Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Η σχέση του Κομμουνιστικού Κόμματος προς τη θρησκεία [Μέρος 2ο]

Απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Α. Παβέλκιν ''Τι είναι θρησκεία'', εκδόσεις Β.ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ, 1962


Η δουλοκτητική, η φεουδαρχικο - δουλοπαροικιακή και η αστική κρατική εξουσία εκφράζοντας τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών, χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και την εκκλησία για την πνευματική καθυπόταξη των εργαζομένων, για τη διαπαιδαγώγηση του λαού στο πνεύμα της ταπεινόφρονης υποταγής. Η εκκλησία και ο κλήρος ήταν στην υπηρεσία του κράτους, οι ιερείς πρακτικά ήταν υπάλληλοι και συχνά εκπλήρωναν το ρόλο των μυστικών πληροφοριοδοτών της χωροφυλακής και της ασφάλειας. Όχι μάταια, ο λαός ονόμαζε τους παπάδες ρασοφόρους υπαλλήλους στην υπηρεσία της τσαρικής εξουσίας και εν Χριστώ χωροφύλακες.

Το εκμεταλλευτικό κράτος στην τσαρική Ρωσία καθώς και σε μια σειρά άλλες χώρες μετέτρεψε την εκκλησία σε εξάρτημά του και απαιτούσε από όλους τους πολίτες την υποχρεωτική εκπλήρωση όλων των θρησκευτικών ιεροτελεστιών.

Η εξουσία της εκκλησίας επεκτεινόταν σε όλες τις πλευρές της ζωής των πολιτών και ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για κάποια ελευθερία της συνείδησης. Η καταγραφή των πράξεων αστικού δικαίου [γέννηση, γάμος, θάνατος] ήταν προνόμιο της εκκλησίας. Νόμιμος γάμος ήταν μόνο ο θρησκευτικός. Οι στρατιώτες πήγαιναν στην εκκλησία εν παρατάξει, στις χριστιανικές χώρες εξομολογούνταν και κοινωνούσαν. Στις κρατικές υπηρεσίες προσλαμβάνονταν, υπάλληλοι εκείνοι που τακτικά εκπλήρωναν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Στα ιδρύματα, στο στρατό και στο δικαστήριο υποχρέωναν τους πολίτες σε θρησκευτικό όρκο με παρουσία ιερέως, πχ, ορκίζονταν  στο σταυρό και στο ευαγγέλιο.

Η υποχρεωτική εκπλήρωση θρησκευτικών ιεροτελεστιών είναι βιασμός της συνείδησης των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να μην πιστεύει στο θεό ή να αλλαξοπιστήσει και με την απειλή της εκδίωξης από την εργασία ή της τιμωρίας τον υποχρέωναν να εκπληρώνει τις ιεροτελεστίες της επίσημης εκκλησίας.

Η εκκλησία έφτιαξε δεήσεις για όλες τις περιπτώσεις της ζωής : πρωινή και εσπερινή προσευχή, προσευχή πριν και μετά το γεύμα, πριν και μετά το μάθημα, πριν τον ύπνο κλπ. Ο λαός μπορεί να ήταν αγράμματος, και η εκκλησία το ανεχόταν ευχαρίστως αυτό, όμως ήταν υποχρεωμένος να ξέρει προσευχές. Η εκκλησία όμως δια μέσου των προσευχών ενέπνεε στους ανθρώπους την ιδεολογία της δουλοφροσύνης, την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένας άσημος δούλος του θεού.

Η θρησκευτική διδασκαλία φώλιαζε στη συνείδηση των ανθρώπων από την πιο μικρή ηλικία. Οι θρησκευτικοί μύθοι και τα δόγματα κηρύσσονταν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και διδάσκονταν υποχρεωτικά στο σχολείο. Η μελέτη του ''νόμου του θεού'' απασχολούσε αρκετό χρόνο τους μαθητές, θόλωνε την συνείδηση των παιδιών και της νεολαίας με επινοήσεις, και τους καταπίεζε πνευματικά.

