Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Ο Κιμ Γιονγκ Ιλ για τη διαφορά της κυρίαρχης φιλοσοφίας στη Β. Κορέα (Juche) από το διαλεκτικό υλισμό

Αναδημοσίευση από το  parapoda  [Αύγουστος 8, 2015]


Γέλασε πάλι η υφήλιος με την είδηση από τα αστικά ΜΜΕ ότι η Β. Κορέα θα αποκτήσει “δική της» ώρα. Η αλήθεια είναι ότι στα πλαίσια του εορτασμού των 70 ετών από την απελευθέρωση της χώρας από τον ιαπωνικό ζυγό, η χώρα θα απαλλαγεί συμβολικά και από την “ιαπωνική” ώρα, και θα επιστρέψει στην ώρα που είχε πριν κατακτηθεί.

Περιορίζοντας-γελοιοποιώντας την είδηση, τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν δείχνουν τη γενικότερη εικόνα: ότι πρόκειται για διπλωματική-συμβολική κίνηση στα πλαίσια της αυξανόμενης- και μάλιστα “θερμής”- έντασης στη ΝΑ Ασία: Η Ιαπωνία διεκδικεί περιφερειακή αναβάθμιση, στρατιωτικοποίηση, θάλασσες και ξαναγράψιμο της ιστορίας (π.χ. να ξεχάσουμε ότι άπειρες γυναίκες έγιναν «δημοσίας χρήσης» για τα ιαπωνικά στρατά). Η ευθύνη, επομένως, είναι της Ιαπωνίας, και της κατοχικής δύναμης που τη διαδέχτηκε στο νότο της χερσονήσου: των ΗΠΑ (γιατί, ας μην ξεχνάμε, η ΕΣΣΔ έφυγε από εκεί εντός τριών ετών, το 1948).

Από κει και πέρα, όμως,ξανατίθεται το ζήτημα για το πώς “την πατάνε” οι προοδευτικοί άνθρωποι στον κόσμο, αφού, με ένα σμπάρο, οι καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές: α) δικαιολογούν ή κρύβουν την επεμβατικότητά τους, ξαναγράφοντας, συν τοις άλλοις, την ιστορία, β) ταυτίζουν την άσχημη εικόνα – που τα ίδια παρουσιάζουν – για τη χώρα αυτή με το σοσιαλισμό και το όραμα εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο. Φυσικά, οι προοδευτικοί άνθρωποι έχουν δύο ξεχωριστά καθήκοντα: αφ’ ενός, να αναδεικνύουν το βασικό υπεύθυνο και να καταδικάζουν την ιμπεριαλιστική επεμβατικότητα (άρα, στο θέμα αυτό, πρέπει να υποστηρίζεται η Β. Κορέα) και, αφ’ετέρου, να μελετάται το εσωτερικό της καθεστώς και να αναδεικνύεται η σχέση ή μη της κυρίαρχης ιδεολογίας και φιλοσοφίας του με το μαρξισμό-λενινισμό και το διαλεκτικό υλισμό. Στο βαθμό δε που δεν υπάρχει σχέση, δεν έχει νόημα για τους προοδευτικούς ανθρώπους να υποστηρίζουν και το εσωτερικό καθεστώς της χώρας αυτής.

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί συνέχεια της μελέτης του εσωτερικού καθεστώτος της χώρας που το parapoda έχει εγκαινιάσει. Πρόκειται για κείμενο που έχει γράψει -με απλό τρόπο, είναι η αλήθεια- ο Κιμ Γιονγκ Ιλ, ο προκάτοχος (και πατέρας) του σημερινού ηγέτη της Β. Κορέας Κιμ Γιονγκ Ιλ το 1996. Στο κείμενο αυτό, ο Κιμ Γιονγκ Ιλ αποκηρύσσει τη “συνέχεια” που οι περισσότεροι νομίζουμε ότι διέπει, σε φιλοσοφικό επίπεδο, τον κομμουνισμό με το καθεστώς εκεί. Μελετά συγκεκριμένα τη (μη) σχέση της κυρίαρχης στη Β. Κορέα φιλοσοφίας Τσιουτσέ με τον διαλεκτικό υλισμό. Παρότι αναγνωρίζει δύο κοινά θεμέλια (ότι ο κόσμος αλλάζει και ότι ο κόσμος αποτελείται από την ύλη), αποδεικνύει τη διαφορετικότητα των δύο φιλοσοφιών αυτών. “Θεμελιωδώς διαφορετική” από το μαρξισμό-λενινισμό χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ο Κιμ Ιλ Σουνγκ.

