Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Ι. Ντ. Αντρέγιεφ: Για τη γνωσιμότητα του κόσμου

Αναδημοσίευση από parapoda

Στις μέρες μας, επανέρχονται, ακόμα και στις τάξεις της αριστεράς, απόψεις περί ύπαρξης χάους στις κοινωνικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις. Από την αναγνώριση ότι η κατάσταση είναι σύνθετη κάποιοι καταλήγουν στο ότι είναι αδύνατη η ανάγνωσή της, η γνώση της πραγματικότητας. Όσον αφορά το εσωτερικό, μία τέτοια άποψη οδηγεί όσους την υιοθετούν, στην παράλυση, τη μοιρολατρία, την αποδοχή της πραγματικότητας, όπως και όποια κι αν είναι αυτή. Πράγμα καθόλου αθώο, αφού στέλνει αγωνιστές σπίτια τους, οι οποίοι καλούνται, στην καλύτερη, να “συμβάλλουν” στην ανάγνωση τμήματος της πραγματικότητας (ούτε καν στην αλλαγή της). Όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις, η άποψη ότι σε αυτές υπάρχει χάος, οδηγεί σε μια στατική μελέτη της διεθνούς σκηνής, σε παρουσίαση μιας εικόνας του κόσμου που από καιρό δεν υπάρχει πια, και στην καλύτερη προτείνουν συμμαχίες με τον αντίθετο – τάχα μοναδικό υπαρκτό – πόλο από αυτόν που καταδυναστεύει τη χώρα μας. Πράγμα εξίσου καθόλου αθώο.

Ανέκαθεν οι μαρξιστές – λενινιστές πάλευαν με τέτοιες απόψεις, οι οποίες δεν ανάγονται μόνο στην πνευματική οκνηρία και δειλία όσων τις προπαγανδίζουν, αλλά και στις ιδεαλιστικές – θρησκευτικές αντιλήψεις των τελευταίων, οι οποίοι πορεύονται στο δρόμο της διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης και όχι της αριστεράς και της επαναστατικής αλλαγής της πραγματικότητας.

***

Ι. Ντ. Αντρέγιεφ: Για τη γνωσιμότητα του κόσμου

Διδάκτορα φιλοσοφικών επιστημών

Η ριζική αντίθεση της υλιστικής και της ιδεαλιστικής κοσμοαντίληψης, ως γνωστόν, συνίσταται στο ότι οι δυο τους δίνουν διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας – για τη σχέση της νόησης με το είναι, της συνειδήσης με την ύλη. Οι ιδεαλιστές, παρά τα γεγονότα, ισχυρίζονται ότι η συνείδηση είναι το πρωτεύον, και η ύλη, η φύση, είναι κάτι που προέρχεται από τη συνείδηση. Οι υλιστές, από την άλλη, σε πλήρη συμφωνία με όλα τα δεδομένα της επιστήμης και της πρακτικής, αποδεικνύουν ότι πρωταρχική είναι η ύλη και ότι η συνείδηση προκύπτει από αυτή, και μάλιστα μόνο σε ένα συγκεκριμένο, και δη αρκετά υψηλό επίπεδο ανάπτυξής της.

Όμως το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας έχει και μια δεύτερη πλευρά: είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ό,τι μας περιβάλλει στον κόσμο; Μπορούμε στις αναπαραστάσεις μας, στις κατανοήσεις μας για τα αντικείμενα, για τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας ορθά να απεικονίζουμε την πραγματικότητα;