Το δημοκρατικό κίνημα πρόβαλλε το αίτημα της ελευθερίας της συνείδησης, του αποχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία. Η θρησκεία πρέπει να είναι ατομική υπόθεση του κάθε πολίτη και το κράτος δεν πρέπει να ανακατεύεται στα ζητήματα της πίστης και να βιάζει τη συνείδηση των πολιτών. Το κράτος δεν πρέπει να απαιτεί από τους πολίτες την εκπλήρωση αυτών ή εκείνων των ιεροτελεστιών. Το αίτημα αυτό μπήκε στο πρόγραμμα του κόμματος των μπολσεβίκων από την εποχή του 2ου συνεδρίου του κόμματος που έγινε το 1903.

Τις βασικές αρχές της ελευθερίας της συνείδησης τις έχουν επεξεργαστεί κιόλας οι αστοί διαφωτιστές κατά την περίοδο του αγώνα εναντίον του φεουδαρχικού δουλοπαροικιακού συστήματος. Οι αστοί παράγοντες, αποβλέποντας στην κατάργηση της φεουδαρχίας, της απόλυτης μοναρχίας και της καταπίεσης της εκκλησίας, πρόβαλλαν ένα πρόγραμμα δημοκρατικών μετασχηματισμών και ανάμεσα στις αστικές ελευθερίες περιέλαβαν και το αίτημα της ελευθερίας της συνείδησης. Το αίτημα αυτό σήμαινε εξαφάνιση των προνομίων της επίσημης εκκλησίας καθώς και των προνομίων του κλήρου γενικά, την ανεξιθρησκεία, την αναγνώριση στους πολίτες του δικαιώματος εκλογής θρησκεύματος, τη διακοπή των διωγμών δια λόγους πίστης και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των αλλοθρήσκων, τη μη επέμβαση του κράτους στα ζητήματα της πίστης και τον αποχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Αυτό είναι το αστικοδημοκρατικό πρόγραμμα για το ζήτημα των σχέσεων προς τη θρησκεία και την εκκλησία που επεξεργάστηκαν οι πρωτοπόροι παράγοντες της αστικής τάξης, τότε που η αστική τάξη ήταν ακόμα προοδευτική και προχωρούσε στην ανατροπή του φεουδαρχικού καθεστώτος.

Όταν όμως η αστική τάξη ανέβηκε στην εξουσία και έγινε κυρίαρχη τάξη, τότε δεν εφάρμοσε το πρόγραμμά της. Σαν εκμεταλλεύτρια τάξη, που αποτελεί τη μειοψηφία της κοινωνίας, άρχισε να νιώθει την ανάγκη της ιδεολογικής εξαπάτησης του λαού και να υποστηρίζει τη θρησκεία και την εκκλησία. Γι' αυτό η ελευθερία της συνείδησης και ο αποχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα της αστικής τάξης, δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη.

Μερικά αστικά κράτη αναγνώρισαν την αρχή του αποχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος και την περιέλαβαν ακόμα στο σύνταγμά τους, όμως αυτή η αρχή έμεινε στα χαρτιά.

Στην πράξη , τα αστικά κράτη, έτσι ή αλλιώς ενισχύουν τη θρησκεία και την εκκλησία και τις χρησιμοποιούν σαν όπλο για την πνευματική υποδούλωση των λαϊκών μαζών.

Μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση του προλεταριάτου εφάρμοσε την ελευθερία της συνείδησης και τον αποχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Φωτεινό παράδειγμα είναι η Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία και η πολιτική του Σοβιετικού κράτους στο ζήτημα της θρησκείας και της εκκλησίας.

