Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Από τον Μηχανιστικό στον Διαλεκτικό Υλισμό

Στην προηγούμενη ομιλία είδαμε πώς γεννήθηκε η υλιστική ιδέα στην οποία ο άνθρωπος με θάρρος αναζήτησε την αλήθεια στη φύση, τους νόμους και κατάλαβε τις δυνατότητές του. Ο άνθρωπος του μεσαίωνα, έζησε το αιώνιο σκοτάδι μέσα στην πλατωνική του σπηλιά, αναγνωρίζοντας στο παπά της ενορίας του τον φυσικό, τον γιατρό, τον δικαστή και τον δάσκαλο στον οποίο εμπιστεύτηκε τα παιδιά του! Με γυρισμένη την πλάτη στο φως και την αλήθεια, αγνόησε τη φωτεινή πραγματικότητα για αιώνες.

Όμως η αλήθεια δεν έσβησε στο διάβα των αιώνων, ούτε και με τον ανελέητο διωγμό που επέβαλαν οι εξουσιαστές του σκότους και της απάτης. Πάνω από χίλια χρόνια διήρκεσε ο διωγμός αυτός, χιλιάδες αναζητητές της αλήθειας οδηγήθηκαν στα κολαστήρια της ιερής εξέτασης και τα ικριώματα στα οποία έκαιγαν ανυπεράσπιστα τα θύματά τους και με ελαφρά την καρδία, οι βασανιστές του πνεύματος, διακήρυτταν ότι έκαναν το ιερό τους καθήκον. Από τα τέλη του 16ο αιώνα όμως ο άνθρωπος αποφάσισε να στρίψει πίσω και να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατάματα, χωρίς τύψεις και φόβο, ανακαλύπτοντας τους νόμους που κινούσαν τις σκιές και θώπευαν τη λογική και τη συνείδησή του.
Ο «νέος άνθρωπος», με την πλατιά έννοια του όρου, συνεπαρμένος από τις νέες ανακαλύψεις της εποχής που μέρα με τη μέρα πια ανακαλύπτονται λυτρώνεται από το «προπατορικό αμάρτημα».
Ανεξαρτητοποιείται από την ιδέα του θεού και ζώντας τη φρενίτιδα των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων φλέγεται από το πάθος του ορθολογισμού. Ζώντας την επιστημονική αναζήτηση, σαν μία πρωτόγνωρη συγκινησιακή εμπειρία, οι πνευματικοί ορίζοντες του ανθρώπου μεγαλώνουν ακόμα πιο πολύ.
Μετά την ουμανιστική εποχή ο άνθρωπος νιώθει την ελευθερία λες και οι τοίχοι που για αιώνες περιόριζαν την οπτική του με πάταγο γκρεμίζονται, λούζοντας τους θαρραλέους του πνεύματος με άπλετο φως.
Το ελληνικό θαύμα, όπως το κατονόμασε ο Ρενάν αργότερα, ξεπρόβαλε από το λήθαργο του μεσαίωνα. Σίγουρα, οι θρησκευτικές προκαταλήψεις που πολώνουν τη σκέψη του ανθρώπου, μπορούν να εξαφανιστούν μόνο με την εμπέδωση της υλιστικής φιλοσοφίας που, ο εμπειρισμός στην αρχή και η διαλεκτική μετά, εξασφαλίζει την επιτυχία των νέων ανακαλύψεων παρέχοντας την εγγύηση για την σωστή ερμηνεία του κόσμου.
Η κίνηση αποδείχτηκε ότι ήταν ιδιότητα της ύλης. Το θεϊκό «κινούν αίτιο» της αριστοτελικής φιλοσοφίας δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Η ύλη είναι αιώνια. Η ηθική δεν έχει σαν πηγή το θεό και οι νόμοι δεν καθορίζονται από αυτόν. Ο θεός σαν δημιουργός ήταν περιττός και στην καλύτερη περίπτωση δεν υπήρχε.
Μα όλα αυτά ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Κάποιοι τα απέκρυψαν επιβάλλοντας στυγνό θεοκρατικό σύστημα. Η θρησκευτική και πολιτική εξουσία επέβαλε τη θέλησή της με τον πιο επαίσχυντο τρόπο: το βασανισμό και την καταδίκη σε θάνατο όσων αμφισβητούσαν την Απόλυτη Ιδέα των Γραφών.
Ας κάνουμε πάλι ένα ιστορικό ταξίδι στο χρόνο για να δούμε πώς το φως ξέσχισε τα ράσα της αποβλάκωσης φωτίζοντας τις σκοτεινιασμένες κόγχες του ανθρώπινου εγκέφαλου.

Το 1625 ο Πιέρ Γκασεντί (1592-1655) καταπιανόταν με την αστρονομία και την επικούρεια φιλοσοφία και οι υλιστικές ιδέες αναβιώνουν και πάλι. Εμπλουτίζονται με τον Τόμας Χομπς (1588-1679) που θεωρείται ο θεμελιωτής του μηχανιστικού υλισμού.
Όλα πια έχουν σχέση με την κίνηση της ύλης σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους. Στην προεπαναστατική Γαλλία οι φιλόσοφοι δημιουργούν τομές στην προϋπάρχουσα χριστιανική σκέψη. Η πραγματικότητα αποτελείται μόνο από ύλη, στηρίζοντας κάθε αντίληψη αποκλειστικά στη λογική και την εμπειρία. Άλλωστε το ον, το πράγμα δηλαδή, είναι υλικό και μόνο αυτό απαρτίζει το πραγματικό. Αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής στον τρόπο της σκέψης ήταν η ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών τον επόμενο αιώνα. Ο άνθρωπος επιτέλους αφυπνίστηκε και κατάλαβε ότι έπρεπε να προσηλωθεί στην αγάπη του για τη φύση και τον άνθρωπο.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της Φιλοσοφικής σκέψης, μετά το 16ο αιώνα, παρατηρούμε ραγδαία εξάπλωση του Ντεϊσμού, των φυσικών θρησκειών και των πανθεϊστικών αντιλήψεων. Οι τελευταίες είναι νατουραλιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν σαν αντίδραση στη θρησκευτική καθεστηκυία τάξη του μεσαίωνα, όταν εμφανίστηκε το ουμανιστικό κίνημα, στρέφοντας το βλέμμα του ανθρώπου από τον ουρανό στη φύση και τα ατομικά του προβλήματα. Κατάλαβε το καθήκον του απέναντι στον εαυτό του και την κοινωνία του, που είναι μέλος της. Απαλλάχτηκε από τα δεσμά της παράδοσης και της πρόληψης και αντιλήφθη τις υποχρεώσεις του προς τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Όμως η διάδοση της υλιστικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά στην σαφήνεια και στην ενότητα της μηχανιστικής του αντίληψης. Κατάλαβε ότι η ανθρώπινη συνείδηση όχι μόνο εξαρτάται από τη λειτουργία του εγκεφάλου αλλά είναι και προϊόν της (Ντιντερώ 1713-1784, Λαμετρί 1709-1751). Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή και η νόησή του μία λειτουργία του εγκεφάλου. Η φύσις επίσης διέπεται από φυσικούς νόμους (Χόλμπαχ 1723-1789).

Ο Πάουλ Χάινριχ Ντίτριχ γνωστός και σαν βαρόνος Χόλμπαχ (1723-1789) υποστήριξε το συστηματικό υλισμό και απορρίπτοντας κάθε μορφή θρησκείας έγινε εκπρόσωπος του αθεϊσμού. Ό,τι υπάρχει βρίσκεται μέσα στην φύση, έλεγε, οτιδήποτε αναφέρεται έξω από αυτήν είναι δημιούργημα της φαντασίας. Πίστευε ότι ολόκληρο το σύμπαν ήταν ένα σύνολο ύλης, κίνησης και απεριόριστης αλληλουχίας αιτίων και αιτιατών. Ώριμος αθεϊστής ο Χόλμπαχ, απορρίπτοντας τη μέλλουσα ζωή και τη θεία κρίση, πίστευε επίσης ότι ο άνθρωπος πρέπει να στρέφει τις προσπάθειές του για να κάνει ευκολότερη τη δική του ζωή και να ευτυχεί προσπαθώντας να φανεί αντάξιος της αγάπης των υπολοίπων.
Πράγματι, όπως είπαμε πιο πάνω, από την αρχαιότητα ακόμα, ο υλισμός, σαν κοινωνικό φαινόμενο και αλληλένδετος με τη δημοκρατία, αποτελούσε πάντα την προοδευτικότερη κίνηση στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο θεός την εποχή του διαφωτισμού, σαν Μονάδα και Διάνοια, εμψυχώνει τον κόσμο και γίνεται στήριγμα των ορθολογιστών. Δεν αρκεί όμως μόνον αυτή η πλευρά. Σαν αρχή του κόσμου επιβάλει την ηθική της. Ο θεός γίνεται ξανά ιδέα. Ιδέα του Αγαθού. Αιώνιος σαν τη Φύση και ηθικός όπως διακαώς επιθυμεί ο άνθρωπος. Ο θεός της νέας εποχής αυτοδημιουργείται και τελειοποιείται όπως η φύση. Μόνο η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου συντελεί στο τελικό «πεπρωμένο». Το τελευταίο δεν είναι γεγραμμένο αλλά συντελείται από εμάς. Εμείς έχουμε την ευθύνη. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται!

Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις έδωσαν νέα ώθηση! Ο άνθρωπος επιτέλους κατάφερε να αντισταθεί στο ράσο.
Αλλά εκεί όπου ο υλισμός έπεισε για την ανυπαρξία του θεού, η ηθική είχε και πάλι την τιμητική της. Χωρίς να υπάρχει αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ θρησκείας και ηθικής, γίνεται κατανοητό ότι οι άθεοι είναι εναρετώτεροι των πιστών γιατί «καθοδηγούνται» από μία συλλογική συνείδηση που την «επιβάλλουν» στην κοινωνία με την εκμάθηση και την εκπαίδευση, σαν χρέος και καθήκον του ανθρώπου, και όχι με κίνητρο την ανταμοιβή και τα εκβιαστικά διλήμματα της τιμωρίας που εφευρίσκει η θρησκεία.
Τη διαπίστωση αυτή είχε κάνει και ο Πιέρ Μπάυλ (1647-1706). Ήταν Γάλλος φιλόσοφος, πρώιμος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού που με το έργο του «Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό» άσκησε σημαντική επίδραση στον Βολτέρο, τον Ντιντερό και τον Φώερμπαχ. Επειδή πίστευε ότι η γνώση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμφίβολα αξιόπιστη, παρά μόνο πιθανή άρα και τα θρησκευτικά δόγματα δεν μπορούν να θεμελιωθούν ορθολογικά και γι’ αυτό υποστήριζε ότι την ηθική δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη θρησκεία. «Η λαϊκή ηθική που ωθεί τον άθεο προς τον ενάρετο βίο» έλεγε «είναι τόσο αυστηρή, όσο και κάθε πειθαρχία θρησκευτικής έμπνευσης». Επίσης με παρρησία διακήρυττε ότι ο άθεος μπορεί να είναι ηθικός και έντιμος άνθρωπος. Ο άνθρωπος, έλεγε, γίνεται κατώτερος όχι με τον αθεϊσμό αλλά με τις δεισιδαιμονίες!
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την Γαλλική επανάσταση και το Διαφωτισμό που άλλαξε το νόημα του ανθρώπου, αλλάζοντας παράλληλα και τον ίδιο.
Κάτι έλλειπε όμως ακόμα. Ο μηχανιστικός υλισμός είχε ελλείψεις που ενοχλούσαν και δεν μπορούσε να αποδώσει στο μέγιστο την αλήθεια για τον κόσμο.
Πρώτο και κύριο εκείνοι οι μηχανιστικοί υλιστές ερμήνευαν τον κόσμο υλιστικά, όμως την πρώτη κίνηση την απέδιδαν ακόμα στο Θεό.
Ο Χέγκελ και ο Φώερμπαχ (μαζί με τον Καντ) εκπροσωπούν την κλασική γερμανική φιλοσοφία. Ανήκουν όμως και οι τρεις σε διαφορετικά φιλοσοφικά στρατόπεδα.
Αυτοί που μας ενδιαφέρουν για την ώρα είναι οι δυο πρώτοι κυρίως, μέσω των οποίων ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα διατυπώσουν πιο ολοκληρωμένα τον διαλεκτικό υλισμό για να ξεπεράσουν και τα τελευταία εμπόδια.
Ο Τζωρτζ Χέγκελ (1770-1831) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που εκπροσώπησε τον αντικειμενικό ιδεαλισμό και θεμελίωσε τη συστηματική θεωρία της διαλεκτικής. Η διαλεκτική είναι μια διαδικασία γίγνεσθαι. Αντικειμενικός ιδεαλιστής, ο Χέγκελ, θεωρούσε τον κόσμο και τα φαινόμενά του σαν μία Απόλυτη Ιδέα ή Παγκόσμιο Πνεύμα. Η φύση, η κοινωνία και η νόηση είναι η εξέλιξη του Παγκόσμιου Πνεύματος που στη θρησκεία παίρνει τη θέση του θεού. Κάτω από την οπτική αυτή, η ιδέα στον άνθρωπο, αποκτά συνείδηση, βούληση και προσωπικότητα και στη φύση πραγματώνεται σαν εσωτερική νομοτελειακή αναγκαιότητα.

Η μέγιστη συμβολή του Χέγκελ αναμφισβήτητα είναι η διαλεκτική στην οποία η ενότητα των αντιθέτων, σαν πολικές έννοιες αλληλοσυμπληρώνονται ή αλληλοαποκλείονται. Η αντίφαση αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του πνεύματος, που σαν εσωτερικός παλμός, δημιουργεί τη διαδικασία ενός αδιάκοπου γίγνεσθαι (σταδιακή ανάπτυξη του πνεύματος).
Η στρέβλωση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τη διαλεκτική δεν ξεπεράστηκε ποτέ από το μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, δημιουργώντας μία μεγαλειώδη αντίφαση που αναβίωσε αντεστραμμένη στην Διαλεκτική του Μαρξ, όπου στη θέση του Απόλυτου Πνεύματος, ο θεμελιωτής του διαλεκτικού υλισμού, όπως θα δούμε πιο κάτω, τοποθέτησε τον υλικό κόσμο! Την αντίφαση αυτή όμως, πριν από τον Μαρξ, ανακάλυψε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, ο Φώερμπαχ, που ξεσκόνισε με την κριτική του τη φιλοσοφία του Χέγκελ.
Ο Λουδοβίκος Φώερμπαχ (1804-1872) ήταν υλιστής. Δεχόταν την πραγματικότητα υλιστικά και αντικειμενικά. Τον κόσμο, έλεγε, δεν τον έφτιαξε κανένας θεός, γιατί αυτός υπήρχε ανέκαθεν, ούτε τον όριζε καμιά δύναμη αλλά οι φυσικές δυνάμεις που τις αναγνωρίζουμε με νόμους. Η σκέψη, τόνιζε, εξαρτάται από τον εγκέφαλο και γι αυτό, πίστευε ότι, η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη.
Το πρώτο μεγάλο βήμα προς τον διαλεκτικό υλισμό είχε γίνει. Το πνεύμα είναι προϊόν της ύλης και όχι το αντίθετο που μας οδηγεί στον ιδεαλισμό. Ο τελευταίος, έλεγε, είναι μία μεγάλη ανοησία. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά τα θετικά, θεωρώντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σαν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παρέβλεψε τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, όπως επίσης και τις νομοτέλειές τους. Με λίγα λόγια εξετάζοντας το θέμα μόνο θεωρητικά, παρέβλεψε την ανθρώπινη δράση, σαν πράξη, μέσα στην ιστορία του ανθρώπου.
Η νόηση έχει πραγματική δύναμη και γι αυτό δεν πρέπει να μένει έξω από τα φαινόμενα. Ο Φώερμπαχ μπορεί να εξηγούσε καλά τον κόσμο, όμως χωρίς τη γνώση και τη δράση του ανθρώπου δεν προέβλεπε πώς αυτός μπορούσε να αλλάξει. Αυτό δηλαδή που έκανε ο Μαρξ, όταν από τον Χέγκελ πήρε τη διαλεκτική και από τον Φώερμπαχ υιοθέτησε τον υλισμό που τόσο θαυμαστά περιέγραψε εμπλουτίζοντάς τον. Από τον Φώερμπαχ διδάχτηκε ακόμα πώς με τη θρησκεία ο άνθρωπος ολοκληρωτικά αποξενώνεται από τον κόσμο του.
Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) μαζί με τον Φρειδερίκο Ένγκελς (1820-1895) ήταν οι φιλόσοφοι που θεμελίωσαν τον διαλεκτικό υλισμό. Ο Μαρξ αμφισβήτησε τον Χέγκελ μεταξύ άλλων και μέσα από την κριτική που έκανε στον Νταβίντ Στράους και τον Μπρούνο Μπάουερ, όταν ο πρώτος διαχώρισε τη φιλοσοφία από τη θρησκεία και την λογική από την ιστορία. Παράλληλα, δέχεται και την κριτική του Φώερμπαχ προς τον Χέγκελ. Το Είναι δεν μπορεί να μείνει χωρισμένο από τη συνείδηση. Ούτε η συνείδηση από το Είναι. Έχοντας τα υλιστικά όπλα του Φώερμπαχ και τη διαλεκτική του Χέγκελ, την οποία θα αντιστρέψει όπως είπαμε, για να δείξει όχι τη σταδιακή εξέλιξη του πνεύματος αλλά το μηχανισμό για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Με τα εφόδια αυτά, δίκαια ονομάστηκε θεμελιωτής του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, αναπτύσσοντας επιστημονικά τη νομοτελειακή ανάπτυξη της φύσης, εντοπίζοντας παράλληλα και το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας που είναι αυτό της σχέσης του Είναι και της Νόησης.
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στη θρησκεία, στις φτωχές και περιορισμένες παραστάσεις του πρωτόγονου ανθρώπου. Το ερώτημα που έθεσε ήταν τι προϋπήρξε, η ύλη ή το πνεύμα; Υπήρχε ο κόσμος προαιώνια ή είναι δημιούργημα κάποιου θεού;

Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνο η διαφορά ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό αλλά κυρίως αν η νόηση μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο και αν οι αντιλήψεις και οι παραστάσεις μας είναι οι αληθινές του αντανακλάσεις. Αυτά κυρίως μας ενδιαφέρουν σε αυτήν την επισκόπηση.
Η θρησκεία, με την ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού, αποδείχτηκε, πέρα ως πέρα μια απατηλή θεωρία. Η κοσμοαντίληψή της παραμορφώνει τον κόσμο, διαστρεβλώνοντας την ερμηνεία των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Όμως, στον αγώνα της να εκτοπίσει την επιστήμη και την αλήθεια, έστω και μετά από αρκετούς αιώνες, η θρησκεία βρέθηκε βαριά λαβωμένη.
Στον υλισμό, η ύλη αναγνωρίζεται σαν η μοναδική βάση του κόσμου (μονισμός). Ο διαλεκτικός υλισμός θεωρεί τη συνείδηση λειτουργία του εγκεφάλου που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο. Όμως σαν επιστήμη ερευνά τους πιο γενικούς νόμους της κίνησης και της ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Σαν γενική μέθοδος γνώσης του κόσμου αναγνωρίζει α) την αμοιβαία σχέση των φαινομένων και των αντικειμένων, β) την κίνηση και την ανάπτυξη του κόσμου σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων που δρουν μέσα του. Η διαλεκτική, απαλλαγμένη από το μυστικισμό, θα γίνει αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες, και το χρηστικότερο εργαλείο για τη διερεύνησή τους.
Η πορεία εξέλιξης της επιστήμης και της κοινωνίας επιβεβαιώνει την ορθότητα του φιλοσοφικού υλισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, με τον καλύτερο τρόπο.

Σε συζητήσεις με θέμα τις θρησκείες και το Θεό κυριαρχεί η άποψη ότι αυτές δεν βγάζουν πουθενά, επειδή όσα λέει ο ένας αντικρούονται από τον άλλο σε μία ατέρμονη συζήτηση πολλών και διαφορετικών θεμάτων χωρίς να βγαίνει ουσιαστικό συμπέρασμα.
Μπορεί να αλλάξει αυτό, τι λέτε;
Μπορούμε να καταλήξουμε κάπου, μπορούμε να αποστομώσουμε κάποιον που με αφέλεια δέχεται πράγματα που δεν μπορούν να αποδειχτούν;
Η απάντηση είναι ναι και στα δυο ερωτήματα, αρκεί να υιοθετήσουμε τη λογική του διαλεκτικού υλισμού. Μόνο με τη λογική αυτή μπορεί να επιχειρηματολογήσει κάποιος κι αυτό γιατί ο κόσμος μας είναι υλιστικός.
Όμως, ας αρχίσουμε από τους ορισμούς ώστε να γνωρίσουμε τους όρους με τους οποίους θα ασχοληθούμε, δηλαδή τι είναι μονισμός, δυϊσμός, βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, υλισμός, ιδεαλισμός και διαλεκτική.
Ο μονισμός είναι μία φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται σαν βάση του υπαρκτού κόσμου μία πηγή, μια αρχή και θεμελιώδη. Δέχεται ότι αυτή είναι υλική.
H πρώτη αρχή, το «όντως ον» που ενέπνευσε τους πρώτους υλιστές φιλόσοφους της αρχαιότητας είναι ένα υλικό στοιχείο (το Νερό για παράδειγμα στον Θαλή τον Μιλήσιο ή η Φωτιά για τον Ηράκλειτο) και από αυτό προήλθαν όλα τα άλλα..
Υπάρχει και μονισμός που δέχεται σαν αρχή το πνεύμα, την ιδέα (Πλάτων).
Οι πρώτοι λέγονται Υλιστές, οι δεύτεροι Ιδεαλιστές. Μεταξύ τους όμως υπάρχει ανειρήνευτη φιλοσοφική διαμάχη ορίζοντας το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.

Ο δυϊσμός είναι η φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται σαν βάση του υπαρκτού κόσμου δυο αδιαίρετες πηγές, την ύλη και το πνεύμα, σαν μια προσπάθεια συμφιλίωσης των δυο φιλοσοφικών κατευθύνσεων. Οι δυϊστές δέχονται την ύλη και το πνεύμα σαν ανεξάρτητες οντότητες που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους (Ρενέ Ντεκάρτ). Όμως αυτή η φιλοσοφική κοσμοθεώρηση οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό, στον αντίποδα του οποίου βρίσκεται ο υλισμός και φυσικά ανάμεσά τους η προαιώνια διαμάχη. Ποια η διαφορά μεταξύ τους;
Το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι αυτό που ερευνά τη σχέση της Νόησης με το Είναι. Την σχέση της συνείδησης και του κόσμου, για να το πούμε πιο απλά.
Το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, όπως αλλιώς λέγεται, θέλει τη φιλοσοφία χωρισμένη σε δυο μεγάλα στρατόπεδα, αυτό του υλισμού και εκείνο του ιδεαλισμού.
Τα στρατόπεδα αυτά αφορούν κατευθύνσεις σκέψης.
Γιατί όμως η φιλοσοφία χωρίζεται ανάμεσα στις δυο αυτές κατευθύνσεις;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό την δίνει η ίδια η φιλοσοφία. Οι βασικές φιλοσοφικές κατευθύνσεις κάθε σχολής έχουν διαφορετικό προσανατολισμό, γιατί η πάλη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού είναι η κινητήρια δύναμη της φιλοσοφικής σκέψης και νομοτέλεια της ιστορικής της πορείας. Ο φιλόσοφος και γενικά ο άνθρωπος ωριμάζει μέσα στην κοινωνική πάλη και στις αντιθέσεις της και γι αυτό από την οπτική αυτή εξαρτώνται όλα του τα συμπεράσματα για τον κόσμο.
Ο τρόπος που σκέπτεται αφορά την ερμηνεία που θα δώσει ο ίδιος για τον κόσμο του.
Μπορεί να τον γνωρίσει… πόσο και γιατί…

Ο υλισμός θεωρεί τον κόσμο μας καθοριστικό, θεμελιακό και πρωτεύων, τη δε συνείδηση, τη σκέψη και το πνεύμα δευτερεύοντα. Συνεπώς η ύλη προηγείται, ενώ η συνείδηση σαν δευτερεύων παράγοντας είναι προϊόν εξέλιξης της ύλης, του εγκέφαλου δηλαδή. Η συνείδηση είναι η ιδεατή αντανάκλαση του υλικού κόσμου (ανθρώπινος εγκέφαλος) και στον άνθρωπο χρησιμεύει σαν μέσο για να τον ερμηνεύει, γι’ αυτό είναι αδιανόητο να νοηθεί αποσπασμένη από τον εγκέφαλο που την γεννά. Οι υλιστές φιλόσοφοι δέχονται ότι τον κόσμο μας δεν τον δημιούργησε κανένας. Είναι αιώνιος (αΐδιος) και απειρόμορφος και ό,τι υπάρχει γύρω του υπάρχει αντικειμενικά και ανεξάρτητα από αυτόν. Τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα απ’ τη σκέψη μας, δηλαδή είναι αντικειμενικά. Υπάρχουν είτε τα σκεφτόμαστε είτε όχι. Είτε υπάρχουμε εμείς είτε όχι!
Στον ιδεαλισμό η ιδέα, η σκέψη, η συνείδηση, το πνεύμα και ο θεός είναι το καθοριστικό, το θεμελιακό και το πρωτεύον. Ο κόσμος, η φύση, η ύλη παράγονται ή εξαρτούνται από τη συνείδηση, το πνεύμα και το θεό. Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι δέχονται ότι το πνεύμα υπήρχε πριν τον υλικό μας κόσμο. Αυτόν τον δημιούργησε το πνεύμα, το ιδεατό, δηλαδή ο θεός (εν αρχή ην ο Λόγος) και συνεπώς δεν είναι παντοτινός αλλά πρόσκαιρος και προσωρινός που εξαρτάται απόλυτα από το θεό.
Να πού ευθύνεται ο διαφορετικός προσανατολισμός της κάθε σχολής! Αυτός είναι ο λόγος που η ιδεαλιστική θεώρηση του Πλάτωνα, παρόλο που ακολούθησε παράλληλη πορεία με το Δημόκριτο και αργότερα με τον Επίκουρο, δε συναντήθηκαν ποτέ. Γι αυτό και η υλιστική θεώρηση του κόσμου είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της ύπαρξης του θεού. Κάθε ανάμειξη μεταξύ τους είναι «μπασταρδεμένη φιλοσοφία» που οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό.
Ετυμολογικά ο όρος «διαλεκτική» προέρχεται από το «διαλέγομαι» που εκφράζει την τέχνη της ομιλίας ή της συζήτησης, στην προσπάθειά μας να βρεθεί ένας τρόπος να αποδείξουμε κάτι ή να το διαψεύσουμε.
Πώς γίνεται όμως αυτό;
Επειδή πολλοί δεν το κατανοούν ή αγνοούν τελείως την μεθοδολογία αυτή, θα προσπαθήσω να βρω έναν τρόπο κατανόησης ώστε μεταξύ μας να χρησιμοποιούμε κοινή γλώσσα και λογική.
Από την εποχή του Επίκουρου, ο μεγάλος φιλόσοφος απαιτούσε ανάμεσα στους συζητητές να χρησιμοποιούνται για τις λέξεις οι ίδιες έννοιες. Σ’ αυτό μερικές φορές μπορεί να βοηθήσουν και οι συμβάσεις που κάνουμε μεταξύ μας. Βέβαια σαν έννοια η «διαλεκτική» στη διάρκεια της ιστορίας πήρε πολλές μορφές. Ο Αριστοτέλης λέει εμφανίζεται από την Ελεατική σχολή των προσωκρατικών όπου ο Ζήνων επεδίωξε την αναίρεση των Πυθαγορείων. Ο Ηράκλειτος όμως την χρησιμοποίησε κάνοντας λόγο για την αέναη κίνηση των πραγμάτων.
Νομίζω στον Ηράκλειτο πρέπει να αποδώσουμε την επινόηση της διαλεκτικής που πρώτος αντιλήφθη την αδιάκοπη πάλη των αντιθέτων. Η Ελεατική σχολή ήταν απόλυτα αντίθετη στην αντίληψη του Ηράκλειτου για την κίνηση. Ο Παρμενίδης δεχόταν την κίνηση σαν ψευδαίσθηση και το Σύμπαν μοναδικό, συνεχές και ακίνητο. Όμως σαν πρόλογο αρκούν αυτά, αφού το θέμα μας αλλού αποσκοπεί.

Η διαλεκτική σαν μεθοδολογία και λογική επιχειρηματολογία έχει εφαρμογή στη σκέψη, στη φύση και στην ιστορία. Θέματα δηλαδή που συνεχώς θίγει ο αναζητητής της αλήθειας. Πρέπει ακόμα να αναφέρω ότι μέσα από τις αντιθέσεις αναζητούμε να βρούμε την αλήθεια και γι αυτό τις θεωρώ όχι σαν λόγο για να διαφωνήσουμε αλλά σαν τρόπο για να τις ξεπεράσουμε και να βρούμε την αλήθεια ή έστω, αν θέλετε, να συνεννοηθούμε. Ο εριστικός διάλογος δεν ωθεί προς την αλήθεια, το ξεπέρασμα δηλαδή των αντιθέσεων, αλλά μας σπρώχνει προς το διχασμό και τον πόλεμο. Δημιουργεί διαφωνία και μίσος, σαν αυτό που μόνιμα βρίσκεται στις καρδιές των πιστών, ανάμεσα σε διαφορετικές θρησκείες ή και μέσα στην ίδια, ανάμεσα στην «ορθή» δόξα και την αίρεση.

