Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Να υπερασπίσουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και την Κίνα από τους φιλελεύθερους


Απόσπασμα από άρθρο της ΟΑΚΚΕ [ολόκληρο εδώ http://oakke.gr/na408/apofasiSE408.htm]

[...] Γι αυτούς τους λόγους πρέπει να απαντήσουμε στον φιλελεύθερο αντικομμουνισμό, ιδιαίτερα στην εκδοχή του που ταυτίζει την ανοικτή δικτατορία του προλεταριάτου με το ναζισμό. Και πρέπει να απαντήσουμε με τρόπο που θα ξεσκεπάζει και τον όψιμο φιλοσταλινισμό και φιλομαοϊσμό των σοσιαλφασιστών. Γιατί την αντίληψη περί «ολοκληρωτισμού» της πραγματικής δικτατορίας του προλεταριάτου, την υποστηρίζει σήμερα πολλά χρόνια μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία και στην Κίνα και ένα μεγάλο κομμάτι από μια πραγματική δημοκρατική αριστερά. Αυτή από τη μια μεριά έχει μισήσει την πράγματι ολοκληρωτική δικτατορία της ανατολικής αστικής τάξης νέου τύπου αλλά από την άλλη βρίσκεται κάτω από την επιρροή των σοσιαλδημοκρατών, των αναθεωρητών σοσιαλδημοκρατικού «ευρωκομμουνιστικού» τύπου, των τροτσκιστών, αλλά και των κάθε λογής διαδόχων της ιστορικής παρέκκλισης του αριστερού κομμουνισμού και έχει ταυτίσει με το φασισμό, αν όχι και το ναζισμό την εποχή Στάλιν και σε ένα μικρότερο βαθμό την εποχή Μάο.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη ότι η «ελαφριά», η εισοδιστική μέσα στους αστοφιλελεύθερους και τους αριστερούς δημοκράτες μορφή του σοσιαλφασισμού, η μορφή ΣΥΝ και Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς καταδικάζει ανοιχτά το σταλινισμό στην απόφασή του και γι αυτό δεν καταδικάζει ονομαστικά τις δύο αποφάσεις αλλά αποκλειστικά το μνημόνιο. Η δυσκολία στην κριτική του αστοφιλελεύθερου αντικομμουνισμού είναι ότι αυτή πρέπει να είναι τόσο βαθιά ώστε να διαχωρίζεται και από το ρεύμα του όψιμου φιλοσταλινισμού και φιλομαοϊσμού σοσιαλφασιστικού τύπου, δηλαδή τύπου ψευτοΚΚΕ.

Αυτός σηκώνει σήμερα βασικά τη σημαία του Στάλιν (και πολύ λιγότερο του Λένιν και του Μάο) όχι για να υποστηρίξει την κύρια επαναστατική πλευρά του πρώτου, αλλά όλες τις συκοφαντίες που εξαπολύθηκαν εναντίον και κυρίως όλα τα λάθη και τις αδυναμίες του. Στην πραγματικότητα αυτά ήταν λάθη και αδυναμίες της πρώτης εργατικής εξουσίας στον κόσμο σε μια χώρα καθυστερημένη και ταυτόχρονα επιθετική ιμπεριαλιστική που επειδή τόλμησε αυτή την εξουσία δοκίμασε την πιο μεγάλη πολιτική απομόνωση που έχει ποτέ δοκιμάσει χώρα, και που τελικά δέχτηκε την πιο απάνθρωπη επίθεση που έχει ως τώρα δεχτεί χώρα. Σε μια τέτοια σκληρή εποχή αυτή η εργατική εξουσία πέρα από τα λάθη της δεν μπορούσε παρά να φερθεί με σκληρότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι και η αστοφιλελεύθερη άρνηση του μαρξισμού πάλι τα κύρια πυρά της στην εποχή αυτή της προλεταριακής επανάστασης τα ρίχνει σε αυτή τη χώρα. Οφείλουμε λοιπόν αυτή την επανάσταση να την υποστηρίξουμε σε όλη της τη διάρκεια.

Ας απαντήσουμε λοιπόν στο επιχείρημα το σχετικό με τον αριθμό των θυμάτων της προλεταριακής βίας. Το υπόμνημα, που εν πολλοίς βασίζεται στα στοιχεία του βασικού αντικομμουνιστικού εγχειριδίου της φιλελεύθερης αστικής τάξης, της «μαύρης βίβλου του κομμουνισμού», αναθέτει και στην περίοδο Λένιν τόσα εκατομμύρια νεκρούς όσα περίπου και στην περίοδο Στάλιν. Αυτό σημαίνει ότι κανείς λενινιστής δεν θα ελαφρώσει ποτέ τη θέση του απέναντι στους φιλελεύθερους είτε αστούς είτε αριστερούς δημοκράτες με το να καταδικάζει τον Στάλιν. Ότι και να κάνει μια προλεταριακή εξουσία θα τη βγάλουν εγκληματική γιατί οπωσδήποτε δεν θα αποφύγει τη βία. Το μνημόνιο λοιπόν ρίχνει στο Λένιν την ευθύνη για 5 εκατομμύρια νεκρούς από το λιμό του 21-23. Στους νεκρούς της άμεσα πολιτικής βίας του χρεώνει 500 χιλιάδες νεκρούς κοζάκους και δεκάδες χιλιάδες άλλους φεουδάρχες, αστούς και άλλους πολιτικούς εχθρούς της επανάστασης. Τον Στάλιν τον φορτώνει με τα πάνω από πέντε εκατομμύρια νεκρούς του λιμού του 30-32 αλλά και με μερικά εκατομμύρια νεκρούς της καθαρής πολιτικής βίας στις περιόδους 31-32 της κολλεκτιβοποίησης και ακόμα περισσότερα για την περίοδο των μεγάλων εσωκομματικών εκκαθαρίσεων της περιόδου 37-39. Σύμφωνα με αυτή τη λογική ο μεγαλύτερος εγκληματίας όλων των εποχών και όλων των κομμουνισμών είναι ο Μάο που τον φορτώνουν γενναιόδωρα με 65 εκατομμύρια νεκρούς κυρίως από το λιμό του 1958 στην εποχή του μεγάλου άλματος προς τα μπρος.

Θεωρώντας τον Λένιν εξ ίσου «ολοκληρωτικού» τύπου δικτάτορα όσο περίπου και τον Στάλιν οι αστοφιλελεύθεροι φέρονται με περισσότερη συνέπεια από τους τροτσκιστές και αριστερούς ρεβιζιονιστές γενικότερα που θεωρούν σαν τέτοιο δικτάτορα μόνο τον δεύτερο και έτσι καταστρέφουν τη μεγάλη ταξική διαχωριστική γραμμή που βρίσκεται όχι ανάμεσα στον Λένιν και τον Στάλιν, αλλά ανάμεσα στους Λένιν και Στάλιν από τη μια μεριά και Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ από την άλλη. Με το ότι επιτίθενται στον Λένιν με αυτόν τον τρόπο οι αστοφιλελεύθεροι αποδεικνύουν τον αντεπαναστατικό αντιλαϊκό χαρακτήρα όλης της γραμμής τους, ενώ οι τροτσκιστές και οι δεξιοί ρεβιζιονιστές που λίγο ή πολύ υποστηρίζουν τον Λένιν αλλά χτυπάνε τον Στάλιν και το Μάο καλύπτονται σαν επαναστάτες.

Αλλά ας δώσουμε μια σύντομη απάντηση στην επιχειρηματολογία με τα πτώματα.
Όταν οι αστοφιλελεύθεροι και οι οπορτουνιστές κάθε είδους καταγγέλλουν τους επαναστάτες για τη βία τους ξεχνάνε τη βία της αντεπανάστασης. Και αυτή η βία έχει πολλές πλευρές. Ας τις δούμε για δυο κυρίως περιόδους στη Ρωσία, την περίοδο Λένιν και την περίοδο Στάλιν που δέχονται σήμερα τα κύρια παγκόσμια πυρά των φιλελεύθερων.

Η προλεταριακή βία της περιόδου Λένιν ήταν κατ αρχήν η απάντηση του ρώσικου προλεταριάτου στη βία της ρώσικης αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών που κίνησαν άμεσα μετά τη σχετικά αναίμακτη κατάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ ένα μακρόχρονο εσωτερικό εμφύλιο και μια ωμή διεθνή εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Απέναντι σε αυτή την εσωτερική και εξωτερική βία απάντησαν οι μπολσεβίκοι με βία απέναντι στις τάξεις που ανέτρεψαν και σε όσο βαθμό αυτές οι τάξεις στήριξαν τη βία της αντεπανάστασης. Στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα χειρότερο από αυτό που έκαναν οι αστικές επαναστάσεις όταν ανέτρεπαν τις φεουδαρχικές εξουσίες. Οι αστοί ξεχνάνε πάντα το αίμα των δεκάδων χιλιάδων ευγενών, γενικά που έχυσε με το ξερό χτύπημα της γκιλοτίνας η επαναστατική γαλλική αστική τάξη στο εσωτερικό, ακριβώς τη στιγμή που η τάξη των φεουδαρχών συνεργάστηκε και προετοίμαζε με όλη την ευρωπαϊκή φεουδαρχική αντίδραση ένα συντριπτικό εξωτερικό χτύπημα στο νέο επαναστατικό καθεστώς. Οι αστοί μετράνε πάντα τους νεκρούς της εσωτερικής πολιτικής βίας ενός επαναστατικού καθεστώτος ανεξάρτητα από την εξωτερική βία που του ασκείται επειδή την εξωτερική βία δεν τη θεωρούν έναν ταξικό πόλεμο αλλά έναν εθνικό, μη ταξικό πόλεμο. Στο σημείο αυτό δεν διστάζουν να κάνουν και απάτες. Καταλογίζουν στην εποχή Λένιν τα εκατομμύρια νεκρούς του λιμού του 20-21 ενώ αυτός -αν αφαιρέσει κανείς τις κλιματολογικές συνθήκες που δεν πρέπει να αφαιρούνται - είχε να κάνει ακριβώς με τις πελώριες καταστροφές στις παραγωγικές δυνάμεις της Ρωσίας που έφερε ο πόλεμος.

 Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για τον πόλεμο που ακολούθησε την επανάσταση, αλλά τον διεθνή πόλεμο που προηγήθηκε της επανάστασης και ο οποίος στην πραγματικότητα προκάλεσε την επανάσταση. Πρόκειται για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο για τον οποίο οι αστοί φιλελεύθεροι και γενικά οι ιμπεριαλιστές αντικομμουνιστές κάνουν πως δεν έχουν καμιά ευθύνη ενώ αυτοί τον προκάλεσαν, αυτοί τον καθοδήγησαν και αυτοί τον υποστηρίζουν ακόμα στα σχολικά τους εγχειρίδια και στα μουσεία τους από την εθνική τους πλευρά. Αυτός λοιπόν ο πόλεμος, ένας ληστρικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος, άδικος και από τις δύο πλευρές έδωσε 20 εκατομμύρια νεκρούς χωρίς να λογαριαστούν οι νεκροί από την πείνα. Αυτό το ασύλληπτο μακελειό το αντιπάλεψε με όλες του τις δυνάμεις το ρώσικο επαναστατικό προλεταριάτο και μόνο αυτό με επικεφαλής τον Λένιν και μάλιστα το συντόμευσε σταματώντας με την επανάστασή του τον πόλεμο στο ανατολικό γερμανο-ρωσικό μέτωπο. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι οι ιμπεριαλιστές, φιλελεύθεροι και μη, ευθύνονται αποκλειστικά για τα πάνω από 5 εκατομμύρια νεκρούς από πείνα και 3 εκατομμύρια νεκρούς από επιδημίες ειδικά από τύφο που ξέσπασε πάνω στην πείνα στη Ρωσία του 17-23. Σε αυτούς τους νεκρούς πρέπει να προστεθούν τα 2,5 εκατομμύρια ρώσοι νεκροί στρατιώτες από τον ίδιο τον πόλεμο και το 1 εκατομμύριο από τον εμφύλιο που κυρίως οφείλεται στο ότι οι μπολσεβίκοι σταμάτησαν τον «πατριωτικό» πόλεμο-σφαγείο. Μόνο για τη Ρωσία οι αστοί ευθύνονται συνολικά για 11,5 εκατομμύρια νεκρούς. Όμως σε επίπεδο Ευρώπης τους αντιστοιχούν από πόλεμο, πείνα και κακουχίες πολλαπλάσιοι. Οι αστοί φιλελεύθεροι δεν λένε στους λαούς πως έγινε και νίκησε η ρώσικη επανάσταση και σταθεροποιήθηκε και αγαπήθηκε από το ρώσικο λαό με όλη αυτή την πολιτική βία που άσκησε. Μα νίκησε, σταθεροποιήθηκε και αγαπήθηκε πάνω από όλα γιατί σταμάτησε το σφαγείο, την κόλαση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με το σύνθημα της ειρήνης και με την πολιτική γραμμή της «ήττας του δικού μας έθνους» στον πόλεμο αυτό. Και ο ρώσικος λαός ήξερε ότι αυτό το σφαγείο δεν μπορούσε να σταματήσει χωρίς βία πάνω σε αυτούς που ήθελαν να συνεχίσουν αυτό το σφαγείο, δηλαδή χωρίς βία πάνω στους λυσσασμένους τσαρικούς και στους υπόλοιπους αστούς «πατριώτες», δηλαδή στους καντέτους φιλελεύθερους, τους δεξιούς εσσέρους και στους επίσης «αριστερούς πατριώτες» μενσεβίκους που ξεσήκωσαν το λαό στον μεγάλο εμφύλιο.

Αυτές όλες οι παρατηρήσεις μας δεν παίρνουν υπ όψιν τους τα στοιχεία από την κατοπινή άνοδο του βιοτικού επιπέδου του ρώσικου λαού, τη μείωση της γενικής θνησιμότητας κλπ που θα πρέπει να λογαριαστούν όταν μπαίνει σε έρευνα το ιστορικό ισοζύγιο ενός καθεστώτος. Ούτε επίσης θέλουμε σε αυτό εδώ το σημείωμά μας να απαντήσουμε στο πως μπαίνει το ζήτημα της πολιτικής βίας και της πολιτικής δημοκρατίας ανάλογα με το ποια τάξη είναι στην εξουσία και σε ποια φάση αυτής της εξουσίας. Δεν εξετάζουμε δηλαδή το ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών, της βίας πάνω στις ξεχωριστές τάξεις, των μεθόδων αυτής της βίας πχ, εκτελέσεων, εκτοπίσεων, κλπ. Εδώ απαντάμε μόνο στο προνομιακό έδαφος στο οποίο διαλέγουν οι αστοί φιλελεύθεροι να δώσουν την ιδεολογική πάλη ενάντια στους εχθρούς τους, το έδαφος των νεκρών από την πολιτική βία. Στο πλαίσιο αυτό δώσαμε μια εικόνα για το εντελώς επιλεκτικό, στενά προσδιορισμένο ταξικά και γι αυτό ιστορικά ανάπηρο και τυφλό τρόπο με τον οποίο αναλύουν οι αστοί τα εμπειρικά δεδομένα.

Να υπερασπίσουμε τη σταλινική εποχή της ρώσικης επανάστασης

Αυτή τους η ταξική προκατάληψη τους τυφλώνει ολοκληρωτικά και στο ζήτημα Στάλιν στο οποίο νιώθουν το πιο ασφαλές έδαφος γιατί εκεί σχηματίζουν το πιο πλατύ τους πολιτικό και ταξικό μέτωπο καθώς συσπειρώνουν και προοδευτικά δημοκρατικά στοιχεία από άλλες τάξεις, ακόμα και από την εργατική. Έτσι φτάνουν στο σημείο να ταυτίζουν ποιοτικά τη χιτλερική δικτατορία με τη σταλινική και το ναζισμό με το μπολσεβικισμό. Όταν οι αστοί μετράνε τους νεκρούς της πολιτικής βίας της εποχής Στάλιν είπαμε ότι ενώνουν όπως και με το Λένιν τα θύματα της καθαυτό πολιτικής βίας με τα θύματα των λιμών. Ιδιαίτερα πλουτίζουν τα προπαγανδιστικά νεκροτομεία τους με τα εκατομμύρια των νεκρών του μεγάλου λιμού του 31-32 που εκτός από τη Ρωσία και περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της ΕΣΣΔ χτύπησε την σιτοπαραγωγή Ουκρανία, ενώ είναι γεγονός ότι και τα θύματα της καθαυτό εσωτερικής πολιτικής βίας είναι περισσότερα στη σταλινική από όσα στη λενινιστική εποχή της σοβιετικής επανάστασης.

