Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Α.Ι Οπάριν-Η προέλευση της ζωής

Στη βιολογία,την επιστήμη της ζωής, έδωσαν και δίνουν τη σκληρότερη μάχη τους οι δύο ασυμφιλίωτες φιλοσοφικές τάσεις: ο υλισμός και ο ιδεαλισμός. Τι είναι αυτή η ουσία που είναι η ίδια σ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα και που κάνει και το πιο απλό ανάμεσά τους να ξεχωρίζει από τ’ άλλα αντικείμενα; Η ουσία της ζωής είναι υλική ή βρίσκεται σε καποιο πνευματικό στοιχείο, άγνωστο στην επιστήμη;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα καθορίζει και τη βάση των φιλοσοφικών μας πεποιθήσεων, καθώς και την πρακτική μας σχέση με τη ζωντανή φύση. Γιατί αν η υλιστική αντίληψη για τη ζωή είναι σωστή, τότε ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τα ζωντανά πλάσματα και να τα προσαρμόζει συνειδητά και προκαθορισμένα στους σκοπούς του. Αν όμως η λύση που δίνει σ’ αυτό το πρόβλημα είναι ιδεαλιστική, τότε δεν μένει παρά να θεωρεί παθητικά τη φύση και να θαυμάζει τη σοφία του δημιουργού της.

Η ιδεαλιστική άποψη

Ολόκληρη η ιστορία της βιολογίας μάς αποδεικνύει πόσο γόνιμη στάθηκε η υλιστική αντίληψη για τη φύση, πόσο δηλαδή κατόρθωσε ο άνθρωπος να κυριαρχήσει με την υλιστική αντίληψη πάνω στη ζωντανή φύση. Όμως για καιρό οι υλιστές δεν μπορούσαν να δώσουν ικανοποιητική απάντηση σ’ ένα ερώτημα: το ερώτημα για την καταγωγή της ζωής, την καταγωγή, δηλαδή, τόσο της ποικιλίας των ζωντανών πλασμάτων που ζούνε γύρω μας όσο και του ίδιου του ανθρώπου. Έτσι, αυτό το πρόβλημε έγινε καταφύγιο για τους κάθε είδους ιδεαλιστές, που υποστήριζαν πως η απάντηση είναι πως υπάρχει καποια αιώνια πνευματική ουσία της ζωής, καποια θεία βούληση.

 

Ο Δαρβίνος σύντριψε και σάρωσε με μιας το βιταλισμό, εξηγώντας την καταγωγή της μεγάλης ποικιλίας των ανώτερων ζώων και φυτών ορθολογιστικά, χωρίς να καταφεύγει σε καμία “ζωική δύναμη”, σε καμία “εντελέχεια”. Αλλά ούτε αυτός ούτε οι οπαδοί του δοκίμασαν να λύσουν το πρόβλημα της καταγωγής των κατώτερων ζωικών τύπων που, όσο και να’ναι κατώτεροι, είναι ζωντανοί όσο και κάθε άλλος οργανισμός.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη λύση αυτού του προβλήματος είναι πως σήμερα πια δεν βλέπουμε να σχηματίζεται στη φύση ζωντανή ύλη από μη ζωντανή, χωρίς την επέμβαση καποιου ζωντανού οργανισμού: όλοι οι οργανισμοί που γνωρίζουμε αναπαράγονται από άλλους, όμοιους οργανισμούς. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει αμφιβολία πως, όπως κι ο πλανήτης έχει καπου την καταγωγή του, έτσι ακριβώς κι η ζωή έχει την αρχή της πάνω στην άζωη, ως τότε, Γη.

Η πάλη ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό για τα ζητήματα της βιολογίας πήρε διάφορες μορφές στην πορεία της ιστορίας: από την ανοιχτή επίθεση ενάντια στην επιστήμη με τις δυνάμεις του μυστικισμού και της θρησκείας, ως την προσπάθεια του βιταλισμού να χωθεί στη βιολογία, φορώντας τη μάσκα του υλισμού. Θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε σε ποια συμπεράσματα φτάσανε αυτές οι θεωρίες, σχετικά με την καταγωγή της ζωής, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να δούμε καθαρά ποια θέση παίρνουν στον αγώνα ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό.

Μέντελ και Μόργκαν

Στη διδασκαλία τους για τους γόνους, οι οπαδοί του Μέντελ και του Μόργκαν, φτάσανε να υποστηρίζουν την ιδέα μιας αμετάβλητης κληρονομικής ουσίας. Δέχονται πως φορέας της ζωής είναι τα απλά σωματίδια κληρονομικής ουσίας (γόνοι) που βρίσκονται στα χρωματοσώματα του πυρήνα. Οι γόνοι αυτοί έχουν όλα τα στοιχεία της ζωής, συνακόλουθα και την ικανότητα να αναπαράγονται πανομοιότυπα, δηλαδή, την κληρονομική ιδιότητα. Όλο το υπόλοιπο κύτταρο δεν είναι παρά ένα ειδικό, περίπλοκο και χωρίς ζωή περιβάλλον για τούτο το ζωντανό “γόνο”. Τα μυστικά λοιπόν της ζωής βρίσκονται κρυμμένα μέσα στην ιδιαίτερη υφή του γόνου, κι οι ζωικές του ιδιότητες καθορίζονται από καποια ειδική διάταξη των ατόμων του.

Erwin Rudolf Josef Alexander Schrödinger (1887 – 1961)Ο Έρβιν Ρούντολφ Τζόζεφ Αλεξάντρ Σρέντιγνκερ (1887 – 1961)

Αυτή η ιδιαίτερη υφή του γόνου πρέπει να μείνει στάσιμη, αμετάβλητη σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Μπορεί βέβαια να μεταβάλλεται κι αυτή με την επίδραση εξωτερικών παραγόντων, όμως μόνο σε δευτερεύοντες κι όχι ουσιαστικούς χαρακτήρες της, ενώ η βασική διάταξη των ατόμων του γόνου, από την οποία εξαρτάται η ζωή, πρέπει να μείνει αναλλοίωτη, τόσο στη διάρκεια της οντογένεσης, όσο και στην πορεία της εξέλιξης (2).