Στην διαλεκτική τα δυο αντίθετα αποτελούν την θέση και την αντίθεση που αίρονται σε κάτι ανώτερο: στην σύνθεση. Έτσι ξεπερνούμε τις αντιθέσεις στη σκέψη μας και στην αντίληψή μας για τον κόσμο. Σαν φιλοσοφική μέθοδος η διαλεκτική αποκαλύπτει την κινητήρια δύναμη και την πηγή κάθε εξελικτικής διαδικασίας στην φύση και την κοινωνία.
Βασικές της θέσεις είναι.
α) Θεωρεί την ύλη σαν το μοναδικό θεμέλιο του κόσμου.
β) Δέχεται την καθολική αλληλουχία των πραγμάτων και των φαινομένων.
γ) Υποστηρίζει ότι η κίνηση και η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων.
Τόσο ο υλισμός όσο και ο ιδεαλισμός μπορεί να είναι διαλεκτικός ή μεταφυσικός, όμως ο υλισμός ποτέ δεν ταυτίζεται με την μεταφυσική γιατί η επιστημονική πρακτική ποτέ δεν συνδέθηκε με τον ιδεαλισμό.
Οι ιδεαλιστές, την διαλεκτική δεν την εφαρμόζουν ούτε στην εξήγηση των φαινομένων της φύσης, ούτε στην γνώση. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ο κόσμος δεν είναι δημιούργημα, αλλά αΐδιος και παντοτινός. Ούτε μπορούν να αντιληφθούν την αναγκαιότητα των νόμων ή την ύπαρξη των αντικειμενικών νομοτελειών της φύσης και γι αυτό δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η κίνηση της ύλης είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα της ύπαρξης και της ουσίας της!
Την φύση δεν την έφτιαξε κανένας θεός και γι αυτό δεν κατευθύνεται από θεούς, αλλά από φυσικές δυνάμεις και τους νόμους που την ορίζουν.
Επίσης, δεν κατανοούν γιατί η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη και αποτέλεσμα της λειτουργίας του εγκεφάλου. Γι αυτό και θεωρούν την ύλη… προϊόν του πνεύματος κι όχι το αντίθετο.
Πρέπει να το βάλουμε καλά στο μυαλό: Η ενότητα του κόσμου, συνίσταται στην υλικότητά του και η νόηση είναι προϊόν του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος είναι με τη σειρά του προϊόν της νομοτελειακής ανάπτυξη της φύσης και της κοινωνίας.
Με λίγα λόγια, όπως έλεγε και ο Φώερμπαχ ο υλισμός, ο αισθητός κόσμος, στον οποίο ανήκουμε και εμείς οι ίδιοι, είναι ο μοναδικός πραγματικός και υπαρκτός κόσμος, ενώ όλα τα άλλα είναι ιδεαλιστικές ανοησίες.
Να γιατί ο διαλεκτικός υλισμός είναι το θεωρητικό όπλο του αναζητητή της αλήθειας και το ανώτατο επίτευγμα της φιλοσοφικής σκέψης. Μόνο χάριν αυτής μπορούμε να αποκτήσουμε τη λογική που αντιστέκεται στην αλλοτριωμένη μας συνείδηση και μας αποξενώνει από τον κόσμο.
Διαφορετικά, χαμένοι στον ίδιο μας τον κόσμο, θα υπνοβατούμε στο υπερβατικό και την ουτοπία και συζητώντας και φιλοσοφώντας για το θεό τα συμπεράσματά μας δεν θα μας οδηγούν πουθενά.
Πώς όμως συνδέεται η διαλεκτική με την επιστήμη;
Όταν λέμε ότι ερμηνεύουμε σωστά τον κόσμο μας εννοούμε ότι κατανοούμε ότι τα πράγματα είναι αντικειμενικά και μεταξύ τους συνδέονται με κάποιες σχέσεις που αλλάζουν με την κίνηση. Οι σχέσεις των πραγμάτων λοιπόν εκδηλώνονται στην κίνησή τους, στην διαδικασία της εμφάνισης και εξαφάνισής τους.
Η επιστήμη εστιάζεται ειδικά στο πρόβλημα αποκαλύπτοντας τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα που βρίσκονται σε διαδικασίες αλλαγής, με τις οποίες αυτά αποκτούν νέες ιδιότητες μεταβάλλοντας αυτές που έχουν. Στη θεωρία της εξέλιξης για παράδειγμα ο Δαρβίνος εντόπισε την αλληλοσύνδεση του οργανισμού με το περιβάλλον του στην διαδικασία της εξέλιξής τους, ανακαλύπτοντας ότι μεταξύ τους υπάρχει μια αλληλένδετη σύνδεση όπου το ένα επηρεάζει το άλλο, όπως στη φωτοσύνθεση των φυτών ή την αναπνοή τους ανάμεσα στην μετατροπή του Οξυγόνου και το διοξείδιο του άνθρακα.
Ας πάρουμε και ένα νόμο, ας πούμε αυτών των αντιθέτων.
Η αντίφαση είναι η κινητήρια δύναμη της αλλαγής γιατί μόνο αυτή σε μια διαδικασία παρέχει τις εσωτερικές συνθήκες που κάνουν αναγκαία αυτή την αλλαγή. Κίνηση χωρίς αντιφάσεις θα ήταν απλά μια επανάληψη του εαυτού της, χωρίς καμιά αλλαγή, πρόοδο και εξέλιξη. Μέσω των αντιφάσεων επικρατούν νέες συνθήκες και αλλάζουν την προηγούμενη κατάσταση.
Το Σύμπαν είναι γεμάτο αντιφάσεις: έλξης και απώθησης που μελετά η φυσική, σύνδεσης και αποσύνθεσης που μελετά η χημεία, εξέλιξη των ειδών ανάμεσα στους οργανισμούς και το περιβάλλον, όπως είπαμε πιο πάνω, που μελετά η βιολογία. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αντίθετα είναι αυτός που προκύπτει από την ενότητά τους. Αυτό δείχνει ότι όπου υπάρχει αντίθεση αργά η γρήγορα θα γεννηθεί κάτι καινούριο που θα αντικαταστήσει το παλιό. Όμως οι αντιθέσεις που δημιουργούν τα φαινόμενα του υλικού κόσμου είναι πάντα υλικές.
Ας πάρουμε και ένα παράδειγμα ξεπεράσματος της διαλεκτικής αντίθεσης: Στην κλασική φυσική η ύλη και το κενό αποτελούν την αντίθεση (το ον και το μη ον της αρχαιότητας). Το ένα από το άλλο φαίνεται να είναι ξεκομμένο. Εύκολα εδώ ο αδαής μπορεί να ισχυριστεί ότι από το τίποτα μπορεί να προκύψει κάτι, ύλη για παράδειγμα και να ισχυροποιήσει το ενδεχόμενο της δημιουργίας του κόσμου από το τίποτα.
Έτσι, κινδυνεύουμε να παρεκτραπούμε σε ιδεαλιστικές ανοησίες και ο ιδεαλιστής δεν διαθέτει τα μέσα για να απαλλαγεί από την οντολογική αβεβαιότητα, υιοθετώντας στη λογική του το θεό για να καλύψει τα κενά.
Τα κενά αυτά, οι ιδεαλιστές τα αναπληρώνουν με τον μυστικισμό, τις δεισιδαιμονίες, την μαγεία, την αστρολογία, ακόμα και με την υιοθέτηση του μηχανιστικού υλισμού, αγνοώντας την φιλοσοφία του Διαλεκτικού Υλισμού, όπως οι «Αγνωστικιστές» ή κάτι εξυπνάκηδες «Ελληνολάτρες» του Πλατωνισμού ή αυτοί που με έπαρση διακηρύσσουν ότι τάχατες μελέτησαν κβαντομηχανική και κάνοντας αναγωγισμούς ανάμεσα στα επίπεδα της ύπαρξης της ύλης ερμηνεύουν λανθασμένα τον κόσμο εξυπηρετώντας, ποιους άλλους… παρά τους ιδεαλιστές, εσκεμμένα πια ή και χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Λανθασμένα συμπεράσματα προκύπτουν από κάθε λογής παραλογισμό όταν χωρίς γνώσεις φιλοσοφίας και επιστημονικής κατάρτισης ερμηνεύουμε λανθασμένα τον κόσμο ή πιστεύουμε ότι οι νόμοι εκπορεύονται με μυσταγωγικό τρόπο από κάποια δύναμη ή θεό.
Στην κβαντομηχανική πράγματι γίνεται λόγος της δημιουργίας της ύλης από την «διακύμανση του κενού», όμως η «διακύμανση του κενού», χρειάζεται διαλεκτική λογική προκειμένου να κατανοηθεί!
Στην κβαντομηχανική το κενό θεωρείται «μέσον», είναι φορέας ενέργειας που μετέχει στους μετασχηματισμούς των σωματιδίων. Έτσι, η διακύμανση του κενού δεν νοείται σαν «τίποτα», αλλά σαν ενέργεια, ύλη δηλαδή, σε μια διαφορετική κατάσταση, σε ένα υψηλότερο επίπεδο που την συμπεριφορά του την καθορίζουν οι νόμοι της φύσης.
Ο φυσικός κόσμος, λοιπόν, διέπεται από νόμους που αποκλείουν οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση. Καμιά φυσική εξίσωση δεν προβλέπει θεϊκή παρέμβαση.
Ο υλισμός θεμελιώνεται στα αξιώματα της αντικειμενικότητας και γι αυτό θεωρεί ότι νόηση, χωρίς υλικό υπόβαθρο, δεν μπορεί να υπάρξει. Η νόηση είναι προϊόν της λειτουργίας του εγκεφάλου και όχι υλική ουσία και γι αυτό δεν μπορεί να έχει αυτοτελή ύπαρξη.
Οι ιδέες και τα αισθήματα είναι υποκειμενικά δεδομένα και όχι πραγματικές οντότητες. Με λίγα λόγια: τα υποκειμενικά δεδομένα δεν έχουν φυσικό αντίκρισμα.
Η ιστορία του ανθρώπου, σύμφωνα και με τον Μπακούνιν είναι μια εξελικτική διαδικασία, από το βασίλειο των ζώων στο βασίλειο της ελευθερίας. Αυτό που τους διαφοροποιεί είναι η νόηση, όμως ένα από τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στις κατώτατες βαθμίδες είναι αυτό που αναγκάζει τον άνθρωπο να πιστεύει ακόμα στο θεό. Μέσα από την ιδεαλιστική θεώρηση και λογική ο άνθρωπος χειραγωγείται ακόμα πιο καλά.
Να γιατί η θρησκεία και ο μυστικισμός είναι η φενακισμένη αντίληψη της πραγματικότητας και όσοι εγκλωβίζονται σ’ αυτήν, εκτός του ότι ερμηνεύουν λανθασμένα τον κόσμο, ζουν αποξενωμένοι σ’ αυτόν υπονομεύοντας την επίγεια ζωή και υποταγμένοι στο ψέμα, ζουν με την ψευδαίσθηση της μετά θάνατον ανταμοιβής ή με τον φόβο μιας αιώνιας τιμωρίας που γελοιοποιεί τη λογική και την αισθητική του νοήμονος ανθρώπου, επιτρέποντας στους λίγους να τον χειραγωγούν, να του περιορίζουν την ελευθερία του και οικονομικά να τον εξευτελίζουν και να τον εκμεταλλεύονται.


Από ''Η ΑΘΕΪΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΕΤΗ''  http://epic-atheist.blogspot.gr/2013/03/nosotros_27.html

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας

Το μεγάλο βασικό ζήτημα κάθε φιλοσοφίας,ιδιαίτερα της νεώτερης,είναι
το ζήτημα της σχέσης της νόησης με το Είναι.
Από τους πολύ παλιούς καιρούς,όταν οι άνθρωποι αγνοώντας ολότελα ακόμα την κατασκευή του ίδιου του σώματος τους και παρακινημένοι από τα όνειρα έφτασαν να φαντάζονται ότι η σκέψη τους και η αίσθηση τους δεν είναι δράση του σώματος τους,μα δράση μιας ξεχωριστής ψυχής που κατοικεί μέσα σ'αυτό το σώμα και που το εγκαταλείπει με το θάνατο-από τότε κιόλας οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να στοχάζονται για τη σχέση αυτής της ψυχής με τον εξωτερικό κόσμο.Αν με το θάνατο η ψυχή αποχωριζόταν το κορμί κι εξακολουθούσε να ζει,τότε δεν υπήρχε λόγος να φανταστούν γι'αυτήν άλλο ξεχωριστό θάνατο.Έτσι δημιουργήθηκε η παράσταση για την αθανασία της,σ'εκείνη τη βαθμίδα ανάπτυξης δεν παρουσιάζεται σε καμία περίπτωση σαν παρηγοριά,μα σαν ειμαρμένη,που ενάντια της δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα,και αρκετά συχνά,όπως στους Έλληνες,σαν αληθινή συμφορά.Δεν είναι η θρησκευτική ανάγκη της παρηγοριάς,μα η αμηχανία που προερχόταν από τη γενική καθυστέρηση για το τι έπρεπε να κάνουν την ψυχή μετά το θάνατο του σώματος,μιας και είχαν παραδεχτεί την ύπαρξη της,που οδήγησε γενικά στην ανιαρή φανταστική έννοια της προσωπικής αθανασίας.Με πολύ παρόμοιο τρόπο γεννήθηκαν με την προσωποποίηση των φυσικών δυνάμεων οι πρώτοι θεοί,που στην πιο πέρα διαμόρφωση των θρησκειών έπαιρναν όλο και περισσότερο εξωκοσμική μορφή,ώσπου τέλος,με μια διαδικασία αφαίρεσης-θα'λεγα σχεδόν με μια διαδικασία διύλισης-που γίνεται φυσιολογικά στη διάρκεια της πνευματικής ανάπτυξης,από τους πολλούς,περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένους και αλληλοπεριοριζόμενους θεούς,δημιουργήθηκε στα κεφάλια των ανθρώπων η παράσταση για τον έναν αποκλειστικό θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών.
Το ζήτημα της σχέσης της νόησης με το Είναι,του πνεύματος με τη φύση,το ύψιστο ζήτημα όλης της φιλοσοφίας,έχει λοιπόν,όχι λιγότερο από κάθε άλλη θρησκεία,τη ρίζα του στις περιορισμένες παραστάσεις που οφείλονται στην αμάθεια των ανθρώπων της άγριας κατάστασης.Το ζήτημα αυτό,όμως,μπόρεσε να τεθεί με όλη του την οξύτητα,μπόρεσε να αποκτήσει όλη του τη σημασία,μόνον όταν η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα ξύπνησε από τη μακρόχρονη χειμέρια νάρκη του χριστιανικού μεσαίωνα.Το ζήτημα της σχέσης της νόησης με το Είναι,που άλλωστε και στη σχολαστική φιλοσοφία του μεσαίωνα έπαιξε το μεγάλο του ρόλο,το ζήτημα:τι είναι το πρωταρχικό,το πνεύμα ή η φύση;-το ζήτημα αυτό οξύνθηκε στη διαμάχη με την εκκλησία:Δημιούργησε ο θεός τον κόσμο ή υπάρχει ο κόσμος προαιώνια;
Οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα,ανάλογα με τον τρόπο που απαντούσαν σ'αυτό το ζήτημα.Εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι το πνεύμα υπήρχε πριν από την φύση,που παραδέχονταν έτσι σε τελική ανάλυση τη δημιουργία του κόσμου με μια οποιαδήποτε μορφή-και αυτή η δημιουργία του κόσμου είναι συχνά ακόμα πιο στρυφνή και πιο απίθανη στους φιλοσόφους,για παράδειγμα στον Χέγκελ,παρά στο χριστιανισμό-αποτέλεσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού.Οι άλλοι,που θεωρούσαν τη φύση σαν το πρωταρχικό,ανήκουν στις διάφορες σχολές του υλισμού.
Οι δύο εκφράσεις,ιδεαλισμός και υλισμός,αρχικά δε σημαίνουν τίποτε άλλο,κι ούτε τις μεταχειριζόμαστε εδώ με άλλη έννοια.Παρακάτω θα δούμε τι σύγχυση δημιουργείτε,αν μπάσουμε κάτι άλλο μέσα στις έννοιες αυτές.
Το ζήτημα,όμως,της σχέσης της νόησης και του Είναι έχει ακόμα και μια άλλη πλευρά:Ποια είναι η σχέση των σκέψεων μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει με τον ίδιο αυτό τον κόσμο;Είναι σε θέση η νόηση μας να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο;Μπορούμε,άραγε,με τις παραστάσεις και τις έννοιες μας για τον πραγματικό κόσμο να συνθέσουμε ένα σωστό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας;Στη φιλοσοφική γλώσσα,το ζήτημα αυτό ονομάζεται ζήτημα της ταυτότητας της νόησης και του Είναι και η μεγάλη πλειοψηφία των φιλοσόφων απαντά καταφατικά σ'αυτό.........
.....Παράλληλα,όμως,υπάρχουν ακόμα μια σειρά άλλοι φιλόσοφοι,αυτοί που αμφισβητούν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε ή τουλάχιστον να γνωρίσουμε εξαντλητικά τον κόσμο.Σ'αυτούς ανήκουν,από τους νεώτερους,ο Χιουμ και ο Καντ,που έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην φιλοσοφική ανάπτυξη.
......Η πιο πετυχημένη αναίρεση αυτής όπως και κάθε άλλης φιλοσοφικής λόξας,είναι η πράξη,δηλαδή το πείραμα και η βιομηχανία.Αν μπορούμε να αποδείξουμε την ορθότητα της αντίληψης μας για ένα φυσικό φαινόμενο φτιάχνοντας το μόνοι μας,παράγοντας το από τους όρους του,και ,επιπλέον,κάνοντας το να εξυπηρετεί τους σκοπούς μας,τότε ξοφλάει το ασύλληπτο ''πράγμα καθεαυτό'' του Καντ. ............


Απόσπασμα από το βιβλίο του Φρίντριχ Ένγκελς '' Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας''.

Β.Ι Λένιν Σοσιαλισμός και θρησκεία

Όλη η σύγχρονη κοινωνία είναι θεμελιωμένη πάνω στην εκμετάλλευση των τεράστιων μαζών της εργατικής τάξης από μια μηδαμινή μειοψηφία του πληθυσμού, που ανήκει στις τάξεις των γαιοκτημόνων και των κεφαλαιοκρατών. Η κοινωνία αυτή είναι δουλοκτητική, γιατί οι "ελεύθεροι" εργάτες, που όλη τους τη ζωή δουλεύουν στο κεφάλαιο, "έχουν δικαίωμα" μόνο σε τόσα μέσα ύπαρξης όσα είναι απαραίτητα για τη συντήρηση δούλων που παράγουν κέρδος, για την εξασφάλιση και την διαιώνιση της κεφαλαιοκρατικής δουλείας.

Η οικονομική καταπίεση των εργατών προκαλεί και γεννάει αναπόφευκτα κάθε είδους πολιτική καταπίεση, κοινωνική ταπείνωση, εξαγρίωση και συσκότιση της πνευματικής και ηθικής ζωής των μαζών. Οι εργάτες μπορούν να πετύχουν περισσότερη είτε λιγότερη πολιτική ελευθερία με σκοπό τη διεξαγωγή του αγώνα για την οικονομική τους απελευθέρωση, καμμιά όμως ελευθερία δε θα τους απαλλάξει από την αθλιότητα, την ανεργία και την καταπίεση, όσο δε θα έχει αποτιναχτεί η εξουσία του κεφαλαίου. Η θρησκεία είναι μια από τις μορφές πνευματικής καταπίεσης, που παντού και πάντοτε βάραινε τις λαικές μάζες, τις τσακισμένες από την αιώνια δουλειά για τους άλλους, την ανέχεια και τη μοναξιά. Η αδυναμία των τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς και η αδυναμία του αγρίου στην πάλη με τη φύση γεννάει την πίστη στους θεούς, στους διαβόλους, στα θαύματα κτλ. Σ'αυτόν που σ'όλη του τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Και σ'εκείνους που ζουν από ξένη εργασία η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η θρησκεία είναι ένα είδος πνευματικού αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη μορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για μια κάπως ανθρώπινη ζωή.