Μπορεί, επίσης, κανείς να δει και άλλο κείμενο του Κιμ Γιονγκ Ιλ σχετικά με την ελάχιστη σχέση της Ιδέας Τσιουτσέ (άλλη από τη Φιλοσοφία Τσιουτσέ) με το μαρξισμό-λενινισμό, δηλ. σε πολιτικό επίπεδο. Εδώ, ακόμα, μπορεί να δει το ιστορικό της πορείας του κορεατικού, αλλά και της απομάκρυνσης του καθεστώτος από το μαρξισμό-λενινισμό, τον οποίο και απάλειψε ως έννοια από το Σύνταγμά του ήδη από το 1992.Τέλος, εδώ και εδώ, μπορεί κανείς να διαβάσει δύο άρθρα για τις πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα.

Φυσικά, τίθεται το ζήτημα-καλοπροαίρετα ή όχι- του ότι, από τη στιγμή που το καθεστώς ξεκίνησε έχοντας κυρίαρχη ιδεολογία το μαρξισμό-λενινισμό, έγινε δυνατό να ξεφύγει, άρα, τίθεται το ζήτημα αν για την σημερινή κατάσταση της ΛΔ Κορέας αντικειμενικά ευθύνεται η αρχική κυρίαρχη ιδεολογία. Όμως, ο μαρξισμός-λενινισμός αναγνωρίζει ότι ένα πράγμα είναι δυνατό να μετατραπεί στο αντίθετό του. Και βεβαίως υπάρχουν ευθύνες, όμως αυτές είναι περισσότερο ιστορικές, υποκειμενικές, και όχι φιλοσοφικές ή πολιτικές που επιβαρύνουν συνολικά το μαρξισμό-λενινισμό. Συνεπώς, δεν είναι δεδομένο ότι ο κομμουνισμός οδηγεί (νομοτελειακά) σε καταστάσεις όπως αυτή στην οποία βρίσκεται σήμερα το εσωτερικό καθεστώς της Β. Κορέας.

Κιμ Γιονγκ Ιλ: H φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια πρωτότυπη επαναστατική φιλοσοφία (26/07/1996)

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι μερικοί κοινωνικοί μας επιστήμονες εσφαλμένα εξέφρασαν μια εκτίμηση αντίθετη με εκείνη του κόμματός μας αναφορικά με την ερμηνεία της φιλοσοφίας Τσιουτσέ, και ότι αυτή η άποψη έχει διαδοθεί και στο εξωτερικό.

Αυτοί οι κοινωνικοί επιστήμονες εξακολουθούν να προσπαθούν να εξηγούν τις βασικές αρχές της φιλοσοφίας Τσιουτσέ με βάση το γενικό νόμο ανάπτυξης του υλικού κόσμου, αντί να την εξηγούν με βάση την κατεύθυνση για αποσαφήνιση του νόμου της κοινωνικής κίνησης. Οι υπερασπιστές αυτής της άποψης λένε ότι το επιχείρημά τους στοχεύει στο να αποδείξουν ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια νέα ανάπτυξη του Μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού. Εξηγώντας και προπαγανδίζοντας τη φιλοσοφία Τσιουτσέ δεν χρειάζεται να πείθουμε τους ανθρώπους ότι η φιλοσοφία αυτή είναι μια νέα ανάπτυξη του Μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού. Είναι αλήθεια ότι το κόμμα μας δεν έχει μια δογματική στάση απέναντι στο Μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, όμως τον αναλύει από τη σκοπιά της Τσιουτσέ και έχει δώσει νέες ερμηνείες σε πολλά προβλήματα. Ωστόσο, το βασικό περιεχόμενο της φιλοσοφίας Τσιουτσέ δεν συνιστά κάποια ανάπτυξη του υλισμού και της διαλεκτικής.

Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια πρωτότυπη φιλοσοφία η οποία έχει αναπτυχθεί και συστηματοποιηθεί με τις δικές της αρχές. Η ιστορική συμβολή της φιλοσοφίας Τσιουτσέ στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης έγκειται, όχι στο προχώρημα που έκανε στο Μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, αλλά στη διατύπωση νέων φιλοσοφικών αρχών που έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο.

Η Μαρξιστική φιλοσοφία θεωρούσε το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ύλης και συνείδησης, μεταξύ είναι και σκέψης, ως το θεμελιώδες ζήτημα φιλοσοφίας, και απέδειξε την προτεραιότητα της ύλης, του είναι, και στη βάση αυτή, φώτισε το γεγονός ότι ο κόσμος αποτελείται από την ύλη και αλλάζει και αναπτύσσεται από την κίνηση της ύλης. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ θεωρεί τη σχέση μεταξύ κόσμου και ανθρώπου, και τη θέση και το ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, ως το θεμελιώδες ζήτημα φιλοσοφίας, διατύπωσε τη φιλοσοφική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος των πάντων και ότι αποφασίζει για τα πάντα και, στη βάση αυτή, φώτισε τον απολύτως ορθό δρόμο για τη διαμόρφωση της μοίρας του ανθρώπου. Η Μαρξιστική φιλοσοφία έθεσε ως βασικό καθήκον την αποσαφήνιση της ουσίας του υλικού κόσμου και του γενικού νόμου της κίνησής του, ενώ η φιλοσοφία Τσιουτσέ έθεσε ως το σημαντικό της καθήκον την αποσαφήνιση των ουσιωδών χαρακτηριστικών του ανθρώπου και του νόμου κοινωνικής κίνησης, της κίνησης του ανθρώπου. Επομένως, η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια πρωτότυπη θεωρία η οποία είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την προηγούμενη φιλοσοφία, αναφορικά τόσο με τους στόχους όσο και τις αρχές της. Να γιατί δεν θα πρέπει να καταλαβαίνουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως μια φιλοσοφία που έχει αναπτύξει το διαλεκτικό υλισμό, ούτε θα πρέπει να προσπαθούμε να αποδείξουμε την πρωτοτυπία και τα πλεονεκτήματα της φιλοσοφίας Τσιουτσέ συζητώντας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για την ουσία του υλικού κόσμου και το γενικό νόμο κίνησής του που έχουν αποσαφηνιστεί από τη Μαρξιστική φιλοσοφία. Δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ στο πλαίσιο της προηγούμενης φιλοσοφίας γιατί είναι μια φιλοσοφία που έχει διατυπώσει νέες φιλοσοφικές αρχές. Αν προσπαθήσει κανείς κάτι τέτοιο, όχι μόνο θα αποτύχει να αποδείξει την πρωτοτυπία της φιλοσοφίας Τσιουτσέ, αλλά θα τη συσκοτίσει και δεν θα μπορεί να κατανοήσει την ουσία της σωστά.

Έχοντας ορίσει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου για πρώτη φορά στην ιστορία, η φιλοσοφία Τσιουτσέ έχει εξυψώσει τον άνθρωπο ως το ισχυρότερο και με τις καλύτερες ιδιότητες ον στον κόσμο και προώθησε μια νέα ιδέα για τον κόσμο: συγκεκριμένα, ότι ο κόσμος κυριαρχείται και μεταμορφώνεται από τον άνθρωπο.

Η νέα αντίληψη για τον κόσμο που διατύπωσε η φιλοσοφία Τσιουτσέ δεν αρνείται την αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού για τον κόσμο. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ θεωρεί την αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού για τον κόσμο ως μια προϋπόθεση. Η αντίληψη της Τσιουτσέ για τον κόσμο, ότι αυτός κυριαρχείται και μεταμορφώνεται από τον άνθρωπο, δεν μπορεί να κατανοηθεί ξεχωριστά από την υλιστική διαλεκτική αντίληψη για την ουσία του αντικειμενικού υλικού κόσμου και για το γενικό νόμο της κίνησής του. Από την ιδεαλιστική άποψη ότι ο κόσμος είναι κάτι μυστήριο, δεν μπορείς να συνάγεις ότι ο άνθρωπος κυριαρχεί στον κόσμο, και από τη μεταφυσική άποψη ότι ο κόσμος είναι απαράλλαχτος, δεν μπορείς να συνάγεις ότι ο άνθρωπος μπορεί να μετασχηματίζει τον κόσμο. Η αντίληψη της Τσιουτσέ για τον κόσμο, ότι αυτός κυριαρχείται και μετασχηματίζεται από τον άνθρωπο, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο όταν αναγνωριστεί η υλιστική διαλεκτική αντίληψη για τον κόσμο, ότι ο κόσμος αποτελείται από την ύλη και ασταμάτητα αλλάζει και αναπτύσσεται. Παρ’ ότι έχει ένα πλήθος από περιορισμούς και ανωριμότητες ο Μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός, οι βασικές αρχές του είναι επιστημονικές και έγκυρες. Να γιατί λέμε ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ θεωρεί την υλιστική διαλεκτική ως προϋπόθεσή της.