Οι μηχανιστές

Μια σύντομη, αλλά χαρακτηριστική περίληψη αυτών των ιδεών, βρίσκουμε στο βιβλίο του Ε. Σρέντινγκερ: “Τι είναι η ζωή;”. Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα πως η υλική βάση της ζωής είναι ο γόνος, ένα πρωτεϊνικό μόριο με λιγοστά άτομα. Η ειδική διάρθρωση – η διάταξη των ατόμων – αυτού του μορίου (του γόνου) καθορίζει την τάξη και την οργάνωση των φαινομένων της ζωής. Όμως, κατά τη γνώμη του, ο γόνος αυτός δεν παίρνει καθόλου μέρος στο μεταβολισμό, γιατί είναι ένας “απεριοδικός κρύσταλλος”(3) με θαυμαστή σταθερότητα και μακροβιότητα. Όλη η τάξη, όλοι οι νόμοι της ζωής, μας λέει ο Σρέντινγκερ, στηρίζονται στην κανονικότητα της σταθερής και αναλλοίωτης διάρθρωσης του γόνου. Για να εξηγήσει όμως την τόση κανονικότητα και τάξη στη λειτουργία αυτού του γόνου – που δεν είναι, στο κάτω-κάτω, παρά μια μικρή ομάδα ατόμων σε στατική κατάσταση- ο Σρέντινγκερ, σε πλήρη αντίθεση με τους στατιστικούς νόμους (4) της ατομικής θεωρίας, δέχεται για αυταπόδειχτη τη λειτουργία ενός νέου τύπου νόμου στους ζωντανούς οργανισμούς παρόμοιου με τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία καθαρά μηχανικών συστημάτων σε μικροσκοπική κλίμακα. Και για να υποστηρίξει αυτή την αναλογία, αναγκάζεται να δεχτεί πως μέσα στους ζωντανούς οργανισμούς υπάρχει ένα ατόφιο και αυστηρά σταθερό σώμα – ο απεριοδικός κρύσταλλος – που το ταυτίζει με το γόνο των Μεντελιανών. Οι υποστηριχτές αυτών των θεωριών επικαλέστηκαν τελευταία την ύπαρξη τέτοιων “ζωντανών μορίων” με μορφή ιών – σαν τον ιό του μωσαϊκού του καπνού (5) σαν πειστήριο υπέρ της υπόθεσής τους για το γόνο. Το φαινόμενο του ιού – σταθερής χημικής μονάδας νουκλεοπρωτεΐνης- που πολλαπλασιάζεται όταν εισάγεται σε φύλλο καπνού, το παρουσιάζουν σαν ένα είδος “αναπαραγωγής” του νουκλεοπρωτεϊνικού ιού και ξεκινώντας απ’ αυτό, θεωρούν τον ιό σα ζωντανό. Το φυτό του καπνού το βλέπουν σαν το θρεπτικό μέσο, όπου αναπαράγεται το “ζωντανό μόριο” του ιού, ακριβώς όπως αναπαράγεται το “ζωντανό μόριο” του γόνου μέσα στο περιβάλλον του κυττάρου του.

Σ’ αυτές τις αντιλήψεις για τη φύση της ζωής στηρίχτηκαν οι μεντελιανοί κι έφτασαν στο συμπέρασμα πως τον παλιό καιρό πρωτοσχηματίστηκαν με μυστηριώδη τρόπο τέτοια “ζωντανά μόρια”. Έτσι μονάχα μπορεί κανείς, ισχυρίζονται, να οραματίζεται την πρώτη εμφάνιση της ζωής πάνω στη γη.

Η γνώμη αυτή είχε παρουσιαστεί ήδη στα έργα του Βάισμαν. Παρόμοια κι ο Μόργκαν καταπιάνεται να μας εξηγήσει την ιδέα πως ο γόνος ήταν η πρώτη οργανική ύλη που παρουσίασε τις ιδιότητες της ζωής. Παρόμοιες γνώμες βρίσκει κανείς στα έργα και άλλων Μεντελιανών.

Για να λυθεί λοιπόν το πρόβλημα της προέλευσης της ζωής, δε μας χρειάζεται παρά να εξηγήσουμε πώς ξεπετάχτηκε αυτός ο γόνος, που από την πρώτη του στιγμή παρουσιάστηκε μ’ όλα τα στοιχεία της ζωής και κράτησε μέχρι σήμερα ανέγγιχτη τη διάρθρωσή του, την τόσο αποφασιστική για τη ζωή (6). Η απάντηση των μηχανιστών βιολόγων σ’ αυτό το ζήτημα, φαίνεται με πρώτη ματιά πολύ απλή: η ιδιαίτερη διάρθρωση του αρχικού γόνου, σχηματίστηκε αρχικά εντελώς στην τύχη, δηλαδή συνδυάστηκαν στην τύχη άτομα από τα ορισμένα στοιχεία που συνιστούν το γόνο.

Οργανικές ουσίες και ιός του καπνού

Την παλιά άποψη πως οι ζωντανοί οργανισμοί προήλθαν άμεσα από το νερό, το διοξείδιο του άνθρακα και τα ανόργανα άλατα, που είχε διαδοθεί τόσο πλατιά στις αρχές του αιώνα μας, την έχουν πια όλοι σχεδόν εγκαταλείψει, γιατί κρίναν σωστότερη τη γνώμη που διατύπωσα από το 1922, πως οι οργανικές ουσίες έκαμαν την εμφάνισή τους στην επιφάνεια της γης πολύ πριν παρουσιαστούν τα ζωντανά όντα. Σήμερα, παραδέχονται την παραπάνω γνώμη μου γι’ αυτή την περίοδο της εξελιχτικής ανάπτυξης, ακόμα κι οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της μοριακής γενετικής. Έχουν όμως τη γνώμη πως δε λειτούργησε κανένας νόμος στο επόμενο σπουδαίο στάδιο της εξέλιξης, που οδήγησε στο σχηματισμό ζωντανών οργανισμών απ’ αυτές τις οργανικές ενώσεις. Ολότελα τυχαία, λένε, από συμπτωματική, τυχαία συνένωση μορίων οργανικών ουσιών πρέπει να σχηματίστηκε αυτή η ουσία με τη νέα διάρθρωση, που μπορούσε να πολλαπλασιάζεται αυτοκαταλυτικά (7), σαν και το κύτταρο του νουκλεοπρωτεϊνικού ιού.

Γιατί όλοι τους δέχονται και προβάλλουν αυτή την αναλογία με τον ιό. Σύμφωνα μ’ αυτές τις αντιλήψεις λοιπόν, η εμφάνιση της ζωής υπήρξε ένα εντελώς ξεχωριστό, “τυχαίο” γεγονός: μόρια οργανικής ύλης στη χαοτική τους κίνηση συνενώθηκαν εντελώς συμπτωματικά, έτσι που να σχηματίσουν ένα ζωντανό μεγαλομόριο με αναπαραγωγικές ικανότητες, όπως γίνεται στην περίπτωση του ιού της νουκλεοπρωτεΐνης.


Κι όμως κανένας από τους ιούς που γνωρίζουμε δεν παρουσίασε ποτέ ενζυματική δραστηριότητα. Οι ιοί μένουν σε πλήρη αδράνεια σ’ όποιο τεχνητό περιβάλλον κι αν βρεθούν, χωρίς να δείχνουν κανένα σημάδι χημικής δραστηριότητας ή μεταβολισμού. Αυτή η περίφημη “αναπαραγωγή” των ιών μπορεί να συμβεί μονάχα αν τους βάλουμε μέσα σ’ ένα ζωντανό κύτταρο και με βάση το μεταβολισμό αυτού του κυττάρου. Η ιδέα λοιπόν του μονομοριακού “ιού – ενζύμου”, που προκαλεί ενζυματικές αντιδράσεις στη γύρω του άζωη διάλυση οργανικών ουσιών κι έτσι αναπαράγεται, δεν είναι παρά καθαρή σοφιστεία. Πουθενά στη φύση δε βρίσκουμε τίποτα ανάλογο.