Ο δούλος όμως που ένιωσε τη δουλεία του και ξεσηκώθηκε στην πάλη για την απελευθέρωση του παύει κιόλας κατά το ήμισυ να είναι δούλος. Ο σύγχρονος συνειδητός εργάτης, διαπαιδαγωγημένος από τη μεγάλη εργοστασιακή βιομηχανία, φωτισμένος από τη ζωή της πόλης, αποτινάζει με περιφρόνηση τις θρησκευτικές προλήψεις, αφήνει τον ουρανό στη διάθεση των παπάδων και των αστών υποκριτών, κατακτώντας μια καλύτερη ζωή εδώ στη γη. Το σύγχρονο προλεταριάτο τάσσεται με το μέρος του σοσιαλισμού, που επιστρατεύει την επιστήμη στην πάλη ενάντια στη θρησκευτική θολούρα και λυτρώνει τον εργάτη από την πίστη στη μετά θάνατον ζωή, συσπειρώνοντάς τον στην πραγματική πάλη για μια καλύτερη επίγεια ζωή.

Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχθεί ατομική υπόθεση. Με τα λόγια αυτά καθιερώθηκε να εκφράζεται συνήθως η στάση των σοσιαλιστών απέναντι στη θρησκεία. Μα η σημασία αυτών των λέξεων πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια, για να μην μπορούν να προκαλούν κανενός είδους παρανοήσεις. Η θρησκεία πρέπει να είναι ατομική υπόθεση για το κράτος, αυτό ζητάμε εμείς, σε καμμιά περίπτωση όμως δεν μπορούμε να θεωρούμε τη θρησκεία ατομική υπόθεση για το Κόμμα μας. Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμμία δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Μόνο με την ολοκληρωτική εφαρμογή αυτών των διεκδικήσεων μπορεί να μπει τέρμα στο επαίσχυντο και καταραμένο εκείνο παρελθόν, τότε που η εκκλησία βρισκόταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από το κράτος, ενώ οι ρώσοι πολίτες βρίσκονταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από την επίσημη εκκλησία, τότε που υπήρχαν και εφαρμόζονταν μεσαιωνικοί ιεροεξεταστικοί νόμοι (που διατηρούνται μέχρι σήμερα στους ποινικούς κώδικες και κανόνες), νόμοι που πρόβλεπαν διωγμούς για την πίστη ή για την απιστία, που ασκούσαν βία στη συνείδηση του ανθρώπου, που συνέδεαν τις δημόσιες θεσούλες και τα δημόσια έσοδα με τη διάδοση κάθε λογής πνευματικού οπίου που διοχετεύει η εκκλησία του κράτους. Ολκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος - αυτή τη διεκδίκηση προβάλλει το σοσιαλ ιστικό προλεταριάτο στο σημερινό κράτος και στη σημερινή εκκλησία.

Η ρωσική επανάσταση πρέπει να πραγματοποιήσει αυτήν τη διεκδίκηση σαν απαραίτητο συστατικό μέρος της πολιτικής ελευθερίας. Η ρωσική επανάσταση, από την άποψη αυτή, βρίσκεται σε εξαιρετικά ευνοικές συνθήκες, γιατί η αηδιαστική ρουτίνα της αστυνομικο-δουλοπαροικιακής απολυταρχίας προκάλεσε δυσαρέσκεια, αναβρασμό και αγανάκτηση ακόμα και μέσα στον κλήρο. Όσο κακομοιριασμένος, όσο αμόρφωτος και αν είναι ο ρωσικός ορθόδοξος κλήρος, ωστόσο και αυτός ακόμα ξύπνησε με τον πάταγο που προξένησε της παλιάς μεσαιωνικής τάξης πραγμάτων στην Ρωσία. Ακόμα και ο κλήρος αυτός προσχωρεί στη διεκδίκηση της ελευθερίας, διαμαρτύρεται ενάντια στη ρουτίνα και στη γραφειοκρατική αυθαιρεσία, ενάντια στον αστυνομικό χαφιεδισμό που επιβλήθηκε στους "λειτουργούς του υψίστου". Εμείς οι σοσιαλιστές πρέπει να υποστηρίξουμε αυτό το κίνημα, ολοκληρώνοντας τις διεκδικήσεις των τίμιων και ειλικρινών ανθρώπων του κλήρου, να τους παρουσιάσουμε τα ίδια τους τα λόγια για ελευθερία και να τους ζητήσουμε να κόψουν αποφασιστικά κάθε δεσμό ανάμεσα στη θρησκεία και στην αστυνομία. Είτε είσθε ειλικρινείς, και τότε πρέπει να υποστηρίζετε τον ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία, να υποστηρίζετε την πλήρη και χωρίς όρους ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση. Είτε δεν παραδέχεστε αυτές τις συνεπείς διεκδικήσεις της ελευθερίας, και τότε σημαίνει πως είστε ακόμα αιχμάλωτοι των παραδόσεων της ιερής εξέτασης, τότε σημαίνει πως εξακολουθείτε να κολλάτε στις δημόσιες θεσούλες και στο δημόσιο κορβανά, τότε σημαίνει πως δεν πιστεύετε στην πνευματική δύναμη του όπλου σας, πως εξακολουθείτε να δωροδοκείστε από την κρατική εξουσία. Στην περίπτωση αυτή οι συνειδητοί εργάτες όλης της Ρωσίας σας κηρύττουν αμείλικτο πόλεμο.

Για το κόμμα του σοσιαλιστικού προλεταριάτου η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση. Το κόμμα μας είναι ένωση συνειδητών, πρωτοπόρων αγωνιστών για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Μια τέτοια ένωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να στέκει αδιάφορη απέναντι στην έλλειψη συνειδητότητας, στην καθυστέρηση ή στο σκοταδισμό με τη μορφή θρησκευτικών δοξασιών. Απαιτούμε ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος για να καταπολεμούμε τη θρησκευτική θολούρα με καθαρά ιδεολογικά, και μόνο ιδεολογικά όπλα, με τον τύπο μας, με το λόγο μας. Άλλωστε εμείς συγκροτήσαμε την ένωση μας, το ΣΔΕΚΡ, για να διεξάγουμε ανάμεσα στ'άλλα, έναν τέτοιο ακριβώς αγώνα ενάντια σε κάθε θρησκευτική αποβλάκωση των εργατών. Για μας η ιδεολογική πάλη δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά υπόθεση όλου του κόμματος, όλου του προλεταριάτου.

Αφού είναι έτσι, τότε γιατί δεν δηλώνουμε στο πρόγραμμα μας πως είμαστε άθεοι; γιατί δεν απαγορεύουμε στους χριστιανούς και σ'εκείνους που πιστεύουν στο θεό να μπάινουν στο κόμμα μας;

Η απάντηση σ'αυτό το ερώτημα θα εξηγήσει την πολύ σοβαρή διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην αστικοδημοκρατική και στη σοσιαλδημοκρατική τοποθέτηση του ζητήματος της θρησκείας.

Ολόκληρο το πρόγραμμα μας είναι θεμελιωμένο πάνω σε επιστημονική και, συνάμα, στην υλιστική ακριβώς κοσμοθεωρία. Γι'αυτό η εξήγηση του προγράμματος μας συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και την εξήγηση για τις πραγματικές ιστορικές και οικονομικές ρίζες της θρησκευτικής θολούρας. Η προπαγάνδα μας συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και την προπαγάνδα του αθεϊσμού. Η έκδοση της αντίστοιχης επιστημονικής φιλολογίας, που ως σήμερα την απαγόρευε αυστηρά και την καταδίωκε η απολυταρχική-δουλοπαροικιακή κρατική εξουσία, πρέπει ν'αποτελέσει τώρα έναν από τους τομείς της κομματικής μας δουλειάς. Τώρα θα βρεθούμε ίσως στην ανάγκη ν'ακολουθήσουμε τη συμβουλή που έδωσε κάποτε ο Ένγκελς στους γερμανούς σοσιαλιστές: μετάφραση και μαζική διάδοση της γαλλικής διαφωτιστικής και αθεϊστικής φιλολογίας του XVIII αιώνα.

Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να ξεπέφτουμε σε αφηρημένη, σε ιδεαλιστική τοποθέτηση του θρησκευτικού ζητήματος, ξεκινώντας "από το λόγο" και όχι από την ταξική πάλη, τοποθέτηση που κάνουν συχνά οι ριζοσπάστες δημοκράτες της αστικής τάξης. Θα ήταν ανοησία να νομίζουμε πως, σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην απεριόριστη καταπίεση και αποκτήνωση των εργατικών μαζών, είναι δυνατόν να διαλύσουμε τις θρησκευτικές προλήψεις με καθαρά προπαγανδιστικά μέσα. Θα ήταν αστική στενοκεφαλιά να ξεχνάμε πως η θρησκευτική καταπίεση της ανθρωπότητας είναι απλώς προιόν και αντανάκλαση της οικονομικής καταπίεσης στους κόλπους της κοινωνίας. Με κανενός είδους φυλλάδες και με κανενός είδους κήρυγμα δεν μπορείς να διαφωτίσεις το προλεταριάτο, αν δεν το διαφωτίσει η ίδια η πάλη του ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του καπιταλισμού. Η ενότητα αυτής της πάλης, πάλης πραγματικά επαναστατικής, που διεξάγει η καταπιεζόμενη τάξη για τη δημηουργία ενός επίγειου παραδείσου, είναι σπουδαιότερη για μας από την ενότητα γνωμών των προλεταρίων για τον επουράνιο παράδεισο.

Να γιατί δε μιλάμε, και δεν πρέπει να μιλάμε στο πρόγραμμα μας για τον αθεϊσμό μας. Να γιατί δεν απαγορεύουμε και δεν πρέπει να απαγορεύουμε στους προλεταρίους που έχουν διατηρήσει τούτα ή εκείνα τα υπολείμματα των παλαιών προλήψεων να πλησιάσουν στο κόμμα μας. Εμείς θα προπαγανδίζουμε πάντοτε την επιστημονική κοσμοθεωρία. Μας είναι απαραίτητο να καταπολεμούμε την ασυνέπεια οποιωνδήποτε "χριστιανών", αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως πρέπει να προωθούμε το θρησκευτικό ζήτημα στην πρώτη σειρά, γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η σειρά του, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να επιτρέπουμε το κομμάτιασμα των δυνάμεων της πραγματικά επαναστατικής, οικονομικής και πολιτικής πάλης για τριτεύουσες απόψεις και φαντασιοπληξίες, που χάνουν γρήγορα κάθε πολιτική σημασία, πετιούνται γρήγορα στην αποθήκη αχρήστων από την ίδια την πορεία της οικονομικής εξέλιξης.

Η αντιδραστική αστική τάξη φρόντιζε παντού, και τώρα αρχίζει να φροντίζει και στην χώρα μας, ν'ανάψει τη θρησκευτική έχθρα για να τραβήξει προς τα κει την προσοχή των μαζών, αποσπώντας την από τα πραγματικώς σοβαρά και θεμελιακά οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, τα οποία λύνει τώρα πρακτικά το πανρωσικό προλεταριάτο που ενώνεται στην επαναστατική του πάλη. Η αντιδραστική αυτή πολιτική του κατατεμαχισμού των προλεταριακών δυνάμεων, που σήμερα εκδηλώνεται κυρίως με τη μορφή των πογκρόμ στα οποία προβαίνουν οι μαυροεκατονταρχίτες, ίσως να καταλήξει αύριο σε τίποτα πιο εκλεπτυσμένες μορφές. Εμείς, εν πάση περιπτώσει, θα της αντιτάξουμε το ήρεμο, το σταθερό και υπομονητικό, το απαλλαγμένο από κάθε συδαύλιση διαφωνιών δευτερεύουσας σημασίας κήρυγμα της προλεταριακής αλληλεγγύης και της επιστημονικής κοσμοθεωρίας.

Το επαναστατικό προλεταριάτο θα κατορθώσει ώστε η θρησκεία να γίνει πραγματικά ατομική υπόθεση για το κράτος. Και μέσα σ'αυτό το ξεκαθαρισμένο από την μεσαιωνική μούχλα πολιτικό καθεστώς το προλεταριάτο θ'αρχίσει μια πλατιά, ανοιχτή πάλη για την εξάλειψη της οικονομικής δουλείας, που είναι η αληθινή πηγή της θρησκευτικής αποβλάκωσης της ανθρωπότητας.

Ν. Λένιν

3 Δεκεμβρίου 1905



Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Θέλετε να μιλήσουμε για τον Σοσιαλισμό;

Την τελευταία 25ετία, μετά τη νίκη των αντεπαναστατικών δυνάμεων στην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη, στο δημόσιο πολιτικό διάλογο κυριαρχεί ο αξιωματικός λόγος του τέλους «των ιδεολογιών και της ιστορίας». Πρόκειται για τον αξιωματικό εκείνο λόγο- τον τόσο βολικό για την κυρίαρχη αστική τάξη- που λέει σε γενικές γραμμές τα εξής: 1) ο σοσιαλισμός απέτυχε ανεπιστρεπτί, 2) ο καπιταλισμός είναι ο τελικός νικητής στη διαδοχή των κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών της Ιστορίας, 3) οποιαδήποτε κουβέντα για μια άλλη κοινωνία, με κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής σε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, είναι «εκτός πραγματικότητας» ή αποτελεί «ουτοπική φαντασίωση».


Συστατικό στοιχείο του παραπάνω αξιωματικού λόγου είναι ο αντικομμουνισμός, η προσπάθεια δαιμονοποίησης και κατασυκοφάντησης της Σοβιετικής Ένωσης και γενικότερα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που γνωρίσαμε τον 20ο αιώνα. Ένα φάντασμα πλανάται πάνω απ’ τα κεφάλια σοσιαλδημοκρατών, νεοφιλελεύθερων, ναζί και λοιπών αστικών δυνάμεων κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωποι στο δημόσιο διάλογο με κομμουνιστές. Είναι το φάντασμα της «Σοβιετίας»– του «ανελεύθερου», «σταλινικού», «αιμοσταγούς», «καταπιεστικού», «αυταρχικού» καθεστώτος όπως αρέσκονται να αποκαλούνε την Σοβιετική Ένωση οι πραιτωριανοί και απολογητές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Επειδή όμως η Ιστορία έχει καταγραφεί και δεν ξεγράφεται και, δεύτερον, το ψέμα των αστικών ιδεολογημάτων έχει κοντά ποδάρια, αξίζει να δούμε ορισμένες από τις βασικές κατακτήσεις του ανθρώπου εκεί που οικοδομήθηκε ο Σοσιαλισμός. Έτσι, για να κάνουμε μια σύγκριση με το παρόν, αλλά και να δούμε πόση πραγματικά αξία έχει η- εξ ‘αριστερών και εκ δεξιών- αντικομμουνιστική παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας:

—Δικαιώματα των γυναικών: Η μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917 ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο για την κοινωνική χειραφέτηση και απελευθέρωση των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων. Πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση, στην τσαρική Ρωσία, η γυναίκα αποτελούσε αντικείμενο ταξικών και φυλετικών διακρίσεων, με το 80% να είναι ανειδίκευτες εργάτριες που αμοίβονταν με το μισό μισθό σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους. Στην τσαρική Ρωσία το 87% των γυναικών δεν ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Ένα από τα πρώτα διατάγματα της Οχτωβριανής Επανάστασης ήταν η πλήρης παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες- στη Βρετανία και στη Γαλλία αυτό συνέβη το 1918, στις ΗΠΑ το 1920 και στη Γαλλία το 1944.

Από το 1917 έως το 1920 έμαθαν γραφή και ανάγνωση 4 εκατομμύρια γυναίκες, ενώ από το 1922 έως το 1928 ο αριθμός των γυναικών αντιπροσώπων στα σοβιέτ αυξήθηκε κατά 9 φορές (830.700 εργάτριες και αγρότισσες). Τη δεκαετία του 1970, όταν στις ΗΠΑ οι γυναίκες κατείχαν μόνο το 5% στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις πολιτειακές κυβερνήσεις, το 35,5% των μελών του Ανώτατου Σοβιέτ ήταν γυναίκες.

Στην Σοβιετική Ένωση- και όχι στη Δυτική Ευρώπη η τις ΗΠΑ- καθιερώθηκαν ειδικοί νόμοι που προστάτευαν τις εργαζόμενες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους: 4 μήνες άδεια, 2 πριν και 2 μετά, με πλήρεις αποδοχές για κάθε γυναίκα. Στην ΕΣΣΔ ήταν επίσης που δημιουργήθηκαν μια σειρά από κρατικές υποδομές υπηρεσιών προσχολικής αγωγής που επέτρεπαν ακόμη και την ύπαρξη χώρων δημιουργικής απασχόλησης βρεφών και νηπίων δίπλα η εντός των χώρων εργασίας.