Όπως και για τη λενινιστική περίοδο της ρώσικης επανάστασης έτσι και δω θα απαντήσουμε στα πτωματολογικά επιχειρήματα της αστικής τάξης με όρους ενός ευρύτερου πολιτικού ορίζοντα.
Η σταλινική εποχή διαφέρει αντικειμενικά από την περίοδο του Λένιν σε ένα κυρίως ζήτημα: Στο ότι η λενινιστική περίοδος είναι μια μεταπολεμική εποχή του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ενώ η σταλινική είναι η περίοδος στη διάρκεια της οποίας προετοιμάζεται και διεξάγεται ο δεύτερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Σε αυτόν τον πόλεμο είναι συγκεντρωμένη όλη η πολιτική βία, η παγκόσμια πολιτική βία αυτής της περιόδου, όπως στον πρώτο είναι συγκεντρωμένη η παγκόσμια πολιτική βία της περιόδου 1900-1915. Ενώ ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, άδικος και από τις δυο πλευρές, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός αποικιακού τύπου από τη μια μεριά και δημοκρατικός εθνικοαπελευθερωτικός από την άλλη. Σε αυτόν τον πόλεμο αν και τις δυτικές χώρες διοικούσε η ιμπεριαλιστική μονοπωλιακή αστική τάξη, ο πόλεμος που αυτές διεξήγαγαν ενάντια στο τρίτο Ράϊχ ήταν από την πρώτη στιγμή πόλεμος δημοκρατικός εθνικοαπελευθερωτικός για την ίδια την ύπαρξή αυτών των χωρών σαν πολιτισμένων χωρών. Αυτό οφείλεται στο ότι σε αυτόν τον πόλεμο το ένα στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, το χιτλερικό, αντί να παλέψει για να αποσπάσει αποικίες από ένα άλλο, αποφάσισε να μετατρέψει σε αποικίες τις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες και πάνω απ’ όλα να μετατρέψει σε αποικία δούλων -κυριολεκτικά- την πρώτη χώρα της προλεταριακής κομμουνιστικής επανάστασης, την ΕΣΣΔ.

Είναι γνωστό πολύ στους αστούς ιστορικούς πως από τους δύο ταυτόχρονους πολέμους του Χίτλερ, εκείνον ενάντια στους «εβραιοκαπιταλιστές» της Δύσης και εκείνον ενάντια στους «εβραιομπολσεβίκους» της ΕΣΣΔ, μόνο ο δεύτερος ήταν πόλεμος ολοκληρωτικής εξόντωσης και υποδούλωσης (Vernichtungskrieg). Αυτό το ξεχωριστό μίσος προς τους μπολσεβίκους, που εμφανίζεται από την πρώτη στιγμή στην πλατφόρμα των εθνικοσοσιαλιστών, έχει την ταξική ερμηνεία του όχι βέβαια στην ταύτιση του εθνικοσοσιαλισμού με το μπολσεβικισμό αλλά στην ταξικά απόλυτη αντιδιαμετρικότητά τους. Και αυτή η αντιδιαμετρικότητα αποδείχτηκε στην πράξη: Σε αυτόν τον πιο μεγάλο πόλεμο της ιστορίας και τον πιο κρίσιμο για την εξέλιξη της ανθρωπότητας, τον πρώτο ρόλο στα βάρη του σε ανθρώπινες θυσίες και την πιο αποφασιστική συνεισφορά στην έκβασή του ήταν ιστορικά και πρακτικά υποχρεωτικό να τον παίξει, και τον ανέλαβε, η σοβιετική εξουσία της σταλινικής εποχής με επικεφαλής τον ίδιο τον Στάλιν. Οι αστοί ιστορικοί που όλο και περισσότερο μέσα στην παρακμή τους ταυτίζουν τον Χίτλερ με τον Στάλιν δεν μπορούν να εξηγήσουν πως έγινε και μια βαρβαρότητα συνέτριψε μια άλλη αντί να ενωθεί μαζί της. Δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί η σταλινική ηγεσία αρνήθηκε την πρόταση του Χίτλερ να καταχτήσει όλη τη νότια Ασία στα πλαίσια μιας συμμαχίας με τα άλλα τρία αρπακτικά, τη ναζιστική Γερμανία, την αυτοκρατορική Ιαπωνία και τη φασιστική Ιταλία και προτίμησε να φτάσει στο χείλος της καταστροφής και της συντριβής προκειμένου να αντιμετωπίσει το ναζισμό σαν πρόοδος παρά να συμφιλιωθεί μαζί του σα βαρβαρότητα. Κυρίως δεν μπορούν να απαντήσουν πως έγινε και οι μάζες του ρώσικου λαού, κυρίως η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά πολέμησαν με τόση αυτοθυσία εφόσον υποτίθεται ζούσαν έναν εφιάλτη καταπίεσης από το καθεστώς που με τόσο σθένος υπεράσπιζαν. Ούτε θα μπορέσουν να απαντήσουν στο πως έγινε και η πιο καθαρή και επίμονη αντιναζιστική στάση σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, τα χρόνια πριν την έκρηξη του παγκόσμιου πολέμου ήταν αυτή της τρίτης Διεθνούς με τη γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου.

 Ήταν η ιμπεριαλιστική Δύση που άφησε τη Δημοκρατική επανάσταση στην Ισπανία να νικηθεί από το φασισμό και την Τσεχοσλοβακία να καταβροχθιστεί από το Χίτλερ και όχι η Τρίτη Διεθνής και οι ρώσοι μπολσεβίκοι. Ήταν λοιπόν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, φιλελεύθεροι και μη, που ευθύνονται σε τεράστιο μέρος για τα 50 εκατομμύρια νεκρών του β΄ παγκόσμιου πόλεμου και όχι ο κομμουνισμός. Όσα πτώματα λοιπόν και να μετρήσουν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν θα αποδείξουν την απανθρωπιά εκείνης της πολιτικής εξουσίας αλλά της δικιάς τους. Από την άλλη με το να θέλουν σήμερα να καταδικάσουν τη σταλινική περίοδο σαν ταυτόσημη με τη ναζιστική, οι αστοφιλελεύθεροι και γενικότερα οι δυτικοί ιμπεριαλιστές αρνούνται το αντιφασιστικό μέτωπο που οι ίδιοι συγκρότησαν με τη σταλινική Ρωσία ενάντια στους ναζί. Κάνουν δηλαδή τώρα το ίδιο πράγμα που κάνανε τότε οι πρόδρομοι του σοσιαλφασισμού, οι τροτσκιστές του 40 καθώς και όλοι οι ουδετερόφιλοι φασίστες.
Παρόλα αυτά υπάρχουν όπως είπαμε παραπάνω δημοκρατικοί άνθρωποι που δίχως να ταυτίζουν Χίτλερ και Στάλιν θεωρούν ότι ασκήθηκε μια βία στο εσωτερικό της χώρας από τη σοβιετική εξουσία εκείνη την εποχή που δεν ήταν προλεταριακή ούτε στον όγκο της, ούτε και στην ποιότητά της. Δεν είμαστε και μεις διατεθειμένοι να υποστηρίξουμε κάθε βία που ασκήθηκε από το σοβιετικό καθεστώς στο μεσοπόλεμο, ούτε τις μέθοδες αυτής της βίας. Εκείνο που θέλουμε να ξεχωρίσουμε είναι ποια ήταν η ταξική ποιότητα αυτής της βίας στην κύρια πλευρά και μετά τι ήταν ιστορικά αναπόφευκτο σε αυτήν και τι ήταν λάθος του επαναστατικού στρατοπέδου.

Το μεγάλο πρόβλημα της ρώσικης επανάστασης στη σταλινική περίοδο και η δικτατορία του προλεταριάτου πάνω στην πλούσια αγροτιά

Αυτή την εσωτερική βία δεν μπορεί και δεν πρέπει να τη δει κανείς ανεξάρτητα από την απόλυτα εξοντωτική εξωτερική βία που ξέσπασε ενάντια στην ΕΣΣΔ από το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Γιατί αυτή η εξωτερική βία δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν όπως είπαμε ξέσπασμα της προπολεμικής πολιτικής και οικονομικής ταξικής βίας που ασκήθηκε πάνω στη χώρα της πρώτης πετυχημένης επανάστασης σκλάβων στην ανθρώπινη ιστορία. Όπως και στην εποχή Λένιν έτσι και στην εποχή Στάλιν και ακόμα περισσότερο στη δεύτερη, η ρώσικη προλεταριακή εξουσία δοκίμασε μια πελώρια διεθνή απομόνωση, μια απομόνωση πολιτική και οικονομική. Όμως η απομόνωση μιας προλεταριακής εξουσίας σε μια παραγωγικά καθυστερημένη χώρα κάνει αυτήν την εξουσία εξαιρετικά εύθραυστη και αυτό το ξέρουν αυτοί που πιέζουν και γι αυτό πιέζουν περισσότερο. Για τους μαρξιστές σταθερή είναι η επαναστατική εξουσία σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα, αλλά σε μια τέτοια χώρα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί σοσιαλιστική επανάσταση.

 Αντίθετα σε μια παραγωγικά καθυστερημένη χώρα είναι σχετικά εύκολο να πάρει η επαναστατική τάξη την εξουσία αλλά πολύ δύσκολο να τη κρατήσει. Κυρίως είναι δύσκολο να την κρατήσει γιατί της λείπει η υλική της βάση που στην περίπτωση της προλεταριακής εξουσίας είναι η σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή και η σύγχρονη τεχνολογία. Στην περίπτωση της σοσιαλιστικής Ρωσίας το προλεταριάτο βρήκε μπροστά του όχι μόνο μια γενικά καθυστερημένη χώρα αλλά μια χώρα ρημαγμένη από ένα διεθνή και έναν εμφύλιο πόλεμο που τη χτύπησαν αλλεπάλληλα για μια περίπου δεκαετία. Η σύγχρονη υποδομή σε μια τέτοια χώρα μπορεί να υπάρξει με δυο τρόπους. Ο ένας είναι ή υλική βοήθεια από την προλεταριακή εξουσία μιας ανεπτυγμένης χώρας η οποία σχετικά με τον όγκο της σοβιετικής Ρωσίας θα έπρεπε να είναι μια μεγάλη βιομηχανική χώρα. Με αγωνία από το 1917 ως τα 1923 το ρώσικο προλεταριάτο της λενινιστικής περιόδου περίμενε μια πετυχημένη προλεταριακή επανάσταση στην Ευρώπη που πρακτικά μπορούσε να επικρατήσει εκείνη την εποχή μόνο στη Γερμανία.

Στη σταλινική εποχή κάθε τέτοια ελπίδα για το κοντινό μέλλον είχε χαθεί καθώς η προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία τσακίστηκε με συσπειρωμένη εναντίον της την παγκόσμια αστική τάξη και την εργατοαριστοκρατική σοσιαλδημοκρατία. Οπότε έμενε στο ρώσικο προλεταριάτο ένας μόνος άλλος δρόμος για να κρατήσει την εξουσία του: να βαδίσει για το σοσιαλισμό στηριγμένο στην ίδια τη χώρα του και να επιταχύνει την υλικοτεχνική βιομηχανική συσσώρευση σε χρόνο και ρυθμούς πρωτοφανείς για κάθε άλλη βιομηχανική χώρα. Έπρεπε όμως να πραγματοποιήσει αυτή την πρωταρχική βιομηχανική συσσώρευση δίχως εκμετάλλευση αποικιών, δίχως τη φυσική εξουθένωση του προλεταριάτου και δίχως την καταστροφή της φτωχής αγροτιάς όπως έγινε στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Όμως μια τέτοια γρήγορη συσσώρευση δεν μπορούσε να περάσει δίχως να φέρει μοιραία σε ένταση τις σχέσεις του ρώσικου προλεταριάτου με την αγροτική αστική τάξη και σε ένα βαθμό και με τη μεσαία αγροτιά. Ο πολιτικοοικονομικός χειρισμός αυτών των αντιθέσεων, ιδιαίτερα της αντίθεσης βιομηχανικού προλεταριάτου και πλούσιας αγροτιάς ώστε να μη γίνουν ανταγωνιστικές ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Αυτό ήταν ζωτικό ζήτημα γιατί η αγροτική αστική τάξη είχε ισχυρό, συχνά ηγετικό ρόλο στο χωριό και στο επίπεδο της παραγωγικής τεχνικής και στο πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο. Έτσι η πλούσια αγροτιά επηρέαζε τη μεσαία αγροτιά και μέσω αυτής σε ένα βαθμό και τη φτωχή.

Η πολιτική εξουσία της φτωχής αγροτιάς και του αριθμητικά αδύναμου προλεταριάτου της γης, δηλαδή τα σοβιέτ της υπαίθρου δεν μπορούσαν από μόνα τους να εξουδετερώσουν δίχως τη βοήθεια του βιομηχανικού προλεταριάτου την κοινωνική και πολιτική επιρροή της αγροτικής αστικής τάξης, των κουλάκων. Η τελική λύση αυτής της αντίθεσης μπορούσε να είναι μόνο η κολλεκτιβοποίηση και η ταυτόχρονη εκμηχάνιση της γεωργίας. Όμως αυτή η λύση ήθελε χρόνο αν επρόκειτο να γίνει χωρίς μια απότομη και βίαιη απαλλοτρίωση της ιδιοχτησίας της πλούσιας αγροτιάς. Τη λύση της αντίθεσης της αστικής τάξης της υπαίθρου με το βιομηχανικό προλεταριάτο ως την ολοκλήρωση της κολλεκτιβιποίησης την αναζήτησε ο Λένιν στην πολιτική της ΝΕΠ, κατέφυγε δηλαδή σε μορφές οικονομικών σχέσεων που άφηναν αρκετό έδαφος στον καπιταλισμό της μικρής παραγωγής στην ύπαιθρο και στην πόλη για να διατηρήσει τη συμμαχία του βιομηχανικού προλεταριάτου με τη μεσαία αγροτιά και να εξουδετερώσει τις αντιθέσεις της πλούσιας αγροτιάς, δηλαδή να οδηγήσει την τελευταία στο να έχει μια στοιχειωδώς ανεκτική στάση απέναντι στην εργατική εξουσία. Επρόκειτο για μια ισορροπία σε ένα διαρκώς τεντωμένο σχοινί ισορροπία που κράτησε λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Λένιν και τελικά διαταράχτηκε καθώς η πλούσια αγροτιά διαρκώς κερδοσκοπούσε σε βάρος της τροφοδοσίας σε σιτηρά του προλεταριάτου της πόλης και δεν δεχόταν το ρυθμό συσσώρευσης που της είχε επιβληθεί από αυτό.

Δεν μπορούμε προς το παρόν με το δικό μας υποκειμενικό επίπεδο γνώσης της πολιτικής και της οικονομίας εκείνης της στιγμής να απαντήσουμε αν η συνέχιση αυτής της πολιτικής ήταν δυνατή ή αν αναπόφευκτα αυτές οι δυο μαζικές τάξεις θα οδηγούνταν σε μετωπική σύγκρουση κάτω από τους δοσμένους πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Το ζήτημα είναι ότι τελικά με το επίπεδο συνείδησης που είχε εκείνη τη στιγμή το ρώσικο βιομηχανικό προλεταριάτο και στην ηγεσία και στη βάση του οδηγήθηκε σε μετωπική σύγκρουση με την πλούσια αγροτιά, δηλαδή με το σύνολό της. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι η προλεταριακή ηγεσία που ανέλαβε αυτή την ευθύνη δεν συνέλαβε εκείνη τη στιγμή ολοκληρωμένα τι σήμαινε αυτή για τη στρατηγική ευστάθεια της πολιτικής εξουσίας του προλεταριάτου και το μέλλον της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ. Στην κολλεκτιβοποίηση των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 30 που σήμαινε την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της πλούσιας αγροτιάς αυτή αντέδρασε με βία για να δεχτεί με τη σειρά της τη μαζική πολιτική βία της εργατικής εξουσίας. Η άσκηση μαζικής βίας πάνω σε μια τόσο πολυπληθή τάξη σαν την πλούσια αγροτιά δεν μπορούσε να αφήσει εντελώς αδιάφορες και τις γειτονικές της τάξεις, ειδικά τη μεσαία αγροτιά που ένα της κομμάτι έγινε εχθρικό προς το προλεταριάτο και ένα άλλο ουδετεροποιήθηκε. Η εργατική τάξη χρειάστηκε πια να προχωρήσει με μεγαλύτερο πείσμα και με πολύ σκληρή δουλειά παίρνοντας μαζί της μόνο τη φτωχή αγροτιά.

Ήταν μια απίστευτη ενθουσιώδης πορεία μιας νέας τάξης που είχε συνείδηση της ιστορικής αποστολής της. Αυτή η πορεία έδωσε πραγματικά θαύματα στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, δηλαδή της υλικής βάσης της σοσιαλιστικής επανάστασης αλλά από πολιτική άποψη σήμαινε την όξυνση της ταξικής πάλης σε ασύλληπτα επίπεδα και σε έκταση και σε ένταση.