Οι ιδεαλιστές ποτέ δεν έδιναν μια επιστημονικά θεμελιωμένη απάντηση σε αυτά τα προβλήματα. Κατά κανόνα εξέφραζαν και εκφράζουν την ιδεολογία αντιδραστικών, θνησκουσών τάξεων, οι οποίες δεν ενδιαφέρονται για την αντικειμενική μελέτη της αληθινής πραγματικότητας με στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της. Για αυτό οι ιδεαλιστές κάθε είδους, με τη μια ή την άλλη μορφή, ανοιχτά ή καλυμμένα, απορρίπτουν τη δυνατότητα ο άνθρωπος να γνωρίζει αξιόπιστα τον κόσμο που τον περιβάλλει. Και δεν είναι τυχαίο ότι η σύγχρονη ιδεαλιστική φιλοσοφία, η οποία υπηρετεί το κοινωνικό καθεστώς της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, επιδιώκει να χρησιμοποιεί κάθε τρόπο για να περιορίζει τη γνώση του κόσμου από τον άνθρωπο.

Στην απάντηση των ιδεαλιστών για το ζήτημα της γνωσιμότητας του κόσμου, όπως και σε άλλα φιλοσοφικά ζητήματα, ξεκάθαρα αποκαλύπτεται μία στενή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο φιλοσοφικό ιδεαλισμό και τη θρησκεία. Ο ιδεαλισμός είναι πιστός σύμμαχος και βοηθός της θρησκείας. Οδηγεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην ιδέα της ύπαρξης θεού. Και αν οι κήρυκες της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης αναπόδεικτα ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει το δημιουργημένο και ελεγχόμενο από το θεό κόσμο γιατί “οι δρόμοι του θεού είναι μη εξερευνήσιμοι”, οι ιδεαλιστές προσπαθούν θεωρητικά να “τεκμηριώσουν” τέτοιους ισχυρισμούς και, επομένως, υποστηρίζουν τη θρησκεία, την υπερασπίζονται.

Τη μόνη σωστή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνει ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός, ο οποίος διδάσκει ότι ο κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν είναι πλήρως γνώσιμοι, ότι η γνώση μας για τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας, οι οποίοι έχουν αποδειχτεί από την εμπειρία, από την πρακτική, είναι αξιόπιστη γνώση και ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν γνωστά, αλλά υπάρχουν μόνο πράγματα που δεν είναι μέχρι στιγμής γνωστά, τα οποία θα ανακαλυφθούν και θα γίνουν γνωστά από τις δυνάμεις της επιστήμης και της πρακτικής.

Ολόκληρη η ιστορία της ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης αναντίρρητα αποδεικνύει την αλήθεια αυτής της πιο βασικής θέσης του διαλεκτικού υλισμού. Κάθε νέα ανακάλυψη στις επιστήμες, κάθε φορά, πιστοποιεί ότι δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο στον κόσμο που μας περιβάλλει το οποίο οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κλασικοί του μαρξισμού – λενινισμού όχι μόνο πλήρως επιχειρηματολογούσαν υπέρ της δυνατότητας γνώσης της πραγματικότητας και των νόμων που τη διέπουν, αλλά και εξόπλιζαν την ανθρωπότητα με τη διαλεκτική μέθοδο γνώσης και μετασχηματισμού του κόσμου, την οποία ίδρυσαν και ανέπτυξαν, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Αυτοί θεωρητικά ερεύνησαν το προτσές της γνωσιμότητας, καθόρισαν την ουσία του και προσδιόρισαν τις βασικές ιδιότητες και στάδιά του. Όλα αυτά σήμαιναν μια επαναστατική ανατροπή στη θεωρία της γνώσης.

***

Το προτσές της γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας από τον άνθρωπο περιλαμβάνει δύο βασικά στάδια: το εμπειρικό, δηλαδή, στη βάση της πείρας, και το ορθολογικό, δηλαδή, το νοητικό. Στην ιστορία της φιλοσοφίας αυτά τα στάδια συχνά τα μελετούσαν μονόπλευρα, μεταφυσικά τα διαχώριζαν και, μάλιστα, τα αντιπαρέθεταν το ένα με το άλλο. Η μαρξιστική φιλοσοφία απορρίπτει μια τέτοια μονόπλευρη προσέγγιση, θεωρώντας ότι το ορθολογικό και το εμπειρικό είναι διαλεκτικά συνδεόμενα, συμπληρώνουν και αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο στο σύνθετο προτσές της γνώσης, κινούμενα στη βάση της κοινωνικοϊστορικής πρακτικής των ανθρώπων. Ο Β.Ι.Λένιν επ’ αυτού έγραφε: “από τη ζωντανή παρατήρηση προς την αφηρημένη σκέψη και από αυτή στην πράξη, αυτή είναι η διαλεκτική πορεία γνώσης της αλήθειας, η πορεία γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας”.