Το ότι η αντίληψη της υλιστικής διαλεκτικής για τον κόσμο είναι προϋπόθεση για τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, δεν σημαίνει ότι φιλοσοφία Τσιουτσέ έχει απλώς κληρονομήσει και αναπτύξει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ. Παρότι θα ήταν ανέφικτο να επιτευχθεί επιστημονική κατανόηση και μετασχηματισμός του κόσμου χωρίς τον τρόπο που κατανοεί ο διαλεκτικός υλισμός τον αντικειμενικό υλικό κόσμο, δεν μπορεί κανείς να συνάγει το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος του κόσμου και παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό του κόσμου απλώς λόγω της πρότασης του υλισμού ότι ο κόσμος αποτελείται από ύλη και από τη διαλεκτική αρχή ότι ο κόσμος ασταμάτητα αλλάζει και αναπτύσσεται. Μόνο στη βάση της αποσαφήνισης των ουσιωδών ιδιοτήτων του ανθρώπου οι οποίες διακρίνουν τον άνθρωπο ριζικά από όλα τα άλλα υλικά όντα, είναι δυνατό να αποσαφηνιστεί η ξεχωριστή θέση του ανθρώπου και ο ρόλος του ως κύριου του κόσμου που είναι ικανός να μετασχηματίζει τον κόσμο. Μόνο στη βάση των ουσιωδών ιδιοτήτων του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνείδηση, όπως επιστημονικά έχει αποσαφηνίσει η φιλοσοφία Τσιουτσέ, διατυπώθηκε η βασική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος του κόσμου και παίζει τον αποφασιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό του κόσμου. Διατυπώνοντας την αντίληψή της για την κοινωνική ιστορία, την οπτική της για την ιστορία στη βάση της φιλοσοφικής αρχής που έχει κέντρο τον άνθρωπο, η φιλοσοφία Τσιουτσέ έχει ξεπεράσει τους περιορισμούς της προηγούμενης κοινωνικοϊστορικής αντίληψης και πραγματοπίοησε μια ριζική αλλαγή στην κοινωνικοϊστορική αντίληψη και οπτική.

Η μαρξιστική φιλοσοφία διατύπωσε την κοινωνικοϊστορική άποψη του διαλεκτικού υλισμού, τον ιστορικό υλισμό, μέσω της εφαρμογής του γενικού νόμου της ανάπτυξης του υλικού κόσμου στην κοινωνική ιστορία. Φυσικά, δεν αρνούμαστε την ιστορική αξία του ιστορικού υλισμού. Ο ιστορικός υλισμός συνέβαλε σημαντικά στην ήττα της αντιδραστικής και αντεπιστημονικής κοινωνικοϊστορικής αντίληψης η οποία βασιζόταν στον ιδεαλισμό και τη μεταφυσική. Επιπροσθέτως, αφού ο άνθρωπος ζει στον αντικειμενικό υλικό κόσμο και η κοινωνία είναι αξεχώριστα συνδεδεμένη με τη φύση, ο γενικός νόμος της ανάπτυξης του υλικού κόσμου δρα στα κοινωνικά φαινόμενα. Ωστόσο, αν κανείς παραβλέψει ότι η κοινωνική κίνηση διέπεται από το δικό της νόμο, και μηχανιστικά εφαρμόσει το γενικό νόμο ανάπτυξης του υλικού κόσμου στα κοινωνικά φαινόμενα, τότε δεν μπορεί να αποφύγει να έχει μια μονόπλευρη κατανόηση της κοινωνικής ιστορίας.