Διάρθρωση και λειτουργικότητα του ζωντανού οργανισμούς

Κάτι ακόμα πιο απαράδεχτο από την αναλογία αυτή με τους ιούς, είναι ο αυθαίρετος ισχυρισμός για τον τυχαίο αρχικό σχηματισμό του “ζωντανού μορίου”. Εκείνο που περισσότερο από κάθε άλλο χαρακτηρίζει τους ζωντανούς οργανισμούς είναι η εξαιρετική, η τελειότατη προσαρμογή ολόκληρης της βαθύτερής τους οργάνωσης στην άσκηση των ζωντανών λειτουργιών μέσα στις συνθήκες του δοσμένου περιβάλλοντος. Κι ο απλούστερος ζωντανός οργανισμός ζει – δηλαδή, τρέφεται, αυξάνει και πολλαπλασιάζεται- μονάχα γιατί η βαθύτερη οργάνωσή του είναι τέλεια προσαρμοσμένη στην εκτέλεση ορισμένων ζωικών λειτουργιών, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες του περιβάλλοντος. Αυτό πάλι δεν το χωράει ο νούς του ανθρώπου: όλη αυτή η τελειότατη προσαρμογή, αυτή η “λειτουργικότητα του οργανισμού”, να’χει την αρχή της σ’ ένα τυχαίο περιστατικό! Κανείς δε θα περίμενε να ξεφυτρώσει ξαφνικά μπροστά του, μέσα στην ανόργανη ύλη, ένα εργοστάσιο. Όσο πιθανό είναι αυτό, άλλο τόσο – κι ακόμα λιγότερο – είναι πιθανό να εμφανιστεί τυχαία κάποιο μικρόβιο ή γόνος, με όλες τις ιδιότητες της ζωής, μια μονάδα δηλαδή πολύ πιο περίπλοκη και πολύ πιο τέλεια συνταιριασμένη για τις πολλαπλές λειτουργίες της, από κάθε εργοστάσιο.

Ακριβώς αυτό το συνταίριασμα, αυτή η τέλεια προσαρμογή ολόκληρης της εσωτερικής οργάνωσης της ζωντανής ύλης στους σκοπούς της ζωής, είναι το αξεπέραστο φράγμα που μπροστά του σμίγουν και σβήνουν όλες οι μηχανιστικές θεωρίες για τη ζωή. Καμία ιδιαίτερη διάρθρωση, μήτε κι η πιο περίπλοκη διάταξη των ατόμων αυτού του υποθετικού μορίου – γόνου, δε φτάνει για να εξηγηθεί ετούτο το εξαιρετικό χαρακτηριστικό της ζωντανής ύλης.

Οι μηχανιστές βιολόγοι βλέπουν το ζωντανό οργανισμό σα μηχανή και ξεχνούν πως η βαθύτερη σκοπιμότητα της μηχανής έχει προκαθοριστεί από τη θέληση αυτού που την κατασκεύασε, του ανθρώπου που την έφτιαξε, για να του χρησιμέψει στους σκοπούς του. Μα πού είναι λοιπόν, ρωτούν από τη μεριά τους οι ιδεαλιστές, αυτός ο ρολογάς που κατασκεύασε τούτο το ζωντανό ρολόι και καθόρισε τους σκοπούς της λειτουργίας του; Κι οι μηχανιστές δε βρίσκουν τι να απαντήσουν. Αναγκάζονται, αναπτύσσοντας λογικά τις ιδέες τους, να καταλήξυν κι αυτοί στον ιδεαλισμό και να παραδεχτούν τη θεία βούληση του δημιουργού ή άλλες παρόμοιες μυστικιστικές αντιλήψεις.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτή την περίπτωση είναι και το βιβλίο του Σρέντινγκερ “Τι είναι η ζωή;”. Ενώ σ’ όλο του το βιβλίο προχωρεί με καθαρά υλιστικές αντιλήψεις – χημικοί και φυσικοί νόμοι, άτομα, μόρια, κρύσταλλοι κι όλα τα παρόμοια – στο τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο, μιλώντας για την ουσία της ζωής και τη διαφορά ανάμεσα στους “μηχανισμούς” και τους οργανισμούς, τα γυρίζει, αναγκάζεται να παραδεχτεί κι αυτός καποια θεία δύναμη και καταλήγει μ’ ένα ολότελα ιδεαλιστικό επίλογο. Μάταια προσπαθεί ο Μύλλερ (8) στην κριτική του γι’ αυτό το βιβλίο να ξεχωρίσει τον επιστήμονα Σρέντινγκερ από το Σρέντινγκερ το φιλόσοφο. Άλλωστε, αυτός ο “μυστικισμός παλαιάς σχολής” που τόσο τον κατακρίνει ο Μύλλερ, είναι το αναγκαίο λογικό συμπέρασμα όπου καταλήγουν οι βιολογικές θεωρίες και του ίδιου του Μύλλερ.

Η υλιστική άποψη

Η μεγάλη ιδεολογική ζημιά που δημιουργούν όλες οι παραπάνω θεωρίες είναι πως, με τη μάσκα του υλισμού, μας οδηγούν αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό. Ξέρουμε πόσα νέα επιχειρήματα προσπάθησε να προμηθεύσει στο φιντεϊσμό (9) η σύγχρονη αστική επιστήμη και έχουμε χρέος να τα καταπολεμήσουμε. Η βιολογία είναι αφοπλισμένη στον αγώνα της ενάντια στον ιδεαλισμό, αφού ισχυρίζονται πως το πρόβλημα της καταγωγής της ζωής, αυτό το σπουδαιότατο φιλοσοφικό πρόβλημα, δε μπορεί να λυθεί από υλιστική άποψη.

Η ζωή, σύμφωνα με το διαλεκτικό υλισμό, είναι υλική στην ουσία της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οποιοδήποτε κομμάτι της ύλης, αυτό καθ’ αυτό, έχει και την ιδιότητα της ζωής.