Η ζωνταντή παρατήρηση, δηλαδή, η αδιαμεσολάβητη αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τα υπό μελέτη αντικείμενα και φαινόμενα αποτελεί το πρώτο απαραίτητο στάδιο της γνώσης. Κάθε νοητικό προτσές αρχίζει με τις αισθήσεις και την αντίληψη, με τη διάκριση, τη σύγκριση, την αντιπαραβολή και την επεξεργασία της ύλης που μας δίνουν τα αισθητήρια όργανα. Για αυτό ακριβώς η αισθητηριακή γνώση συνιστά την άμεση ή έμμεση πηγή όλων των γνώσεών μας.

Όσον αφορά τις ίδιες τις αισθήσεις και τις αντιλήψεις, αυτές είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της – πέρα και ανεξάρτητη από εμάς – αντικειμενικής πραγματικότητας στα αισθητήρια όργανά μας. Συνεπώς, αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν προκύψει αν δεν υπήρχε εξωτερικός υλικός κόσμος. Ταυτόχρονα, οι αισθήσεις και οι αντιλήψεις, τις οποίες αποκτά ένας άνθρωπος στην πορεία της δουλειάς, της επιστημονικής ή άλλης δραστηριότητας, βασικά ορθά (κατάλληλα) αντανακλούν διάφορες ιδιότητες και ποιότητες των αντικειμένων, είναι αντικειμενικές στο περιεχόμενό τους.

Πράγματι. Όταν εμείς πραγματευόμαστε ένα αντικείμενο, με τη βοήθεια των αισθητηρίων οργάνων βασικά ορθά αντιλαμβανόμαστε τη μορφή του, το χρώμα του, τη μυρωδιά, τη γεύση, τη σκληρότητά του κοκ. Αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, τότε ο άνθρωπος θα ήταν ένα εντελώς αβοήθητο ον, γιατί απλώς δεν θα μπορούσε να προσανατολιστεί στον περιβάλλοντά του κόσμο. Βέβαια, από αυτό δεν συνάγεται ότι η αίσθηση των αντικειμενικά υπαρχουσών ποιοτήτων και ιδιοτήτων δεν εξαρτάται από το πιο αισθανόμενο υποκείμενο. Ειναι γνωστό ότι η αλλαγή, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, της κατάστασης του οργανισμού, των αισθητηρίων οργάνων και του νευρικού συστήματος επιδρά στο προτσές της αίσθησης. Όμως αυτή η επίδραση γενικά δεν είναι ουσιαστική, δεν είναι καθοριστική, δεν οδηγεί στην παραποίηση της πραγματικότητας στο νου του ανθρώπου (εκτός, φυσικά, από περιπτώσεις κάποιων νευρικών και ψυχικών ασθενειών). “Η αίσθηση – έλεγε ο Λένιν – είναι μια υποκειμενική απεικόνιση του αντικειμενικού κόσμου”. Αυτή μας δινει πιστές απεικονίσεις, αντίγραφα, αναπαραστάσεις πραγματικών αντικειμένων και φαινομένων.

Επίσης, το ότι τα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου έχουν φυσικά όρια δεν σημαίνει την ύπαρξη οποιουδήποτε ορίου στις ικανότητές του για γνώση. Αυτό που δεν είναι προσβάσιμο στην αισθητηριακή γνώση σήμερα, θα είναι προσβάσιμο αύριο, χάρη στην ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής και ιδίως της επισήμης και της τεχνικής. Όταν υπήρχαν σύνηθη μικροσκόπια, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δουν μόρια πρωτεΐνης ή έναν ιό. Η επινόηση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου μάς επέτρεψε να δούμε και το ένα και το άλλο.