Σημείωση: Στην Ε.Ε.- στο «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» μας όπως θα’ λεγε και ο κ.Τσίπρας- η γυναίκα έχει καταστεί πειραματόζωο μιας εργασιακής ζούγκλας προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου: ελαστικές σχέσεις εργασίας,  μερική απασχόληση, χτύπημα συλλογικα κατοχυρωμένων δικαιωμάτων για την εργαζόμενη-μητέρα. Στην ίδια Ε.Ε.- του Μάαστριχτ, της αντιλαϊκής στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και των μνημονίων διαρκείας- το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες το 2012 ήταν 10,6%, το 2014 ήταν 10,1% (Eurostat) ενώ συνολικά ο αριθμός των γυναικών στην Ε.Ε. που ζουν στο όριο της φτώχειας αγγίζει τα 65.000.000!

Εργαζόμενες σε διακοπές στην Κριμαία, 1963.

—Εργασιακές κατακτήσεις: Από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος ήταν στον τομέα της εργασίας: Σταθερή και μόνιμη εργασία που, σύμφωνα με τη νομοθεσία δε μπορούσε να ξεπερνά τις 41 ώρες την εβδομάδα. Καθιέρωση μειωμένης εργασιακής εβδομάδας (36 ώρες) για όσους δούλευαν σε ανθυγιεινές εργασίες, αλλά και σε συγκεκριμένες ειδικότητες όπως, παραδείγματος χάρη, γιατροί και δάσκαλοι. Η εργάσιμη εβδομάδα στην Σοβιετική Ένωση ήταν από τις μικρότερες στον κόσμο, ενώ σε όλους τους εργαζόμενους εξασφαλίζονταν μέρες ανάπαυσης κάθε εβδομάδα καθώς και ετήσιες άδειες με αποδοχές.

Η κοινωνική ασφάλιση των εργαζόμενων ήταν καθολική, δημόσια και υποχρεωτική. Οι εισφορές δεν προέρχονταν από το μισθό των εργαζόμενων, αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα κονδύλια των επιχειρήσεων. Οι εργαζόμενοι δικαιούταν πλήρη σύνταξη με την συμπλήρωση 60 ετών για τους άντρες και 55 για τις γυναίκες, ενώ στην περίπτωση εργαζομένων σε ανθυγιεινά επαγγέλματα το όριο έπεφτε στα 50 χρόνια για τους άντρες και στα 45 για τις γυναίκες.

Η ξεκούραση από την εργασία, οι διακοπές αναψυχής, δεν ήταν προνόμιο αλλά δικαίωμα. Το άρθρο 119 του Συντάγματος της ΕΣΣΔ διασφάλιζε το δικαίωμα αυτό, ενώ υπήρχε παροχή ετησίων πληρωμένων αδειών κι συνεχής φροντίδα του σοσιαλιστικού κράτους για τη διεύρυνση του δικτύου των πολιτιστικο-μορφωτικών ιδρυμάτων, την ανάπτυξη του μαζικού αθλητισμού, της φυσικής αγωγής και του τουρισμού. Το πρώτο αναπαυτήριο για τους εργαζόμενους ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του Β.Ι.Λένιν το 1920 στην Πετρούπολη. Στις αρχές του 1940 υπήρχαν ήδη 3.600 σανατόρια που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν 470 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν περισσότερα από 14.000 κέντρα αναψυχής και διακοπών που εξυπηρετούσαν 45 εκατομμύρια αδειούχους.

Σημείωση: Στον καπιταλιστικό κόσμο και ιδιαίτερα τη Δυτική Ευρώπη, οι όποιες εργατικές κατακτήσεις ήλθαν έπειτα από επίμονους και αιματηρούς ταξικούς αγώνες. Η ύπαρξη της ΕΣΣΔ και το παράδειγμα που έδινε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ανάγκασε πολλές δυτικές κυβερνήσεις να παραχωρήσουν ορισμένα κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα στους λαούς. Ωστόσο, αυτά τα δικαίωματα δέχθηκαν ανηλεή επίθεση έπειτα από την επικράτηση της αντεπανάστασης στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Έτσι, φτάσαμε σήμερα, το 2016, να ζούμε την καπιταλιστική βαρβαρότητα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, των μισθών πείνας, των ομαδικών απολύσεων, των zero-contract εργασιακών σχέσεων, της καταναγκαστικής παιδικής εργασίας και των αναλώσιμων εργαζόμενων ανάλογα με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Μια βαρβαρότητα που δε γνωρίζει σύνορα και που εξαπλώνεται απ’ τις ΗΠΑ των 50 εκατομμυρίων ανασφάλιστων και των 47 εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, μέχρι την Ε.Ε. των 25 εκατομμυρίων ανέργων.

—Δημόσια, καθολική και δωρεάν Υγεία:  Ένας ιδιαίτερα σημαντικός τομέας που αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος είναι αυτός του δημόσιου συστήματος υγείας που καθιερώθηκε στην ΕΣΣΔ. Πρόκειται για ένα κρατικό σύστημα προαγωγής και προστασίας της υγείας το οποίο, βασιζόμενο στον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, παρείχε σε όλο τον πληθυσμό δωρεάν πρόληψη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους: Στην τσαρική Ρωσία το προσδόκιμο ζωής ήταν μόλις τα 32 χρόνια. Μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, μέσα σε ελάχιστα μόλις χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το προσδόκιμο ανέβηκε στα 44 χρόνια. Το 1987, το προσδόκιμο ζωής στην ΕΣΣΔ είχε φτάσει στα 69 χρόνια (όσο, δηλαδή, και στις καπιταλιστικές χώρες).


Κατά την σοσιαλιστική οικοδόμηση αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός των γιατρών όλων των ειδικοτήτων, ενώ μειώθηκε κατά 10 φορές η παιδική θνησιμότητα που στην τσαρική Ρωσία αποτελούσε καθημερινό φαινόμενο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου 160 εκατομμύρια άνθρωποι περνούσαν κάθε χρόνο από δωρεάν προληπτικό έλεγχο, ενώ πάνω από 35 εκατομμύρια βρίσκονταν υπό μόνιμη ιατρική παρακολούθηση. Κατά την ίδια περίοδο έφτασαν να λειτουργούν περισσότερα από 28.000 γυναικεία ιατρεία και παιδικές κλινικές, ενώ η τακτική ιατρική παρακολούθηση και εξέταση των παιδιών αποτέλεσε προτεραιότητα του σοβιετικού συστήματος υγείας («Η Υγεία-Πρόνοια ως κοινωνικό αγαθό. Η πρώτη σοσιαλιστική εμπειρία», ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3, 2016).

Σημείωση: Στην καπιταλιστική Ρωσία του κ.Πούτιν το προσδόκιμο ζωής κατέγραψε πτωτική πορεία- έτσι, το 2004 έφτασε στα 63 χρόνια. Στην καπιταλιστική Ρωσία του κ.Πούτιν, των ολιγαρχών και των μονοπωλιακών ομίλων η υγεία έχει πάψει προ πολλού να είναι δημόσιο αγαθό: δημόσιες κλινικές έκλεισαν προς όφελος μεγάλων ιδιωτικών νοσοκομείων, τα εργατικά «ατυχήματα» αυξήθηκαν κατακόρυφα (6.000 νεκροί κάθε χρόνο), ενώ οι ρώσοι εργαζόμενοι πληρώνουν απ’ την τσέπη τους την παροχή υπηρεσιών στα δημόσια νοσοκομεία.



—Δημόσια, καθολική και δωρεάν Παιδεία:  Μοναδικό επίτευγμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ υπήρξε η ριζική εξάλειψη του αναλφαβητισμού και η ραγδαία άνοδος του μορφωτικού επιπέδου. Πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση μόλις το 37,9% του αρσενικού και το 12,5% του θηλυκού ρωσόφωνου πληθυσμού άνω των 7 ετών ήξεραν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση. Η κολοσσιαία προσπάθεια της σοβιετικής κυβέρνησης για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού τη δεκαετία του 1920 έφερε τα εξής αποτελέσματα: Περίπου 50.000.000 ενήλικες έμαθαν γραφή και ανάγνωση μεταξύ 1920-1940, ενώ το 1937 το 75% του συνολικού πληθυσμού ήξερε γραφή και ανάγνωση. Τη δεκαετία του 1960, ο αναλφαβητισμός είχε εξαλειφθεί οριστικά («Ριζοσπάστης», 3 Απρίλη 2016).


Η εξάλειψη του αναλφαβητισμού εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της εφαρμογής ενός ενιαίου εκπαιδευτικού προγράμματος της σοβιετικής κυβέρνησης που, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε: Καθιέρωση δωρεάν παιδείας για όλους, κοινή φοίτηση αντρών και γυναικών στα σχολεία, δημιουργία συστήματος κοινωνικής προσχολικής διαπαιδαγώγησης, άνοιγμα των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην εργατική τάξη και την αγροτιά, δημιουργία χιλιάδων δημόσιων παιδικών σταθμών και σχολείων.

Να σημειώσουμε ότι ο αριθμός των ανθρώπων που απόκτησαν ανώτατη μόρφωση από 1,2 εκατομμύρια το 1939 αυξήθηκε στα 21 εκατομμύρια ανθρώπους στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Συνολικά, από το 1918 έως το 1990 απέκτησαν μέση και ειδική μόρφωση 135 εκατομμύρια άνθρωποι.

Στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ΕΣΣΔ, οι φοιτητές απολάμβαναν υψηλού επιπέδου παροχές. Η φοίτηση ήταν απολύτως δωρεάν, ενώ οι φοιτητές δεν πλήρωναν απολύτως τίποτα για τα εξέταστρα, τα μαθήματα, τα εργαστήρια, τα βιβλία, τα αναλώσιμα, κλπ. Παρέχονταν δωρεάν πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες, νοσοκομειακή περίθαλψη, αθλητικές (γυμναστήρια, γήπεδα κ.ά.) αλλά και πολιτιστικές δραστηριότητες (αίθουσες, μουσικά όργανα κ.ά.) («Ριζοσπάστης», 2 Οκτώβρη 2011).

Σημείωση: Το 2000, στην καπιταλιστική Ρωσία, το 40% των εισαχθέντων στα κρατικά πανεπιστήμια της χώρας πλήρωσαν δίδακτρα. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού σήμανε αυτόματα και την αποσύνθεση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της Παιδείας. Τα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα της ΕΣΣΔ στον τομέα της Παιδείας και της μόρφωσης αναγνωρίστηκαν διεθνώς από επιστημονικούς φορείς καπιταλιστικών κρατών. Είναι χαρακτηριστική η φράση «τι μαθαίνει ο Ιβάν που δεν μαθαίνει ο Τζόνι», η οποία αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα έπειτα από τα σοβιετικά άλματα στους τομείς των επιστημών και της εξερεύνησης του Διαστήματος. Η Παιδεία βρέθηκε στο επίκεντρο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και υπήρξε συστατικό της στοιχείο- η λαϊκή εκπαίδευση χωρίς ταξικούς περιορισμούς που υπήρξε στην ΕΣΣΔ έρχεται σε αντιπαράθεση με τα συστήματα εκπαίδευσης στον Καπιταλισμό. Έρχεται σε αντιπαράθεση με την μετατροπή της Παιδείας σε εμπόρευμα και τη δημιουργία σχολείων και πανεπιστημίων δύο και τριών ταχυτήτων.

Γιούρι Γκαγκάριν

—Εφευρέσεις και τεχνολογία:  Οι ενδογενείς δυνατότητες της σοσιαλιστικής οικονομίας και του κεντρικού σχεδιασμού ανέδειξαν την ΕΣΣΔ σε πρωτοπόρα παγκόσμια δύναμη σε μια σειρά τομείς της τεχνολογίας και της επιστήμης. Τα παράδειγμα ατελείωτα: Πυραυλική και πυρηνική τεχνική, τροχιακοί διαστημικοί σταθμοί, κατευθυνόμενη θερμοπυρηνική σύνθεση, απευθείας μετασχηματισμός της ενέργειας (μαγνητο-υδροδυναμικές γεννήτριες), κρυογενής τεχνική, καταλύτες τεχνολογικών διαδικασιών, κατασκευή υπερισχυρών γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και σωληναγωγών, κατασκευή μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών, φραγμάτων και άλλων αρδευτικών εγκαταστάσεων, τεχνολογία της συγκόλλησης όλων των ειδών, γεώτρηση σε μεγάλα βάθη κλπ («Ριζοσπάστης», 8 Νοέμβρη 2009).

Δεν υπήρξε τομέας της επιστήμης κατά τον 20ο αιώνα στον οποίο να μη πρωταγωνίστησε η Σοβιετική Ένωση, στην οποία αναλογούσαν το 20-25% των εφευρέσεων κάθε χρόνο παγκοσμίως.

25 χρόνια μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ, με τόνους λάσπης να έχουν ριχτεί για την κατασυκοφάντηση του Σοσιαλισμού, η πλειοψηφία των Ρώσων νοσταλγεί την Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με έρευνα του ρωσικού ινστιτούτου Levada τον Μάρτη του 2016, το 56% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι λυπούνται που δεν υπάρχει πλέον η ΕΣΣΔ, ενώ το 58% απάντησε θετικά στην αναβίωση της. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 ήταν 50%.

Ωστόσο, η νοσταλγία για τον Σοσιαλισμό στη Ρωσία δεν προέρχεται μόνο από τις παλαιότερες γενιές. Σε έρευνα του Pew Research Center το 2014, το 40% των νέων κάτω των 30 ετών (γεννημένοι, δηλαδή, τις δεκαετίες 1980 και 1990) χαρακτήρισαν “αρνητικό γεγονός” την ανατροπή του Σοσιαλισμού στη χώρα τους.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν δείγματα των κατακτήσεων του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε δεκάδες άλλες κατακτήσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, από την εκτεταμένη εκβιομηχάνιση και την ραγδαία άνοδο της παραγωγής στους τομείς της βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας, μέχρι τον κολοσσιαίο αντιφασιστικό αγώνα του σοβιετικού λαού και την σπουδαία προσφορά της Σοβιετικής Ένωσης στις τέχνες και τον πολιτισμό (κινηματογράφος, μουσική, ποίηση, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες κλπ.).

Ποιό είναι το συμπέρασμα; Ότι όποιον τομέα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής κι’ αν μελετήσουμε, θα αντιληφθούμε την συντριπτική υπεροχή του Σοσιαλισμού- της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας- απέναντι στην άναρχη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Σε μια περίοδο 74 χρόνων, από την Οχτωβριανή Επανάσταση μέχρι την επικράτηση της αντεπανάστασης στις αρχές του ’90, έγινε το μεγαλύτερο άλμα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού: επιχειρήθηκε και ως ένα βαθμό κατακτήθηκε η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ανεξάρτητα από τα όποια υπαρκτά προβλήματα και αδυναμίες, η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην Σοβιετική Ένωση έβαλε την σφραγίδα της στον 20ο αιώνα- μια σφραγίδα που, παρά το προσωρινό πισωγύρισμα της Ιστορίας, αποδεικνύει ότι ένας άλλος κόσμος, απαλλαγμένος από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, είναι εφικτός. Και πάνω απ’ όλα, αναγκαίος.