Μόνο οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν αυτή την ιδιότητα: τα πράγματα και η ύλη του άψυχου κόσμου δεν είναι ζωντανά. Υπάρχουν λοιπόν βασικές διαφορές ανάμεσα στην άψυχη φύση και τους ζωντανούς οργανισμούς. Η ζωή είναι μια ειδική μορφή ύπαρξης της ύλης. Η μορφή αυτή δε βρισκόταν από πάντοτε στον κόσμο, ούτε χωρίζεται από τις άλλες μορφές της ύλης με βαθύ χάσμα (όπως υποστηρίζουν οι ιδεαλιστές). Αντίθετα, κι αυτή βγαίνει από την ίδια την ύλη, σα μια νέα μορφή της, στην πορεία της εξέλιξης του κόσμου. Ο διαλεκτικός υλισμός μάς μαθαίνει πως η ύλη που βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση, περνάει στην εξέλιξή της απο μια σειρά στάδια, παρουσιάζοντας στο καθένα όλο και πιο σύνθετες μορφές ύπαρξης, με νέες, άγνωστες προηγούμενα ιδιότητες.


Μια τέτοια μορφή είναι κι η ζωή, που παρουσιάζεται σ’ ένα ορισμένο στάδιο της εξέλιξης της ύλης. Έχει λοιπόν καινούργιες ιδιότητες, που την κάνουν να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη ύλη, τον άψυχο κόσμο και διέπεται από νέους, ειδικούς κι αποκλειστικούς γι’ αυτή νόμους, τους βιολογικούς.

Μηχανιστικός και διαλεκτικός υλισμός

Ώστε ο διαλεκτικός υλισμός είναι διαφορετικός από το μηχανιστικό. Διακρίνεται απ’ αυτόν ακόμα κι από τον τρόπο που θέτει το πρόβλημα για τη γνώση της ζωής. Γιατί οι μηχανιστές βάζουν σα σκοπό τους την ολοκληρωτική εξήγηση της ζωής με τη βοήθεια της φυσικής και της χημείας, με την αναγωγή όλων των λειτουργιών της ζωής σε φυσικά και χημικά φαινόμενα και με την ανάλυσή τους, ενώ για το διαλεκτικό υλισμό το πρόβλημα της εξήγησης της ζωής είναι τούτο: να καθοριστούν εκείνες οι ποιοτικές διαφορές, που κάνουν τη ζωή να ξεχωρίζει από άλλες μορφές ύπαρξης της ύλης και μας υποχρεώνουν να τη βλέπουμε σαν ειδικό τρόπο ύπαρξής της.

Η διαφορά αυτή φανερώνεται πολύ χτυπητά στην περίπτωση του μεταβολισμού. Κάθε οργανισμός, όσο ζει και υπάρχει, πρέπει να ανεφοδιάζεται αδιάκοπα με διάφορες ουσίες και με την ενέργεια που περικλείουν αυτές οι ουσίες. Ο οργανισμός λοιπόν προμηθεύεται διάφορες χημικές ενώσεις από το περιβάλλον του. Οι ενώσεις αυτές παθαίνουν βαθιές αλλαγές μέσα στον οργανισμό μέχρι να φτάσουν να γίνουν υλικό, δηλαδή, αναπόσπαστο μέρους του ίδιου του οργανισμού. Αυτό εννοούμε λέγοντας αφομοίωση. Όμως κι οι ουσίες που σχηματίζουν τον οργανισμό δε μένουν αναλλοίωτες, αλλά κι αυτές αποσυντίθεται αργά η γρήγορα και στη θέση τους έρχονται άλλες που μόλις αφομοιώθηκαν, ενώ τα προϊόντα της αφομοίωσης τα αποβάλλει ο οργανισμός στο εξωτερικό περιβάλλον. Η ύλη λοιπόν που σχηματίζει ένα ζωντανό οργανισμό, δε μένει ποτέ σε στατική κατάσταση. Συνθέτεται και αποσυνθέτεται αδιάκοπα κι αυτό με πλήθος συνθετικές και αποικοδομητικές αντιδράσεις, που συνδέονται στενά μεταξύ τους.


Ο μεταβολισμός, αν τον δούμε από καθαρά χημική άποψη, είναι ένα σύνολο από πολλές, ξεχωριστές και σχετικά απλές αντιδράσεις: οξείδωση, αναγωγή, υδρόλυση, αλδολική συμπύκνωση κλπ. Αυτό που δίνει ξεχωριστή μορφή σ’ αυτές τις αντιδράσεις, είναι πως έχουν ρυθμιστεί χρονικά με ορισμένο τρόπο, πως έχουν ενταχθεί σε ορισμένο σύστημα. Δεν πραγματοποιούνται στην τύχη, αλλά με αυστηρά καθορισμένη σειρά και τάξη κι έτσι μπορεί να διατηρεί ο οργανισμός σταθερή τη διάρθρωσή του, παρόλη την ταυτόχρονη αποσύνθεση. Αυτή του όμως η σταθερότητα έχει δυναμικό χαρακτήρα και δεν είναι παρά αντανάκλαση του τέλειου συντονισμού που ενυπάρχει στη ζωντανή ύλη κι είναι ολότελα διαφορετική από τη στατική αδράνεια που παρατηρούν, όπως λένε, στην αυστηρά αναλλοίωτη διάρθωση του γόνου. Πραγματικά, νεότερες εργασίες με άτομα ανιχνευτές (10), απόδειξαν πως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τέτοια αναλλοίωτη διάρθρωση και πως η μετατροπή των ουσιών που σχηματίζουν τη ζωντανή ύλη, γίνεται με σχετικά γοργό ρυθμό. Η φαινομενική σταθερότητα της μοριακής διάρθρωσης του πρωτοπλάσματος, δεν είναι παρά η εξωτερική, ορατή έκφραση της σταθερότητας των νόμων που διέπουν αυτή την τάξη των χημικών αντιδράσεων μέσα στη ζωντανή ύλη. Ο οργανισμός παίρνει από το περιβάλλον του μια σειρά χημικές ενώσεις, τις μετατρέπει και τις κάνει δικές του, μέρη από το σώμα του. Αυτό βέβαια δε γίνεται επειδή υπάρχουν έτοιμα από τα πριν πρότυπα αυτών των ουσιών στη διάθεση του οργανισμού, αλλά γιατί στο δοσμένο στάδιο της ζωής – ιστορίας του οργανισμού, οι χημικές αντιδράσεις που γίνονται μέσα του, συνδέονται μεταξύ τους με ορισμένο τρόπο.

Η διαδοχή των αντιδράσεων, που είναι η βάση όλης αυτής της σύνθεσης, δε στηρίζεται σ’ έναν αποκλειστικό παράγοντα (τη διάρθωση του χρωμοσώματος ή του γόνου), αλλά σ’ όλο συνολικά το πρωτοπλασματικό συγκρότημα. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί και στην περίπτωση του μωσαϊκού του καπνού. Τα μόρια της απομονωμένης νουκλεοπρωτεΐνης είναι στατικά και μπορούν να διατηρήσουν τη δομή τους χωρίς καμία αλλαγή. Έτσι, όμως, δεν εκδηλώνουν κανένα από τα φαινόμενα της ζωής, ούτε μπορούν ποτέ να πολλαπλασιαστούν. Η σύνθεση των μορίων της νουκλεοπρωτεΐνης μπορεί να γίνει μόνο μέσα στο πρωτόπλασμα ενός φύλλου καπνού (δηλαδή, σ’ένα σύστμα ολότελα ζωντανό) και με βάση το μεταβολισμό αυτού του πρωτοπλάσματος. Αυτή όμως η νουκλεοπρωτεϊνική σύνθεση γίνεται στο πρωτόπλασμα και χωρίς να υπάρξει ιός. Ο ιός δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να αλλάξει την κατεύθυνση των συνθέσεων που πραγματοποιούνται μέσα στο φύλλο του καπνού κάτω από φυσικές συνθήκες. Το πρωτόπλασμα λοιπόν στο σύνολό του (κι όχι ο γόνος) παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της ζωής και είναι η υλική της βάση.