Με τη βοήθεια των νέων οργάνων, οι επιστήμονες μπορούν σήμερα να παρατηρήσουν προτσές που λαμβάνουν χώρα σε ένα εκατομμυριοστό ή ακόμα λιγότερο του δευτερολέπτου, να φωτογραφίσουν απόμακρες περιοχές του σύμπαντος, οι οποίες είναι κρυμμένες από εμάς από τα ισχυρά σύννεφα της σκοτεινής διαστρικής ύλης κοκ.

Ωστόσο, το προτσές της γνώσης δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο αισθητηριακό στάδιο. Μέσω των αισθήσεων αντανακλούνται κυρίως τα μεμονωμένα πράγματα, αποσαφηνίζεται αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια των φαινομένων. Όμως ο άνθρωπος δεν αρκείται στη γνώση κάποιων εξωτερικών πλευρών, αλλά επιδιώκει να διεισδύσει στην ουσία του πραγματικού κόσμου, να μελετήσει τα βαθιά προτσές τα οποία λαμβάνουν χώρα στη φύση, την κοινωνία και στην ίδια την ανθρώπινη σκέψη, τους νόμους ανάπτυξης των φαινομένων και των αντικειμένων που αντιλαμβανόμαστε. Εδώ έρχεται σε βοήθεια ένα ανώτερο στάδιο αντανάκλασης της πραγματικότητας – η θεωρητική, επιστημονικά αφηρημένη σκέψη.

Με τη βοήθεια μόνο των αισθήσεων ο άνθρωπος δεν θα ήταν σε θέση να μετρήσει τις αποστάσεις ανάμεσα στα ουράνια σώματα, να “ζυγίσει” τους πλανήτες, τα άστρα, τον ήλιο, να προσδιορίσει τη χημική τους ουσία, τη θερμοκρασία, αδιαμεσολάβητα να δει ή να ακούσει το μαγνητικό πεδίο του ηλεκτρικού ρεύματος κοκ. Ομοίως, δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να “διαισθανθεί” το νόμο της διατήρησης της ενέργειας, το νόμο της σχέσης ανάμεσα στη μάζα και την ενέργεια, το νόμο της σταδιακής ανάπτυξης των φυτών κοκ. Μόνο η αφηρημένη σκέψη μάς επιτρέπει να γνωρίζουμε αυτό που άμεσα δεν βλέπουμε, δεν αισθανόμαστε.

Η αφηρημένη σκέψη βασίζεται σε αισθητηριακά δεδομένα. Στην κοινωνική – παραγωγική του δραστηριότητα ο άνθρωπος αποκτά καθορισμένες αισθήσεις και αντιλήψεις, βαθμιαία εντοπίζει τις διακριτές ιδιότητες και ποιότητες του ενός ή του άλλου αντικειμένου, διακρίνει το κύριο από το μη κύριο, το βασικό από το δευτερεύον, αποκαλύπτει τις δια νόμου συνδέσεις ανάμεσα στα διάφορα αντικείμενα, φαινόμενα κοκ. Κατά το προτσές της δημιουργίας επιστημονικών εννοιών, λαμβάνει χώρα μία διανοητική απόσπαση από τις αισθητηριακά αντιληπτές ιδιότητες συγκεκριμένων αντικειμένων, από τις πολλές συγκεκριμένες λεπτομέρειες που υπάρχουν σε συγκεκριμένα πράγματα, και ταυτόχρονα λαμβάνει χώρα μια γενίκευση της εμπειρίας, των γεγονότων, μια διάκριση της κύριας, της καθοριστικής ουσίας αυτών των πραγμάτων. Όλα αυτά είναι το βασικό περιεχόμενο της σκέψης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι η αφηρημένη κατανόηση (συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής αφαίρεσης), όπως και οι κρίσεις και τα συμπεράσματα, που πολύ περισσότερο και βαθύτερα αντανακλούν τον εξωτερικό κόσμο από όσο οι αισθήσεις και οι αντιλήψεις.