Ο αστικός τύπος και το ραδιόφωνο στην Αμερική και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες συνεχώς συκοφαντούν τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι στις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου δεν υπάρχει θρησκευτική ελευθερία, ότι στη Σοβιετική Ένωση και στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας δεν υπάρχει ελευθερία της συνείδησης και ότι διώκονται οι κληρικοί. Επειδή δεν έχει γεγονότα για να υποστηρίξει τα ψεύδη του, ο αστικός τύπος καταφεύγει στις δίκες που έγιναν σε βάρος ανωτέρων κληρικών για τα εγκλήματα που είχαν κάνει εναντίον του λαού. Λέγοντας ψέματα, ο αστικός τύπος και το ραδιόφωνο, παρασιωπούν το γεγονός ότι αυτοί οι κληρικοί δικάστηκαν και καταδικάστηκαν όχι για τη θρησκευτική τους δράση, ούτε για την πίστη τους στο θεό, ούτε γιατί ιερουργούσαν, αλλά για την αντεπαναστατική τους πολιτική δράση, για τον αγώνα που έκαναν εναντίον της λαϊκής εξουσίας. Πραγματικά μερικοί κληρικοί παραδόθηκαν στη δικαιοσύνη, όμως δικάστηκαν γιατί με κάλυμμα την πίστη στο θεό και το ιερατικό ένδυμα ανέπτυσσαν αντιλαϊκή δράση εναντίον των αγροτών και πάλευαν για την παλινόρθωση του αστικοτσιφλικάδικου καθεστώτος. Οι δίκες αυτές ήταν πολιτικές δίκες εναντίον των κληρικών που σαν τον καθολικό αρχιεπίσκοπο Μιντσέντυ στην Ουγγαρία ανέπτυσσαν αντεπαναστατική δράση που στρεφόταν εναντίον των συμφερόντων του λαού.

Παρά τις διαβεβαιώσεις της συκοφαντικής αστικής προπαγάνδας, μόνο στις χώρες του σοσιαλισμού υπάρχει πλήρης ελευθερία της συνείδησης και όλοι οι πολίτες είναι ελεύθεροι να έχουν όποια θρησκεία θέλουν ή να είναι άπιστοι.

Στη Σοβιετική Ένωση η εκκλησία αποχωρίστηκε πλήρως από το κράτος, και το σχολείο από την εκκλησία.

Το άρθρον 124 του συντάγματος της ΕΣΣΔ αναφέρει.
''Με σκοπό την εξασφάλιση της ελευθερίας της συνείδησης των πολιτών η εκκλησία στην ΕΣΣΔ αποσπάστηκε από το κράτος καθώς και το σχολείο από την εκκλησία. Όλοι οι πολίτες είναι ελεύθεροι να κάνουν θρησκευτική λατρεία καθώς επίσης και αντιθρησκευτική προπαγάνδα''.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος στη Σοβιετική Ένωση έχει το δικαίωμα να πιστεύει ή να μην πιστεύει στο θεό, να κάνει ή να μην κάνει θρησκευτικές ιεροτελεστίες καθώς επίσης να κάνει και αντιθρησκευτική προπαγάνδα. Κάθε απόπειρα απαγόρευσης στους πιστούς να κάνουν ιεροτελεστίες θα ήταν παραβίαση της ελευθερίας της συνείδησης, παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών, όμως το Σοβιετικό κράτος προστατεύει αυστηρά τα νόμιμα δικαιώματα των πολιτών.

Αποχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία σημαίνει ότι το κράτος δεν επεμβαίνει στις θρησκευτικές υποθέσεις των πολιτών, δεν τους επιβάλλει θρησκευτικές ή αθεϊστικές αντιλήψεις, αλλά το θεωρεί αυτό ατομική υπόθεση και τους αφήνει ελεύθερους να λύσουν αυτά τα ζητήματα κατά συνείδηση. Επίσης αποχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος σημαίνει ότι το κράτος δεν δαπανά τα χρήματα του λαού για τη συντήρηση των εκκλησιών και του κλήρου, όπως γινόταν επί τσαρισμού. Στη Σοβιετική Ένωση οι εκκλησίες και οι τόποι λατρείας συντηρούνται αποκλειστικά με τα μέσα που τους προσφέρουν οι πιστοί. Η εκκλησία, το τζαμί ή άλλοι οίκοι λατρείας μπορεί να κλείσουν μόνο με απόφαση των ίδιων των πιστών. Όμως για να απαλλαγούν οι πιστοί από τις θρησκευτικές πλάνες απαιτείται προσεκτική και σώφρονη, επιστημονική αθεϊστική προπαγάνδα.

Μήπως το κομμουνιστικό κόμμα στην πολιτική του απέναντι στη θρησκεία και την εκκλησία, περιορίζεται στο αστικοδημοκρατικό πρόγραμμα της ελευθερίας της συνείδησης ; Μήπως συμπίπτει η προλεταριακή, η σοσιαλιστική ερμηνεία της ελευθερίας της συνείδησης με την αστική ερμηνεία αυτής της ελευθερίας ;

Η μαρξιστικο - λενινιστική, σοσιαλιστική ερμηνεία της ελευθερίας της συνείδησης είναι πιο δημοκρατική και πιο προοδευτική από την αστική ερμηνεία. Ο μαρξισμός - λενινισμός, στηριζόμενος σε μια σειρά θέσεις για την ελευθερία της συνείδησης που επεξεργάστηκε η αστικοδημοκρατική πολιτική σκέψη, προχωρεί παραπέρα στην πιο πλήρη ελευθερία της συνείδησης των πολιτών.

Το αστικό πρόγραμμα της ελευθερίας της συνείδησης ουσιαστικά περιορίζεται στην ανεξιθρησκεία, στην παραχώρηση της ελευθερίας εκλογής αυτής ή εκείνης της θρησκείας, όμως αυτό δεν σημαίνει ελευθερία της απιστίας, του αθεϊσμού. Σοσιαλιστική ερμηνεία της ελευθερίας της συνείδησης θα πει όχι μόνο θρησκεία, όχι μόνο αναγνώριση της ελευθερίας εκλογής της θρησκευτικής πίστης, αλλά και ελευθερία της μη πίστης στο θεό, εξασφάλιση της ελευθερίας για τον αθεϊσμό.

Αστική ερμηνεία της ελευθερίας της συνείδησης σημαίνει ελευθερία της θρησκευτικής προπαγάνδας. Μαρξιστικο - λενινιστική ερμηνεία της ελευθερίας της συνείδησης σημαίνει ελευθερία της επιστημονικής, της αθεϊστικής προπαγάνδας. Αυτό αναφέρεται στο άρθρο 124 του συντάγματος της Σοβιετικής Ένωσης που επιτρέπει στους πολίτες την ελευθερία της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας.

Το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κόμματος, που ψηφίστηκε στο 8ο συνέδριο του ΡΚΚ [μπ.] το 1919, αναφέρει :
''Σχετικά με τη θρησκεία το ΡΚΚ δεν ικανοποιείται με το νομοθετικό μόνο αποχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία, δηλαδή με μέτρα, που η αστική δημοκρατία προβάλλει στα προγράμματά της, που πουθενά όμως στον κόσμο δεν τα εφάρμοσε ως το τέλος, εξαιτίας των πολύμορφων πρακτικών σχέσεων του κεφαλαίου με τη θρησκευτική προπαγάνδα. Το κόμμα αποβλέπει στην πλήρη κατάργηση της σχέσης ανάμεσα στις εκμεταλλευτικές τάξεις και την οργάνωση της θρησκευτικής προπαγάνδας, βοηθώντας την πρακτική απαλλαγή των εργαζομένων μαζών από τις θρησκευτικές προλήψεις και οργανώνοντας την πιο πλατιά επιστημονική διαφωτιστική και αντιθρησκευτική προπαγάνδα''.