Η κανονική διαδοχή των χημικών αντιδράσεων που πάνω της στηρίζεται όλη η οργάνωση της ζωντανής ύλης, δε μπορεί παρά να πηγάζει μονάχα από τη διάταξη των ατόμων μέσα στο μόριο του γόνου. Όσο κι αν μελετήσουμε και στην παραμικρή της λεπτομέρεια τη διάρθρωσή του, δε μπορούμε να αποδώσουμε σ’ αυτή μονάχα ολόκληρη τη συμπεριφορά του. Μελετώντας και το πιο σύνθετο μόριο βλέπουμε πως από τη δομή του μπορούμε να καταλάβουμε μονάχα τις θερμοδυναμικές του δυνατότητες ή τις χημικές τους δυναμικότητες. Δε μπορούμε όμως να καταλάβουμε καθόλου, πώς αντιδρούν αυτές οι δυναμικότητες και πραγματοποιούν τον προορισμό τους. Σε ανόργανες ουσίες απομονωμένες, αλλά με τεράστιες χημικές δυναμικότητες, παρατηρούμε πως οι δυναμικότητες αυτές πραγματοποιούν το σκοπό τους με πάρα πολύ αργό ρυθμό. Και μόνο μέσα στο πρωτόπλασμα με τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις των διαφόρων ουσιών του, μόνο σ’ αυτό οι χημικές μετατροπές γίνονται με πολύ μεγάλες αν και εντελώς μετρήσιμες ταχύτητες.


Αυτή ακριβώς η κινητική μορφή του φαινομένου, η σχέση ανάμεσα στις αναλογίες των διαφόρων αντιδράσεων, καθορίζει την τάξη που αναφέραμε παραπάνω σαν χρονικό συντονισμό ανάμεσα στις λειτουργίες του πρωτοπλάσματος. Σίγουρα, είναι εντελώς αδύνατο να εξηγήσει κανείς αυτή την τάξη μονάχα από τη διάρθρωση του γόνου. Εξετάζοντας βαθύτερα το ζήτημα, βλέπουμε πως η τάξη αυτή δεν είνια κάτι εξωτερικό, ανεξάρτητο από τη ζωντανή ύλη (όπως νομίζουν οι ιδεαλιστές).

Σήμερα, είναι γενικά γνωστό πως τους παράγοντες που συγκροτούν αυτή την τάξη (δηλαδή, την ταχύτητα, την κατεύθυνση και την αμοιβαία σχέση των διαφόρων χημικών αντιδράσεων), τους καθορίζουν εκείνες οι φυσικές και χημικές σχέσεις, που κυριαρχούν μέσα στο ζωντανό πρωτόπλασμα. Σαν βάση γι’ αυτό χρησιμεύουν οι χημικές ιδιότητες των ουσιών που ενσωματώνονται μέσα στο δοσμένο ζωντανό σύστημα. Οι ουσίες αυτές, με το μεγάλο τους πλήθος και τη μεγάλη τους δραστικότητα, δημιουργούν τη δυνατότητα για αναρίθμητες χημικές αντιδράσεις. Οι μετατροπές αυτές ρυθμίζονται στο ζωντανό πρωτόπλασμα από πλήθος εσωτερικές επιδράσεις και εσωτερικούς “χημικούς μηχανισμούς”, τα ενζυματικά συστήματα, την ποσοτική τους σχέση, την οξύτητα του περιβάλλοντος, το οξειδοαναγωγικό δυναμικό, τις κολλοειδείς ιδιότητες του πρωτοπλάσματος, τη μοριακή του διάρθρωση κλπ. Κάθε νεοσχηματισμένη ουσία και κάθε ένωση που τροποποιείται από τη γενική μάζα, τροποποιεί κι αυτή το βαθμό, αλλά και την κατεύθυνση των χημικών αντιδράσεων κι έτσι επηρεάζει ολόκληρη συνολικά την τάξη των φαινομένων της ζωής.

Ώστε στο πρωτόπλασμα πραγματοποιούνται χημικές αντιδράσεις, σύμφωνα με τους νόμους που κυριαρχούν μέσα του. Από τις αντιδράσεις αυτές δημιουργείται νέα διάρθρωση, αλλά και νέες συνθήκες και ενώσεις. Αυτές πάλι με τη σειρά τους ενεργούν σαν παράγοντες που καθορίζουν την ταχύτητα, την κατεύθυνση και την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις παραπάνω αντιδράσεις, δηλαδή την τάξη που είναι αναγκαίος όρος για να διατηρήσει το πρωτόπλασμα την υπόσταση και τη διάρθρωσή του.

Η βασική διαφορά ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς και τα άψυχα αντικείμενα είναι η “σκοπιμότητα”, η προκαθορισμένη κατεύθυνση της δραστηριότητάς τους, που τη βλέπουμε μονάχα στα ζωντανά πλάσματα. Στις χιλιάδες αντιδράσεις του πρωτοπλάσματος παρατηρούμε όχι μόνο την αυστηρά καθορισμένη χρονική διαδοχή τους και την τέλεια ένταξή τους στο σύστημα, αλλά και πως ολόκληρο το σύστημα έχει μια κατεύθυνση, ένα μοναδικό σκοπό – την αυτοανανέωση και τη διατήρησή του στη ζωή. Να γιατί το πρωτόπλασμα είναι ένα δυναμικό, σταθερό σύστημα, που κατορθώνει να διατηρεί τη διάρθρωσή του από γενιά σε γενιά, αν και βρίσκεται σε αδιάκοπη αποσύνθεση.

Η ύλη στην ιστορική της εξέλιξη

Μπορούμε να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε κάθε χωριστό κρίκο μέσα σ’ αυτό το ζωντανό σύστημα με τη βοήθεια των νόμων της φυσικής και της χημείας. Μπορούμε να βρούμε και την προέλευση και τις λειτουργίες των ουσιών και των ενώσεων μέσα στο πρωτόπλασμα, καθώς και τις αμοιβαίες τους σχέσεις. Όμως μόνο μ’ αυτές τις γνώσεις, με βάση τη μελέτη της ζωντανής ύλης, μας είναι αδύνατο να εξηγήσουμε το συντονισμό και τη “σκοπιμότητα” που παρατηρούμε στη ζωντανή ύλη. Για να το κατορθώσουμε αυτό, πρέπει να μελετήσουμε την ύλη στην ιστορική της εξέλιξη.

