φλιούελινγκ, δηλώνει κατηγορηματικά: «Το καλύτερο που έχει να κάνει η φιλοσοφία, είναι να δείξει λογικότητα με την παραδοχή του θεού». Έτσι, αναβιώνοντας το μεσαιωνικό σκοταδισμό, η σύγχρονη ιδεαλιστική φιλοσοφία δείχνει παραστατικά την έχθρα της προς την επιστήμη.

Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός είναι πραγματικά επιστημονική κοσμοθεωρία.

Ο δημιουργικός χαρακτήρας του διαλεκτικού υλισμού

Ο διαλεκτικός υλισμός σαν κοσμοθεωρία, βασισμένη στα δεδομένα της επιστήμης και της πράξης, ξεκινάει από την άποψη ότι το προτσές της γνώσης ποτέ δεν εξαντλεί ως το τέλος το αντικείμενο, ότι η γνώση δεν έχει όρια και γι’ αυτό η αξίωση των προμαρξιστικών φιλοσόφων, ότι δημιουργούν ένα σύστημα γνώσης μια για πάντα δοσμένο, έτοιμο, ολοκληρωμένο, απόλυτο, είναι τελείως ανυπόστατη.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνιζαν συνεχώς ότι η διδασκαλία τους δεν είναι ένα δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση. Αντιπαράθεταν τη διδασκαλία τους σ΄όλα τα προηγούμενα φιλοσοφικά συστήματα που είχαν δογματικό χαρακτήρα.

Οι δημιουργοί των φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος- οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των εκμεταλλευτριών τάξεων- παρουσίαζαν τις διδασκαλίες τους σαν γνώση απόλυτα τελειωμένη, αμετάβλητη. Αντίθετα, το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας, που την ξεχωρίζει ριζικά από όλες τις προηγούμενες διδασκαλίες, είναι ο δημιουργικός, αντιδογματικός της χαρακτήρας, που έχει την πηγή του στην αδιάρηκτη σύνδεσή της, με την πράξη, με τη ζωή, με τον αγώνα της εργατικής τάξης για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Η ενότητα θεωρίας και επαναστατικής πράξης ενυπάρχει στο μαρξισμό. Η φιλοσοφία του μαρξισμού θεωρεί την κοινωνική πρακτική δράση και βάση της γνώσης και μέσο επαλήθευσης της γνώσης. Σ’ αυτό εκδηλώνεταιπαραστατικά ο δημιουργικός, δραστικός, αντιδογματικός χαρακτήρας της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Τονίζοντας αυτό το βασικό γνώρισμα όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού, που τον ξεχωρίζει κατ’ αρχήν από τον οπορτουνισμό, τον οποίο χαρακτηρίζει διάσταση θεωρίας και πράξης, ο Β.Ι. Λένιν έγραφε: «Δεν μπορεί να υπάρχει δογματισμός εκεί που υπέρτατο και μοναδικό κριτήριο της θεωρίας τίθεται η συμφωνία της με την πραγματική πορεία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης…»(Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τόμος 1ος , σελ. 280).

Η συνεχής εξέλιξη είναι γνώρισμα της βαθύτατης ζωτικότητας του διαλεκτικού υλισμού. Χάρη σε αυτό το γνώρισμα ο διαλεκτικός υλισμός μπορεί να γενικεύει θεωρητικά όχι μόνο τα δεδομένα του παρελθόντος, αλλά και το παρόν, καθως επίσης και να προβλέπει επιστημονικά το μέλλον. Τη σπουδαιότατη αυτή ιδιότητα δεν την είχε κανένα φιλοσοφικό σύστημα πριν από το Μαρξ: τις περισσότερες προμαρξιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες τις χαρακτήριζε μια δουλόπρεπη προσήλωση στο παρελθόν, η οποία αντανακλούσε τα συμφέροντα των εκμεταλλευτριών τάξεων. Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός δίνει τη δυνατότητα να γενικεύουμε τα γεγονότα που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας, να προβλέπουμε την παραπέρα πορεία τους και να οργανώνουμε αντίστοιχα την πρακτική δουλειά.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυσσαν στις συνθήκες του προμονοπωλιακού καπιταλισμού τη φιλοσοφία που δημιούργησαν οι ίδιοι, γενικεύοντας θεωρητικά την ιστορική πείρα και τις ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας του 19ου αιώνα. Οι νέες ιστορικές συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, τα νέα δεδομένα της επιστήμης έβαλαν το πρόβλημα της παραπέρα ανάπτυξης του μαρξισμού, μαζί και το πρόβλημα της παραπέρα ανάπτυξης του λενινισμού. Το πρόβλημα αυτό το έλυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν και οι πιο στενοί συναγωνιστές και μαθητές του.

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι ζωντανή, δημιουργική, αναπτυσσόμενη διδασκαλία. Θα ήταν σχολαστικισμός και ταλμουδισμός να θεωρούνται ο διαλεκτικός υλισμός, τα επιμέρους συμπεράσματα και οι διατυπώσεις του διαλεκτικού υλισμού, συλλογή δογμάτων που δεν αλλάζουν ποτέ, παρά την αλλαγή των συνθηκών εξέλιξης της κοινωνίας. Η κατάκτηση του διαλεκτικού υλισμού δεν έχει τίποτε το κοινό με την απλή εκμάθηση των συμπερασμάτων και των διατυπώσεών του. Κατέχω τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο και τον μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό σημαίνει μαθαίνω να εφαρμόζω και την πρώτη και τον δεύτερο για τη λύση των προβλημάτων της επιστήμης και της πρακτικής δράσης, για την επίτευξη νέων πορισμάτων της επιστήμης και τον καθορισμό των τρόπων επίλυσης των πρακτικών καθηκόντων.

Από το βιβλίο "Διαλεκτικός Υλισμός" της Ακαδημίας Επιστημών ΕΣΣΔ (1954)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...