Από ''ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ'' http://atexnos.gr/thelete-na-milisoume-gia-ton-sosialismo/


Το Σύμπαν είναι δημιούργημα;

Τι είναι αυτό που αισθάνεται ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο του Σύμπαντος; Στη λέξη «δέος» ο άνθρωπος έκτισε έννοιες όχι μόνο φοβικές που του προκαλούσαν φόβο αλλά σεβασμού και θαυμασμού γιατί το άπειρο και το άγνωστο κάνει τον άνθρωπο και τη φαντασία του, να πλημμυρίζει με τα πιο ακραία συναισθήματα.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που μπροστά στο θαυμασμό του, το πρώτο λογικό ζώον κατέθεσε την ψυχή του και με τον ανθρωποκεντρισμό και ανθρωπομορφισμό του επινόησε θεούς και δαίμονες που έκτοτε τον κυβερνούν. Ο ουρανός έγινε τόπος κατοικίας των θεών που επινόησε και την συνήθειά του αυτή να πιστεύει τις φαντασιώσεις του δεν κατάφερε ακόμα να καταπολεμήσει.
Ο άνθρωπος από τότε θαυμάζοντας άρχισε να φιλοσοφεί, λέει ο Αριστοτέλης, και οι πρώτοι που άρχισαν να μετατρέπουν το μύθο σε λόγο ήταν οι φυσιοκράτες φιλόσοφοι της Μιλήτου. Αυτοί οι τελευταίοι, δεν μετέτρεψαν μόνο το μύθο σε λόγο αλλά και το φόβο σε γνώση! Δεν ρωτούσαν το Ιερατείο πια για να μάθουν την αλήθεια, αλλά τη φύση την ίδια και όπως φαίνεται, η τελευταία έδινε απαντήσεις πολύ πιο πειστικές από αυτό. Τότε γεννήθηκε η φιλοσοφία και αυτή ήταν υλιστική! Ο δρόμος για την επιστήμη δεν ήταν μακριά. Μακρύς ήταν μόνο ο δρόμος του Μεσαίωνα, που λανθασμένα έτυχε να πάρει, στο διάβα της ζωής του ο δύσμοιρος, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.
Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο Καρτέσιος (1596-1650) κι ο Νεύτων (1643-1727) έθεσαν τις βάσεις του ορθολογισμού περιγράφοντας επιστημονικά τη φυσική πραγματικότητα. Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η πραγματικότητα που περιέγραψαν ήταν απόλυτα μηχανιστική.
Η αντίληψη αυτή στην εποχή της μοντέρνας φυσικής είναι πια ξεπερασμένη. Μπορώ να πω ότι από τον 18ο αιώνα ακόμα οι αντιλήψεις των πιο πάνω είχαν συγκρουστεί και μεταξύ τους.
Ο πρώτος προσπαθούσε να αντιληφθεί βασικούς φυσικούς νόμους από μεταφυσικές αρχές, ενώ ο δεύτερος, αν και πιστός στη Βίβλο, στηρίχτηκε στην εμπειρία και στην εξέταση φυσικών φαινομένων. Όμως και οι δυο, ο πρώτος από την εμπειρία των ονείρων του και ο δεύτερος από την παρατήρηση, κατέληξαν ότι ο θεός είναι η έσχατη αιτία κίνησης στο Σύμπαν. Κι αυτό δεν ήταν υπερβολικό για μια εποχή που αιώνες κυριαρχούσε η χριστιανική θεολογία και η γνώση δια νόμου είχε συσκοτισθεί. Ο κόσμος, λοιπόν, θεωρήθηκε δημιούργημα και σαν δημιούργημα προϋπέθετε έναν Δημιουργό. Μάλιστα, κατά τον Καρτέσιο, η δημιουργία ήταν μία κι έξω, παρά μία συνεχόμενη εξελικτική δημιουργία. Ο νέος ορθολογισμός δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τη θεολογία του Μεσαίωνα.

Ο θεός του Καρτέσιου ήταν ένα τέλειο ον που θα διασφάλιζε την κίνηση του σύμπαντος αιώνια, διαφορετικά θα ήταν ένα ατελές κατασκεύασμα, σαν ρολόι που ήθελε συνεχώς κούρδισμα. Αυτά τα «σπέρματα αλήθειας», ο Καρτέσιος, πίστευε ότι τα έχουμε όλοι μέσα μας, όμως αυτός ακόμα περισσότερο αφού το… «Πνεύμα της Αλήθειας» τον καλούσε να ανασυγκροτήσει την ανθρώπινη γνώση με απόλυτη βεβαιότητα! Στο ανώτερο σημείο της πυραμίδας των προτάσεών του βρισκόταν η περίφημη ρήση του «Cogito, ergo sum» το οποίο τον ωθούσε στην αναμφισβήτητη κρίση του ότι κάτω από την υποκειμενική τους κρίση βρισκόταν ένα τέλειο ον που δημιούργησε ένα τέλειο κόσμο.

Ο Νεύτων πλησίασε περισσότερο αυτό που λέμε επιστήμη. Θεμελιωτής της κλασικής ουράνιας φυσικής στηρίχτηκε στη γλώσσα των μαθηματικών και στην παρατήρηση. Το πείραμα και η επαγωγή πλούτισε με την ανάπτυξη των πρώτων αρχών αυτό που λέμε σήμερα επιστημονική θεωρία. Στην Νευτώνεια φυσική επιτρέπονται οι υποθέσεις όταν υποτάσσονται στη φύση των φαινομένων. Η γνώση επιτέλους αποκτά επιστημονική μορφή, θεμελιώνοντας στην ουσία τον μηχανιστικό υλισμό. Όμως οι αντιλήψεις του αυτές και η βαθιά θρησκευτική πίστη του τον κρατούν κι αυτόν αιχμάλωτο των μεταφυσικών αντιλήψεων.

Ο Νεύτων αν και εμπειριστής, όπου οι προτάσεις του συνάγονται από τα φαινόμενα, στο θέμα της δημιουργίας κι αυτός στηρίχτηκε σε θεολογικά επιχειρήματα. Ο κόσμος, πίστευε, δημιουργήθηκε από το θεό εκ του μηδενός, ενώ ο χώρος, σαν δοχείο όπου η ύλη κατανέμεται, ήταν πεπερασμένος και απόλυτος, αν και όχι αιώνιος όπως ο θεός!
Και στον Νεύτωνα τα συμπεράσματα αυτά ήταν αυθαίρετα και σε σύμπνοια με την θεολογία της θρησκείας του. Σε ολόκληρη τη ζωή του ο Νεύτων σπατάλησε ατέλειωτες ώρες μελετώντας την Βίβλο, αναζητώντας μέσα από την χρονολόγηση των αρχαίων βασιλείων του Ισραήλ, τον χρόνο που ο θεός δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι και η φυσική του αναγκαστικά στηρίχθηκε στον απόλυτο χώρο και χρόνο.

Οι βασικές αυτές αντιλήψεις του 17ου και 18ου αιώνα δυστυχώς, οι φίλοι μου, επιβιώνουν ακόμα. Η απόλυτη βεβαιότητα της γνώσης του Καρτέσιου κι η φυσική αντίληψη του Νεύτωνα για τον απόλυτο χώρο και χρόνο σήμερα δημιουργούν στρεβλώσεις και στη δική μας αντίληψη που έχει επισκιαστεί με την ήδη εκπαιδευμένη λογική (βλέπε σχετικές αναρτήσεις).
Τι άλλαξε από τότε;
Τι πιστεύουμε εμείς σήμερα μετά την εξέλιξη των ιδεών και την επανάσταση του 20ου αιώνα στη φυσική;
Μπορεί ο Νεύτων να έθεσε μία αρχή ότι «η φύση δεν αγαπά την πολυτέλεια των περιττών αιτιών» όμως δεν κατάφερε να προσδιορίσει τα κριτήρια αυτά. Η κβαντομηχανική διέρρηξε την αιτιοκρατία. Στο υποκβαντικό επίπεδο η γνωστή αιτιοκρατία δεν ισχύει. Στα επίπεδα των διαστάσεων της σταθεράς του Πλάνκ οι αλληλεπιδράσεις είναι τόσες πολλές που το σύστημα γίνεται πιθανοκρατικό και οι αντιλήψεις μας τόσο υποκειμενικές που κάποιοι αρχίζουν να σκέφτονται με έννοιες θεολογικές. Όμως σήμερα τι άλλαξε, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου;
Όπως έχω γράψει κι αλλού με τον τρόπο που διατυπώνεται το ερώτημα για την δημιουργία του κόσμου προϋποθέτει και την απάντηση. Όταν ρωτάμε πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος προϋποθέτουμε ότι ο κόσμος είναι «δημιούργημα» και ως εκ τούτου προϋποθέτεται ένας «Δημιουργός».
Σατανικό!
Καλύτερα όμως δεν θα ήταν αν πριν ρωτήσουμε, με τον τρόπο αυτό, να αναρωτηθούμε αν ο κόσμος είναι δημιούργημα;

Πώς όμως μπορούμε να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα; Πριν συνεχίσω είμαι αναγκασμένος στο σημείο αυτό να κάνω μία παρένθεση για να διαλευκάνω κάποια σκοτεινά σημεία.
Πιο πάνω είπαμε ότι στην Νευτώνεια Φυσική επιτρέπονται οι υποθέσεις όταν υποτάσσονται στην φύση των φαινομένων και τα επιστημονικά αξιώματα επιτρέπουν.
Ορισμένοι δεν έχουν καταλάβει ότι στη φυσική όταν μια υπόθεση αδυνατεί να στηριχτεί επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να επαληθευτεί ή να διαψευστεί τότε ο μόνος τρόπος για να πλησιάσουμε την αλήθεια είναι ο φιλοσοφικός στοχασμός, αρκεί αυτός να είναι ρεαλιστικός, δηλαδή επιστημονικός.
Κι αυτό επειδή πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί τι είναι η φιλοσοφία. (Ο λόγος αυτός με κάνει μια από τις επόμενες αναρτήσεις μου να ασχοληθούμε και μ’ αυτό το θέμα).

Η φιλοσοφία για να είναι επιστημονική πρέπει να συνενώνει τα αποτελέσματα των ερευνών σε όλους τους τομείς της γνώσης. Γνωρίζουμε ότι η γνώση συσσωρεύεται με το χρόνο και αναλύεται από ειδικούς επιστήμονες, έτσι ώστε να δημιουργείται χρόνο με το χρόνο μία καθολική σύνθεση όλων των γενικών νόμων του Είναι και της νόησης. Αυτό ακριβώς είναι η φιλοσοφία.
Μπροστά στο δίλημμα λοιπόν αν ο κόσμος μας είναι δημιούργημα, η μόνη αρμόδια να απαντήσει είναι η φιλοσοφία και δη ο διαλεκτικός υλισμός που συνεπής με το μονισμό του δέχεται την ύλη αυθύπαρκτη και άπειρη. Άπειρη όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο.
Όπως στην επιστήμη μια υπόθεση πρέπει να μπορεί να επαληθευθεί ή να διαψευστεί, έτσι και στη φιλοσοφία μία λογική πρόταση πρέπει να έχει μία «τιμή αληθείας». Μία πρόταση έχει νόημα μόνο όταν είναι δυνατόν να είναι «αληθής ή ψευδής» και να βρίσκεται σε συμφωνία με τα εμπειρικά δεδομένα. Μόνο τότε στα φιλοσοφικά ερωτήματα μπορούν να διατυπωθούν επιστημονικές υποθέσεις. Το ερώτημα λοιπόν αν ο κόσμος μας είναι δημιούργημα είναι φιλοσοφικό ερώτημα ή αν θέλετε μία απορία που μόνο η φιλοσοφία μπορεί να απαντήσει.
Η έννοια «ύλη» το έχουμε ξαναπεί δεν είναι επιστημονική έννοια, αλλά φιλοσοφική. Συνεπώς τι είναι η ύλη, τι είναι ο κόσμος, είναι ερωτήματα φιλοσοφικά (φιλοσοφικές κατηγορίες). Η επιστήμη μπορεί να ασχοληθεί με αυτά μόνο «ειδικά» και όχι «γενικά», που είναι θέμα φιλοσοφίας. Όταν αναφερόμαστε για παράδειγμα στην «αφθαρσία της ύλης» η επιστήμη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να επαληθεύσει ή να διαψεύσει την πρόταση, αφού σαν έννοια δεν διαθέτει μέτρο της ύλης και του Σύμπαντος! Η αρχή της αφθαρσίας της ύλης δεν είναι φυσικός νόμος αλλά οντολογικό αξίωμα της φιλοσοφίας.
Από την άλλη όμως ούτε μπορούμε να δεχτούμε την πράξη δημιουργίας αφού αυτή θα αντέφασκε με το αέναο γίγνεσθαι του Σύμπαντος. Η αιωνιότητα της κίνησης για παράδειγμα είχε διατυπωθεί από τους πρώτους υλιστές. Ο Δημόκριτος απέρριπτε την ιδέα της αρχικής ώθησης λέγοντας ότι η κίνηση δεν έχει αρχή, ότι είναι αιώνια, άπειρη και άφθαρτη. Η κίνηση ήταν η ενδογενής ανάμεσα σε άτομα κι όχι όπως στο Μεσαίωνα, ακόμα και στην εποχή του Καρτέσιου και του Νεύτωνα, που ταυτιζόταν με τη μηχανική μετατόπιση (μηχανιστικός υλισμός).
Σήμερα η επιστήμη δέχεται και η φιλοσοφία συνηγορεί ότι η εξέλιξη είναι ένα αδιάκοπο γίγνεσθαι. Το κάθε τι αρνείται τον εαυτό του περνώντας σε κάτι ανώτερο που κι αυτό προορίζεται να χαθεί δίνοντας τη θέση του σε κάτι καινούριο. Αυτό λέγεται εξέλιξη και είναι παρούσα σε όλες της εκφάνσεις της πραγματικότητας. Η αιωνιότητα της κίνησης και το αέναο γίγνεσθαι αντιφάσκει με την «αρχή του κόσμου», θεωρώντας την πράξη δημιουργίας παράλογη κι εξωπραγματική.


Όμως και σαν ιδέα είναι παράλογη, γιατί δεν μπορούμε λύνοντας έναν άγνωστο να προσθέτουμε άλλον ένα ή να αυξάνουμε τους αγνώστους εκθετικά.
Γιατί ο δημιουργός να φτιάξει τον κόσμο;
Γιατί τον έφτιαξε τότε και όχι κάποια άλλη φορά;
Τι έκανε πριν;
Πώς βρέθηκε αυτός;
Ποιος ο σκοπός;
Γιατί τα πρώτα είδη εξαφανίστηκαν;
Γιατί εμφανίζονται άλλα αργότερα;
Γιατί συνεχίζουν να εξαφανίζονται;
Γιατί… γιατί… γιατί…
Δεν αρκεί να αναζητούμε απαντήσεις για να δικαιολογούμε τα ερωτήματα. Τα τελευταία πρέπει να θέτονται και να απαντώνται με απλότητα χωρίς να πολλαπλασιάζονται οι άγνωστοι, διαφορετικά σημαίνει ότι προσπαθούμε περίτεχνα να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν μπορεί να είναι πεπερασμένος. Αυτή η λύση εξυπηρετεί μόνο τους δημιουργιστές, έτσι όπως αρχικά προέβαλαν οι Αποκαλυπτικές θρησκείες της Ανατολής. Η θεωρία της στάσιμης κατάστασης εξυπηρέτησε την χριστιανική θρησκεία σε ολόκληρο το Μεσαίωνα και μαζί όλες τις θρησκείες που δέχονταν την δημιουργία του κόσμου από το θεό. Τι σημασία έχει πώς λεγόταν ο θεός; Το συμπέρασμα είναι το ίδιο. Ένα υπερφυσικό ον… δημιούργησε τον κόσμο από το τίποτα! Θα είχε διαφορά αν ήταν ο Γιαχβέ των τριών αποκαλυπτικών θρησκειών ή ο αετός και η κουρούνα που κατά τους ιθαγενείς της περιοχής της Ντακότα ήταν αυτοί που δημιούργησαν τον κόσμο;
Υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από το να δέχεσαι ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα και μάλιστα εκ του ουδενός;
«Τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα και τίποτα δεν επιστρέφει στο τίποτα» έλεγαν οι πρώτοι υλιστές φιλόσοφοι και ήταν τόσο σοφό αυτό που και σήμερα σαν αξίωμα το χρησιμοποιεί η επιστήμη για να θεμελιώσει την αφθαρσία της ύλης.
Κάποιοι στις μέρες μας όμως με τις ιδεολογικές τους προκαταλήψεις και τις επιστημονοκοφανείς θεωρίες τους επινόησαν ένα κοσμολογικό πρότυπο που μόνο την καθεστηκυία τάξη του Συστήματος εξυπηρετούν.


Οι επιστημονικές ασάφειες και οι εξωτικές υποθέσεις του Big Bang έδωσαν στη θρησκεία επιστημονικό στήριγμα για τη δημιουργία του κόσμου από ένα θεό. Το Νοέμβριο του 1951 στην Ποντιφική Ακαδημία Επιστημών ο Πάπας Πίος XII με έπαρση αναφέρθηκε στις… επιστημονικές αποδείξεις για την δημιουργία του κόσμου από τον θεό, αναφέροντας την Μεγάλη Έκρηξη σαν επιβεβαίωση της «πράξης δημιουργίας» που επιβεβαίωνε περίτρανα τις Γραφές!
Πώς όμως φτάσαμε σ΄ αυτήν την υπόθεση;
Το χρονικό της εδραίωσης της θεωρίας για την δημιουργία του Σύμπαντος με το big bang και την επιστημονικοφανή εξωτική φιλολογία του κοσμολογικού προτύπου, διαβάστε στην επόμενη ανάρτηση στις 24 Απρίλη: Big Bang: πού φτάνει η επιστημονική θεωρία και πού αρχίζει η θρησκευτική προκατάληψη; [Μπορείτε να την δείτε εδώ http://epic-atheist.blogspot.gr/2012/04/big-bang.html].