Η κοινωνική κίνηση αλλάζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με το δικό της νόμο. Η κοινωνική κίνηση είναι η κίνηση του ανθρώπου που κυριαρχεί και μετασχηματίζει τον κόσμο. Ο άνθρωπος μετασχηματίζει τη φύση για να κατακτήσει και να μετασχηματίσει τον αντικειμενικό υλικό κόσμο. Με το να μετασχηματίζει τη φύση, ο άνθρωπος δημιουργεί υλικό πλούτο και υλικές προϋποθέσεις για τη ζωή του. Ο μετασχηματισμός της φύσης και η δημιουργία υλικού πλούτου είναι η προσπάθεια για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών του ανθρώπου και αυτό το έργο μπορεί να γίνει μόνο με την κοινωνική συνεργασία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι μετασχηματίζουν την κοινωνία για να βελτιώσουν και να τελειοποιήσουν τις σχέσεις κοινωνικής συνεργασίας. Είναι ο άνθρωπος που μετασχηματίζει τόσο τη φύση όσο και την κοινωνία. Ενώ μετασχηματίζει τη φύση και την κοινωνία, ο άνθρωπος μετασχηματίζεται και αναπτύσσεται ο ίδιος συνεχώς. Η κυριαρχία και ο μετασχηματισμός του κόσμου από τον άνθρωπο πραγματοποιούνται, στην τελική, μέσω του μετασχηματισμού της κοινωνίας και του ίδιου, και οι λαϊκές μάζες είναι η κινητήρια δύναμη αυτού του έργου. Οι λαϊκές μάζες δημιουργούν όλο τον υλικό και πολιτιστικό πλούτο της κοινωνίας και αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις. Η κοινωνική κίνηση, η κινητήρια δύναμη της οποίας είναι οι λαϊκές μάζες, έχει χαρακτηριστικά τα οποία είναι διαφορετικά από εκείνα της κίνησης της φύσης. Στη φύση, η κίνηση πραγματοποιείται αυθόρμητα, μέσω της αλληλεπίδρασης των υλικών στοιχείων που υπάρχουν αντικειμενικά, ενώ η κοινωνική κίνηση προκαλείται και αναπτύσσεται από τη συνειδητή δράση και ρόλο της κινητήριας δύναμης. Επομένως, αν κανείς μηχανιστικά εφαρμόσει τους νόμους του διαλεκτικού υλισμού που εξηγούν το γενικό νόμο ανάπτυξης του υλικού κόσμου στην κοινωνική ιστορία, τότε δεν μπορεί να αποσαφηνίσει σωστά την ουσία της κοινωνίας και το νόμο της κοινωνικής κίνησης. Ο κύριος περιορισμός της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας είναι ότι απέτυχε να διατυπώσει σωστά τον ιδιαίτερο νόμο της κοινωνικής κίνησης, και εξήγησε τις αρχές της κοινωνικής κίνησης κύρια στη βάση του κοινού χαρακτηριστικού της κίνησης της φύσης και της κοινωνικής κίνησης, το οποίο έγκειται στο ότι και οι δύο είναι κινήσεις ύλης. Η μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας χώριζε την κοινωνία σε κοινωνικά όντα και κοινωνική συνείδηση, και απέδιδε αποφασιστική σημασία στο κοινωνικό ον: επίσης, χώριζε την κοινωνική δομή σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, βάση και εποικοδόμημα, και απέδιδε την αποφασιστική σημασία στην υλική παραγωγή και τις οικονομικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει μια απαράλλαχτη εφαρμογή της αρχής του διαλεκτικού υλισμού στην κοινωνία, την αρχή του ότι ο κόσμος αποτελείται από ύλη και αλλάζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με το γενικό νόμο κίνησης της ύλης. Ο κόσμος, όπως τον έβλεπαν οι ιδρυτές του Μαρξισμού όταν εφάρμοζαν στην κοινωνική ιστορία το γενικό νόμο που διέπει τον υλικό κόσμο, είναι μια οντότητα, όχι μόνο αποτελούμενη από τη φύση, αλλά επίσης και από τον άνθρωπο και από την κοινωνία, που είναι υλικά όντα. Αν κανείς δει τον άνθρωπο ως τμήμα του κόσμου, ως υλική οντότητα, και όχι ως κοινωνικό ον με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνείδηση, και εφαρμόσει στην κοινωνική ιστορία το γενικό νόμο της κίνησης του υλικού κόσμου, τότε δεν θα μπορεί να αποφύγει το να βλέπει την κοινωνικο-ιστορική κίνηση ως μια διαδικασία της ιστορίας της φύσης.