Η ζωή εμφανίζεται στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης της ύλης, σα μια νέα και πιο σύνθετη μορφή της, που την κυβερνούν νόμοι ανώτερης τάξης από τους νόμους που διέπουν την άψυχη φύση. Δε θα μπορέσουμε, λοιπόν, ποτέ να κατανοήσουμε τους νόμους της ζωντανής ύλης, αν τους αποσπάσουμε μεταφυσικά από το σύνολο της προηγούμενής τους ιστορίας. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό είναι να μελετήσουμε την εξελικτική ιστορία της ύλης και προπαντός την ιστορία της προέλευσης της ζωής.

Η σημερινή επιστήμη γνωρίζει γεγονότα, που αποδεικνύουν πια, σχεδόν σαν βέβαιο, πως σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης του πλανήτη μας, είχαν σχηματιστεί πολλές οργανικές ενώσεις στα νερά του πρωτόγονου ωκεανού. Από την τυχαία σύμπτωση διαφόρων συμπυκνώσεων και πολυμερισμών, άρχισαν να σχηματίζονται μερικές ουσίες με όλο και πιο σύνθετα μόρια. Μερικές απ’ αυτές έμοιαζαν στη διάρθρωσή τους με τις ουσίες που είναι τα γνώριμα συστατικά των ζωντανών οργανισμών, όπως τους βλέπουμε σήμερα. Αυτή θα’ταν η προέλευση των πρώτων προτεϊνών.


Πρέπει, όμως, να απορρίψουμε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό πως είναι δυνατό να σχηματίστηκε με τον ίδιο τρόπο το “γονικό μόριο” ή αλλιώς τα “ζωντανά μόρια” της κληρονομικής ουσίας των σύγχρονων οργανισμών, καθώς και τον ισχυρισμό πως μπορεί να σχηματίστηκαν μ’ αυτό τον τρόπο τα μόρια μιας από τις πρωτεΐνες που γνωρίζουμε σήμερα. Η σύνθεση, η υφή και ο ρυθμός οποιασδήποτε πρωτεΐνης, είναι αποτέλεσμα μακρότατης εξέλιξης. Είναι τόσο πιθανό να’χει σχηματιστεί τυχαία μια απ’ αυτές τις πρωτεΐνες, όσο είναι πιθανό να φτιάξει κανείς ένα ποίημα, αραδιάζοντας στην τύχη τυπογραφικά στοιχεία.

Ακόμα, στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε τη ζωή και την προέλευσή της, δε μας βοηθάει καθόλου το “γονικό μόριο”. Αν πολλαπλασιάζονταν αυτά τα “ζωντανά μόρια” δε θα δημιουργούσαν τίποτα άλλο από ίδια και απαράλλαχτα μόρια – γόνους. Κι αφού η κατανομή των συστατικών στοιχείων αυτών των μονάδων είναι στατική και αναλλοίωτη, θα εξαντλιόταν γρήγορα κάθε οργανική ουσία τους κι η εξέλιξή τους θα’φτανε στο τέλος της, μόλις θα σχημάτιζαν ατόφια προϊόντα χημικά αδρανή, περίεργα “ανόργανα” στρώματα “κρυσταλλικής” ζωντανής ύλης. Αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί μέσα στις συνθήκες που επικρατούσαν στα νερά του πρωτόγονου ωκεανού. Το μόνο που θα μπορούσε να προκύψει από την τότε ποικιλία των οργανικών ενώσεων, είναι ο σχηματισμός μορίων που έμοιαζαν μόνο με τις σημερινές πρωτεΐνες. Αυτό όμως είναι κιόλας αρκετό σαν πρώτο σκαλοπάτι στο νέο, υψηλότερο στάδιο της εξέλιξης της ύλης. Σαν αποτέλεσμα του σχηματισμού των σύνθετων μορίων, παρουσιάστηκαν νέες κολλοειδοχημικές σχέσεις, στηριζόμενες στους απλούστερους νόμους της οργανικής χημείας που λειτουργούσαν προηγούμενα. Ξέρουμε πως αραιά διαλύματα ουσιών απλής σύστασης έχουν αρκετή σταθερότητα και πως ο βαθμός διασποράς τους δε μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου. Όπως και να’ναι, οι ουσίες με σύνθετα μόρια, σχηματίζουν κολλοειδή διαλύματα που χαρακτηρίζονται από μια τάση για σχηματισμό κροκιδωμάτων.

Έτσι, αυτές οι ουσίες (που μονάχα έμοιαζαν με τις γνωστές μας πρωτεΐνες και υπήρξαν οι μακρυνοί τους πρόγονοι) που ήταν διαλυμένες στα νερά του πρωτόγονου ωκεανού, αναγκάστηκαν αργά ή γρήγορα να καθιζήσουν με τη μορφή κολλοειδών συστημάτων – σταγόνων συσσώματώματος. Ο σχηματισμός των συσσωμματωμάτων υπήρξε ένα νέο, σπουδαίο στάδιο στο σχηματισμό της ζωής. Τα μόρια των οργανικών ουσιών, που ως τότε ήταν ομοιόμορφα διασπαρμένα σ’ ολόκληρο τον όγκο του διαλύματος, συγκεντρώθηκαν σ’ αυτή τη φάση σε ορισμένα σημεία του χώρου και ξεχώρισαν από την υπόλοιπη διάλυση, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο φανερά. Κάθε σταγονίδιο απόκτησε καποια ατομικότητα και καποια ιδιαίτερη διάρθρωση. Έτσι σχηματίστηκε η βάση για την παραπέρα λειτουργία ακόμα πιο πολύπλοκων νόμων, που μπορούμε κάπως να τους κατανοήσουμε με τη μελέτη των συσσωμματωμάτων που φτιάχνονται τεχνητά στο εργαστήριο.


Τέτοιες εργασίες έγιναν στο εργαστήριό μου και απόδειξαν πως οι συνθετικές λειτουργίες σ’ αυτά τα σταγονίδια του συσσωματώματος γίνονται με την κατανάλωση ουσιών που παίρνει το σύστημα από το άμεσο περιβάλλον του. Ταυτόχρονα παρατηρούμε και αποικοδομητικές αντιδράσεις. Οι ταχύτητες της σύνθεσης και της αποσύνθεσης, όσο και να’ναι μικρές, όμως κυμαίνονται ανάμεσα σε μεγάλα όρια. Ανάλογα με την ατομική σύσταση του κάθε σταγονιδίου, μπορούσε να υπερνικήσει άλλοτε η σύνθεση και άλλοτε η αποσύνθεση. Υπάρχει δηλαδή κάποια σχέση ανάμεσα στην ατομική διάρθρωση του κάθε σταγονιδίου και στις χημικές αντιδράσεις που πραγματοποιούνται μέσα του.