Η Κεντρική Επιτροπή στην απόφασή της στις 10 Νοεμβρίου 1954 '' Για τα λάθη στην διεξαγωγή της επιστημονικής αθεϊστικής προπαγάνδας ανάμεσα στον πληθυσμό'' τονίζει :
''Αφού σχετικά με το κράτος η θρησκεία είναι ατομική υπόθεση και γι' αυτό η εκκλησία αποχωρίστηκε από το κράτος, τότε το κομμουνιστικό κόμμα στηριζόμενο στην μοναδικά σωστή και επιστημονική κοσμοθεωρία, το μαρξισμό - λενινισμό και τη θεωρητική του βάση, το διαλεκτικό υλισμό, δεν μπορεί να παραμείνει αδιάφορο και ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία, που είναι ιδεολογία που δεν έχει τίποτε το κοινό με την επιστήμη.
Το κόμμα μας πάντα πίστευε και πιστεύει ότι έχει απαράγραπτη υποχρέωση με όλες τις δυνάμεις και τα μέσα να βοηθάει την ανάπτυξη των φυσικών, των τεχνικών και των κοινωνικών επιστημών. Μόνον με βάση τη σύγχρονη πρωτοπόρα επιστήμη είναι δυνατή η πολύπλευρη και πλήρης εκμετάλλευση για το συμφέρον όλης της ανθρωπότητας, του φυσικού πλούτου. Μόνο με βάση την επιστήμη μπορεί να επιτευχθεί νέα υψηλή άνοδος στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας, να εξασφαλιστεί η παραπέρα ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, να ανεβεί η παραγωγικότητα της εργασίας και έτσι να ανεβεί σημαντικά η υλική ευημερία και το πολιτιστικό επίπεδο του λαού. Το κομμουνιστικό κόμμα, ξεκινώντας απ' αυτά, διαπαιδαγωγεί τους σοβιετικούς ανθρώπους στο πνεύμα της επιστημονικής κοσμοθεωρίας και κάνει ιδεολογικό αγώνα κατά της θρησκευτικής ιδεολογίας, σαν αντιεπιστημονικής ιδεολογίας''.

Στη συζήτηση με την αμερικανική εργατική αντιπροσωπεία το 1927 ο Ι. Β. Στάλιν είπε : ''Το κόμμα δεν μπορεί να είναι ουδέτερο σχετικά με τη θρησκεία. Το κόμμα κάνει αντιθρησκευτική προπαγάνδα εναντίον όλων και κάθε είδους θρησκευτικών προλήψεων, γιατί το κόμμα είναι υπέρ της επιστήμης, επειδή κάθε θρησκεία είναι κάτι το αντίθετο προς την επιστήμη.''

'' Εμείς στη Σοβιετική Ένωση, είπε ο Ν. Σ. Χρουστσόφ, λύσαμε σωστά τόσο το εθνικό ζήτημα όσο και το ζήτημα της ελευθερίας της θρησκείας. Κάθε πολίτης της χώρας μας μπορεί να κάνει θρησκευτικές ιεροτελεστίες αν το θεωρεί αυτό αναγκαίο...
Στη Σοβιετική Ένωση υπάρχουν πάνω από 15 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, υπάρχουν και αντιπρόσωποι των άλλων θρησκειών. Οι λαοί της χώρας μας παρά τις διαφορές των θρησκειών τους ζουν αδελφικά''.

Μερικοί παράγοντες των θρησκευτικών οργανώσεων προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ελευθερία της άσκησης της θρησκευτικής λατρείας σαν δικαίωμα για απεριόριστη δράση της εκκλησίας, ότι οι θρησκευτικές οργανώσεις είναι εντελώς ανεξέλεγκτες, και ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν ιεροτελεστίες αυθαίρετα σε οποιοδήποτε μέρος και οποτεδήποτε.