Η ταξική βία στην κοινωνία και ο δημοκρατισμός στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κόμματος

Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της όξυνσης της ταξικής πάλης στην κοινωνία ήταν η όξυνση της πολιτικής πάλης μέσα στο προλεταριακό κόμμα. Γιατί κάτω από τις συνθήκες μιας δικτατορίας της οποίας η άσκηση γίνεται λόγω της ιστορικής φάσης με ανοιχτές και έκτακτες μορφές βίας, οι διαφορετικές τάξεις δεν μπορούν να αντιπροσωπευτούν πολιτικά παρά μόνο μέσα στο μόνο πολιτικό κόμμα που μπορεί να υπάρχει νόμιμα και αυτό είναι το κομμουνιστικό. Η δικτατορία πάνω στους φεουδάρχες και τους μεγάλους αστούς που ήταν και καθολικά μισητοί και άμαζοι σαν τάξεις δεν μπορούσε να διασπάσει το κόμμα. Όμως η δικτατορία πάνω σε μαζικές τάξεις και με αδιάφορες άλλες ενδιάμεσες τάξεις μπορούσε. Γιατί είχε σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την άσκηση κομματικής δικτατορίας πάνω στις εσωκομματικές τάσεις που συνειδητά ή ασυνείδητα παρατάσσονταν με τις απαγορευμένες τάξεις ή διαφωνούσαν για λόγους γενικής τακτικής με αυτήν την απαγόρευση. Από κει προκύπτει η ανάγκη της ίδιας της τάξης και της πρωτοπορίας της τάξης για ένα ενιαίο πειθαρχικό κόμμα απέναντι σε ένα μαζικό εχθρό, από κει αυτή η ζωτική αυθόρμητη τάση για ομοφωνία μέσα στο προλεταριάτο και στο κόμμα, από κει η ανάγκη για ένα τέτοιο συγκεντρωτισμό της τάξης που να φτάνει ως την αναγνώριση ενός ατόμου σαν αρχηγού-αυθεντίας. Από κει η εξαιρετική μείωση της ανοιχτής δημοκρατικής διαμάχης μέσα στο κόμμα. Η ένταση της εσωκομματικής πάλης δυνάμωσε από την ώρα που μπήκε στην ημερήσια διάταξη η αντίσταση στο ναζιστικό γερμανικό ιμπεριαλισμό. Η θανάσιμη εξωτερική απειλή όξυνε παραπέρα την εσωτερική ταξική και κομματική σύγκρουση που ξεκίνησε από τη δολοφονία του Κύροφ και έφτασε σε παροξυσμό με τις δίκες της Μόσχας το 37 και 38. Από ένα σημείο και πέρα η αντίθεση των γραμμών είχε γίνει αντίθεση ανταγωνιστικών στρατοπέδων. Ο εμφύλιος στην κοινωνία δεν μπορούσε να αφήσει άνεση έκφρασης στους αντικειμενικούς εκπροσώπους των δύο αντίθετων τάξεων μέσα στο κόμμα.

Η εσωτερική ταξική πάλη δοκίμασε ύφεση στην περίοδο του μεγάλου εξωτερικού αντιφασιστικού πολέμου αλλά ξαναδυνάμωσε ανάμεσα στα 1948 και 1956. Για μας η περίοδος 1930-1956 είναι η περίοδος της πιο σκληρής ταξικής πάλης που έδωσε ποτέ ιστορικά καταπιεσμένη τάξη στην εξουσία. Οι νεκροί, τα λάθη ακόμα και τα εγκλήματά αυτής της περιόδου δεν αλλάζουν το γεγονός ότι σε όλη αυτή την περίοδο ήταν στην εξουσία η επαναστατική τάξη που διεξήγαγε με τον τρόπο που μπορούσε να συλλάβει την πολιτική, οικονομική και ιδεολογική ταξική πάλη. Το επιστέγασμα αυτής της πάλης ήταν όπως είπαμε στην αρχή αυτού του κειμένου ο κοσμοϊστορικός αντιφασιστικός πόλεμος που έδωσε η επαναστατική τάξη. Η βαθιά μελέτη αυτής της περιόδου πρόκειται να δώσει πολλά μαθήματα στο μέλλον στους λαούς, αλλά η τελική κατάληξή της ήταν η ήττα του επαναστατικού προλεταριάτου και η άνοδος στην εξουσία της αστικής τάξης, μιας τάξης που το τελευταίο απόσπασμα των επαναστάσεων του 20 αιώνα, το κινέζικο προλεταριάτο θα ονομάσει αστική τάξη νέου τύπου. Αυτή η κυρίαρχη τάξη επειδή κατάφερε να πάρει την εξουσία και να παλινορθώσει τον καπιταλισμό στην πρώτη σοσιαλιστική χώρα είναι η πιο αντιδραστική, η πιο έμπειρη πολιτικά, και η πιο αδίστακτη που έχει υπάρξει ως τα σήμερα. Είναι η πρωτοπορία του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας αντίδρασης. Το πολιτικό καθεστώς που αυτή εγκαινιάζει είναι ο σοσιαλιμπεριαλισμός και η πολιτική δικτατορία που θα ασκήσει στις χώρες που έχει καταχτήσει ή θα καταχτήσει είναι ο σοσιαλφασισμός.

Η άνοδος της αστικής τάξης νέου τύπου στην εξουσία

Ο σοσιαλφασισμός στην εξουσία είναι η μονοπωλιακή ιμπεριαλιστική αστική τάξη στην εξουσία. Αυτή πήρε τα πολιτικά της μαθήματά αντιπαλεύοντας την εργατική τάξη σε όλη την περίοδο της σοσιαλιστικής επανάστασης μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα, ιδιαίτερα στην περίοδο 1930-1956 και γι αυτό ξέρει όσο καμιά άλλη αστική τάξη την εργατική τάξη αφού έπρεπε ταυτόχρονα και να την εκπροσωπεί και να την υπονομεύει. Από την άλλη αυτή η αστική τάξη νέου τύπου υπήρξε ο πολιτικός κληρονόμος της τελειότερης διπλωματικής μηχανής του ιμπεριαλισμού της εποχής, της τσαρικής διπλωματίας. Αυτή η διπλή προέλευση προίκισε την αστική τάξη νέου τύπου με δύο ιδιότητες.

Η πρώτη ιδιότητα είναι η τέχνη της συνομωσίας που το πιο τέλειο εργαλείο της είναι ο εισοδισμός. Ο εισοδισμός συνίσταται στην άλωση ενός εχθρικού πολιτικού ρεύματος μέσω της εισόδου στελεχών σε αυτό για την απόσπαση της ηγεσίας του. Αυτή η τακτική απαιτεί την κατανόηση της ιδεολογίας, της πολιτικής γραμμής ακόμα και της ψυχοσύνθεσης της τάξης ή της ταξικής μερίδας που αυτό το πολιτικό ρεύμα εκπροσωπεί. Ο τσαρισμός είχε αναπτύξει σε ψηλά επίπεδα την τακτική της εισόδου στις ηγεσίες του εχθρικού στρατοπέδου αλλά περισσότερο αναζητούσε με αυτή τη μέθοδο πολιτικές θέσεις στο επιτελείο του εχθρού παρά ηγεμονία και καθοδήγηση ολόκληρων πολιτικών ρευμάτων. Οι σοσιαλφασίστες έφτασαν αυτή την τέχνη στην τελειότητα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμά τους σε αυτό το επίπεδο είναι η τέχνη της προβοκάτσιας.

Η δεύτερη και η πιο θεμελιακή ιδιότητα αυτής της τάξης είναι η πρακτική και θεωρητική γνώση της ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού η πολιτική προηγείται από την οικονομία ή καλύτερα το πολιτικό μονοπώλιο της βίας προηγείται από το μονοπώλιο στην ιδιοκτησία. Αυτή τη γνώση η αστική τάξη νέου τύπου την απόκτησε και θεωρητικά από το λενινισμό και πρακτικά από τη δικιά της παλινορθωτική εμπειρία. Ενώ η κλασσική αστική τάξη πήρε την πολιτική εξουσία από τα χέρια της απολυταρχίας αφού πρώτα είχε ουσιαστικά αποσπάσει την οικονομική εξουσία, η αστική τάξη νέου τύπου πήρε πρώτα την πολιτική εξουσία από τα χέρια του νικημένου προλεταριάτου και μετά πήρε ολόκληρη την οικονομική εξουσία για τον εαυτό της. Για την ακρίβεια η αστική τάξη μέσα στο κόμμα σφετερίστηκε συλλογικά στην αρχή, αλλά και ατομικά στη συνέχεια, όλο τον πλούτο, όλες τις υλικές και πνευματικές παραγωγικές δυνάμεις που επί μισό αιώνα με αυτοθυσία είχε συσσωρεύσει ο σοβιετικός λαός, αλλά και όλο τον ιστορικά συσσωρευμένο πλούτο της κοινωνίας από τις προηγούμενες εποχές. Έτσι αυτή η αστική τάξη νέου τύπου όχι μόνο έγινε μια μονοπωλιακή αστική τάξη, αλλά έγινε μια τάξη που είχε συνείδηση ότι το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας μπορούσε να το αποκτήσει μόνο μέσα από την απόλυτη πολιτική της δικτατορία δηλαδή μέσα από το δικό της μονοπώλιο της βίας. Και αφού η μόνη μορφή που μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό το μονοπώλιο μπροστά στις εργατικές και λαϊκές μάζες ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου, η αστική τάξη νέου τύπου συνέχισε να δηλώνει κομμουνιστική και να ασκεί τη δικτατορία της σα δικτατορία του προλεταριάτου αρχικά και σα δικτατορία του κομμουνιστικού αταξικού «κράτους όλου του λαού» στην συνέχεια.

Αφού αυτή η τάξη διαπίστωσε ότι μπορεί να σφετεριστεί με τη βία τον πλούτο μιας πελώριας χώρας έβαλε σα στόχο να αποσπάσει τον πλούτο όλων των χωρών της γης. Αυτό έγινε το πραγματικό αλλά ανομολόγητο πρόγραμμά της από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην εξουσία. Στην ουσία φέρθηκε όπως κάθε ιμπεριαλισμός που έρχεται τελευταίος στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου και ο οποίος μόνο με τη βία μπορεί να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές του και να κατακτήσει την παγκόσμια ηγεμονία. Αυτόν το δρόμο τον είχε ήδη διαβεί και ο γερμανικός και ο γιαπωνέζικος ιμπεριαλισμός και ήταν γνώριμος στους αστούς νέου τύπου. Αλλά μόνο οι σοσιαλιμπεριαλιστές έχουν την πείρα μιας συνωμοτικής παρατεταμένης πάλης για την επιτυχία των στόχων τους και μόνο αυτοί ξέρανε τόσο καλά ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος μπορεί να έχει πιθανότητες επιτυχίας αν διεξαχθεί στο όνομα των καταπιεσμένων λαών και εθνών, να ανατρέψει την κυριαρχία των αντίπαλων ιμπεριαλισμών συμμαχώντας με εργατικές τάξεις, λαούς και εθνικά κινήματα που θα μπορούσε να τα αλώσει για να τα μεταλλάξει στο αντίθετό τους και χάρη σε αυτά να ασκήσει στις αντίστοιχες τάξεις, έθνη και λαούς τη δικιά του δικτατορία. Έτσι έχουμε για πρώτη φορά έναν ιμπεριαλισμό που δεν είναι μόνο ο πιο μεγάλος εξωτερικός εχθρός των λαών αλλά και ο κύριος εσωτερικός τους εχθρός.

Η εμπειρία των λαών και των εθνών από τον σοσιαλφασισμό είναι ακόμα περιορισμένη γιατί η νέα αυτή μορφή ιμπεριαλιστικής εξουσίας δεν έχει γίνει ακόμα παγκόσμια μέσα από ένα παγκόσμιο πόλεμο και πιο πολύ γιατί μόνο μέσα από ένα παγκόσμιο πόλεμο αυτή η βία θα φτάσει στην άκρη της όπως έγινε με το γερμανικό και το γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό. Οι μόνοι που έχουν αισθανθεί σε ένα βαθμό αυτή την ακραία βία είναι οι λαοί των υπό σοσιαλιμπεριαλιστική κατοχή χωρών. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι εκείνοι ακριβώς που μισούν σήμερα τον ψευτοκομμουνισμό και ηγούνται της καταγγελίας του, αν και του επιτίθενται ακόμα σαν κομμουνισμό γενικά ακριβώς γιατί δεν μπορούν να συλλάβουν πως έγινε η ποιοτική μετατροπή στην ουσία του κομμουνισμού χωρίς να φανεί με κραυγαλέο τρόπο η ποιοτική μετατροπή στη μορφή του. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην ΕΣΣΔ και πολύ λιγότερο στην Κίνα γιατί στην ΕΣΣΔ η αστική τάξη νέου τύπου μπόρεσε να κρυφτεί εντελώς σε όλη τη μακριά περίοδο της εσωκομματικής πάλης Αυτό δεν το πέτυχε η κινέζικη αστική τάξη νέου τύπου ακριβώς γιατί ο Μάο Τσε Τουνγκ αξιοποίησε την πείρα της ρώσικης παλινόρθωσης και κήρυξε και καθοδήγησε τον παρατεταμένο και ανοιχτό, μέσα και έξω από το κόμμα, πολιτικό εμφύλιο ενάντιά της που λέγεται Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση. Μέσα από αυτήν την επανάσταση έγινε αρκετά σαφής στις μάζες ο δεξιός χαρακτήρας της και στη μορφή και στην ουσία.

Η γενική τακτική του ρώσικου σοσιαλφασισμού για την άνοδο του στην εξουσία

Η ρώσικη σοσιαλφασιστική αστική τάξη με πολιτικούς ηγέτες της τους Σουσλόφ, Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ, έδρασε εντελώς ανεμπόδιστη στο πολιτικό επίπεδο ακόμα και όταν εξαπέλυσε την τελική της επίθεση για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας στα πρώτα χρόνια μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ιδιαίτερα μετά το 1947, όταν κατάφερε να καταλάβει νευραλγικές θέσεις του μηχανισμού εξουσίας του ΚΚΣΕ. Η γενική πολιτική τακτική της ήταν να κινηθεί ανάμεσα στα δυο βασικά κομματικά προλεταριακά ρεύματα που νομοτελειακά συνυπάρχουν μέσα στο κόμμα σε όλες τις προλεταριακές επαναστάσεις και που στις ακραίες τους εκφράσεις γίνονται οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις ή και ανοιχτά αντεπαναστατικά ρεύματα. Πρόκειται από τη μια μεριά για το αριστερό ρεύμα που επιζητεί τις ρήξεις με τους παλιούς ταξικούς σχηματισμούς και τον ιμπεριαλισμό γενικά και έχει συχνά την τάση να υπερεκτιμάει το επίπεδο ανάπτυξης της συνείδησης των μαζών. Από την άλλη πρόκειται για το δεξιό ρεύμα που αναζητάει τρόπους να συσπειρώσει όσο περισσότερες ταξικές δυνάμεις από τον παλιό κόσμο μπορεί, πριν προχωρήσει σε οποιοδήποτε άλμα και έχει συχνά την τάση να υποτιμάει τις επαναστατικές διαθέσεις και το επίπεδο συνείδησης των μαζών. Αυτά τα ρεύματα όταν δεν έχουν γίνει οπορτουνισμός δεν είναι ούτε σταθερά, ούτε οι φορείς τους είναι πάντα τα ίδια κομματικά μέλη. Απλά αποτελούν αντανακλάσεις της ταξικής πάλης στη συνείδηση των πρωταγωνιστών της σε μια δοσμένη φάση της, ακόμα και μόνο σε ένα δοσμένο πολιτικό πρόβλημα. Στο βάθος αυτά τα ρεύματα συγκρούονται μέσα στον κάθε επαναστάτη και μάλιστα αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της πολιτικής του συνείδησης. Όταν αυτά τα ρεύματα οδηγηθούν στις ακραίες τους συνέπειες και παγιωθούν σε σταθερές μορφές της πολιτικής συνείδησης οργανωτικά και ιδεολογικά γίνονται ταξικές παρεκκλίσεις και τότε αντανακλούν την επιρροή ξένων τάξεων πάνω στο προλεταριάτο. Ή ακόμα μπορούν να φτάσουν να εκπροσωπήσουν αυτές τις ξένες ή και εχθρικές τάξεις δηλαδή να γίνουν οπορτουνιστικά αντιπρολεταριακά πολιτικά ρεύματα μέσα στο κόμμα. Στην περίπτωση της αριστερής παρέκκλισης, αυτή γενικά αποτελεί αντανάκλαση στο προλεταριάτο της συνείδησης της εκτεταμένης μικροαστικής τάξης που στις επαναστατικές περιόδους αποκτά εξαιρετικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Η δεξιά παρέκκλιση στο προλεταριάτο αποτελεί συνήθως αντανάκλαση στο προλεταριάτο της συνείδησης της αστικής τάξης.