Χάρη στην επιστημονική – αφηρημένη σκέψη ο άνθρωπος πνευματικά ξεπερνά τα όρια αυτού που ο ίδιος μπορεί αδιαμεσολάβητα να αντιληφθεί με τα αισθητήρια όργανά του, προβλέπει την κατεύθυνση της ανάπτυξης του ενός ή του άλλου προτσές, προδικάζει την ύπαρξη στοιχείων που δεν δίνονται ακόμα από τη ζωντανή ενατένιση, αλλά τα οποία υπάρχουν στην πραγματικότητα των πραγμάτων και των φαινομένων. Έτσι, για παράδειγμα, η ηλεκτρομαγνητική φύση του φωτός πρώτα προβλέφθηκε θεωρητικά και μόνο αργότερα τεκμηριώθηκε με πείραμα, μέσω του εμπειρικού δρόμου. Το γεγονός ότι στο ηλιακό σύστημα υπάρχουν οι πλανήτες Πλούτωνας και Ποσειδώνας, οι επιστήμονες το γνώριζαν ήδη προτού καν καταφέρουν να τους δουν με το τηλεσκόπιο.

Προκύπτει το ερώτημα: αν οι έννοιές (concept) μας είναι μια αντανάκλαση των πιο σημαντικών ιδιοτήτων και πλευρών του κόσμου, των συνδέσεων και των νόμων τους, που δεν είναι άμεσα αντιληπτοί από τα αισθητήρια όργανα, τότε ποια είναι η βάση του να ισχυριζόμαστε ότι αυτή η αντανάκλαση είναι ορθή – ακριβής, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Μια εξαντλητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρώτα έδωσε η μαρξιστική φιλοσοφία.

Η εμφάνιση των αισθήσεων και των αντιλήψεων, όπως και ο σχηματισμός της νόησης, είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με την πρακτική, την εμπειρία. Η ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής μάς δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τον κόσμο βαθύτερα, ή καλύτερα, πληρέστερα. Για αυτό και ο διαλεκτικός υλισμός βασίζεται στο ότι η πρακτική είναι η βάση του όλου προτσές της νόησης. Όμως τι είναι αυτή η πρακτική; Αυτή είναι πριν από όλα η παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις ιδιότητες των πραγμάτων και τις δυνάμεις της φύσης για τους σκοπούς και τα ενδιαφέροντά του, για να δημιουργήσει ζωτικά απαραίτητα υλικά αγαθά.

Αυτή είναι η επιστημονικό-πειραματική, κοινωνικο-επαναστατική, κοινωνική καθημερινή, πνευματική και εκπαιδευτική δραστηριότητα των ανθρώπων. Για αυτό, πρακτική μπορεί να είναι φυσικοεπιστημονικό πείραμα, αστρονομική ή οποιαδήποτε άλλη παρατήρηση, επιστημονική και τεχνική ανακάλυψη, ταξικός αγώνας, επανάσταση, πόλεμος, δημιουργία νέου συστήματος κοκ. Αυτό διότι ο άνθρωπος, στην πολυσχιδή δραστηριότητά του, έρχεται αντιμέτωπος με τα πλέον διαφορετικά φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας και τα μελετά, ώστε να γίνει κύριός τους, και επιτρέπει στην κοινωνικοϊστορική πρακτική να είναι η βάση όλων των φυσικών και κοινωνικών επιστημών.