Φυσικά, η κοινωνία επίσης αλλάζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με καποιο νόμο, όχι από την ίδια τη θέληση του ανθρώπου. Όμως, η δράση του νόμου αυτού στην κοινωνία είναι θεμελιωδώς διαφορετική από αυτή του νόμου της φύσης. Στη φύση, ο νόμος δρα αυθόρμητα, ανεξαρτήτως της δραστηριότητας του ανθρώπου. Όμως, στην κοινωνία, ο νόμος αυτός δρα μέσω των ανεξάρτητων, δημιουργικών και συνειδητών δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Μερικοί από τους νόμους της κοινωνίας διέπουν κάθε κοινωνία γενικά, ανεξαρτήτως κοινωνικού συστήματος, και κάποιοι από αυτούς τους νόμους διέπουν μια συγκεκριμένη κοινωνία. Επειδή όλοι οι κοινωνικοί νόμοι δρουν μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, μπορεί να δράσουν ήπια ή οι δράσεις τους μπορεί να περιοριστούν ή να συγκρατηθούν, ανάλογα με τη δράση του ανθρώπου. Όταν λέω ότι οι κοινωνικοί νόμοι λειτουργούν μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν αρνούμαι τον αντικειμενικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων και το πιθανό αυθόρμητο στην κοινωνική κίνηση. Αν συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες δημιουργηθούν, ένας κοινωνικός νόμος που ανταποκρίνεται σε αυτές, αναπόφευκτα λειτουργεί και, επομένως, λαμβάνει έναν αντικειμενικό χαρακτήρα, όπως ένας φυσικός νόμος. Το αυθόρμητο στην κοινωνική κίινηση οφείλεται σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, δημιουργίας και συνειδητότητας και στην απουσία του κοινωνικού συστήματος εκείνου στο οποίο οι άνθρωποι μπορεί να τα αναπτύσσουν αυτά πλήρως. Με την ανάπτυξη της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, δημιουργίας και συνειδητότητας και με την εγκαθίδρυση του κοινωνικού εκείνου συστήματος το οποιο διασφαλίζει μια πλήρη ανάπτυξη αυτών των ιδιοτήτων, ο άνθρωπος θα δρα καλύτερα με την εφαρμογή αυτών των αντικειμενικών νόμων και ο βαθμός αυθορμητότητας θα μειωθεί. Η κοινωνική ανάπτυξη είναι η διαδικασία της ανάπτυξης της ανεξαρτησίας, δημιουργικότητας και συνειδητότητας των μαζών. Με την ανάπτυξη αυτών των ιδιοτήτων και με την εμφάνιση εκείνου του κοινωνικού συστήματος το οποιο είναι ικανό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους, η κοινωνία θα αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ μέσω των ηθελημένων και συνειδητών δραστηριοτήτων των λαϊκών μαζών. Αυτό σημαίνει ότι θα λειτουργεί πλήρως ο ιδιαίτερος νόμος της κοινωνικής κίνησης, που αλλάζει και αναπτύσσει, χάρη στη συνειδητή δράση και το ρόλο της κινητήριας δύναμης.