Η σοσιαλφασιστική αστική τάξη νέου τύπου παίζει και με τα δύο ρεύματα, τις δύο παρεκκλίσεις και τελικά και με τους δύο οππορτουνισμούς χρησιμοποιώντας το ένα ρεύμα ενάντια στο άλλο για να ανεβεί η ίδια στην εξουσία παίζοντας τον αγαπημένο σε κάθε έμπειρο αντιδραστικό ρόλο του «κέντρου». Ο παράδεισος για την άσκηση αυτής της τακτικής είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία οι πλατειές μάζες βρίσκονται μακριά και δεν συμμετέχουν στην οξύτατη πολιτική σύγκρουση μέσα στο κόμμα, οπότε και η πολιτική πάλη μέσα στο κόμμα δεν μπορεί να παίρνει ανοικτές πολιτικές μορφές. Αυτό έγινε στο μπολσεβίκικο κόμμα μετά το τέλος της κολλεκτιβοποίησης το 34 ως το τέλος του σαν κομμουνιστικό κόμμα το 1956. Στη μεγάλη αυτή περίοδο η προλεταριακή ηγεσία δεν κατάλαβε ότι η σύγκρουση μέσα στο κόμμα ήταν η κυρίως πολιτική ταξική σύγκρουση μέσα στη χώρα και ότι σαν τέτοια δεν μπορούσε παρά να δοθεί με όρους μαζικής ταξικής πάλης. Το μεγάλο αντιδιαλεκτικό λάθος του Στάλιν, λάθος στενού οικονομίστικου χαρακτήρα ήταν ότι πίστεψε ότι με την κατάργηση των αστικών μορφών ιδιοκτησίας είχε καταργηθεί και η αστική τάξη σαν τέτοια. Όμως η αστική τάξη συνέχισε να υπάρχει και μέσα στις νέες σχέσεις παραγωγής και μέσα στην ιδεολογία, και ακόμα περισσότερο να υπάρχει σα νικημένη αστική τάξη, ιδιαίτερα αγροτική, δίχως μέσα παραγωγής. Εφόσον λοιπόν η ταξική πάλη δεν δόθηκε με όρους μαζικούς δεν μπορούσε παρά να δοθεί με όρους αστυνομικούς. Γιατί αφού δεν υπάρχει αστική τάξη στο εσωτερικό της χώρας τότε οι αντιδραστικοί μέσα στο κόμμα δεν μπορούν να είναι ούτε εκπρόσωποι, ούτε πράκτορες της ανύπαρκτης αστικής αυτής τάξης, οπότε, σύμφωνα πάντα με αυτήν τη λογική, μπορούν να είναι μόνο κατάσκοποι αφού ο εχθρός μπορεί να είναι μόνο εξωτερικός σαν ιμπεριαλισμός. Και, έτσι σαν αστυνομική αντικατασκοπευτική δόθηκε η πολιτική πάλη στα 37-38 μέσα στο κόμμα με τις δίκες της Μόσχας και αργότερα ανάμεσα στα 1947-1956. Αυτές είναι ιδανικές συνθήκες για αντιδραστικούς, συνωμότες, και προβοκάτορες δηλαδή για αδίστακτους και φιλόδοξους αστούς.

Την τακτική των σοσιαλφασιστών και της ηγετικής τους ομάδας Σουσλόφ, Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ δεν την ξέρουμε ακόμα για την κρίσιμη περίοδο της βίαιης εσωκομματικής σύγκρουσης στα 37-38. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι οι δίκες της Μόσχας άρχισαν μόλις γραμματέας του κόμματος στη Μόσχα έγινε ο αρχιπροβοκάτορας Χρουστσόφ και ότι μέσα από αυτήν την περίοδο των πιο έντονων και πιο υπόκωφων πολιτικών αντιπαραθέσεων στην οποία η σημαία του ήταν η προσωπολατρία στο Στάλιν ο Χρουστσόφ ενίσχυσε όσο κανείς άλλος τη θέση του μέσα στο κόμμα. Την τακτική των σοσιαλφασιστών μπορούμε να την παρακολουθήσουμε καλύτερα στην τελική φάση της ανόδου τους στην εξουσία ανάμεσα στα 1947-1956 όπου και αυτοί έχουν δυναμώσει και τα κτυπήματα τους δεν μπορούν πια να κρυφτούν.

Είπαμε ότι η πολιτική πάλη των σοσιαλφασιστών διεξάγεται γενικά στο «κέντρο» ακριβώς για να μπορούν αυτοί να εξουδετερώνουν την αριστερή τάση συμμαχώντας με τη δεξιά τάση μέσα στο κόμμα και αντίστροφα να εξουδετερώνουν τη δεξιά συμμαχώντας με την αριστερά. Όμως σε τελική ανάλυση και στην κύρια πλευρά της η μορφή που παίρνει η πολιτική δράση των σοσιαλφασιστών μέσα στο κόμμα είναι η αριστερή. Εννοείται ότι στην ουσία της έχει πάντα το ίδιο υπερδεξιό περιεχόμενο. Η αριστερή μορφή του σοσιαλφασισμου είναι μια στρατηγική επιλογή στο βαθμό που οι σοσιαλφασίστες επιδιώκουν να αποσπάσουν το μονοπώλιο της βίας και μετά της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής σε εσωτερική και σε διεθνή κλίμακα. Γι αυτό πρέπει σε τελική ανάλυση να συμμαχούν με όλες τις αντικαπιταλιστικές τάξεις και μάλιστα με τα πιο ανώριμα πολιτικά κομμάτια τους, ώστε να αποσπούν στο όνομα της εργατικής τάξης και του λαού την πολιτική εξουσία και να απαλλοτριώνουν για όφελός τους την οικονομική ιδιοκτησία των κλασσικών μεμονωμένων αστών και ακόμα περισσότερο των μονοπωλιστών. Για αντίστοιχους λόγους πρέπει πάλι σε τελική ανάλυση να συμμαχούν στο εξωτερικό με τους λαούς και τα καταπιεσμένα κράτη ενάντια στους αντίπαλους οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχους ιμπεριαλισμούς που είναι οι δυτικού τύπου οικονομικοί (σε αντίθεση εδώ με τους στρατιωτικού τύπου) ιμπεριαλισμοί.

Από την άλλη όμως πλευρά υποχρεωτικά θα εμφανίζεται και στη μορφή η υπερδεξιά στο περιεχόμενο πολιτική τους. Γιατί οι σοσιαλφασίστες έρχονται στην εξουσία και τη σταθεροποιούν μόνο εφόσον συντρίψουν την προλεταριακή εξουσία και για να το πετύχουν αυτό πρέπει να συμμαχήσουν υποχρεωτικά με τις πιο δεξιές τάσεις μέσα στο κόμμα και με όλες τις εκμεταλλεύτριες τάξεις και στο εσωτερικό και σε διεθνές επίπεδο. Από την ώρα μάλιστα που μετατρέπουν για τα καλά τη χώρα τους σε ιμπεριαλιστική, οι σοσιαλφασίστες δεν μπορούν να κατακτήσουν θέσεις στο εξωτερικό μόνο με τη βία. Πρέπει να διεισδύσουν μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς των υπό εξάρτηση χωρών συμμαχώντας με τις παλιές ιδιοκτήτριες τάξεις και μάλιστα με τις πιο αντιδραστικές από αυτές μέχρι να τις εκτοπίσουν με ένα πραξικόπημα ή με μια εξωτερική επίθεση. Άλλωστε και στις πιο βίαιες εφόδους και στα πραξικοπήματά τους οι σοσιαλφασίστες χρησιμοποιούν την πολιτική του ενιαίου μετώπου που διδάχτηκαν από τους μαρξιστές και που την αντέστρεψαν.

Αυτή τη διπλή μορφή της σοσιαλφασιστικής πολιτικής τη διακρίνουμε καθαρά στην άνοδο της τριάδας Σουσλόφ, Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ στην εξουσία και μετά στην εποχή της σοσιαλιμπεριαλιστικής επέκτασης.

Η πολιτική με την οποία η τριάδα εξοντώνει τους εχθρούς της καλύπτεται πίσω από τον Στάλιν. Μαχητικός αντιδυτικισμός - «αντιιμπεριαλισμός» στο εξωτερικό και αντικαπιταλισμός στο εσωτερικό είναι το βασικό χαρακτηριστικό της. Με αυτή την μορφή η τριάδα υπονομεύει και διασπά τους βασικούς αντιπάλους της και καταφέρνει μετά το θάνατο του Στάλιν να εξοντώσει τον κύριο εχθρό της, το διεθνιστή Μπέρια. Οι φασιστικές δίκες και καταδίκες του Σλάνσκι στην Τσεχία και Ράικ στην Ουγγαρία, το αντισημιτικό περιεχόμενο που δίνεται στο κίνημα ενάντια στον κοσμοπολιτισμό, η υποτιθέμενη συνομωσία των γιατρών, όλα αυτά είναι συνομωσίες και προβοκάτσιες της συμμορίας Σουσλόφ, Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ που διεξάγονται κάτω από τη σημαία του αντισημιτισμού και έχουν σαν στόχο να απομονώσουν τον Μπέρια και να συκοφαντήσουν την πλατφόρμα του. Αυτή διατυπώνεται από τον Μπέρια στη διάρκεια του 19ο συνέδριου του ΚΚΣΕ και έχει σα θεμελιακό της συστατικό την καταγγελία του μεγαλορώσικου σοβινισμού και στη συνέχεια τον εκδημοκρατισμό στην κοινωνία και στο κόμμα και την έμφαση στην ελαφριά βιομηχανία για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του σοβιετικού λαού. Μετά το θάνατο του Στάλιν η πλατφόρμα Μπέρια κυριαρχεί και ο ίδιος βρίσκεται ουσιαστικά επικεφαλής του κόμματος και εφαρμόζει μαζί με τους Μαλένκοφ, Καγκάνοβιτς και Βοροσίλοφ τα πρώτα μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση ιδιαίτερα τα μέτρα του εκδημοκρατισμού της κομματικής και γενικότερα της πολιτικής ζωής. Συνεπής με την αντιμεγαλορώσικη πολιτική του συγκρούεται μετωπικά με τη γραμμή του σοσιαλφασισμού στο ζήτημα της Γερμανίας όπου προωθεί τη γραμμή της ειρηνικής ενοποίησης και έρχεται σε ρήξη με τη σοσιαλφασιστική αντισημιτική ομάδα Ούλμπριχτ που βρίσκεται επικεφαλής του ανατολικογερμανικού κόμματος.

Στο σημείο αυτό χάνει τη μάχη, καθώς ξεσπάει το σε ένα βαθμό αντικομμουνιστικό κίνημα του 1953 στην Ανατολική Γερμανία οπότε οι σοσιαλφασίστες τον κατηγορούν για πράκτορα του ιμπεριαλισμού. Τότε ο Μπέρια συγκρούεται με τον Μολότοφ και χάρη στις ραδιουργίες του Χρουστσόφ χάνει την υποστήριξη και του Μαλενκόφ. Τότε συλλαμβάνεται στο ΠΓ με πραξικόπημα που καθοδηγεί ο Χρουστσόφ και λίγο μετά εκτελείται. Ακολουθεί δολοφονικό πογκρόμ ενάντια στα στελέχη που τον ακολουθούν. Ο Μπέρια γίνεται από τους πραξικοπηματίες το συνώνυμο της τερατωδίας ως τα σήμερα. Είναι το μόνο πρόσωπο στην ιστορία του ΚΚΣΕ για το οποίο δεν επιτρέπεται ακόμα και τώρα 50 χρόνια μετά να ειπωθεί μια καλή κουβέντα ούτε να ανοιχτούν τα αρχεία σχετικά με αυτόν. Από τα 1953 η ηγετική τριάδα των συνωμοτών μένει χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο καθώς οι πλατειές μάζες του προλεταριάτου παρά την αγάπη τους για το Στάλιν έχουν πάψει από χρόνια, ακόμα και πριν από τον πόλεμο, να συμμετέχουν στην όλο και πιο πολύπλοκη και όλο πιο απόμακρη γι αυτές πολιτική πάλη μέσα στο κόμμα.

Μετά την εξόντωση του βασικού εχθρού τους οι σοσιαλφασίστες εγκαταλείπουν την «αριστερή σταλινική» μορφή της πολιτικής τους και σηκώνουν τώρα τη μαχητική αντισταλινική σημαία με το σύνθημα ενάντια στην προσωπολατρεία και για την υπεράσπιση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο συμμαχούν με κάθε ιστορικά καταπιεσμένη τάση μέσα στο κόμμα, ιδιαίτερα με την δεξιά τάση του, συγκροτούν το πιο πλατύ ταξικό μέτωπο μέσα και στο κόμμα και μέσα στην κοινωνία και καταφέρνουν να απομονώνουν και να εκκαθαρίσουν σε διάστημα τριών χρόνων όλο το σταλινικό ηγετικό απαράτ επιτιθέμενοι με δύναμη σε όλη την ηγετική ομάδα με την οποία είχαν συμμαχήσει το 53 ενάντια στον Μπέρια. Έτσι εκκαθαρίζουν τους Μολότοφ, Μαλένκοφ, Καγκάνοβιτς και Βοροσίλοφ και το 1956 παίρνουν με ένα δεύτερο πραξικόπημα την εξουσία πραγματοποιώντας στη συνέχεια ευρύτατες εκκαθαρίσεις μέσα στο κόμμα και το κράτος. Η νίκη τους σταθεροποιείται και γίνεται παγκόσμια γιατί οι σοσιαλφασίστες συμμαχούν με το δυτικό ιμπεριαλισμό προβάλλοντας τη γραμμή του ειρηνικού περάσματος και της ειρηνικής συνύπαρξης με τρόπο που να σημαίνουν άρνηση της επανάστασης και υποταγή στον ιμπεριαλισμό. Στο εσωτερικό εγκαταλείπεται η αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου και εγκαθίσταται επίσημα το «κράτος όλου του λαού». Πρόκειται στην ουσία για εγκατάλειψη όλων των λενινιστικών αρχών. Όμως από πολιτική άποψη πρόκειται κυρίως για ένα τακτικό μέτωπο των σοσιαλφασιστών με τους ιμπεριαλιστές με στόχο σε εκείνη τη φάση, τη συντριβή όλων των επαναστατικών τριτοδιεθνιστικών ηγεσιών σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και τα απελευθερωτικά κινήματα του κόσμου και η άνοδος παντού στις ηγεσίες τους πρακτόρων του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού σε συμμαχία με την αστική τάξη σε κάθε χώρα.

Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές χειροκροτούν τη νέα αντισταλινική ηγεσία με ενθουσιασμό και δεν διακρίνουν ότι το βαθύ χαρακτηριστικό αυτής της «δεξιάς» εποχής, της εποχής Χρουστσόφ, είναι η στρατικοποίηση της οικονομίας ακριβώς σε σύγκρουση με την πολιτική του Στάλιν που τη σοβιετική οικονομία τη στρατιωτικοποίησε μόνο πριν την έκρηξη του παγκόσμιου πόλεμου και στη διάρκειά του. Ούτε βέβαια νοιάζονται ότι οι νέοι ηγέτες εγκαταλείπουν την πολιτική της στήριξης της ελαφριάς βιομηχανίας της σταλινικής ηγετικής ομάδα , ούτε ότι υιοθετούν την υπεραριστερή στη μορφή, μέχρι γελοιότητας γραμμή της υπερκολλεκτίβας σε βάρος της ομαλής ανάπτυξης των κολχόζ. Έτσι κατάπληκτοι διαπιστώνουν κάποια στιγμή οι δυτικοί ιμπεριαλιστές ότι πίσω από την επιφανειακά συμφιλιωτική απέναντί τους τακτική του νέου καθεστώτος ετοιμαζόταν η «αριστερή» γραμμή με το τείχος του Βερολίνου και τις πυρηνικές βάσεις στην Κούβα που έδιναν τη μεγαλύτερη ακόμα και ως τα σήμερα οξύτητα στο μεταπολεμικό κόσμο. Ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός είχε ήδη γεννηθεί και είχε γεννηθεί κάτω από τη δυτική προστασία. Αυτή του εξασφάλισε την ανεμπόδιστη «ειρηνική» συντριβή της πραγματικά ειρηνόφιλης σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ και του πραγματικά αντιιμπεριαλιστικού παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Κανείς δεν βλέπει εκείνη τη στιγμή μέσα στις ιαχές από την ήττα του προλεταριάτου το μεγαλορώσικο σοβινισμό και τον αντισημιτισμό τον οποίο ξαναμπολιάζουν στην ΕΣΣΔ και στις ανατολικές χώρες οι Σουσλόφ και Χρουστσόφ. Σήμερα για αυτές τις δύο πιο αποτρόπαιες εκφράσεις του σοσιαλφασισμού κατηγορείται ο Στάλιν, όμως ο Στάλιν δεν υπήρξε ποτέ ούτε ρώσος σοβινιστής, ούτε αντισημίτης. Απλά αρχικά οι μεγαλορώσοι σοβινιστές καλύφθηκαν πίσω από το κίνημα της βίαιης κολεκτιβοποίησης για να χτυπήσουν τις εθνότητες που από κοινωνική καθυστέρηση εναντιώθηκαν σε αυτή, και για να δυναμώσουν στο όνομα της μπολσεβικοποίησης τον παράγοντα της μεγαλορώσικης επέμβασης στα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ.