Η τέτοια ελευθερία της συνείδησης δεν είναι σωστή και θα σήμαινε παραβίαση των δικαιωμάτων των άλλων πολιτών.

Το Σοβιετικό κράτος δεν επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της εκκλησίας, στα ζητήματα της πίστης και των ιεροτελεστιών, δηλαδή στη δογματική και τυπική πλευρά των θρησκευτικών οργανώσεων, όμως διατηρεί το δικαίωμα του ελέγχου για τη δράση της εκκλησίας και των θρησκευτικών οργανώσεων, ώστε αυτές οι οργανώσεις να μην παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων πολιτών. Αν το κράτος δεν ελέγχει τη δράση των θρησκευτικών οργανώσεων τότε θα σήμαινε στην πράξη παραβίαση της κοινωνικής ζωής.

Τότε οι κληρικοί για να τραβήξουν την προσοχή του πληθυσμού θα ήθελαν να κάνουν ιεροτελεστίες και θρησκευτικές πομπές σε οποιουσδήποτε δρόμους και πλατείες των πόλεων και των χωριών, να βαφτίζουν πχ, στο Μόσκοβα ποταμό κλπ. Αυτό όμως θα εμπόδιζε τις μεταφορές, τα ταξίδια και θα παραβίαζε την κοινωνική ζωή, θα περιόριζε τα δικαιώματα των πολιτών. Γι' αυτό τα όργανα του Σοβιετικού κράτους δεν επιτρέπουν τις ιεροτελεστίες σε ανοικτό χώρο αλλά μόνο στους ναούς και στους οίκους λατρείας.

Σύμφωνα με τους νόμους του Σοβιετικού κράτους οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να εγγράφονται στις κοινότητες των πιστών για να κάνουν τη θρησκευτική τους λατρεία. Αυτές οι κοινότητες πρέπει να είναι δηλωμένες στα κρατικά όργανα. Η ύπαρξη αδήλωτων θρησκευτικών κοινοτήτων είναι παράνομη.

Το Σοβιετικό κράτος, προστατεύοντας την υγεία των πολιτών, δεν επιτρέπει θρησκευτικές ιεροτελεστίες που ακρωτηριάζουν τους πολίτες. Ιδιαίτερα δεν επιτρέπονται οι ιεροτελεστίες αυτοβασανισμού και βασανισμού, απαγορεύονται οι θρησκευτικές κοινότητες που έχουν σαν σκοπό τους ''την αποδήμηση στους ουρανούς'' δηλαδή την αυτοκτονία ή το φόνο καθώς και τον ακρωτηριασμό, την παραμόρφωση των ανθρώπων.

Οι θρησκευτικές κοινότητες ιδρύονται για να εκτελούν τη θρησκευτική λατρεία και όχι να κάνουν πολιτική ή άλλου είδους δράση. Όταν οι θρησκευτικές κοινότητες προσπαθούν να δημιουργήσουν ταμεία αλληλοβοήθειας, πολιτιστικο - διαφωτιστικούς και μουσικούς κύκλους, να οργανώσουν εκδρομές, γυναικείες συνελεύσεις τότε κάνουν υπέρβαση του δικαιώματός τους και ασχολούνται με ζητήματα που βγαίνουν έξω από το σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν.