Ο διαλεκτικός υλισμός, περαιτέρω, διδάσκει ότι η πρακτική δεν είναι μόνο η βάση της νόησης, αλλά και αποφασιστικό κριτήριο, ένα μέτρο για τον καθορισμό της αλήθειας, της αξιοπιστίας των γνώσεών μας. Αν η τάδε ή η δείνα επιστημονική θέση, συμπέρασμα, υπόθεση, θεωρία επαληθεύεται στην πράξη, στη ζωή, σημαίνει πως είναι αληθινή. Αν όχι, σημαίνει πως αυτή η θεωρία χρειάζεται αποσαφήνιση, επεξεργασία ή και αντικατάσταση από άλλη θεωρία ως εσφαλμένη.

Στη φυσική, επί πολύ καιρό κυριαρχούσε η άποψη, σύμφωνα με την οποία η ύλη αποτελείται από απαράλλαχτα, μη διακριτά, αδιαπέραστα άτομα. Η ανακάλυψη, στα τέλη του περασμένου αιώνα, του φαινομένου της ραδιενέργειας απέδειξε ότι αυτή η άποψη ήταν εσφαλμένη, επειδή τα άτομα των ραδιενεργών στοιχείων παρακμάζουν και μετατρέπονται σε άτομα άλλων στοιχείων. Βασιζόμενοι σε αυτό και σε πλήθος άλλων γεγονότων, οι επιστήμονες δημιούργησαν μια νέα θεωρία, της ατομικής δομής της ύλης, σύμφωνα με την οποία, τα άτομα είναι σύνθετοι σχηματισμοί, αποτελούμενοι από διάφορα “στοιχειώδη” μέρη και τα οποία αντιμετωπίζουν μια πληθώρα αλλαγών και μετασχηματισμών.

Άλλο παράδειγμα. Οι φυσικοί έκαναν διάφορες υποθέσεις για πιθανές πυρηνικές αντιδράσεις με το ουράνιο και άλλα χημικά στοιχεία και για τη χρήση αυτών των αντιδράσεων. Το ζήτημα για το αν αυτές οι υποθέσεις ήταν ορθές ή όχι, λύθηκε στην πράξη. Η δημιουργία ατομικών αντιδραστήρων, όπου πραγματοποιούνται ακριβώς αυτά τα προτσές, τα οποία και είχαν προβλεφθεί θεωρητικά, επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα των επιστημόνων.

Παρόμοια είναι η κατάσταση σε όλα τα πεδία της επιστημονικής γνώσης. Η αληθινή επιστήμη για την επαλήθευση της ορθότητας των θεωριών της απαράλλαχτα προσφεύγει στην πρακτική, την εμπειρία, τη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής.

Η εισαγωγή από τους κλασικούς του μαρξισμού – λενινισμού του κριτηρίου της πρακτικής στη βάση της θεωρίας της γνώσης κατάφερε θανάσιμο πλήγμα στον αγνωστικισμό, και περισσότερο στην ανοιχτά διακηρυγμένη ιδεαλιστική θέση για την αρχή της μη γνωσιμότητας του κόσμου.

Όλοι οι αγνωστικιστές επίμονα ισχυρίζονται ότι η γνώση μας τάχα δεν ξεπερνά και δεν μπορεί να βγει από τα όρια των αισθήσεών μας, ότι, βιώνοντας την αίσθηση, εμείς πάλι δεν μπορούμε τάχα να πούμε τίποτα για τα αντικείμενα και τα φαινόμενα, ή ό,τι τα προκαλεί, ότι η ανθρώπινη αντίληψη είναι μόνο υποκειμενική και δεν αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα. Με αυτά οι υποστηρικτές του αγνωστικισμού προσπαθούν να υπονομεύσουν τις ίδιες τις βάσεις της επιστήμης, να αναγεννήσουν τη θρησκεία, να εκτρέψουν τους εργαζόμενους από τον αγώνα για επαναστατική αλλαγή του κόσμου. Γιατί αν ο κόσμος δεν είναι γνώσιμος, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι γνώσιμα ούτε τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, και μη γνωρίζοντας τους νόμους της, ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να μετασχηματίσει την υπάρχουσα κοινωνική τάξη και πρέπει να συμφιλιωθεί, ως εκ τούτου, με την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αναμένοντας βοήθεια μόνο από άγνωστες θεϊκές δυνάμεις.