Στη συνέχεια καλύφθηκαν πίσω από το σοβαρό αντιδιαλεκτικό λάθος του Στάλιν να υποτάσσει τα εθνικά δικαιώματα των ανατολικο-ευρωπαϊκών κρατών και τις διαθέσεις των λαών τους στην αντίθεση της ΕΣΣΔ με το γερμανικό φασισμό και το καπιταλιστικό στρατόπεδο γενικότερα για να ισχυροποιήσει την τελευταία στρατιωτικά και πολιτικά. Αυτό το λάθος εκδηλώθηκε έντονα στα χρόνια πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο στις Βαλτικές, την Πολωνία και τη Φινλανδία και αυτό πληρώνει σήμερα το παγκόσμιο προλεταριάτο όταν οι λαοί αυτών των χωρών αντίθετα από τον ίδιο το ρωσικό ταυτίζουν την εποχή Στάλιν με τη σοσιαλφασιστική εποχή. Αυτό το λάθος απόκτησε τεράστιο βάρος από την ώρα που η άμυνα της ΕΣΣΔ στον εξοντωτικό πόλεμο του άξονα υποχρέωσε τακτικά τον Στάλιν και το σοβιετικό προλεταριάτο να συμμαχήσουν με τους μεγαλορώσους σοβινιστές και το άντρο τους, τη ρώσικη ορθόδοξη εκκλησία, πράγμα που πρόσφερε στην αστική τάξη νέου τύπου στρατιές νέων στελεχών ιδιαίτερα μέσα στον κόκκινο στρατό.

Οι δύο τακτικές του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού και οι αντίστοιχες «κομμουνιστικές» μεταμορφώσεις του

Αυτήν την εποχή του σοσιαλφασισμού την υποστηρίζουν ακόμα σαν «μαλακή» εποχή του «κομμουνισμού» ο δυτικός ιμπεριαλισμός, η φιλελεύθερη αστική τάξη, η σοσιαλδημοκρατία, οι οπορτουνιστές δεξιού τύπου, τα πιο εισοδιστικά αποσπάσματα του σοσιαλφασισμού πχ τροτσκιστικά, ψευτοφιλελεύθερα τύπου ΣΥΝ κλπ. Το ίδιο κάνουν μαζί τους και αρκετοί προοδευτικοί άνθρωποι, ιδιαίτερα κομμουνιστές στις ανατολικές χώρες, που είχαν δοκιμάσει άδικες πλευρές της βίας της προηγούμενης εποχής και πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις των σοσιαλφασιστών ότι ήρθε η ώρα του «σοσιαλισμού με το ανθρώπινο πρόσωπο». Λίγα χρόνια μετά αυτοί ξανα-απογοητεύτηκαν γιατί ήρθε η ώρα της «αριστερής» μορφής του σοσιαλφασισμού, αυτής που ταιριάζει όπως είπαμε περισσότερο στην ουσία του. Μετά τη σταθεροποίηση ήρθε η ώρα της επίθεσης του νέου ιμπεριαλισμού με εργαλείο την ωμή βία για την κατάκτηση νέων σφαιρών επιρροής με στόχο πάντα την εξαπόλυση ενός παγκόσμιου πολέμου με κύριο στόχο την κατοχή της Δ. Ευρώπης. Αυτή είναι η εποχή της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία, του αποικιακού τύπου πολέμου στο Αφγανιστάν, της δικτατορίας στην Πολωνία, και της θεωρίας της «περιορισμένης κυριαρχίας» που καλύπτει όλη αυτήν την επίθεση στο εγγύς εξωτερικό. Αυτή είναι η εποχή του Μπρέζνιεφ που διαδέχεται τον Χρουστσόφ όχι για να εφαρμόσει μια άλλη στρατηγική αλλά μια νέα γενική τακτική στα πλαίσια της ίδιας στρατηγικής. Τέτοιες αλλαγές γίνονται συναινετικά και αναίμακτα μέσα στο ηγετικό επιτελείο του σοσιαλφασισμού. Η αλλαγή των προσώπων στην ηγεσία του ρώσικου σοσιαλ-ιμπεριαλιστικού κράτους είναι απαραίτητη όταν αλλάζει η γενική τακτική ώστε να μπορούν οι αποκαθηλωμένοι ηγέτες να καθησυχάζουν τις εσωτερικές και διεθνείς ταξικές δυνάμεις με τις οποίες συνεργάστηκαν στην προηγούμενη περίοδο και η μετάβαση να γίνεται ομαλά. Γιατί πέρα από την αριστερή ή τη δεξιά κύρια μορφή της σοσιαλιμπεριαλιστικής εξουσίας σε κάθε φάση και η επίθεση και ο καθησυχασμός πρέπει να συνεχίζονται ώστε ο σοσιαλιμπεριαλισμός να βρίσκεται πάντα χοντρικά στο «κέντρο» των ανταγωνιστικών πόλων των παγκόσμιων αντιθέσεων και να ανοίγει δρόμο ανάμεσα σε αυτές για να προελαύνει.

Την «αριστερή» εποχή Μπρέζνιεφ την αναπολούν σήμερα οι σκληροί σοσιαλφασίστες τύπου ψευτοΚΚΕ καθώς και μερικοί πρώην επαναστάτες που πήραν τοις μετρητοίς μια ορισμένου είδους «επιστροφή του Στάλιν» που επεχείρησε η μπρεζνιεφική προπαγάνδα, το λεγόμενο νεοσταλινισμό. Αυτή η επιστροφή είναι στην πραγματικότητα η άρνηση της χρουστσοφικής εποχής από τα δεξιά. Πρόκειται εδώ για τον Στάλιν – Σουσλόφ, δηλαδή για ότι είναι λάθος στον Στάλιν αλλά και για ότι είναι ο συκοφαντημένος Στάλιν σύμφωνα με τη σοσιαλφασιστική και αστοφιλελεύθερη προπαγάνδα. Αυτόν τον δικό τους Στάλιν φέρνουν και τώρα στην επιφάνεια οι σοσιαλφασίστες κάθε τάσης που είναι πια ιστορικά ενωμένοι για να τον υπηρετήσουν. Είναι ο Στάλιν της περιόδου Πούτιν που και ο ίδιος, δίχως να εμφανίζεται βέβαια σα «σταλινικός» είναι σε συμμαχία με τους νεοσταλινικούς σαν η υποτιθέμενη «αριστερή» άρνηση της «δεξιάς» περιόδου Γκορμπατσόφ-Γέλτσιν.

Για τους αστοφιλελεύθερους η περίοδος Γκορμπατσόφ-Γέλτσιν είναι το οριστικό τέλος της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ, όπως ήταν η περίοδος Χρουστσόφ για τη σταλινική ΕΣΣΔ. Είναι αδύνατο λοιπόν να καταλάβουν πως ο Πούτιν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον κομμουνισμό. Κι όμως μαζί με τους κομμουνιστές καταψηφίζει το αντικομμουνιστικό τους κείμενο στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αυτό συμβαίνει γιατί στο βάθος ο κομμουνισμός της εποχής Μπρέζνιεφ δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον κομμουνισμό της εποχής Πούτιν. Γιατί και οι δυο δεν είναι κομμουνισμός αλλά απλά σοσιαλφασισμός. Και ο σοσιαλφασισμός έχει δύο απλές αρχές: Χτύπημα του δυτικού φιλελεύθερου οικονομικού ιμπεριαλισμού στο εξωτερικό από την πλευρά του σοσιαλιμπεριαλισμού, χτύπημα του ιδιωτικού καπιταλισμού στο εσωτερικό από την πλευρά του κρατικοφασιστικού καπιταλισμού ή καλύτερα της νέας «πατριωτικής» κρατικής ολιγαρχίας.

Οι αστοφιλελεύθεροι χάρηκαν και οι μικροαστοί ψευτοκομμουνιστές λυπήθηκαν που οι Γκορμπατσόφ-Γέλτσιν διέλυσαν την «κομμουνιστική» ΕΣΣΔ και επανέφεραν τον ιδιωτικό καπιταλισμό στην ΕΣΣΔ. Στην πραγματικότητα με τη «δεξιά» πιο «φιλοκαπιταλιστική» πολιτική τους οι Γκορμπατσόφ-Γέλτσιν ανέπτυξαν τον «κομμουνισμό» της εποχής Μπρέζνιεφ με το να καταπιεί η Ρωσία μόνη της όλο το συσσωρευμένο στρατιωτικό κεφάλαιο της πολυεθνικής ΕΣΣΔ, όλη την πελώρια διπλωματική και κατασκοπευτική της μηχανή και το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικού της πλούτου, διατηρώντας παράλληλα το ρώσικο αστυνομικό και πολιτικό έλεγχο σε όλη την ΕΣΣΔ. Κυρίως όμως ανέπτυξαν τον «κομμουνισμό» της εποχής Μπρέζνιεφ με το να επιτρέψουν στο ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό να κατακρεουργήσει την Τσετσενία, να διεισδύσει και να αποσπάσει πολύτιμες θέσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές καγκελαρίες, να πάρει την εξουσία σε μια σειρά χώρες στη Λατινική Αμερική, να αποκτήσει ασύλληπτες θέσεις σε πηγές πρώτων υλών στην Αφρική και στην Ασία και κυρίως να συγκροτήσει ένα στρατηγικό άξονα με την επίσης «κομμουνιστική» «αντιιμπεριαλιστική» Κίνα χωρίς οι δυτικοί ιμπεριαλιστές να ανησυχήσουν. Χάρη στη «δεξιά αντικομμουνιστική» πολιτική των Γκορμπατσόφ-Γέλτσιν, που έδεσαν την υπνωτισμένη Δυτική Ευρώπη με τις χρυσές αλυσίδες του αμόλυντου φυσικού αέριου, μπορεί τώρα ο «αντιιμπεριαλιστής» Πούτιν, επικεφαλής της «πατριωτικής» αλλά και παγκόσμιας «αντικαπιταλιστικής» συμμαχίας των «κόκκινων» με τους φαιούς, να κλείσει μια βάνα για να γονατίσει, να διασπάσει και να εξαρτήσει το θήραμά της Ρωσίας σε μια έκταση που ο Μπρέζνιεφ ούτε θα μπορούσε να διανοηθεί. Δίχως όμως τους Γκορμπατσόφ και Γέλτσιν δεν θα υπήρχε ποτέ Πούτιν. Και αυτό δεν το λέμε με την έννοια της ιστορικής αναγκαιότητας αλλά με την έννοια του ενιαίου στρατηγικού σχεδίου.

Επειδή το σχέδιο ήταν ενιαίο ήταν και οι αλλαγές στην κορυφή ομαλές και συναινετικές ενώ μερικές φορές αποκτούσαν οξύτητα στη βάση. Ο καθένας από αυτούς τους ηγέτες είχε ένα ρόλο να παίξει στο ξεδίπλωμα ενός ενιαίου σχεδίου που οι γενικές του γραμμές έχουν καταστρωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 80 από το βαθύ πολιτικό επιτελείο του σοσιαλιμπεριαλισμού που βρίσκεται από την εποχή της πάλης για την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ μέσα στη ρώσικη αστυνομία, στην ΚαΓκεΜπε. Αυτό είναι φυσικό. Ο πυρήνας κάθε εξουσίας ναζιστικού τύπου είναι υποχρεωτικά αστυνομικός γιατί μόνο η αστυνομία μπορεί να είναι παντού και να ασκεί βία σε όλες τις τάξεις, πολιτικές ομάδες και θεσμούς έξω από κάθε άλλη πολιτική υποχρέωση πέρα από εκείνη στον εντολέα της. Το επιτελείο της ρώσικης αστυνομίας έχει εξελιχθεί πλέον σε ηγετικό επιτελείο όλης της σοσιαλιμπεριαλσιτικής αστικής τάξης και έχει μάλιστα μετατραπεί σε οικονομικά κυρίαρχο τμήμα της τάξης παίρνοντας τη διεύθυνση ή ακόμα και την ιδιοκτησία των πιο στρατηγικών μέσων παραγωγής. Το σημερινό ρώσικο κράτος είναι το κατεξοχήν αστυνομικό κράτος στην ιστορία. Στο τέλος αυτής της διαδρομής είναι φυσικό στην κρατική ηγεσία να βρίσκεται ένας αρχηγός αυτής της αστυνομίας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επικεφαλής της ομάδας των «σιλόβικι» όπως ονομάζουν στη Ρωσία τα μεγάλα στελέχη της ΚαΓκεΜπε (σήμερα FSB). Και ένας τέτοιος δικτάτορας, με τόσο στενή κοινωνική βάση και τόση ταξική εμπειρία δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται σαν εκπρόσωπος όλου του λαού και μάλιστα του πιο καταπιεσμένου κομματιού του, δηλαδή σαν αντικαπιταλιστής και εθνικιστής ταυτόχρονα, χωρίς βέβαια να δηλώνει εθνικοσοσιαλιστής.

Με έναν τέτοιο «αριστερό δικτάτορα» σαν τον Πούτιν η φαιοκόκκινη Ρωσία δεν μπορεί παρά να σηκώνει ακόμα πιο ψηλά το σκιάχτρο του «κομμουνιστή δικτάτορα» Στάλιν για να εμπνέει σε μια αντιδυτική κατεύθυνση έναν λαό που είχε αγαπήσει τον επαναστάτη Στάλιν και για να τρομάζει μια ανθρωπότητα που τον έχει μισήσει εξαιτίας της προπαγάνδας του νικηφόρου ενιαίου ιμπεριαλιστικού αντεργατικού μετώπου που πήρε την πολιτική εξουσία από τα χέρια της προλεταριακής ΕΣΣΔ πριν περίπου μισό αιώνα.

Ο ιστορικός αντικομμουνισμός θα λειτουργήσει υπέρ του σοσιαλφασισμού ιδιαίτερα στην Κίνα

Ο ιστορικός αντικομμουνισμός νομίζουμε ότι θα γίνει στην Κίνα πιο αντιπαθής από οπουδήποτε αλλού για δύο λόγους:

Πρώτο, γιατί η κομμουνιστική επαναστατική εξουσία στην Κίνα διόρθωσε τα πιο βασικά από τα λάθη που έκανε το ρώσικο προλεταριάτο και τα οποία σε μεγάλο βαθμό ήταν αποτελέσματα της αναπόφευκτης ιστορικής απειρίας του. Η κινέζικη επανάσταση με ηγέτη της το μεγάλο μαρξιστή διαλεκτικό Μάο Τσε Τουνγκ θεωρητικοποίησε την αρνητική πείρα του ρώσικου προλεταριάτου και έδωσε μια συνειδητή παρατεταμένη πολιτική και ιδεολογική πάλη ενάντια στο σοσιαλφασισμό μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα και ενάντια στην παλινόρθωση του καπιταλισμού από την αστική τάξη νέου τύπου. Αυτήν την πάλη αντίθετα με το σοβιετικό κόμμα, το κινέζικο δεν την έδωσε μόνο του και στο εσωτερικό του από μια μαρξιστική επαναστατική ηγεσία, αλλά αυτήν κάλεσε να τη διεξάγει όλο το προλεταριάτο και η φτωχή αγροτιά στα πλαίσια της πολιτιστικής επανάστασης ενάντια στο πολιτικό επιτελείο της αστικής τάξης μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα. Αυτή η πάλη δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει την παλινόρθωση του καπιταλισμού και στην Κίνα, αλλά αυτό οφείλεται σε δύο ειδικούς όρους της κινέζικης επανάστασης. Ο ένας είναι υλικός και αντικειμενικός. Η Κίνα του 1950 ήταν μια πιο καθυστερημένη χώρα από ότι η Ρωσία του 1917 και η δικτατορία του προλεταριάτου έμενε εκεί πιο πολύ εκτεθειμένη μόνη της απέναντι σε έναν πολύ πιο ανεπτυγμένο ιμπεριαλιστικό κόσμο και της ήταν πιο δύσκολο από ότι στην ΕΣΣΔ να στηριχθεί στις εσωτερικές δυνάμεις της χώρας.