Τέτοιες αντιδράσεις καθόριζαν και την τύχη των σταγονιδίων που σχηματίστηκαν μέσα στην πρωτόγονη υδρόσφαιρα της γης. Τα σταγονίδια απορροφούσαν ουσίες από το γύρω τους διάλυμα. Οι ουσίες αυτές αντιδρούσαν με τα συστατικά του σταγονιδίου και γίνονταν κομμάτι του συσσωματώματος: το σταγονίδιο μεγάλωνε. Ταυτόχρονα γίνονταν και αποικοδομήσεις. Οι ταχύτητες καθεμιάς από αυτές τις αντιδράσεις – σύνθεσης και αποικοδόμησης – εξαρτώνταν από την εσώτερη οργάνωση του δοσμένου σταγονιδίου και η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις ταχύτητες καθόριζε τη μοίρα του.

Μόνο τα σταγονίδια όπου η αναλογία της σύνθεσης ήταν ίση ή μεγαλύτερη από την αναλογία της αποικοδόμησης, μόνο αυτά μπορούσαν να αποκτήσουν καποια δυναμική σταθερότητα και να επιχήσουν για ορισμένο χρονικό διάστημα. Από την άλλη μεριά, τα σταγονίδια, όπου οι χημικές μετατροπές είχαν σαν κύρια κατεύθυνση την αποικοδόμηση, δε μπορούσαν να επιζήσουν κι η καταστροφή τους ερχόταν αργά ή γρήγορα. Αυτά πια δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στην εξέλιξη της οργανικής ύλης. Αλλά και τα άλλα, όσα είχαν αποκτήσει τη δυναμική τους σταθερότητα, κι αυτά εξαφανίζονταν γρήγορα, όταν ξεστράτιζαν απ’ αυτή τους τη σταθερότητα.

Ο νόμος της φυσικής επιλογής

Αμέσως λοιπόν με το ξεκίνημα του σχηματισμού της ζωής, εμφανίζεται ένας νέος νόμος, με φύση βιολογική πια: πραγματοποιείται η “φυσική επιλογή” των σταγονιδίων του συσσωματώματος.

Η επιλογή αυτή επηρεάζει και ελέγχει όλη την παραπέρα εξέλιξη των συσσωματωμάτων.

Μόνο τα σταγονίδια όπου η σύνθεση ξεπερνούσε την αποικοδόμηση, μπορούσαν να επιζήσουν και να μεγαλώσουν.

Αλλά κάθε αναπτυγμένο σταγονίδιο, εξαιτίας τουλάχιστον μηχανικών, αν όχι και άλλων λόγων, αναγκάζονταν να χωριστεί σε μικρότερα κομμάτια. Τα “παιδιά του” που γεννιόνταν μ’ αυτό τον τρόπο, είχαν οργανισμό ίδιου τύπου με το σταγονίδιο που με το κομμάτιασμά του τα γέννησε. Καθένα όμως χωριστά, πάθαινε μετατροπές, με συνέπεια να αυξηθούν ή να λιγοστέψουν οι πιθανότητές του για επιβίωση. Οι μετατροπές αυτές, χάρη στη λειτουργία της φυσικής επιλογής, απόκτησαν ορισμένη κατεύθυνση, ώστε το συσσωμάτωμα να διατηρεί στην οργάνωσή του κάθε τι που θα βοηθούσε να κρατήσει τη δυναμική του σταθερότητα μέσα στις συνθήκες του δοσμένου περιβάλλοντος.


Όμως οι διάφορες χημικές αντιδράσεις ήταν λιγοστά συντονισμένες μεταξύ τους, ενώ από την άλλη μεριά, ακόμα και συνθέσεις που ενεργούσαν στην τύχη, βοηθούσαν στην ανάπτυξη του οργανωμένου υλικού αυτών των πρώτων σταγονιδίων συσσωματώματος.

Πάντως, αυτά τα πρώτα πρωτοπλάσματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στη φύση της οργάνωσής τους και το σταγονίδιο βρισκόταν αδιάκοπα κάτω από την απειλή της καταστροφής. Μόνο από τη στιγμή που σα συνέπεια της “φυσικής επιλογής” συντονίστηκαν μέσα του οι συνθέσεις, μόνο τότε αποκαταστάθηκε η γνώριμη τάξη και επαναληπτικότητα, ο ρυθμός αυτών των συνθέσεων και τα κολλοειδή συστήματα απόκτησαν οριστικά τη δυναμική τους σταθερότητα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

Από δω και πέρα, αντί για τις τυχαίες αντιδράσεις που δε θα’χουν πια καμιάν επίδραση, αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτών των κολλοειδών συστημάτων παίζουν μόνο οι επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις, μια ορισμένη αρμονία αντιδράσεων, που η επίτευξή της είναι απαραίτητος όρος για να διατηρηθεί η συνέχεια της σύνθεσης μέσα στο σύστημα. Έτσι αναπτύχθηκε η ιδιότητα που σήμερα τη λέμε ικανότητα του πρωτοπλάσματος για πολλαπλασιασμό.

Τα αρχικά σταγονίδια συσσωματώματος γίνανε σιγά-σιγά, με τη φυσική επιλογή, ατομικά συστήματα, φτάνοντας σε διαφορετικό, ασύγκριτα ανώτερο στάδιο οργάνωσης. Τα συστήματα αυτά είχαν αποκτήσει τα συντονισμένα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω, την κανονική διάδοχή των χημικών λειτουργικών για το σχηματισμό των ουσιών και του υλικού της κατασκευής τους, που κι αυτά επέδρασαν με τη σειρά τους στην εσωτερική τάξη του οργανισμού. Να λοιπόν πώς αναπτύχθηκε αυτή η προσαρμογή της εσωτερικής διάρθρωσης στην άσκηση των λειτουργιών της ζωής, που είναι τόσο χαρακτηριστική για τον οργανισμό οποιασδήποτε ζωντανής ύλης.

Ο σχηματισμός του πρωτοπλάσματος

Ώστε δεν είναι τυχαία η εμφάνιση της προσαρμογής της λειτουργίας αυτής. Απ’ όλη την ποικιλία των μορφών που θα είχαν σχηματιστεί, μόνο όσες είχαν αποκτήσει την απαραίτητη δυναμική σταθερότητα θα μπορούσαν να επιζήσουν και να αναπτυχθούν μέσα στον πρωτόγονο ωκεανό.