Από ''Η ΑΘΕΪΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΕΤΗ''  http://epic-atheist.blogspot.gr/2012/03/blog-post_30.html

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Για τη σημασία του μαχόμενου υλισμού (Β. Ι. Λένιν)


Για τα γενικά καθήκοντα του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» ο σύντροφος Τρότσκι στο τεύχος.1-2 είπε ήδη ό,τι έπρεπε να ειπωθεί και τα είπε πολύ καλά. Θα ήθελα να σταθώ σε μερικά ζητήματα που καθορίζουν ακριβέστερα το περιεχόμενο και το πρόγραμμα της δουλειάς που ανάγγειλε η Σύνταξη του περιοδικού στο εισαγωγικό σημείωμα του τεύχους. 1-2.

Στο σημείωμα αυτό αναφέρεται πως όλοι όσοι έχουν συγκεντρωθεί γύρω από το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» δεν είναι κομμουνιστές, όλοι όμως είναι συνεπείς υλιστές. Νομίζω ότι μια τέτια συμμαχία κομμουνιστών και μη κομμουνιστών είναι απόλυτα αναγκαία και καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του περιοδικού. Ένα από τα πιο μεγάλα και επικίνδυνα λάθη των κομμουνιστών (και γενικά των επαναστατών που άρχισαν με επιτυχία μια μεγάλη επανάσταση) είναι η αντίληψη πως μπορούν τάχα την επανάσταση να την ολοκληρώσουν με τις προσπάθειες των επαναστατών. Αντίθετα, για την επιτυχία κάθε σοβαρής επαναστατικής δουλειάς είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε και να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη την αρχή πως οι επαναστάτες μπορούν να παίζουν το ρόλο μόνο της πρωτοπορίας μιας πραγματικά βιώσιμης και πρωτοπόρας τάξης. Η πρωτοπορία μόνο τότε εκπληρώνει τα καθήκοντα της πρωτοπορίας, όταν ξέρει να μην αποσπάται από τη μάζα που καθοδηγεί, αλλά πραγματικά να οδηγεί ολόκληρη τη μάζα προς τα μπρος. Αν δεν γίνει συμμαχία με τους μη κομμουνιστές στους πιο διαφορετικούς τομείς δράσης ούτε λόγος μπορεί να γίνει για οποιαδήποτε επιτυχή κομμουνιστική οικοδόμηση.

Αυτό αφορά και τη δουλειά της υπεράσπισης του υλισμού και του μαρξισμού, που ανέλαβε το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα». Στις κύριες κατευθύνσεις της πρωτοπόρας κοινωνικής σκέψης της Ρωσίας υπάρχει ευτυχώς σοβαρή υλιστική παράδοση. Αφήνοντας πια τον Γκ. Β. Πλεχάνοφ, αρκεί να αναφέρουμε τον Τσερνισέβσκι, σε σύγκριση με τον οποίο οι σημερινοί ναρόντνικοι (λαϊκοί σοσιαλιστές, Εσέροι, κτλ.) υποχωρούσαν συχνά, κυνηγώντας μοντέρνες αντιδραστικές φιλοσοφικές θεωρίας, παρασυρόμενοι από την ψεύτικη λάμψη της δήθεν «τελευταίας λέξης» της ευρωπαϊκής επιστήμης και μη μπορώντας να διακρίνουν κάτω από την ψεύτικη εκείνη λάμψη τη μια ή την άλλη ποικιλομορφία τής δουλοπρέπειας προς την αστική τάξη, τις προλήψεις της και την αντιδραστικότητα των αστών.

Πάντως, στη Ρωσία υπάρχουν ακόμα –και θα υπάρχουν οπωσδήποτε για πολύ ακόμη καιρό– υλιστές στο στρατόπεδο των μη κομμουνιστών, και επιτακτικό χρέος μας είναι να προσελκύσουμε σε συνεργασία όλους τους οπαδούς του συνεπούς και μαχόμενου υλισμού στην πάλη με την αντιδραστική φιλοσοφία και τις φιλοσοφικές προλήψεις της λεγόμενης «μορφωμένης κοινωνίας». Ο Ντίτσγκεν-πατέρας, που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με το γιο του –έναν δημοσιολόγο τόσο υπεροπτικό, όσο και αποτυχημένο– διατύπωσε σωστά, εύστοχα και καθαρά τη βασική άποψη του μαρξισμού σχετικά με τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις που κυριαρχούν στις αστικές χώρες και τραβούν το ενδιαφέρον των επιστημόνων και των δημοσιολόγων, λέγοντας πως τις περισσότερες φορές οι καθηγητές της φιλοσοφίας στη σύγχρονη κοινωνία δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο, παρά «διπλωματούχοι λακέδες της παπαδοκρατίας».

Οι ρώσοι μας διανοούμενοι, που αρέσκονται να θεωρούν τον εαυτό τους πρωτοπόρο, όπως άλλωστε και οι συνάδελφοί τους σε όλες τις άλλες χώρες, δεν αγαπούν καθόλου να μεταφερθεί το ζήτημα στο επίπεδο της εκτίμησης που κάνει ο Ντίτσγκεν. Και δεν το αγαπούν, γιατί η αλήθεια τους πειράζει. Αρκεί να αναλογιστούμε κάπως την κρατική εξάρτηση, στη συνέχεια τη γενική οικονομική εξάρτηση, κατόπι την εξάρτηση της καθημερινής ζωής και κάθε άλλη εξάρτηση των μορφωμένων ανθρώπων σήμερα από την κυρίαρχη αστική τάξη, για να καταλάβουμε την απόλυτη ορθότητα αυτού του αυστηρού χαρακτηρισμού του Ντίτσγκεν. Αρκεί να θυμηθούμε τις περισσότερες μοντέρνες φιλοσοφικές κατευθύνσεις που τόσο συχνά εμφανίζονται στις ευρωπαϊκές χώρες, αρχίζοντας έστω από εκείνες που σχετίζονταν με την ανακάλυψη του ραδίου, και τελειώνοντας με εκείνες που πάνε τώρα να πιαστούν από τον Αϊνστάιν, –για να καταλάβουμε το δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στα ταξικά συμφέροντα και στις ταξικές απόψεις της αστικής τάξης, ανάμεσα στην υποστήριξη που δίνει στις κάθε λογής θρησκείες και στο ιδεολογικό περιεχόμενο των μοντέρνων φιλοσοφικών κατευθύνσεων.

Απ' όλα τα παραπάνω φαίνεται πως ένα περιοδικό, που θέλει να είναι όργανο του μαχόμενου υλισμού, πρέπει να είναι, πρώτο, όργανο μαχητικό, δηλαδή πρέπει να ξεσκεπάζει και να καταπολεμά με συνέπεια όλους τους σύγχρονους «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας», αδιάφορο αν εμφανίζονται σαν εκπρόσωποι της επίσημης επιστήμης, ή σαν ελεύθεροι σκοπευτές που αυτοαποκαλούνται δημοσιολόγοι της «δημοκρατικής αριστεράς ή ιδεολόγοι-σοσιαλιστές». Δεύτερο, το περιοδικό αυτό πρέπει να είναι όργανο του μαχόμενου αθεϊσμού. Έχουμε υπηρεσίες ή τουλάχιστο κρατικά ιδρύματα που καταγίνονται με τη δουλειά αυτή. Μα η δουλειά αυτή είναι πολύ αδύνατη, εντελώς ανεπαρκής, γιατί δέχεται, όπως φαίνεται, την καταθλιπτική επίδραση των γενικών συνθηκών της πραγματικά ρωσικής (αν και σοβιετικής) γραφειοκρατίας μας. Γι' αυτό, το περιοδικό που αναλαμβάνει το καθήκον να γίνει όργανο του μαχόμενου υλισμού, πρέπει –κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία– δίπλα στο έργο των αντίστοιχων κρατικών ιδρυμάτων για τη βελτίωση και την αναζωογόνηση της δουλειάς να κάνει έντονη αθεϊστική προπαγάνδα και πάλη. Πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή όλη η σχετική φιλολογία σε όλες τις γλώσσες, να μεταφράζεται ή τουλάχιστο να μεταδίδεται περιληπτικά καθετί που έχει κάποια αξία σ' αυτό τον τομέα.

Ο Έγκελς από καιρό ακόμη συμβούλευε τους καθοδηγητές του σύγχρονου προλεταριάτου να μεταφράσουν τα μαχητικά αθεϊστικά έργα του τέλους του 18ου αιώνα για να κυκλοφορούν πλατιά μέσα στο λαό. Είναι ντροπή μας που ως τα σήμερα δεν το κάναμε (είναι κι αυτό μια από τις πολυάριθμες αποδείξεις ότι πολύ ευκολότερα μπορεί κανείς να κατακτήσει την εξουσία σε μια επαναστατική περίοδο, παρά να χρησιμοποιήσει σωστά αυτή την εξουσία). Κάποτε γίνονταν προσπάθειες να δικαιολογηθεί αυτή η χαλαρότητα, η αδράνεια και η αδεξιότητά μας μ' ένα σωρό «σοβαροφανείς» ισχυρισμούς, όπως π.χ. ότι τα παλιά αθεϊστικά έργα του 18ου αιώνα έχουν τάχα ξεπεραστεί, δεν είναι επιστημονικά, είναι απλοϊκά κτλ. Δεν υπάρχει πράγμα χειρότερο από κάτι τέτοιες, δήθεν επιστημονικές σοφιστείες, που πάνε να καλύψουν ή το σχολαστικισμό, ή την πλήρη άγνοια του μαρξισμού. Φυσικά, στα αθεϊστικά συγγράμματα των επαναστατών του 18ου αιώνα θα βρεθούν όχι λίγα σημεία και αντιεπιστημονικά και απλοϊκά. Μα κανένας δεν εμποδίζει τους εκδότες αυτών των έργων να τα περικόψουν και να προσθέσουν σ' αυτά σύντομους επίλογους, όπου να φαίνεται η πρόοδος που σημείωσε η ανθρωπότητα από τα τέλη του 18ου αιώνα κι εδώ στον τομέα της επιστημονικής κριτικής της θρησκείας, να αναφέρονται τα σχετικά νεότερα έργα κτλ. Θα κάναμε το μεγαλύτερο και το χειρότερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας μαρξιστής, αν λέγαμε πως τα πολλά εκατομμύρια των λαϊκών (ιδιαίτερα των αγροτικών και βιοτεχνικών) μαζών, που ολόκληρη η σύγχρονη κοινωνία τα έχει καταδικάσει στο σκοτάδι, στην αμάθεια και στις προλήψεις, μπορούν να απαλλαγούν από το σκοτάδι αυτό μόνο με την ευθεία γραμμή της καθαρά μαρξιστικής διαφώτισης. Στις μάζες αυτές πρέπει να δώσουμε πολυποίκιλο υλικό για την αθεϊστική προπαγάνδα, να τις κατατοπίσουμε στα γεγονότα που παρουσιάζουν οι πιο διαφορετικές πλευρές της ζωής, να τις πλησιάσουμε με διάφορους τρόπους, για να τους προκαλέσουμε το ενδιαφέρον, να τους ξυπνήσουμε από το θρησκευτικό λήθαργο, να τις τραντάξουμε απ' όλες τις μεριές, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους κτλ.

Τα συγγράμματα των παλιών αθεϊστών του 18ου αιώνα, τα γραμμένα με πνεύμα, με ζωντάνια και με ταλέντο, που χτυπούσαν με τρόπο ευφυή και απροκάλυπτο την παπαδοκρατία, θα αποδειχτούν σε μια σειρά περιπτώσεις χίλιες φορές πιο κατάλληλα για να ξυπνήσουν τους ανθρώπους από το θρησκευτικό λήθαργο, παρά τα ανιαρά, μονότονα, χωρίς σχεδόν κανένα καλοδιαλεγμένο στοιχείο, αναμασήματα του μαρξισμού, που κυριαρχούν στη φιλοσοφία μας και που (γιατί να το κρύβουμε) συχνά διαστρεβλώνουν το μαρξισμό. Όλα τα οπωσδήποτε μεγάλα έργα του Μαρξ και του Έγκελς τα έχουμε μεταφράσει. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να φοβόμαστε πως ο παλιός αθεϊσμός και ο παλιός υλισμός δεν θα συμπληρωθούν σε μας με τις διορθώσεις που έκαναν ο Μαρξ και ο Έγκελς. Το πιο σπουδαίο –και αυτό ακριβώς ξεχνούν τις περισσότερες φορές οι δικοί μας οι δήθεν μαρξιστές-κομμουνιστές που στην πραγματικότητα παραμορφώνουν το μαρξισμό– είναι να μπορέσουμε να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των εντελώς καθυστερημένων ακόμη μαζών με τη συνειδητή αντιμετώπιση των θρησκευτικών ζητημάτων και με τη συνειδητή κριτική της θρησκείας.

Από την άλλη μεριά, κοιτάξτε τους εκπροσώπους της σύγχρονης επιστημονικής κριτικής της θρησκείας. Σχεδόν πάντα οι εκπρόσωποι αυτοί της μορφωμένης αστικής τάξης «συμπληρώνουν» τα ίδια τα επιχειρήματά τους που ανασκευάζουν τις θρησκευτικές προλήψεις με τέτοιους συλλογισμούς, που αμέσως τους ξεσκεπάζουν σαν υποτελείς της ιδεολογίας της αστικής τάξης, σαν «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας».

Ορίστε δυο παραδείγματα. Ο καθηγητής Ρ.Γ.Βίπερ τύπωσε το 1918 ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο: «Η εμφάνιση του χριστιανισμού» (έκδοση «Φάρος», Μόσχα). Εκθέτοντας τα βασικά συμπεράσματα της σύγχρονης επιστήμης, ο συγγραφέας όχι μόνο δεν καταπολεμά τις προλήψεις και την απάτη, που είναι το όπλο της εκκλησίας, σαν πολιτικής οργάνωσης, όχι μόνο παρακάμπτει αυτά τα ζητήματα, μα προβάλλει τον εντελώς γελοίο και αντιδραστικότατο ισχυρισμό ότι στέκει πάνω από τις δυο «ακρότητες»: και την ιδεαλιστική και την υλιστική. Αυτό δεν είναι παρά δουλοπρέπεια απέναντι στην κυρίαρχη αστική τάξη, που ξοδεύει εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια σε όλο τον κόσμο από τα κέρδη που ξεζουμίζει από τους εργαζόμενους για να υποστηρίξει τη θρησκεία.

Ο γνωστός γερμανός επιστήμονας Άρτουρ Ντρεβς, καταπολεμώντας στο βιβλίο του Ο μύθος του Χριστού τις θρησκευτικές προλήψεις και τα παραμύθια, ενώ αποδείχνει πως κανένας Χριστός δεν υπήρξε, στο τέλος του βιβλίου τάσσεται υπέρ της θρησκείας, μόνο που πρέπει να είναι ανανεωμένη αποκαθαρισμένη, εκλεπτυσμένη, ικανή να αντισταθεί στο «νατουραλιστικό ρεύμα που γίνεται από μέρα σε μέρα όλο και πιο ισχυρό» (σελ. 238 της 4ης γερμανικής έκδοσης του 1910). Πρόκειται εδώ για έναν απροκάλυπτο αντιδραστικό, συνειδητό, που βοηθά ανοιχτά τους εκμεταλλευτές να αντικαταστήσουν τις παλιές και σαθρές θρησκευτικές προλήψεις με προλήψεις καινούριες, ακόμη πιο σιχαμερές και χυδαίες.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έπρεπε να μεταφραστεί ο Ντρεβς. Αυτό σημαίνει ότι οι κομμουνιστές και όλοι οι συνεπείς υλιστές πρέπει, πραγματοποιώντας σ' έναν ορισμένο βαθμό τη συμμαχία τους με την προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης, να την ξεσκεπάζουν αδίστακτα, όταν η μερίδα αυτή περνάει σε θέσεις αντιδραστικές. Αυτό σημαίνει πως όποιος φοβάται τη συμμαχία με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης του 18ου αιώνα, δηλ. της εποχής που η τάξη αυτή ήταν επαναστατική, προδίδει το μαρξισμό και τον υλισμό, γιατί η «συμμαχία» με τους Ντρεβς με τη μια ή την άλλη μορφή, στον άλφα ή στον βήτα βαθμό, είναι για μας υποχρεωτική στην πάλη ενάντια στον κυρίαρχο θρησκευτικό σκοταδισμό.