Ο δεύτερος ήταν υποκειμενικός. Η κινέζικη επανάσταση ήρθε στην εξουσία την ώρα που χανόταν η σοβιετική εξουσία και μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας ήταν ήδη πανίσχυρη η σοσιαλφασιστική γραμμή σε αντανάκλαση της κυρίαρχης αυτής γραμμής μέσα στο ΚΚΣΕ. Η σοσιαλφασιστική γραμμή μέσα στο ΚΚ Κίνας εμφανιζόταν όπως και η ρώσικη ομόλογή της - και μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση της δεύτερης - σαν «αριστερή σταλινική» και κατηγορούσε τη γραμμή Μάο κυρίως σα δεξιά φιλελεύθερη, αντικομματική, αντισυγκεντρωτική, μικροαστική αναρχική κλπ. Αυτά χώρια από τον ανοιχτό οικονομικό και πολιτικό πόλεμο που κήρυξε η σουσλοφική συμμορία ενάντια στο κινέζικο κόμμα και το κράτος. Αυτή η διπλή εσωτερική και εξωτερική πίεση του σοσιαλφασισμού έκανε αυτήν την προλεταριακή εξουσία ακόμα πιο ευάλωτη από τη σοβιετική και τελικά τη νίκησε. Εννοείται ότι όπως και στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, η τακτική των σοσιαλφασιστών ήταν η εκμετάλλευση των αντιθέσεων ανάμεσα στα προλεταριακά ρεύματα ή και τις παρεκκλίσεις μέσα στο κόμμα.

Η τελική επίθεση έγινε σε δυο φάσεις μετά το θάνατο του Μάο. Αρχικά συμμαχία με όλο το κόμμα ενάντια στην αριστερίστικη οπορτουνιστική γραμμή των τεσσάρων και μετά, στην Τρίτη ολομέλεια του 1978 του ΚΚ Κίνας, νικηφόρα επίθεση με τη δεξιά και την οππορτουνιστική δεξιά του κόμματος ενάντια στην γενικά προλεταριακή γραμμή Χούα Κούο Φενγκ, Βανγκ Τογκ Σινγκ, Γιονγκ τσε Κουέι. Ακολούθησε τεράστιας κλίμακας εκκαθάριση και σφαγή των πιο συνεπών επαναστατών του κόμματος, υπερασπιστών της πολιτιστικής επανάστασης, που όμοιά της ποτέ δεν έγινε στη Ρωσία. Αμέσως μετά ήρθε η σταθεροποίηση της νέας σοσιαλφασιστικής εξουσίας σε συμμαχία με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές που βρέθηκαν πάλι να χειροκροτάνε δαιμονισμένα το τέρας που βοήθησαν να γεννηθεί και που σήμερα στρέφεται εναντίον τους για να τους καταπιεί.

Η μεγάλη κατάχτηση της μαοϊκής στρατηγικής σε αντίθεση με τη στρατηγική της σταλινικής εποχής είναι ότι μέσα από την παρατεταμένη πολιτικο-ιδεολογική πάλη ενάντια στο σοσιαλφασισμό οι κινέζικες μάζες δεν βρέθηκαν απροετοίμαστες μπροστά στην παλινόρθωση του καπιταλισμού όπως βρέθηκαν οι ρώσικες στην ΕΣΣΔ. Έτσι μπόρεσαν να συλλάβουν σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά ανάμεσα στις δύο εποχές καθώς και την ταξική τους φύση. Αυτή η διαφορά εκδηλώνεται πιο καθαρά στη μεγάλη δημοκρατική εξέγερση της Τιεν Αν Μεν το 1989, ένα παγκόσμιο γεγονός, που χώρισε με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια από ότι η Τρίτη ολομέλεια του 1978 την λαϊκή από τη σοσιαλφασιστική εποχή της Κίνας.

Η διάκριση των δύο εποχών ως προς τον ταξικό τους χαρακτήρα είναι πιο σαφής στον κινέζικο λαό και μάλιστα στον κάθε άνθρωπο στον κόσμο και από μια άλλη μεριά. Οι κινέζοι σοσιαλφασίστες δεν πέρασαν από μια παρατεταμένη αλλά από μια σύντομη χρουστσοφική-μπρεζνιεφική εποχή κρατικού καπιταλισμού που να τον εμφανίσουν σαν σοσιαλισμό και έτσι να μπερδέψουν τις δύο εποχές. Αυτό επειδή δεν υπήρχε μια άλλη σοσιαλιστική χώρα και ένα παγκόσμιο ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα στο οποίο να έπρεπε να απολογηθούν. Η Κίνα ήταν το τελευταίο κάστρο των προλεταριακών επαναστάσεων του 20ου αιώνα. Έτσι πέρασαν γρήγορα στον πιο άγριο ιδιωτικό καπιταλισμό κάτω από την ηγεμονία ενός κομμουνιστικού κόμματος που τα ηγετικά στελέχη του είναι και κρατικοί καπιταλιστές και συμμέτοχοι - ραντιέρηδες στο ιμπεριαλιστικό ιδιωτικό κεφάλαιο. Έχοντας αυτή τη χτυπητή διαφορά ζωντανή μπροστά τους οι καταπιεσμένες από την πολιτική και ταυτόχρονα οικονομική δικτατορία πλειοψηφικές μάζες της φτωχής αγροτιάς και του μεταναστευτικού προλεταριάτου μπορούν από τώρα να ξέρουν ότι η χειρότερη εποχή από τις δύο είναι η σημερινή.
Με το να συγκεντρώνει λοιπόν σήμερα τα κύρια ιστορικά πυρά της στην μαοϊκή κομμουνιστική εποχή και να μιλάει για 65 εκατομμύρια νεκρούς κατηγορώντας με τερατωδίες την κολλεκτιβοποίηση του 1958, η δυτική φιλελεύθερη αστική τάξη έρχεται σε σύγκρουση άμεσα με τη συνείδηση της πλειοψηφίας του κινέζικου λαού. Έτσι και ή ίδια γίνεται αφερέγγυα και ακόμα χειρότερα επιτρέπει στους κινέζους σοσιαλφασίστες να δημαγωγούν, και στο όνομα της φρέσκιας στις μνήμες κομμουνιστικής Κίνας να υπερασπίζονται και τη δική τους ψευτοκομμουνιστική. Από αυτήν την τελευταία άποψη οι κινέζοι σοσιαλφασίστες δεν στερούνται κάθε επιχειρήματος. Μπορούν να ισχυρίζονται ότι για τη σημερινή άσχημη κατάσταση και τις ανισότητες δεν φταίει το κινέζικο κομμουνιστικό κόμμα αλλά οι δυτικοί ιμπεριαλιστές που εκμεταλλεύονται τους κινέζους εργάτες για ένα κομμάτι ψωμί. Και αυτό ακριβώς ισχυρίζονται. Και αυτή δεν είναι μια κούφια φράση. Η πολιτική τους είναι βαθύτερη.

Ενώ αφήνουν τη δυτική μονοπωλιακή αστική τάξη να εκμεταλλεύεται το κινέζικο προλεταριάτο για ένα κομμάτι ψωμί, οι ίδιοι φροντίζουν να διατηρούν μια ταξική συμμαχία με το προλεταριάτο των κρατικών επιχειρήσεων στις οποίες δεν αφήνουν το συνολικό μισθό να πέσει στο άθλιο επίπεδο των μισθών του ιδιωτικού τομέα διατηρώντας γι αυτό το ιστορικό και πολιτικά ακόμα ισχυρό προλεταριάτο ένα μέρος των παλιών του οικονομικών κατακτήσεων. Έτσι χάρη στον κρατικοκαπιταλιστικό τομέα της οικονομίας μπορούν να εμφανίζουν και αυτοί τον φασιστικό κρατικό τους καπιταλισμό σαν κομμουνισμό και να κατευθύνουν το βασικό μίσος του λαού ενάντια στη Δύση. Κρύβουν δηλαδή από τον κινέζικο λαό ότι από το χαμηλό μεροκάματό του ναι μεν ευχαρίστως επωφελούνται οι δυτικοί μονοπωλιστές ληστές, αλλά ότι οι εμπνευστές και οι εγγυητές αυτού του μεροκάματου και των άθλιων συνθηκών δουλειάς που του αντιστοιχούν είναι αυτοί οι ίδιοι- οι ανατολικοί μονοπωλιστές -που επιβάλλουν το χαμηλό μεροκάματο απαγορεύοντας στους εργάτες το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και απεργίας. Και το επιβάλλουν για να κάνουν τη χώρα τους κέντρο της παγκόσμιας καπιταλιστικής συσσώρευσης και αυτή τη συσσώρευση να τη μετατρέψουν τελικά σε όπλα. Ταυτόχρονα με τη μεταφορά ένος πελώριου μέρους του δυτικού παραγωγικού κεφάλαιου στην Κίνα κρατάνε σε βιομηχανική ομηρία όλες τις πλούσιες χώρες με τον ίδιο τρόπο που η Ρωσία τις κρατάει σε ενεργειακή. Είναι φυσικό: ο σοσιαλιμπεριαλισμός εκβιάζει με τις φυσικές πρώτες ύλες του, ο κινέζικος μετατρέποντας τον πελώριο κινέζικο πληθυσμό σε φτηνή ζωντανή πρώτη ύλη. Καλλιεργώντας λοιπόν ανέξοδα το αντιδυτικό μίσος στο λαό τους τον προετοιμάζουν, όσο μπορούν για έναν επιθετικό παγκόσμιο πόλεμο, τον ίδιο με εκείνο που ετοιμάζουν οι ρώσοι δάσκαλοί τους. Μόνο που για αυτούς οι προς κατοχή χώρες δεν είναι οι ευρωπαϊκές όπως για τη Ρωσία αλλά οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του δυτικού ειρηνικού και πρώτα απ’ όλες η Ιαπωνία.

Νομίζουμε ότι καταλαβαίνει από τα παραπάνω ο αναγνώστης ότι αν αυτές οι δυτικές αστοδημοκρατικές χώρες, μελλοντικά θύματα του σοσιαλφασισμού, αναλάβουν να εκστρατεύσουν ενάντια στο σοσιαλφασισμό με γενικό όπλο τον ιστορικό αντικομμουνισμό θα καταλήξουν στις πιο κρίσιμες περιοχές της γης να τον ενισχύσουν. Η καταγγελία των κομμουνιστικών καθεστώτων μπορεί να είναι θετική σε ότι αφορά τις πολιτικές της συνέπειες μόνο για μερικές χώρες και περιοχές του κόσμου, εκείνες που σαν κομμουνισμό έχουν γνωρίσει βασικά τη σοσιαλφασιστική δικτατορία και την κατοχή τους από μια ξένη χώρα. Αυτή η περιοχή είναι η κεντροανατολική Ευρώπη πλην της Ρωσίας. Είμαστε της άποψης ότι και στις χώρες που δεν είχαν ποτέ την πείρα του σοσιαλφασισμού στην εξουσία, και είναι οι περισσότερες, μια ιστορική αντικομμουνιστική επίθεση ενάντια στο σοσιαλφασισμό επίσης θα τον ενισχύσει.

Έτσι, ο βασικός λόγος για τον οποίο κάνει φασαρία το ψευτοΚΚΕ στην Ελλάδα δεν είναι τόσο για να αποτρέψει την απόφαση στο Συμβούλιο της Ευρώπης όσο για να συσπειρώσει τις ριζοσπαστικές μάζες ενάντια στη Δύση και το ίδιο να εμφανιστεί σαν ο μοναδικός γνήσιος εκπρόσωπος της επανάστασης. [...]

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Περί Ευρώπης, ενωμένης δημοκρατικής Ευρώπης και Ευρωπαϊκής ενοποίησης...

Κομμάτι από άρθρο της ΟΑΚΚΕ [ολόκληρο εδώ http://oakke.gr/articles-anaforas/item/154-%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%BF-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1]

[...] Βεβαίως οι ψευτοαριστεροί αντιευρωπαϊστές δεν διστάζουν να ομολογήσουν ότι το «όχι» τους είναι ακριβώς αυτή η βαριά. Το επιχείρημά τους είναι γνωστό: Και γιατί να τη θέλουμε εμείς την ενότητα αυτή αφού είναι ενότητα της αγοράς, των κεφαλαίων και των αστικών κυβερνήσεων και κρατών; Δεν οφείλουμε να τη συντρίψουμε για να μπορέσει να γεννηθεί μέσα από τα συντρίμμια αυτής της αστικής Ευρώπης μια Ευρώπη των λαών ή ακόμα καλύτερα μια σοσιαλιστική Ευρώπη;

Η απάντηση των κλασσικών του μαρξισμού σε αυτό τον ισχυρισμό από θέση αρχής είναι: «ναι στην εθελοντική ένωση των κρατών, ναι στη δημιουργία μιας όσο γίνεται πιο πλατειάς αγοράς με το εθελοντικό ρίξιμο των συνόρων». Με την πιο μεγάλη σαφήνεια διατυπώνεται ξανά και ξανά αυτή η θέση από τον Λένιν που έζησε και συστηματοποίησε την παραπάνω μαρξιστική θέση ακριβώς για την εποχή του ιμπεριαλισμού που ακόμα διανύουμε. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω διατυπώσεις του Λένιν από το έργο του «Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα» (ο τονισμός ορισμένων φράσεων είναι δικός μας). Μόνες αυτές οι διατυπώσεις ανατινάζουν όλη τη σοσιαλφασιστική δημαγωγία ενάντια στην εθελοντική ένωση των καπιταλιστικών κρατών: «Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δυο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα: Η πρώτη είναι το ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό και η δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη είναι η ανάπτυξη και η επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, το σπάσιμο των εθνικών φραγμών, η δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφάλαιου, της οικονομικής ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κλπ. …Ο μαρξισμός προβάλλει στη θέση κάθε εθνικισμού το διεθνισμό, τη συγχώνευση όλων των εθνών σε μια ανώτατη ενότητα που αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια μας με κάθε βέρστι σιδηροδρομικής γραμμής, με κάθε διεθνές τραστ, με κάθε ένωση εργατών (διεθνή ως προς τη διεθνή της δράση, και κατόπιν ως προς τις ιδέες και τις επιδιώξεις της)>>.

Για να κρύψουν το γεγονός ότι επιζητούν τη διάσπαση της Ευρώπης οι ψευτομαρξιστές αντιευρωπαϊστές υπεκφεύγουν από το ερώτημα αν προτιμούν να είναι ενωμένη ή διασπασμένη η καπιταλιστική Ευρώπη λέγοντας ότι θέλουν τη σοσιαλιστική Ευρώπη. Είναι μια συνηθισμένη απάτη το να μπαίνουν σε σύγκριση ανόμοια πράγματα. Για να τους αναγκάσει κανείς να απαντήσουν θα πρέπει να τους ρωτήσει: Πιο εύκολα θα έρθει ο σοσιαλισμός μέσα από μια εθελοντικά ενωμένη καπιταλιστική Ευρώπη ή μέσα από μια διασπασμένη καπιταλιστική Ευρώπη; Με αυτό το στρίμωγμα θα δει κανείς τους ψευτομαρξιστές να χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Από τη μια τους τροτσκιστές και από την άλλη τους εθνικοκομμουνιστές. Και των δύο το διεθνές κέντρο είναι το Κρεμλίνο.
Οι τροτσκιστές ισχυρίζονται ότι το «όχι» στην καπιταλιστική Ευρώπη θα συγκροτεί αυτόματα το διεθνές διευρωπαϊκό μέτωπο των εργατών ενάντια στη διεθνή ένωση του κεφάλαιου που για αυτούς είναι η ΕΕ. Αποδείξαμε όμως παραπάνω ότι τα συγκεκριμμένα «όχι» τους στις συμφωνίες και στις συνθήκες που συγκροτούν τους θεσμούς της ΕΕ διαλύουν την τόσο ευάλωτη και βασανιστικά αργή διαδικασία της ενοποίησης της δεύτερης, οπότε δυναμώνουν τα σύνορα, δυναμώνουν τον εθνικισμό και την απομόνωση κάθε χώρας, και τελικά δυναμώνουν τον εθνικισμό και μέσα στο προλεταριάτο κάθε χώρας. Τελικά απομονώνουν το προλεταριάτο κάθε χώρας από τους διεθνείς συμμάχους του αλλά το αδυνατίζουν και στο εσωτερικό της χώρας του γιατί το κάνουν να σέρνεται πίσω από τον εθνικισμό της αστικής του τάξης. Τελικά το «όχι» τους είναι μια βοήθεια στους εθνικοκομμουνιστές και τους ακροδεξιούς εθνικιστές με τους οποίους πάντα βρίσκονται στο ίδιο μετερίζι χωρίς να το παραδέχονται.