Μ’ αυτό τον τρόπο σχηματίστηκαν οι πιο πρωτόγονοι οργανισμοί. Ξέρουμε πως τούτος ο νέος τρόπος ύπαρξης της ύλης, θα μπορούσε να παρουσιαστεί μόνο με βάση βιολογικούς νόμους, που εμφανίζονται στην πορεία της ανάπτυξης της ζωής. Θα’ ταν ματαιοπονία να προσπαθήσει κανείς να εξηγήσει την προέλευση ιδιοτήτων τόσο χαρακτηριστικών για τους ζωντανούς οργανισμούς (όπως τον πολύπλοκο ρυθμό της πρωτεϊνικής σύνθεσης, την ταχύτητα και το συντονισμό των χημικών αντιδράσεων, την ικανότητα για αναπαραγωγή κλπ) ξεκινώντας από ορισμένες στοιχειώδεις φυσικές και χημικές λειτουργίες. Μα ακριβώς γι’ αυτό, τούτες οι ιδιότητες χωρίζουν τόσο ξεκάθαρα το ζωντανό από το μη ζωντανό: για τον απλούστατο λόγο, πως αναπτύχθηκαν σαν αποτέλεσμα ορισμένων συνθηκών πουδ εν υπάρχουν σήμερα πια στη φύση. Εξέλιξη με βάση τη φυσική επιλογή γίνεται ακόμα και σήμερα ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά σ’ ένα ανώτατο επίπεδο εσωτερικής οργάνωσης κι έχει εξαφανίσει πια από τη γη όλους εκείνους τους ενδιάμεσους τύπους, που στην πορεία της εξέλιξης της ύλης υπήρξαν οι συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στο ζωντανό και το μη ζωντανό. Να γιατί σήμερα βλέπουμε τόσο βαθύ το χάσμα ανάμεσα στη ζωντανή και την άζωη φύση. Αν όμως μελετήσουμε και συγκρίνουμε την εσωτερική οργάνωση πολλών πρωτόγονων οργανισμών, μπορούμε να γεφυρώσουμε νοητικά το χάσμα και να ξεδιαλύνουμε, βήμα το βήμα, πώς έφτασε να σχηματιστεί στην πορεία της εξέλιξης της ύλης, εκείνη η χημική και μορφολογική οργάνωση που στάθηκε η βάση του πρωτοπλάσματος.

Πάρθηκε από το βιβλίο του Α. Οπάριν, Η προέλευση της ζωής, εκδόσεις Μάθηση, Αθήνα 1956, σ.σ. 115-135.

Η μετάφραση του βιβλίου έγινε από το γαλλικό κείμενο του Οίκου των Ξενόγλωσσων Εκδόσεων της Μόσχας του 1955, από τον Ευτύχη Μπιτσάκη.

Σημειώσεις

1. Θεωρήσαμε σκόπιμο να προσθέσουμε στο βιβλίο του Οπάριν τούτο το παλιότερο ομώνυμο άρθρο του, γιατί θίγει ορισμένα ζητήματα που δεν τα πραγματεύεται το βιβλίο. Το γεγονός αυτό υπερνίκησε τους δισταγμούς που δημιουργούσε το ότι πολλέ μέρη του άρθρου έχουν τα αντίστοιχά τους στο βιβλίο (Σημείωση του εκδότη).

2. Η θεωρία για τους γόνους είναι η θεωρία του αμερικάνου Μόργκαν. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελεί κάτι το εντελώς νέο στη βιολογία. Ήδη ο Μέντελ μίλαγε για μόνιμα “χαρακτηριστικά”. Τα “χαρακτηριστικά” έγιναν με τον Γιόχανσεν “οριστές” και οι “οριστές” με το Μόργκαν “γόνοι”. Όσο κι αν οι τελευταίοι απόκτησαν επιστημονικοφάνεια με την χρωματοσωμική θεωρία, δεν αποτελούν παρά την τελευταία εμφάνιση της μηχανιστικής αντίληψης για τη ζωή, που έχει καταφέρει να πλέξει την κλασική γενετική σ’ ένα λαβύρινθο χωρίς διέξοδο (Σ.τ.Μ.).

3. Τα δομικά στοιχεία των συνηθισμένων κρυστάλλων της ζάχαρης, του αλατιού κλπ είναι τοποθετημένα με αυστηρή περιοδικότητα μέσα στο χώρο. Κρύσταλλοι που δεν παρουσιάζουν αυτή την περιοδικότητα, λέγονται απεριοδικοί (Σ.τ.Μ.).

4. Οι στατιστικοί νόμοι ισχύουν σε φαινόμενα όπου συμμετέχει μεγάλο πλήθος ατομικών συστημάτων και προβλέπουν με πιθανότητες την τύχη καθενός απ’ αυτά τα συστήματα, με βεβαιότητα όμως την τύχη του συνόλου. Τέτοιους νόμους συναντάμε κυρίως στη μικροφυσική (Σ.τ.Μ.).

5. Μωσαϊκό του καπνού: Ασθένεια των φύλλων του που εκδηλώνεται με μορφή κηλίδων και οφείλεται στην παρουσία ενός ειδικού ιού μέσα στα κύτταρα (Σ.τ.Μ.).

6. Οι οπαδοί της κλασικής γενετικής δέχονται πως ο φανταστικός αυτός γόνος μπορεί να πάθει στην πορεία της ζωής μεταλλαγές, οι μεταλλαγές όμως αυτές είναι – λένε – εντελώς τυχαίες, άσχετες από τις συνθήκες του περιβάλλοντο. Τη θεωρία των μεταλλαγών τη διατύπωσαν στην προσπάθειά τους να συμβιβάσουν το αναμφισβήτητο γεγονός της εξέλιξης, με τις αντιλήψεις τους για την αμετάβλητη κληρονομική ουσία, χωρίς φυσικά να το καταφέρουν (Σ.τ.Μ.).

7. Να επιταχύνει, δηλαδή, η ίδια την πορεία του σχηματισμού της (Σ.τ.Μ.).

8. Μύλλερ: Αμερικάνος βιολόγος. Γεννήθηκε στα 1890. Κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τις εργασίες του στη γενετική (Σ.τ.Μ.).

9. Φιντεϊσμός: Από το λατινικό fides=πίστη. Διδασκαλία που στη θέση της γνώσης βάζει την πίστη ή γενικά αποδίδει ορισμένη σημασία στην πίστη (Σ.τ.Μ.).

10. Για να παρακολουθήσουν την πορεία του μεταβολισμού, οι επιστήμονες συνθέτουν ενώσεις που περιέχουν ραδιενεργά άτομα στοιχείων όπως άτομα άνθρακα, αζώτου κλπ και τρέφουν μ’ αυτές τον οργανισμό. Μετρώντας τη ραδιενέργεια που παρουσιάζουν τα διάφορα μέρη του σε συνέχεια, βγάζουν εξαιρετικά αποκαλυπτικά συμπεράσματα για την πορεία του μεταβολισμού. Τα ραδιενεργά αυτά άτομα λέγονται ανιχνευτές (Σ.τ.Μ.).


Από Parapoda https://parapoda.wordpress.com/2016/01/06/%CE%B1-%CE%B9-%CE%BF%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B6%CF%89%CE%AE%CF%82/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...