Το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα», που θέλει να είναι όργανο του μαχόμενου υλισμού, οφείλει να δόσει μεγάλη προσοχή στην αθεϊστική προπαγάνδα, στην παρακολούθηση της σχετικής φιλολογίας και στην αναπλήρωση των τεράστιων κενών της κρατικής μας δουλειάς σ' αυτό τον τομέα. Ιδιαίτερη σημασία έχει να χρησιμοποιούνται τα βιβλία και οι μπροσούρες που περιέχουν πολλά συγκεκριμένα στοιχεία και συγκρίσεις και που δείχνουν το δεσμό των ταξικών συμφερόντων και των ταξικών οργανώσεων της σύγχρονης αστικής τάξης με τις οργανώσεις των θρησκευτικών ιδρυμάτων και της θρησκευτικής προπαγάνδας. Ξεχωριστή σπουδαιότητα έχουν όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στις Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, όπου λιγότερο διαφαίνεται ο επίσημος, ο δημόσιος, ο κρατικός δεσμός ανάμεσα στη θρησκεία και στο κεφάλαιο. Σε αντάλλαγμα όμως βλέπουμε πιο καθαρά πως η λεγόμενη «σύγχρονη δημοκρατία» (που τόσο ανόητα κοψομεσιάζονται μπροστά της οι μενσεβίκοι, οι Εσέροι και ως ένα σημείο και οι αναρχικοί κτλ.) δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ελευθερία να προπαγανδίζεται αυτό που συμφέρει στην αστική τάξη, και την τάξη αυτή τη συμφέρει να διακηρύσσονται οι πιο αντιδραστικές ιδέες, η θρησκεία, ο σκοταδισμός, η υπεράσπιση των εκμεταλλευτών κτλ.

Θα ήθελα να ελπίζω πως το περιοδικό που θέλει να είναι όργανο του μαχόμενου υλισμού, θα δόσει στο αναγνωστικό μας κοινό υλικά της αθεϊστικής φιλολογίας, υποδείχνοντας για ποιες ακριβώς κατηγορίες αναγνωστών και από ποια πλευρά θα ήταν κατάλληλα τα διάφορα έργα, αναφέροντας ποια βιβλία εκδώσαμε ως τώρα (και πρέπει να παρθούν υπόψη μόνο οι κάπως καλές μεταφράσεις που δεν είναι και τόσο πολλές) και ποια πρέπει ακόμη να εκδοθούν.

* * * *

Εκτός από τη συμμαχία με τους συνεπείς υλιστές, που δεν ανήκουν στο Κόμμα των κομμουνιστών, την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, σημασία έχει για τη δουλειά που πρέπει να κάνει ο μαχόμενος υλισμός. η συμμαχία με τους εκπροσώπους των σύγχρονων φυσικών επιστημών, που τείνουν προς τον υλισμό και δεν φοβούνται να τον υπερασπίζουν και να τον διακηρύσσουν, καταπολεμώντας τις μοντέρνες φιλοσοφικές ταλαντεύσεις, οι οποίες επικρατούν στη λεγόμενη «μορφωμένη κοινωνία», ταλαντεύσεις προς την πλευρά του ιδεαλισμού και του σκεπτικισμού.

Το άρθρο του Α.Τιμιριάζεφ για τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1-2 του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα», δημιουργεί την ελπίδα πως το περιοδικό θα μπορέσει να πραγματοποιήσει και αυτή τη δεύτερη συμμαχία. Πρέπει να προσέξουμε περισσότερο αυτή τη συμμαχία. Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτή η απότομη στροφή που κάνουν τώρα οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες δημιουργεί πλήθος αντιδραστικών φιλοσοφικών σχολών και παρασχολών, κατευθύνσεων και παρακατευθύνσεων. Γι' αυτό η παρακολούθηση των ζητημάτων που βάζει η νεότατη επανάσταση στον τομέα των φυσικών επιστημών, και η εξασφάλιση της συνεργασίας των φυσιοδιφών στο φιλοσοφικό περιοδικό, είναι πρόβλημα που χωρίς τη λύση του ο μαχόμενος υλισμός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι ούτε μαχόμενος, ούτε υλισμός. Ο Τιμιριάζεφ στο πρώτο τεύχος του περιοδικού χρειάστηκε να αναφέρει το γεγονός ότι από τη θεωρία του Αϊνστάιν –ο οποίος όπως λέει ο Τιμιριάζεφ, δεν κάνει καμιά ενεργό εκστρατεία ενάντια στις βάσεις του υλισμού– αρπάχτηκε ήδη ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκπροσώπων της αστικής διανόησης όλων των χωρών, μα αυτό δεν αφορά μόνο τον Αϊνστάιν, αλλά μια σειρά, αν όχι τους περισσότερους μεγάλους μεταμορφωτές των φυσικών επιστημών, αρχίζοντας από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Και για να μην αντιμετωπίσουμε επιπόλαια ένα παρόμοιο φαινόμενο, πρέπει να καταλάβουμε πως χωρίς σοβαρή φιλοσοφική θεμελίωση καμιά φυσική επιστήμη, κανένας υλισμός δεν μπορεί να αντιπαλέψει την επίθεση των αστικών ιδεών και την αναστήλωση της αστικής κοσμοθεωρίας. Ο φυσιοδίφης για να αποδυθεί στην πάλη αυτή και για να τα βγάλει πέρα με απόλυτη επιτυχία, πρέπει να είναι συγχρονισμένος υλιστής, συνειδητός οπαδός του υλισμού που εκπροσωπεί ο Μαρξ, δηλαδή πρέπει να είναι διαλεκτικός υλιστής. Για να πετύχουν το σκοπό αυτό οι συνεργάτες του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» πρέπει να οργανώσουν τη συστηματική μελέτη της διαλεκτικής του Χέγκελ, από υλιστική άποψη, δηλαδή της διαλεκτικής που εφάρμοσε πρακτικά ο Μαρξ τόσο στο Κεφάλαιό του, όσο και στα ιστορικά και πολιτικά έργα του, και την εφάρμοσε με τέτοια επιτυχία, ώστε τώρα η κάθε μέρα που ξυπνούν και πορεύονται για τη ζωή τους οι καινούργιες τάξεις της Ανατολής (Ιαπωνία, Ινδία, Κίνα) –δηλ. οι εκατοντάδες των εκατομμυρίων της ανθρωπότητας, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης και που με την ιστορική τους αδράνεια και τον ιστορικό τους λήθαργο προκαθόριζαν ως τώρα τη στασιμότητα και την αποσύνθεση σε πολλά προηγμένα κράτη της Ευρώπης– ώστε η κάθε μέρα που περνά, μπάζοντας στη ζωή καινούριους λαούς και καινούριες τάξεις, να επιβεβαιώνει ολοένα και περισσότερο το μαρξισμό.

Φυσικά, μια τέτοια δουλειά για τη μελέτη αυτή, για την ερμηνεία και την προπαγάνδα της χεγκελιανής διαλεκτικής είναι εξαιρετικά δύσκολη, και δεν χωράει αμφιβολία πως οι πρώτες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση θα έχουν και λάθη. Μα λάθη δεν κάνει μόνο εκείνος που δεν φτιάχνει τίποτε. Έχοντας σαν βάση τον τρόπο που χρησιμοποίησε ο Μαρξ τη διαλεκτική τού Χέγκελ, με την υλιστική της έννοια, μπορούμε και οφείλουμε να επεξεργαστούμε αυτή τη διαλεκτική απ' όλες τις πλευρές, να δημοσιεύουμε στο περιοδικό αποσπάσματα από τα κύρια έργα του Χέγκελ και να τα ερμηνεύουμε υλιστικά, να τα σχολιάζουμε, έχοντας σαν βάση τα παραδείγματα εφαρμογής της διαλεκτικής από τον Μαρξ, καθώς και τα παραδείγματα διαλεκτικής από την περιοχή των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, παραδείγματα που η νεότερη ιστορία, ιδιαίτερα ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η επανάσταση δίνουν πάρα πολλά. Η ομάδα των συντακτών και των συνεργατών του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει ένα είδος «σύνδεσμο ματεριαλιστών οπαδών της χεγκελιανής διαλεκτικής». Οι σύγχρονοι φυσιοδίφες θα βρουν (αν ξέρουν να ψάξουν, κι αν μάθουμε να τους βοηθάμε) στην υλιστικά ερμηνευόμενη διαλεκτική του Χέγκελ μια σειρά απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα του Χέγκελ, μια σειρά απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα που βάζει η επανάσταση στις φυσικές επιστήμες και από τα οποία «παρασύρονται» προς την αντίδραση οι διανοούμενοι θιασώτες της αστικής μόδας.

Αν δεν βάλει μπροστά του αυτό το καθήκον κι αν δεν παλέψει συστηματικά για την εκπλήρωσή τους, ο υλισμός δεν μπορεί να είναι μαχόμενος υλισμός. Ένας τέτοιος υλισμός, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Στσεντρίν, λιγότερο θα πολεμά και περισσότερο θα τον πολεμάνε. Χωρίς αυτό το πράγμα οι μεγάλοι φυσιοδίφες θα είναι το ίδιο συχνά, όπως ως τώρα, αδύνατοι στα φιλοσοφικά τους συμπεράσματα και γενικεύσεις. Γιατί οι φυσικές επιστήμες προοδεύουν τόσο γοργά, περνούν μια τέτοια βαθιά επαναστατική αλλαγή σε όλους τους τομείς, που χωρίς φιλοσοφικά συμπεράσματα οι φυσικές επιστήμες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε καμιά περίπτωση.

Κλείνοντας θα φέρω ένα παράδειγμα που δεν αφορά τον τομέα της φιλοσοφίας, μα που οπωσδήποτε αφορά τον τομέα των κοινωνικών ζητημάτων που επίσης θέλει να παρακολουθεί το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα». Πρόκειται για ένα από τα παραδείγματα που δείχνουν ότι η σύγχρονη δήθεν επιστήμη στην πραγματικότητα γίνεται φορέας των πιο χοντροκομμένων και πρόστυχων αντιδραστικών απόψεων.

Εδώ και λίγο καιρό μου έστειλαν το περιοδικό «Εκονομίστ», τεύχος. 1 (1922) όργανο του ΧΙ τμήματος του «Ρωσικού Τεχνικού Συνδέσμου». Ο νεαρός κομμουνιστής που μου έστειλε το περιοδικό αυτό (που δεν είχε ίσως τον καιρό να κατατοπιστεί στο περιεχόμενο του περιοδικού) είχε την απερισκεψία να εκφραστεί για το περιοδικό με θερμότατα λόγια. Στην πραγματικότητα το περιοδικό, δεν ξέρω ως ποιο βαθμό συνειδητά, είναι όργανο των σύγχρονων φεουδαρχών, που καλύπτονται φυσικά με το μανδύα της επιστήμης, της δημοκρατίας κτλ.

Κάποιος κύριος Π.Α.Σορόκιν δημοσιεύει στο περιοδικό αυτό κάτι ατέλειωτες «κοινωνιολογικές» δήθεν μελέτες «Για την επίδραση του πολέμου». Το επιστημονικό άρθρο βρίθει από επιστημονικές παραπομπές στα «κοινωνιολογικά» έργα του συγγραφέα και των πολυάριθμων δασκάλων και συναδέλφων του από το εξωτερικό. Να τι λογής επιστήμονας είναι:

Στη σελίδα 83 διαβάζω:

«Στην Πετρούπολη σε κάθε 10.000 γάμους αντιστοιχούν τώρα 92,2 διαζύγια –αριθμός απίστευτος, και στα 100 διαζύγια τα 51.1 είναι περιπτώσεις που ο γάμος διατηρήθηκε λιγότερο από 1 χρόνο, τα 11% λιγότερο από 1 μήνα, τα 22% λιγότερο από 2 μήνες, τα 41% λιγότερο από 3-6 μήνες και μόνο τα 26% είναι πάνω από 6 μήνες. Οι αριθμοί αυτοί λένε πως ο σύγχρονος νόμιμος γάμος είναι τύπος που κρύβει στην ουσία εξωγαμικές σεξουαλικές σχέσεις και δίνει τη δυνατότητα σε όσους αγαπάνε τα «ξινά» να ικανοποιούν «νόμιμα» τις ορέξεις τους» («Εκονομίστ», τεύχος. 1, σελ. 83).

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο κύριος αυτός και ο ρωσικός Τεχνικός Σύνδεσμος που εκδίδει το περιοδικό και δημοσιεύει σ' αυτό τέτοιες φαντασίες συγκαταλέγουν τον εαυτό τους στους οπαδούς της δημοκρατίας και θα το θεωρήσουν μέγιστη προσβολή, αν τους φωνάζει κανείς με το πραγματικό τους όνομα, δηλαδή φεουδάρχες, αντιδραστικούς «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας». Και η ελάχιστη γνώση της νομοθεσίας των αστικών χωρών για το γάμο, το διαζύγιο και τα εξώγαμα παιδιά, όπως και της πραγματικής κατάστασης στο ζήτημα αυτό, θα δείξει στον κάθε ενδιαφερόμενο ότι η σύγχρονη αστική δημοκρατία, ακόμη και στα πιο δημοκρατικά αστικά πολιτεύματα, εμφανίζεται από την άποψη αυτή εντελώς φεουδαρχική απέναντι στη γυναίκα και στα εξώγαμα παιδιά.

Αυτό φυσικά δεν εμποδίζει τους μενσεβίκους τους εσέρους και ένα μέρος των αναρχικών, καθώς και όλα τα αντίστοιχα κόμματα της Δύσης να εξακολουθούν να φωνασκούν για τη δημοκρατία που την παραβιάζουν οι μπολσεβίκοι. Στην πραγματικότητα, η μπολσεβίκικη ακριβώς επανάσταση είναι η μοναδική συνεπής δημοκρατική επανάσταση σε σχέση με τέτια ζητήματα, όπως ο γάμος, το διαζύγιο και η θέση των εξώγαμων παιδιών. Και το ζήτημα αυτό θίγει με τον πιο άμεσο τρόπο τα συμφέροντα του μισού και πλέον πληθυσμού οποιασδήποτε χώρας. Μόνο η μπολσεβίκικη επανάσταση για πρώτη φορά –παρά το γεγονός ότι προηγήθηκαν ένα σωρό αστικές επαναστάσεις που αυτοτιτλοφορήθηκαν δημοκρατικές– έκανε αποφασιστική πάλη προς την κατεύθυνση αυτή τόσο ενάντια στην αντίδραση και στη φεουδαρχία, όσο και ενάντια στην συνηθισμένη υποκρισία των ιθυνόντων και εύπορων τάξεων.

Αν τα 92 διαζύγια σε 10.000 γάμους είναι για τον Σορόκιν αριθμός απίστευτος, πρέπει να προϋποθέσουμε πως ή ο συγγραφέας έζησε και μεγάλωσε σε κάποιο μοναστήρι, τόσο απομονωμένο από τη ζωή, που είναι ζήτημα αν θα πιστέψει κανείς την ύπαρξη ενός τέτοιου μοναστηριού, ή ο συγγραφέας αυτός διαστρεβλώνει την αλήθεια προς όφελος της αντίδρασης και της αστικής τάξης. Καθένας που ξέρει κάπως τις κοινωνικές συνθήκες των αστικών χωρών, ξέρει ότι ο πραγματικός αριθμός των πραγματικών διαζυγίων (που φυσικά δεν έχουν επικυρωθεί από την εκκλησία και το νόμο) είναι παντού ασύγκριτα μεγαλύτερος. Η Ρωσία από την άποψη αυτή διαφέρει από τις άλλες χώρες μόνο κατά το ότι οι νόμοι της δεν καθαγιάζουν την υποκρισία και τη στέρηση των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού της, αλλά ανοιχτά και στον όνομα της κρατικής εξουσίας κάνουν συστηματικό πόλεμο ενάντια σε κάθε υποκρισία και σε κάθε ανομία.

Το μαρξιστικό περιοδικό θα υποχρεωθεί να ανοίξει μέτωπο και ενάντια σε κάτι τέτοιους σύγχρονους «μορφωμένους» φεουδάρχες. Ίσως ένας αρκετός αριθμός απ' αυτούς να παίρνει ακόμη και κρατικά χρήματα και να δουλεύει σε κρατικές υπηρεσίες διαπαιδαγώγησης της νεολαίας, αν και για τη δουλιά αυτή δεν είναι περισσότερο κατάλληλοι απ' ό,τι οι κοινοί προαγωγοί θα ήταν κατάλληλοι για παιδονόμοι στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της μικρής ηλικίας.

Η εργατική τάξη της Ρωσίας κατάφερε να κατακτήσει την εξουσία, μα δεν έμαθε ακόμη να την χρησιμοποιεί, γιατί αν δεν ήταν έτσι, από καιρό θα είχε ευγενικότατα εξαποστείλει στις χώρες της αστικής «δημοκρατίας» κάτι τέτοιους δασκάλους και μέλη επιστημονικών συνδέσμων. Κάτι τέτοιοι φεουδάρχες εκεί θα βρουν τη θέση που τους ταιριάζει.

Μα η εργατική τάξη θα το μάθει κι αυτό, φτάνει να υπάρχει θέληση.

12/03/1922

Ν. ΛΕΝΙΝ





Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...