Οι εθνικο-κομμουνιστές πιο ωμοί και κρατώντας τη «βαριά» τους είναι περήφανοι που το «όχι» τους διαλύει την ΕΕ εις τα εξ ων συνετέθη, αλλά ισχυρίζονται ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό διευκολύνεται έτσι γιατί σε κάθε χώρα παρμένη ξεχωριστά, στην Ελλάδα για παράδειγμα, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται πιο εύκολη αφού η χώρα που βγαίνει από την ΕΕ διαχωρίζεται από το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πλέγμα που σήμερα έχει ηγεμόνα και χωροφύλακα τις ΗΠΑ και κρατάει σφραγισμένη στο εσωτερικό της την «αυτοδύναμη εθνική της ανάπτυξη», την «εθνική της κουλτούρα» κλπ. Αυτοί λοιπόν μιλάνε για έξοδο από την ΕΕ, για αυτόνομη λαϊκή οικονομία, για αυτάρκεια κλπ. Το ότι βρίσκονται σε εντελώς ανοιχτή σύγκρουση με το λενινισμό και κάθε έννοια μαρξισμού φαίνεται από τα αποσπάσματα που παραθέσαμε παραπάνω αν και κρατήσαμε δύο ακόμα πιο χαρακτηριστικά ειδικά για αυτούς από το ίδιο κείμενο του Λένιν : «…Ο κ. Λίμπμαν καταδίκασε τον «αφομοιωτισμό» (σ.σ. εννοεί την αφομοίωση κάποιων εθνών από άλλα), χωρίς να εννοεί μ’ αυτό μήτε τη βία, μήτε την ανισοτιμία, μήτε τα προνόμια. Μένει λοιπόν κάτι το πραγματικό στην έννοια του αφομοιωτισμού αν απ’ αυτήν αφαιρέσουμε κάθε βία κα κάθε ανισοτιμία; Ασφαλώς μένει. Μένει η παγκόσμια ιστορική τάση του καπιταλισμού να σπάζει τους εθνικούς φραγμούς, να σβήνει τις εθνικές διαφορές και να αφομοιώνει τα έθνη, τάση που από δεκαετία σε δεκαετία εκδηλώνεται όλο και με μεγαλύτερη ισχύ και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους κινητήρες που μετατρέπουν τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό. Δεν είναι μαρξιστής, δεν είναι καν δημοκράτης όποιος δεν αναγνωρίζει και δεν υπερασπίζει την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, όποιος δεν αγωνίζεται ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση ή ανισοτιμία. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητο και ότι ο δήθεν μαρξιστής, που βρίζει ασύστολα έναν μαρξιστή άλλου έθνους για «αφομοιωτισμό» στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας εθνικιστής μικροαστός.
…Το προλεταριάτο όχι μόνο δεν αναλαβαίνει την υποχρέωση να υπερασπίζει την εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους μα αντίθετα προειδοποιεί τις μάζες για τον κίνδυνο που κλείνουν μέσα τους τέτοιες αυταπάτες, υποστηρίζει την πιο πλέρια ελευθερία της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και χαιρετίζει κάθε αφομοίωση των εθνών, εκτός από εκείνη που γίνεται με τη βία ή στηρίζεται σε προνόμια».

Όμως πέρα από τη γελοιότητά της σε επίπεδο αρχών η θέση των εθνικο-κομμουνιστών ενάντια στην ευρωπαϊκή εθελοντική ενοποίηση είναι και σε σύγκρουση με κάθε σύγχρονη ζωντανή εμπειρία των λαών. Η επανάσταση και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα αποδείχτηκε ότι είναι δυνατή- και πάντα σχετικά- κάτω από τους κατάλληλους διεθνείς και εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς, όταν πχ η δοσμένη χώρα είναι τόσο γιγαντιαία σαν την ΕΣΣΔ ή σαν την Κίνα ή όταν είναι μικρότερη αλλά μπορεί να ενωθεί με τις προηγούμενες σε ένα διεθνές αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο ή όταν είναι πολύ ισχυρό το παγκόσμιο σοσιαλιστικό ή αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικό κίνημα.

Ποιος λοιπόν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά σήμερα σε μια εποχή που δεν υπάρχει ούτε μια σοσιαλιστική χώρα, όταν δεν υπάρχει πουθενά κανένα μαζικό επαναστατικό κίνημα για τη σοσιαλιστική επανάσταση, όταν οι λαοί και οι χώρες που βγαίνουν από τους φασισμούς και τους σοσιαλφασισμούς θέλουν με θέρμη να ενταχθούν σε μια ΕΕ που τη βλέπουν και είναι ο χώρος των μεγαλύτερων δημοκρατικών ελευθεριών στο σύγχρονο κόσμο, ποιος λοιπόν να πιστέψει ότι η επανάσταση θα γίνει πιο εύκολη για μια χώρα που έφυγε από αυτήν την πιο δημοκρατική ένωση χωρών για να μείνει μόνη της; Το πιο σημαντικό: Πως μπορεί να βρεθεί ένα προλεταριάτο σε πλεονεκτική θέση όταν η χώρα του βγήκε από την ΕΕ όχι από τη θέληση των πιο δημοκρατικών και πιο αριστερών δυνάμεων της χώρας αυτής, αλλά από τη θέληση των πιο συντηρητικών, των πιο σοβινιστικών και αντιδημοκρατικών; Το να φύγει μια χώρα από την ΕΕ θα είχε νόημα μόνο για να προσεγγίσει ένα πιο προοδευτικό, ένα πιο δημοκρατικό στρατόπεδο κρατών, λαών και εθνών. Αλλά ποιο είναι αυτό και με ποιο τρόπο η προσέγγιση ενός οποιουδήποτε προοδευτικού στρατοπέδου ή διεθνούς ρεύματος σήμερα εμποδίζεται από τη συμμετοχή μιας χώρας στην ΕΕ;

Εμείς δεν βλέπουμε να υπάρχει ένα τέτοιο προοδευτικό ρεύμα που η συμμαχία μαζί του να εμποδίζεται από την ΕΕ. Για μας υπάρχει ένα προοδευτικό ρεύμα πιο βαθύ και πιο πλατύ από κείνο της ΕΕ έξω από την ΕΕ. Είναι το ρεύμα των λαών και των χωρών του τρίτου κόσμου που παλεύει για ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, για δημοκρατία και για ανάπτυξη. Αλλά και αυτό πάλι αναζητεί συσπειρώσεις ανάμεσα στα τριτοκοσμικά κράτη, δηλαδή αστικές συσπειρώσεις, αναζητεί ζώνες εμπορίου, προωθεί πολυμερείς διακρατικές συμφωνίες, συγκροτείται σε μικρές και μεγάλες πολιτικές ενότητες που παλεύουν μέσα στα διεθνή όργανα. Μέσα σε κάθε χώρα το ίδιο ρεύμα παλεύει για δημοκρατία ενάντια στους φασισμούς περνώντας συχνά μέσα από τα πιο σκληρά μαρτύρια.
Αλλά αυτό το ρεύμα σαν τέτοιο δεν βλέπει στην ΕΕ έναν εχθρό, ούτε στα οικονομικά, ούτε ακόμα περισσότερο στα δημοκρατικά ζητήματα. Όχι τυχαία το ρεύμα αυτό συγκρούεται με την ΕΕ κυρίως εκεί που η ΕΕ παίρνει μέτρα προστατευτισμού για να μην τα χαλάσει με τα πιο καθυστερημένα τμήματα και τα πιο αντιδραστικά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όπως είναι τα λιγότερο παραγωγικά τμήματα της πλούσιας και μεσαίας αγροτιάς.

Το μόνο συγκεκριμένο ρεύμα που αντιπαρατίθεται τώρα στη μισοδημοκρατία του δυτικού ιμπεριαλισμού είναι το ρεύμα των ανατολικών και τριτοκοσμικών φασισμών. Πρόκειται για το ρεύμα που ηγεμονεύεται από τον άξονα Μόσχας-Πεκίνου- Τεχεράνης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτό το ρεύμα ανήκουν όλοι οι αρνητές ή υπονομευτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια μεμονωμένη χώρα, θραύσμα της ΕΕ, ξεκομμένη από τη μισοδημοκρατική Δύση είναι απλό πρωϊνό γεύμα για τη φασιστική ανατολή. Διαμελισμός και φάγωμα, διάσπαση και απορρόφηση αυτή είναι η λογική του παγκόσμιου νεοναζιστικού άξονα για την ΕΕ. Αντί για πλησίασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση, αντί για το δρόμο προς την «ανεξαρτησία» και το «σοσιαλισμό», οι κάλπικοι αντικαπιταλιστές οδηγούν το κοπάδι των αδαών από τη μισοδημοκρατική δύση στην κρατικοφασιστική ανατολική κόλαση. Υπάρχει για να αποκαλυφθεί αυτή η απάτη μια αρχή. Ότι όσο το προλεταριάτο ζει στον καπιταλισμό χρειάζεται σαν το οξυγόνο για την οργάνωσή του για τα υλικά συμφέροντά του και πάνω απ όλα για την προετοιμασία της επανάστασής του την οσοδήποτε μεγαλύτερη πολιτική δημοκρατία. Όπου την βρει, έστω και ελάχιστη, έστω και για μια στιγμή πρέπει να την υπερασπίζει με πάθος και αν χρειαστεί με το αίμα του. Η σημερινή ΕΕ σαν χώρος πολιτικής δημοκρατίας πρέπει να διαφυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού όχι μόνο από το ευρωπαϊκό προλεταριάτο αλλά ακόμα περισσότερο από το τριτοκοσμικό που θα μπορεί να βρει στην Ευρώπη και στις ελευθερίες που για μια περίοδο καρπώνεται το ευρωπαϊκό προλεταριάτο ένα στοιχειώδες μετόπισθεν, μια στοιχειώδη ανάσα για τον δικό του κεντρικό για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση αντιφασιστικό αγώνα.[...]

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η Δημοκρατική και η φασιστική Ελλάδα...

Από κείμενο της ΟΑΚΚΕ [ολόκληρο εδώ http://oakke.gr/books/falmer_1/falmer_1_publisher.htm ]

[...] Οι ομοιότητες είναι καταπληκτικές, και η πιο καταπληκτική απ’ όλες είναι η πανεθνική και παλλαϊκή στράτευση στο πλευρό κάθε “ορθόδοξου τόξου” και κάθε μαχητικού αντιδυτικισμού, ακόμα και του πιο αντιδραστικού και του πιο γενοκτονικού παντού στον κόσμο. Περιφρονώντας βαθύτατα ο ένας τον άλλο βαδίζουν ενωμένοι στο κοινό “πεπρωμένο της φυλής” ο θρησκόληπτος, ο εθνικιστής, ο κνίτης, και ο αναρχικός. Ο καθένας μισεί τη Δύση και το σύγχρονο τεχνικό πολιτισμό για τους δικούς του λόγους, μα όλοι τους, είτε το ξέρουν είτε όχι, είναι παιδιά του Βυζάντιου, της “Φιλικής” και του τσάρου, και είτε το νιώθουν είτε όχι το πνεύμα και η καρδιά τους χτυπάει σύμφωνα με το σκληρό νόμο, τη φύση του οποίου με ιδιοφυΐα και τόλμη ανακάλυψε και διατύπωσε ο Φαλμεράιερ στην Εισαγωγή του στο 2ο τόμο αυτού του βιβλίου: “Αυτή όμως η εστία ζωής του ελληνικού λαού αισθητοποιήθηκε στις πόλεις Ισταμπούλ και ΜόσχαΧ εκεί αναπνέει και σκέφτεται ο Έλληνας, εκεί είναι το θυσιαστήριο και το πραιτώριό του, εκεί στρέφονται τα βλέμματα όλων των πιστών της ανατολικής εκκλησίας από το Μοριά, τον ποταμό Νείλο, την Ιορδανία, τον Ορόντη, την έρημο της Παλμύρας, την Κύπρο και την ΚαραμανίαΧ εκεί συναθροίζονται οι σφυγμοί όλων των Ρωμιών και από κει εκπορεύονται”.

Μήπως αυτή είναι μια κατάρα που θα βαραίνει αιώνια αυτό το λαό; Όχι. Έτσι αντιλαμβάνονται το διαλεχτικό πνεύμα του Φ. οι μεταφυσικοί ψευτοπροοδευτικοί, που γι’ αυτό τον κατηγορούν για ρατσιστή. Ο νόμος αυτός, όπως και κάθε άλλος κοινωνικός νόμος, είναι ιστορικά καθορισμένος και αποτελεί μόνο μια τάση. Η Ελλάδα του βυζαντινού Μεσαίωνα, που συνεχίστηκε με την οθωμανική φεουδαρχία και είχε την ατυχία να μπει στη σύγχρονη παγκόσμια Ιστορία από την πύλη του Κρεμλίνου, αντιπαλεύει ασταμάτητα τούτη τη βαριά, ακόμα κυρίαρχη, ανατολική της κληρονομιά. Η Ελλάδα του εμπορίου και της βιομηχανίας, γενικά η Ελλάδα της θάλασσας, η αστική Ελλάδα και αργότερα η προλεταριακή, η Ελλάδα του δυτικού αστικού και μαρξιστικού Διαφωτισμού, κοντολογίς η Δημοκρατική Ελλάδα πάντα πολέμησε και πολεμάει την ανατολική Ελλάδα της διεφθαρμένης κρατικοκομματικής γραφειοκρατίας, της βαλκανικής καθυστέρησης και στενότητας, την Ελλάδα υπηρέτρια του κάθε φορά κέντρου της παγκόσμιας αντίδρασης, κοντολογίς την επεκτατική, μιλιταριστική και φασιστική Ελλάδα. Και την πολεμάει αρχίζοντας από τον εμφύλιο του ‘21, και βαθμιαία και με άλματα, και ειρηνικά και με το αίμα των καλύτερων παιδιών της.

Και σ’ αυτόν τον πόλεμο η υλική ζωή του λαού και όλη η υλική κίνηση του σύγχρονου κόσμου δυναμώνουν σε βάθος χρόνου και ανελέητα την προοδευτική Ελλάδα. Η τερατωδία της εποχής που ζούμε έγκειται απλά στο ότι η αντιδραστική Ελλάδα επιστρατεύει σήμερα όλο της το παρελθόν, όλα τα καταχωνιασμένα ανατολίτικα ένστιχτά της, εκθειάζει όλα της τα εγκλήματα και τις προκαταλήψεις, ξύνει όλες τις πληγές του λαού και επιχειρεί μια ιστορική και παντοτινή επιστροφή στο άρμα του πιο κτηνώδικου ιμπεριαλισμού που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Από τη μια αυτό είναι πολύ σκληρό και θα προκαλέσει πόνο, από την άλλη όμως είναι η στιγμή, η πρώτη στιγμή από τη γέννησή της που η νέα, η προοδευτική Ελλάδα, ακριβώς επειδή τώρα είναι πιο ανεπτυγμένη από ποτέ και επειδή ταυτόχρονα βρίσκεται απέναντι σε έναν τόσο αποκρουστικό, τόσο οπισθοδρομικό και εφ’ όλης της ύλης αντίπαλο, θα υποχρεωθεί και θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει μαζί του βαθιά, αποφασιστικά και εφ’ όλης της ύλης. Σε μια πρώτη φάση αυτό το ξεκαθάρισμα θα είναι αναγκαστικά θεωρητικό. [...]

Μερικά πράγματα για τις Pussy Riot...

Από κείμενο της ΟΑΚΚΕ [ολόκληρο εδώ http://oakke.gr/na481/481pr.htm ]

Η Ρωσία είναι μία χώρα όπου η δικτατορία του προλεταριάτου που εγκαθίδρυσε η σοσιαλιστική επανάσταση του Οχτώβρη του ’17 έβγαλε τη γυναίκα στο προσκήνιο και ξέσχισε την τσαρική – φεουδαρχική καθυστέρηση και θρησκοληψία. Η γυναίκα επί Λένιν και Στάλιν βίωσε μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση, στην οποία ήταν συμμέτοχος και συνδημιουργός του νέου σοσιαλιστικού πολιτισμού. Αυτό το νέο πνεύμα πέρασε βαθιά και στις οικογενειακές σχέσεις και στο δίκαιο που αφορούσε το γάμο και γενικότερα τις σχέσεις των δύο φύλων και παρέμεινε ισχυρό ακόμα και μετά την πολιτική και οικονομική παλινόρθωση.

Οι σοσιαλφασίστες της εποχής Χρουστσόφ – Μπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ, πριν σηκώσουν την τρίχρωμη τσαρική σημαία και πετάξουν από πάνω τους το σφυροδρέπανο και το κόκκινο χρώμα (αφού πρώτα τα έσυραν στη λάσπη) δεν επιτέθηκαν ανοιχτά σε αυτές τις κατακτήσεις, και τις γκρέμιζαν μόνο έμμεσα, μέσα από την παλινόρθωση, σε απέραντη κλίμακα, των πιο σάπιων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, εκείνων του γραφειοκρατικού κρατικοφασιστικού καπιταλισμού που ετοίμαζε τον ολιγαρχικό «ιδιωτικό» (εξίσου κρατικοφασιστικό και υπερσυγκεντρωμένο) καπιταλισμό των Γέλτσιν – Πούτιν.

Ο νεοτσαρισμός και η πλήρης παράδοση των ρώσικων μαζών στην ιδεολογική αποκτήνωση του συνομωσιολογικού αντιαμερικανισμού (για τις ΗΠΑ που δήθεν «διάλυσαν την ΕΣΣΔ και φτώχυναν την αιώνια Ρωσία»), του αντισημιτισμού και του μεσαιωνικού πνεύματος αντιδραστικής ολιγάρκειας είχαν ανάγκη μια ρώσικη εκκλησία πλήρως παραδομένη στο Κρεμλίνο. Κάτι που είχε ήδη συμβεί επί Μπρέζνιεφ, με την KGB να έχει το Πατριαρχείο της Μόσχας υπό τον πλήρη έλεγχο της, ήδη από τη δεκαετία του ’70.