Για τη “θεμελίωση” του συλλογισμού τους, οι αγνωστικιστές πάντα τόνιζαν ότι στη διάθεση του ανθρώπου δεν υπάρχει τάχα πειστικό κριτήριο για την αλήθεια της γνώσης μας. Ο προμαρξιστικός υλισμός, ορθά επικρίνοντας τον αγνωστικισμό, δεν ήταν σε θέση, ωστόσο, να προσδιορίσει ένα τέτοιο κριτήριο, γιατί ήταν στοχαστικός, μεταφυσικός υλισμός, ο οποίος διαχώριζε το προτσές της γνώσης από την κοινωνικοϊστορική πρακτική των ανθρώπων. Και μόνο ο διαλεκτικός υλισμός έδωσε πραγματικά επιστημονική λύση στο ζήτημα, αποκαλύπτοντας τη σημασία της κοινωνικο-παραγωγικής πρακτικής για τον προσδιορισμό της ορθότητας των γνώσεών μας για τη φύση και την κοινωνία.

Όλη η πρακτική της ανθρωπότητας απαράλλαχτα δείχνει ότι η γνώση μας για τον κόσμο βασικά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι το περιεχόμενο των γνώσεών μας είναι αντικειμενικό, ότι είναι ανεξάρτητο από τους ανθρώπους και τις υποκειμενικές τους ιδιότητες. Η ίδια η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι, όπως υπογράμμιζε ο Β.Ι. Λένιν, “αποτέλεσμα της αντικειμενικής – πιστής αντανάκλασης στο κεφάλι του ανθρώπου των φαινομένων και των προτσές της φύσης, είναι η απόδειξη ότι η αντανάκλαση αυτή (εντός των ορίων που μας δείχνει η πρακτική) είναι μια αντικειμενική, απόλυτη, παντοτινή αλήθεια”.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το κριτήριο της πρακτικής μάς δίνει όλη την απόλυτη αλήθεια, δηλαδή μια μέχρι τέλους εξαντλητική και πλήρη γνώση όλου του κόσμου.

Ο διαλεκτικός υλισμός διδάσκει ότι η κατοχή της πλήρους αλήθειας είναι ένα ατελείωτο προτσές, γιατί ατελείωτος είναι ο ίδιος ο κόσμος, και ότι, γνωρίζοντας τα αντικείμενα, τα φαινόμενα, τους νόμους της αντικειμενικής πραγματικότητας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει την απόλυτη αλήθεια άμεσα, πλήρως, άνευ προϋποθέσεων, τελειωτικά, αλλά την ανακαλύπτει βαθμιαία, προσεγγιστικά, σχετικά αληθινά. Επομένως, η αντικειμενική αλήθεια, η οποία είναι βασικά ορθή αντανάκλαση των φαινομένων του υλικού κόσμου στη συνείδηση των ανθρώπων επ’ουδενί δεν είναι πλήρης, απαράλλαχτη, παγιωμένη αλήθεια. Η γνώση των ανθρώπων αποτελείται κυρίως από σχετικές αλήθειες, δηλαδή, τέτοιες θέσεις και έννοιες που, όντας γενικά και πλήρως αληθείς, ασταμάτητα συγκεκριμενοποιούνται, αποσαφηνίζονται και βαθαίνουν μέσα στο προτσές της ανάπτυξης των επιστημών και της κοινωνικής πρακτικής. Ταυτόχρονα, σε αυτές τις σχετικές αλήθειες πάντοτε περιέχονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σπόροι, σπέρματα, τμήματα της απόλυτης αλήθειας, καθώς η βελτίωση των γνώσεών μας για τον κόσμο οδηγεί σε όλο και περισσότερο ακριβή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Έτσι, οι στιγμές της σχετικότητας στις επιστημονικές θεωρίες, συμπεράσματα, θέσεις κλπ ασταμάτητα μικραίνουν, ποτέ, ωστόσο, δεν εξαφανίζονται πλήρως, ενώ οι σπόροι της απόλυτης αλήθειας εντός αυτών ασταμάτητα μεγαλώνουν.