Κάποτε ρωτάνε : μα δεν είναι περιορισμός των δικαιωμάτων των σοβιετικών πολιτών το ότι οι θρησκευτικές κοινότητες δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα και ιδιαίτερα το δικαίωμα της υποβολής υποψηφιοτήτων για τα τοπικά σοβιέτ και για το Ανώτατο Σοβιέτ του σοσιαλιστικού κράτους ; Όμως οι θρησκευτικές κοινότητες ιδρύονται για ένα αποκλειστικό σκοπό δηλαδή για την εκπλήρωση θρησκευτικών ιεροτελεστιών. Τώρα για την πολιτική, την πολιτιστικο - διαφωτιστική και την οικονομική δραστηριότητα των σοβιετικών πολιτών υπάρχουν άλλες οργανώσεις και ιδιαίτερα τα συνδικάτα, οι συνεταιρισμοί κλπ, όπου οι πολίτες μπορούν να αναπτύξουν πλήρως τις δυνάμεις και τις ικανότητές τους για δημιουργική δράση, για την δημιουργία της παλλαϊκής ευτυχίας, για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Μπορούν οι σοβιετικοί πολίτες να προβάλλουν υποψηφίους, για τα όργανα του σοσιαλιστικού κράτους, παράγοντες της εκκλησίας ;
Βέβαια μπορούν. Αλλά το ότι αυτό δεν γίνεται οφείλεται προφανώς στο ότι πλάι στα ονόματα των πιο καλών, των πιο πρωτοπόρων και αξιοπρεπών πολιτών, δεν θέλουν να έχουν και βουλευτές, πρόσωπα που ασχολούνται με τη διάδοση των αντιεπιστημονικών αντιλήψεων, των θρησκευτικών δοξασιών.

Το σοβιετικό κράτος, αναγνωρίζοντας σαν δικαίωμα των πολιτών του, όχι μόνο την ελευθερία άσκησης της θρησκευτικής λατρείας, αλλά και την ελευθερία της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας, στέκεται ασύγκριτα πιο ψηλά από οποιοδήποτε αστικό κράτος. Το σοβιετικό κράτος όχι μόνο δεν επεμβαίνει στα ζητήματα της συνείδησης των πολιτών και δεν τους επιβάλλει αυτή ή εκείνη τη θρησκεία,. αλλά σαν κράτος των εργαζομένων δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα απαλλαγής από τον πνευματικό ζυγό, από τις θρησκευτικές προλήψεις. Το σοσιαλιστικό κράτος με τις βιβλιοθήκες, τα αναγνωστήρια και τα άλλα πολιτικοδιαφωτιστικά ιδρύματα οργανώνει πλατιά διάδοση των επιστημονικών γνώσεων και δίνει στους πολίτες το δικαίωμα να κάνουν προπαγάνδα της επιστημονικής αθεϊστικής κοσμοθεωρίας. Μερικοί σοσιαλδημοκράτες που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές, αναθεώρησαν και παραποίησαν τη μαρξιστική θέση ότι το κράτος θεωρεί τη θρησκεία ατομική υπόθεση του κάθε πολίτη. Αυτοί ερμηνεύουν τη θέση αυτή έτσι : τη θρησκεία πρέπει να τη θεωρεί ατομική υπόθεση του κάθε πολίτη όχι μόνο το κράτος, αλλά και το κόμμα της εργατικής τάξης.

Οι αναθεωρητές του μαρξισμού στην προσπάθειά τους να προσαρμόσουν την πολιτική και την ιδεολογία της εργατικής τάξης στα συμφέροντα της αστικής τάξης, μαζί με τους άλλους οπορτουνιστές υποστηρίζουν, ότι όπως και το κράτος έτσι και το προλεταριακό κόμμα πρέπει να είναι ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία και να μην κάνει αντιθρησκευτική προπαγάνδα.

Οι οπορτουνιστές συμφιλιώθηκαν όχι μόνο με τον καπιταλιστικό ζυγό και με την πολιτική της αστικής τάξης, αλλά και με την αστική ιδεολογία και ιδιαίτερα με τη θρησκεία. Οι οπορτουνιστές λένε ότι το να πιστεύει ή να μην πιστεύει στο θεό, το να εκπληρώνει ή να μην εκπληρώνει ιεροτελεστίες αυτό είναι ατομική υπόθεση του κάθε μέλους του εργατικού κόμματος και ότι το κόμμα δεν πρέπει να επεμβαίνει στα ζητήματα της θρησκείας.