Ο αντιδραστικός ορθοδοξο-φασιστικός μεσαιωνισμός ήρθε να συναντήσει το πρότυπο του «ματσό – αθλητικού τύπου – κυνηγού» Πούτιν, και να θέσει «νέα όρια» στη θέση της γυναίκας στη ρώσικη κοινωνία. Η γυναίκα παρουσιάζεται και πάλι ως η φιγούρα «για το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών», όπως την ήθελε ο ναζισμός και τώρα τη θέλει ο ισλαμοφασισμός, την ώρα που ο άντρας είναι ο μόνος «άξιος» να συμμετέχει στην ευρύτερη κοινωνικοπολιτική ζωή και στην παραγωγή. Πρόκειται για βήματα ολοταχώς προς τα πίσω, σε μια κοινωνία που δηλητηριάζεται καθημερινά από το μείγμα του πιο κανιβαλικού εθνικισμού και του αντεστραμμένου «σοσιαλισμού» των σουσλοφικών «αντικαπιταλιστών», που κάνουν ιδεολογικό κουμάντο στο πουτινικό καθεστώς.

Αυτό το πνεύμα χτύπησαν, έστω με τον δικό τους, «προκλητικό» και όχι ιδιαίτερα πειστικό για τις πλατιές μάζες τρόπο οι θαρραλέες αυτές νεολαίες. Πήραν μια φόρμα της δυτικής μουσικής και κοινωνικής κουλτούρας, που κουβάλαγε μέσα της εχτός από πολύ παρακμή και ένα γνήσιο πνεύμα νεολαιίστικης αντίδρασης τη δεκαετία του ’70 στην Αγγλία, το πανκ, και την έστρεψαν με μανία ενάντια στο υποκριτικά καθωσπρέπει κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης και καταπίεσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι μολονότι η ιδεολογική γραμμή των PR δεν είναι αστοφιλελεύθερη στην κύρια πλευρά της, ο φασίστας Ναβάλνι, που υποδύεται τη σκληρή «αντιπολίτευση» στον Πούτιν, αλλά είναι ρατσιστής μεγαλορώσος και εθνικοφασίστας, χτύπησε τις PR σαν «ανόητες που έκαναν ό,τι έκαναν καθαρά για λόγους δημοσιότητας», αν και δήθεν «διαφώνησε» με την καταδίκη τους, για να καλύπτεται σαν «αντιπολιτευόμενος».

Το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα των PR το δίνει η ίδια η «αρχηγός» του συγκροτήματος Τολοκονίκοβα, σε συνέντευξή της από τη φυλακή στο γερμανικό περιοδικό Spiegel τον περασμένο Μάρτη:

«Ναι, είμαστε μέρος του παγκόσμιου αντικαπιταλιστικού κινήματος, το οποίο αποτελείται από αναρχικούς, τροτσκιστές, φεμινίστριες και αυτόνομους. Ο αντικαπιταλισμός μας δεν είναι αντιδυτικός ούτε αντιευρωπαϊκός. Βλέπουμε τον εαυτό μας σαν τμήμα της Δύσης, και είμαστε προϊόν της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Οι αδυναμίες και οι ατέλειες της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας μας ενοχλούν βέβαια, αλλά δεν θέλουμε να καταργήσουμε το δικαίωμα των ανθρώπων να απολαμβάνουν τα καταναλωτικά αγαθά. Η ελευθερία βρίσκεται στον πυρήνα της ιδεολογίας μας, και η λογική της ελευθερίας που πρεσβεύουμε είναι δυτική στην ουσία της. Δίνουμε μια μάχη για τον ορθό ορισμό της έννοιας της ελευθερίας». (http://bitly.com/UujwyS )

Τα παραπάνω λόγια δεν δείχνουν κατασταλλαγμένες ιδέες αλλά ανησυχίες και σε κάθε περίπτωση η πολιτική πράξη αυτών των γυναικών δείχνει ότι δεν μιλάμε για «αναρχικούς, τροτσκιστές, φεμινιστές και αυτόνομους» ελληνικού υπερκαθεστωτικού τύπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μολονότι διάφορες αντιδραστικές δυνάμεις εμφανίζονται σήμερα στη Ρωσία ως «λάβρες» κατά του πουτινισμού, ως εκ «θαύματος» οι ψευτοκομμουνιστές του Ζιουγκάνοφ, ο συνδετικός κρίκος «αριστεράς» και ναζιστών Ουνταλτσόφ, και ο εθνικομπολσεβίκος-χιτλερικός Λιμόνοφ, καθώς και οι οπαδοί τους, παραμένουν πάντα άθικτοι, ενώ οι συνεπείς αστοδημοκράτες, καθώς και τμήμα των αναρχικών και μαχητικών αντιφασιστών, είναι οι μόνοι που έχουν νεκρούς από ψυχρές, ωμές καγκεμπίτικες δολοφονίες, που συνήθως γίνονται στο δρόμο ή και στα σπίτια των θυμάτων.

Φαίνεται ότι η γραμμή των PR, παρά την κάποια συγγένειά της με το μικροαστικό αντιδραστικό «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης», εξοργίζει το καθεστώς πρώτα απ όλα για τον αντικληρικαλισμό της, που χτυπά τη στενή ενότητα και την διεφθαρμένη υποκρισία Κρεμλίνου – ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και για την άρνησή της να ενταχθεί στο κυρίαρχο στη Ρωσία αντιδυτικό (με την έννοια του αστικοδημοκρατισμού) καθεστωτικό ρεύμα, σε επίπεδο ιδεολογίας.

Στη Ρωσία σήμερα, μπορείς να είσαι «εθνικιστής – πατριώτης» Πούτιν και «εθνικοφιλελεύθερος» Μεντβέντεφ, μπορείς να είσαι «κομμουνιστής» Ζιουγκάνοφ, «αριστερός» Λέβιτσεφ και «ριζοσπάστης» Ουνταλτσόφ ή Ναβάλνι, εθνικομπολσεβίκος – ναζιστής Λιμόνοφ, μπορείς τέλος να είσαι αρχιφασίστας «υπερεθνικιστής» Ζιρινόφκσκι. Το μόνο που δεν επιτρέπεται να είσαι είναι συνεπής δημοκράτης και διεθνιστής σαν την Πολιτκόφσκαγια ή την Εστεμίροβα, που «ανταμείφθηκαν» από το καθεστώς με σφαίρες στα κορμιά τους.

Στη Ρωσία δεν είναι «απαγορευμένος» στη φόρμα ούτε ο αντικαπιταλισμός, μάλιστα μια υπεραντιδραστική ανεστραμένη και επιλεκτική μορφή του τη σερβίρουν όλες οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. «Απαγορευμένος» ή εν πάση περιπτώσει καταδιωκόμενος είναι ο αστικός (κι ακόμα περισσότερο ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ μαρξιστικός) διαφωτισμός, η ελεύθερη ατομικότητα, ο αθεϊσμός, ο διεθνισμός, η αντικαθεστωτική πάλη, η πάλη για τα δικαιώματα των μειοψηφικών εθνοτήτων μέσα στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Οι θεωρίες του ρώσικου ναζιστικού μονοπώλιου...

Οι θεωρίες του ρώσικου ναζιστικού μονοπώλιου στην πραγματικότητα δεν στρέφονται μόνο, ούτε στρέφονται κυρίως ενάντια σε κράτη κυβερνήσεις, κόμματα και πολιτικές φιλικές προς τις ΗΠΑ. Αυτά είναι τα προσχήματα. Στρέφονται στην ουσία ενάντια στον πολιτικό και οικονομικό δημοκρατισμό, ενάντια στην αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, της επιστήμης και της κουλτούρας, ενάντια στον δυτικό τεχνικό πολιτισμό στον οποίο περιλαμβάνεται η προσπάθεια για την υλική ανάπτυξη των ατομικών καταναλωτικών μέσων, στρέφονται ενάντια στον αθεϊσμό και στην προοδευτικού τύπου ελεύθερη ατομικότητα. Δηλαδή στρέφονται ενάντια σε ό,τι είναι προοδευτικό μέσα στον καπιταλισμό, δηλαδή σε ό,τι τελικά σκοτώνει ο ίδιος ο καπιταλισμός όταν φτάνει στο κρατικομονοπωλιακό ιμπεριαλιστικό στάδιο του και το κληρονομεί η σοσιαλιστική επανάσταση.

Πάρθηκε από http://kokkinometerizi.blogspot.com/2011/02/blog-post_17.html

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΥΛΟ ΤΟΝ 2ο

Από κείμενο της ΟΑΚΚΕ [από την αρχή ολόκληρο εδώ http://oakke.gr/na399/papas399.htm ]

[...] Αν ωστόσο εξετάσει κανείς αυτήν τη οικουμενικότητα με ταξικούς όρους θα ανακαλύψει ότι μεταφράζει απλά στο θρησκευτικό-εκκλησιαστικό επίπεδο την οικονομική και πολιτική απαίτηση του πολυεθνικού μονοπώλιου για την ειρηνική συμβίωση των χωρών, των φυλών και των θρησκειών κάτω από τη δικιά του ηγεμονία. Ασφαλώς αυτή η διεργασία είναι θετική σαν αντίρροπη του εθνοτικού, φυλετικού και θρησκευτικού κανιβαλισμού στον οποίο ασταμάτητα σπρώχνει τον πλανήτη το ανατολικό πολεμικό μονοπώλιο. Είναι επίσης θετική από την άποψη ότι ο διεθνισμός του κεφάλαιου και οι ιδεολόγοι του σαν τον πάπα Ιωάννη Παύλο προετοιμάζουν στρατηγικά τους υλικούς και ιδεολογικούς όρους του προλεταριακού διεθνισμού. Όμως στο μακροπρόθεσμο περιεχόμενό τους ο διεθνισμός του κεφάλαιου και ο διεθνισμός του προλεταριάτου βρίσκονται σε ανειρήνευτη σύγκρουση.
Αυτή η σύγκρουση στην περίπτωση του πάπα Ιωάννη Παύλου εκδηλώνεται σε μια σειρά αντιδραστικών ηθικών κανόνων της ατομικής και κοινωνικής ζωής που αυτός και το Βατικανό από πίσω του θέλουν να επιβάλουν στους πιστούς. Αυτοί οι κανόνες είναι ενάντια στην ανθρώπινη ελευθερία, στον ορθολογισμό και στο επιστημονικό πνεύμα και πάνω απ όλα ενάντια στην ατομική και κοινωνική ελευθερία της γυναίκας.

Ο διεθνής πολίτης του Πάπα Ιωάννη Παύλου θα είναι ένας άνθρωπος που δεν θα μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό του και τους άλλους από μια νεκρή συζυγική σχέση, ούτε από μια φρικτά πονεμένη και δίχως κίνηση ζωή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Θα πρέπει επίσης να αποδεχτεί και τον κίνδυνο της έσχατης των ποινών μέσω του ΑΙDS αν θελήσει να πραγματοποιήσει σαρκική επαφή αφού του απαγορεύεται κάθε μέτρο προφύλαξης
Αν ο πολίτης έχει την ατυχία να είναι γυναίκα, αυτή υποχρεούται να δεχτεί τη μητρότητα χωρίς τη θέλησή του αφού δεν του επιτρέπεται ούτε η αντισύλληψη, ούτε η έκτρωση. Αλλά και αν ακόμα αρνηθεί να χαρεί την σεξουαλική απόλαυση η πιστή καθολική δεν θα μπορέσει ποτέ να χειροτονηθεί. Η χειρότερη και πιο αντιεπιστημονική από όλες αυτές τις παράλογες απαγορεύσεις είναι η απαγόρευση της πολύ ελπιδοφόρας και σωτήριας για την ανθρωπότητα μεθόδου του κλωνισμού των εμβρυακών κυττάρων για θεραπευτικούς λόγους.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτό το αντιδραστικό ηθικολογικό κήρυγμα είναι απλά ένα φεουδαρχικό υπόλειμμα, μια συντηρητική στενοκέφαλη επιβίωση του καθολικισμού στην γενικά δημοκρατική διδασκαλία του Πάπα Ιωάννη Παύλου. Δεν είναι έτσι. Γιατί ο Πάπας αυτός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του μια γενικά πιο ανεκτική στάση σε αυτά τα ζητήματα. Νομίζουμε ότι αντίθετα από το να είναι φεουδαρχικά υπολείμματα αυτές οι «στενοκεφαλιές» είναι συμπτώματα των αυξανόμενων προκαταλήψεων και της συντηρητικοποίησης της μονοπωλιακής αστικής τάξης, που πέφτει στο μυστικισμό όσο αδυνατεί να εξηγήσει και να ελέγξει τις παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις που η ίδια άθελά της απελευθερώνει. Αυτή η ηθικολογική συντηρητικοποίηση του καθολικού, που είναι παράλληλη και ταυτόχρονη με εκείνη του προτεσταντικού κόσμου είναι μια απόπειρα του παγκοσμιοποιημένου κεφάλαιου να ανακαλύψει κάπου κάποια ιδεολογική σταθερότητα για τα στελέχη του και για το απέραντο ταραγμένο ποίμνίο του. Και αυτήν την αναζητά στις «ρίζες», δηλαδή στις «απλές» πατριαρχικές συνήθειες, στην «ηθική» μικρή παραγωγή, στην «αγνή απλή ζωή» και στις αντίστοιχες λυτρωτικές ουτοπίες κάθε ιστορικά παρακμασμένης τάξης. Το σύγχρονο μεγάλο αστικό στέλεχος φτάνει ακόμα και να παίζει τη ζωή του κορόνα γράμματα διασχίζοντας ωκεανούς, ερήμους και ζούγκλες για να ανακαλύψει στα όρια του θανάτου την «ζωϊκή του ύπαρξη». Στις ίδιες ταλαιπωρίες της σάρκας θέλει να δοκιμαστεί με τις στερήσεις της απόλαυσης για να εξαγνιστεί από το σύγχρονο «καταναλωτισμό» και «καπιταλισμό» ο πιο φτωχός για τέτοιες συγκινήσεις μέσος καθολικός.

Αυτός είναι ο λόγος που πάντα θα διακρίνει κανείς δίπλα στους ύμνους των φιλελεύθερων για την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση τη νοσταλγία τους για το χωριό και τη γειτονιά, το θαυμασμό τους για τις «τοπικές κουλτούρες», ή ακόμα και το δέος τους μπροστά στο οτιδήποτε έχει επιβιώσει από το μαγικό και τις ιεροτελεστίες της βαρβαρότητας. Καταλήγουν υποχρεωτικά στο παλιό και τελματωμένο επειδή δεν μπορούν και δεν θέλουν να δουν όλο αυτό τον κόσμο να ξεσηκώνεται εναντίον τους για να μπει στη σύγχρονη ζωή ακολουθώντας μια πραγματικά επαναστατική τάξη όπως είναι το σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο. Θέλουν να τον συντηρούν σε αυτή την κατάσταση της αιώνιας καθυστέρησης μοιράζοντας του υλική και ψυχική φιλανθρωπία. Φιλανθρωπία ενάντια στην κοινωνική επανάσταση. Σε αυτό το μοτίβο έμεινε ως το τέλος με συνέπεια και αίσθηση των διαθέσεων των παγκόσμιων μαζών ο Πάπας Βοϊτίλα.

Μπορεί να καταλάβει κανείς λοιπόν, αν έτσι σκέφτεται το «φιλελεύθερο» δυτικό μονοπώλιο πως σκέφτεται το ανατολικό κρατικοφασιστικό. Το ισλάμ και η ορθοδοξία έχουν ήδη δώσει με τους αποκεφαλισμούς και τις εθνοκαθάρσεις τα πρώτα δείγματα της δικιάς τους πραγματικά ριζοσπαστικής επιστροφής στις «ρίζες». Μπροστά τους ο πάπας Ιωάννης Παύλος μοιάζει με Ντιντερό και τον σεβόμαστε γι αυτό δίπλα στους δημοκράτες καθολικούς. Όμως για μας τους υπερασπιστές του προλεταριακού διαφωτισμού υπάρχει ζωτική ανάγκη να τελειώνουμε με όλο αυτό τον κόσμο που μπορεί να ηρεμεί μόνο ταξιδεύοντας με φαντάσματα. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτόν όχι μόνο για τον σοσιαλισμό αύριο, αλλά και για τον αντιφασισμό σήμερα. Ο φασισμός, ιδιαίτερα ο ναζισμός συγκρούεται τελικά με την κρατική εκκλησία, αλλά πριν φτάσει σε αυτό το σημείο έχει χρησιμοποιήσει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και τα παθητικά ατομικιστικά κηρύγματα για να αποσπάσει τις μάζες από την ορθολογική και υλιστική, την πραγματικά επαναστατική σκέψη.

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...