Η ορθότητα της μαρξιστικο – λενινιστικής διδασκαλίας για την αντικειμενική, απόλυτη και σχετική αλήθεια επαληθεύεται από όλη την ιστορία της επιστήμης και της ανθρώπινης πρακτικής. Όταν οι επιστήμονες θεμελίωσαν, για παράδειγμα, ότι το άτομο αποτελείται από πυρήνα και ηλεκτρονικό νέφος, προέκυψε το ερώτημα και για τη δομή του ίδιου του πυρήνα. Αρχικά, υποτέθηκε ότι ο πυρήνας περιλαμβάνει πρωτόνια και ηλεκτρόνια. Έπειτα, ως αποτέλεσμα νέων πειραματικών δεδομένων και της ανακάλυψης του νετρονίου, προέκυψε το μοντέλο του πυρήνα που αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια, το οποίο με περισσότερη ακρίβεια αντανακλά τη δομή του. Σύμφωνα με νεότερες απόψεις, τα ηλεκτρόνια δεν περιλαμβάνονται στον πυρήνα, όμως μπορούν να παράγονται και να αφήνονται υπό συγκεκριμένους μετασχηματισμούς εντός του πυρήνα. Οι φυσικοί όλο και πιο βαθιά διεισδύουν στην ουσία αυτών των μετασχηματισμών, στη φύση της δράσης της πυρηνικής δύναμης, και όλο και περισσότερο πετυχαίνουν μια όλο και πιο ορθή αντανάκλαση των αντικειμενικά πραγματοποιούμενων στο μικρόκοσμο προτσές. Και έτσι, σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας των ανθρώπων πηγαίνουν από τη μη γνώση στη γνώση, από τη μη πλήρη γνώση στην πιο πλήρη γνώση.

***

Η θέση του διαλεκτικού υλισμού για τη γνωσιμότητα του κόσμου, για τους δρόμους και τις ιδιότητες της νόησης, για τη σχέση απόλυτης και σχετικής αλήθειας έχουν τεράστια πρακτική σημασία. Χρησιμεύουν ως τη θεωρητική βάση για την ανάπτυξη της επιστημονικο-τεχνικής σκέψης, τα επιτεύγματα της οποίας χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για την εφαρμογή πρακτικών σκοπών, για την κυριάρχηση επί των στοιχειακών δυνάμεων της φύσης, για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της φύσης και της κοινωνίας. Η μαρξιστική θεωρία της νόησης αποτελεί μία από τις θεωρητικές βάσεις της δραστηριότητας του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο βασίζει το έργο του στη γνώση των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης και επιτυχών τους χρησιμοποιεί για τη νίκη του κομμουνισμού. Να γιατί η γνώση των βασικών συμπερασμάτων του διαλεκτικού υλισμού πάνω στο ζήτημα της γνωσιμότητας του κόσμου είναι σημαντική για κάθε σοβιετικό άνθρωπο.

Το κείμενο μεταφράστηκε απευθείας από τα ρώσικα. Πηγή: Περιοδικό “Επιστήμη & Ζωή” (“Ναούκα Ι Ζιζν”), Φλεβάρης 1955, νο. 2, μηνιαίο επιστημονικό – εκλαϊκευτικό περιοδικό, της Πανενωσιακής Εταιρίας για τη διάδοση των πολιτικών και επιστημονικών γνώσεων, σ.σ. 2 – 4.

https://parapoda.wordpress.com/2017/05/15/%CE%B9-%CE%BD%CF%84-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%B3%CE%B9%CE%B5%CF%86-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...