Αυτή τη θέση σχετικά με τη θρησκεία υποστηρίζουν και πολλοί οπορτουνιστές παράγοντες της 2η διεθνούς και ιδιαίτερα ο βέλγος σοσιαλιστής Ε. Βαντερβέλντε, ο άγγλος εργατικός Μακντόναλντ, ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης Κ. Κάουτσκυ και άλλοι. Ο Βαντερβέλντε πρότεινε όπως οι σοσιαλιστές αγωνίζονται εναντίον της αντιδραστικής καθολικής εκκλησίας όχι όμως και εναντίον κάθε θρησκείας. Ο Κάουτσκυ λαθεμένα παρουσίαζε τον αρχικό χριστιανισμό σαν επαναστατικό κίνημα των δούλων, αγνοώντας το γεγονός ότι ο χριστιανισμός ζητούσε την απαλλαγή από τη δουλεία όχι στη γη, αλλά στη βασιλεία των ουρανών, ότι αυτός περίμενε την εκπλήρωση του ιδανικού του όχι στην πραγματική ζωή αλλά μετά θάνατο.

Μερικοί ιδεολόγοι των δεξιών σοσιαλιστικών κομμάτων, αφού συμβιβάστηκαν με το θρησκευτικό σκοταδισμό, πιστεύουν ότι μ' όλο που ο σοσιαλισμός στηρίζεται στην επιστήμη και η θρησκεία στην τυφλή πίστη, όμως και ο σοσιαλισμός και η θρησκεία έχουν το ίδιο ιδανικό.

Το σημερινό, που πρόσφατα ψηφίστηκε, πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού κόμματος της Αυστρίας αναφέρει : ''Ο σοσιαλισμός και ο χριστιανισμός, σαν θρησκεία της αγάπης προς τον πλησίον, συμπίπτουν πλήρως ο ένας με τον άλλο, οι σοσιαλιστές μπορούν να ξεκινούν στις πεποιθήσεις τους και από θρησκευτικές αρχές''.

Το κομμουνιστικό κόμμα στέκεται στις θέσεις της συνεπούς επιστημονικής κοσμοθεωρίας και δεν συμβιβάζεται με καμιά θρησκεία. Οι κομμουνιστές ξεσκεπάζουν τους οπορτουνιστές ηγέτες των δεξιών σοσιαλιστικών κομμάτων, που προσπαθούν να συμβιβάσουν την εργατική τάξη με τη θρησκεία και να φουσκώσουν τη συνείδηση των εργατών με θρησκευτικές προλήψεις. Ταυτόχρονα οι κομμουνιστές αποκρούουν και τους αστούς πολιτικούς, καθώς και τους αναρχικούς που προσπαθούν με τον αγώνα εναντίον της θρησκείας να αποσπάσουν τους εργάτες από τον αγώνα για το σοσιαλισμό. Το Κομμουνιστικό κόμμα, σ' αντίθεση με τους οπορτουνιστές στο εργατικό κίνημα και τους αναθεωρητές του μαρξισμού που τους ακολουθούν, σε πλήρη αντιστοιχία με το μαρξισμό - λενινισμό διδάσκει ότι το κόμμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να θεωρεί τη θρησκεία ατομική υπόθεση του κάθε ξεχωριστού μέλους του κόμματος. Το ζήτημα της θρησκείας δεν είναι ατομική υπόθεση, γιατί η θρησκεία θίγει τα συμφέροντα των εργαζομένων, τα συμφέροντα της κοινωνίας, ζημιώνει τους εργαζόμενους και το κόμμα υπερασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων.

''Σχετικά με το κόμμα του σοσιαλιστικού προλεταριάτου, έγραφε ο Λένιν, η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση. Το κόμμα μας είναι ένωση συνειδητών, πρωτοπόρων μαχητών για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Μια τέτοια ένωση δεν μπορεί να μένει αδιάφορη προς τη μη συνειδητότητα προς το σκοταδισμό με τη μορφή των θρησκευτικών δοξασιών''.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...