Παρότι οι ιδρυτές του Μαρξισμού θεμελίωσαν την υλιστική διαλεκτική αντίληψη της κοινωνικής ιστορίας με το να εφαρμόσουν το γενικό νόμο της ανάπτυξης του υλικού κόσμου στην κοινωνική ιστορία, οι ίδιοι συνάντησαν πολλά προβλήματα στην πρακτική κοινωνική κίνηση, προβλήματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν μόνο από το γενικό νόμο της ανάπτυξης του υλικού κόσμου. Επομένως, προσπάθησαν να ξεπεράσουν το μονόπλευρο χαρακτήρα της υλιστικής διαλεκτικής αντίληψης της κοινωνικής ιστορίας προωθώντας κάποιες θεωρίες όπως, για παράδειγμα, ότι παρότι η κοινωνική συνείδηση προκύπτει ως αντανάκλαση των υλικών και οικονομικών συνθηκών, επιδρά σε αυτές τις συνθήκες, και ότι παρότι η πολιτική καθορίζεται από την οικονομία, επιδρά στην οικονομία. Ωστόσο, η Μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας είναι, στην ουσία, μια αντίληψη για την κοινωνική ιστορία που θεωρεί ως κύριο παράγοντα το κοινό χαρακτηριστικό της κίνησης της φύσης και της κίνησης της κοινωνίας. Αυτή η θεωρία δεν ήταν σε θέση να αποφύγει τον περιορισμό του να ταυτίζει τη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης με εκείνη της φυσικής ιστορίας.

Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της φιλοσοφίας Τσιουτσέ και της προηγούμενης φιλοσοφίας προκύπτει, σε τελική ανάλυση, από τη διαφορετική αντίληψη για τον άνθρωπο.

Η μαρξιστική φιλοσοφία όρισε την ουσία του ανθρώπου ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, όμως απέτυχε ορθά να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Η προηγούμενη θεωρία εξηγούσε την αρχή της κοινωνικής κίνησης κυρίως στη βάση του γενικού νόμου της ανάπτυξης του υλικού κόσμου, επειδή αποτύγχανε να διατυπώσει τις ουσιαστικές ιδιότητες του κοινωνικού ανθρώπου. Για πρώτη φορά, η φιλοσοφία Τσιουτσέ αποσαφήνισε τέλεια τις ιδιαίτερες ιδιότητες του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος.

Όπως διατυπώνεται στα κείμενα του κόμματός μας, ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητα και κανένας δεν μπορεί να αμφιβάλλει επ’ αυτού. Ωστόσο, μερικοί κοινωνικοί επιστήμονες διατηρούν μια εσφαλμένη κατανόηση του πώς ο άνθρωπος έγινε κοινωνικό ον με αυτές τις ιδιότητες. Αναφορικά με το ζήτημα των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, ως ζήτημα που έχει να κάνει με το επίπεδο της ανάπτυξής του ως κοινωνικού όντος, ισχυρίζονται ακόμα ότι η πηγή της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, δημιουργικότητας και συνειδητότητας πρέπει να βρεθεί στην ποικιλία των υλικών συστατικών και τη συνθετότητα του συνδυασμού τους και της δομής τους. Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, μια αντίληψη που βλέπει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου ως μια επέκταση των φυσικών και βιολογικών ιδιοτήτων του, ως ανάπτυξη και απόληξή τους. Όταν μιλάμε για τον άνθρωπο ως οργανισμό, κάποιος θα μπορούσε να τον σκεφτεί συγκρίνοντάς τον με άλλους οργανισμούς, ή να συζητά τα χαρακτηριστικά των βιολογικών του συστατικών και το συνδυασμό και τη δομή τους. Ωστόσο, ο άνθρωπος που μελετάται από τη φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι όχι μόνο ένας υψηλά αναπτυγμένος οργανισμός, αλλά ζει και εργάζεται επίσης με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητα που άλλα πλάσματα δεν έχουν αποκτήσει. Η πηγή των ουσιαστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου πρέπει να αναζητηθεί όχι στην ανάπτυξη αυτών των πτυχών του που είναι ίδιες με αυτές άλλων υλικών όντων, αλλά στα χαρακτηριστικά που υπάρχουν μόνο σε αυτόν. Ο άνθρωπος έχει αποκτήσει ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητα, γιατί είναι ένα κοινωνικό ον που σχηματίζει την κοινωνική συλλογικότητα και ζει και εργάζεται σε μια συνεργατική σχέση. Αυτές οι ιδιότητες του ανθρώπου είναι κοινωνικά γνωρίσματα τα οποία έχουν σχηματιστεί και αναπτυχθεί κατά την κοινωνικο-ιστορική διαδικασία, με την εργασία του μέσα σε μια κοινωνική σχέση. Φυσικά, αυτές τις ιδιότητες δεν θα μπορούσαμε καν να τις αντιληφθούμε χωρίς το υψηλά αναπτυγμένο οργανικό σώμα του. Από την άποψη του υψηλά αναπτυγμένου οργανικού σώματός του, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο άνθρωπος είναι το ανώτερο προϊόν εξέλιξης και το πιο ανεπτυγμένο υλικό ον. Ωστόσο, αν ο άνθρωπος δεν είχε διαμορφώσει μια κοινωνική συλλογικότητα και δεν είχε ζήσει και εργαστεί μέσα σε κοινωνικές σχέσεις, δεν θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί ως ένα ανεξάρτητο, δημιουργικό και συνειδητό ον, ανεξαρτήτως του πόσο αναπτυγμένο μπορεί το οργανικό σώμα του να είναι. Χωρίς τη φυσική ζωή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει κοινωνική και πολιτική οντότητα. Ωστόσο, δεν είναι η φυσική ζωή του ανθρώπου αυτή που γεννά την κοινωνική και πολιτική του οντότητα. Αντίστοιχα, χωρίς το ανεπτυγμένο οργανικό σώμα του, η ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητά του θα ήταν αδιανόητη, όμως τα ίδια τα βιολογικά του χαρακτηριστικά δεν είναι αυτά που παράγουν τα κοινωνικά του γνωρίσματα. Τα κοινωνικά γνωρίσματα του ανθρώπου μπορούν να διαμορφωθούν και να αναπτυχθούν μόνο μέσα από τη διαδικασία εμφάνισης και ανάπτυξής του ως κοινωνικού όντος, με άλλα λόγια, μέσα από τη διαδικασία της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνικής του δραστηριότητας και των κοινωνικών του σχέσεων. Η ιστορία της κοινωνικής ανάπτυξης είναι η ιστορία ανάπτυξης της ανεξαρτησίας, δημιουργικότητας και συνειδητότητας του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η ανεξαρτησία, η δημιουργία και η συνειδητότητα του ανθρώπου είναι κοινωνικά γνωρίσματα, τα οποία διαμορφώνονται και αναπτύσσονται κοινωνικά και ιστορικά. Επομένως, η φιλοσοφική θεώρηση του ανθρώπου θα πρέπει να ξεκινά από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον.

Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονές μας μιλούν για τα υλικά συστατικά και το συνδυασμό και τη δομή τους, και τα σχετίζουν με τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου, ισχυριζόμενοι ότι οι βιολογικοί παράγοντες συνιστούν το κύριο περιεχόμενο της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Ο ισχυρισμός τους είναι μια παρέκκλιση η οποία εξηγεί τη φιλοσοφία Τσιουτσέ μέσα στο πλαίσιο του Μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού. Αυτό είναι μόνο μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την εσφαλμένη εξελικτική αντίληψη, η οποία θεωρεί τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου ως ανάπτυξη και απόληξη βιολογικών γνωρισμάτων.

Αναφορικά με τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου, είναι σημαντικό να έχουμε μια ορθή κατανόηση για το κοινωνικό ον. Οι ιδρυτές του Μαρξισμού, ενώ έθεταν το ζήτημα της ουσίας του ανθρώπου στις κοινωνικές σχέσεις, χρησιμοποιούσαν την φράση “κοινωνικό ον” ως μια έννοια που σημαίνει υλικές συνθήκες και οικονομικές σχέσεις της κοινωνικής ζωής που υπάρχουν αντικειμενικά και αντανακλώνται στην κοινωνική συνείδηση. Αφού θεωρούσαν τον άνθρωπο ως ένα συστατικό των παραγωγικών δυνάμεων, ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, η φράση “κοινωνικό ον” που χρησιμοποιούσαν υπονοούσε και τον άνθρωπο επίσης. Ωστόσο, δεν τη χρησιμοποιούσαν ως έναν όρο που έχει την ιδιαίτερη έννοια που ορίζει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου. Συστηματοποιώντας τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, εμείς χρησιμοποιήσαμε τον όρο “κοινωνικό ον” ως έναν όρο που έχει την ιδιαίτερη έννοια που ορίζει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου.

Στη θεωρία της φιλοσοφίας Τσιουτσέ ο άνθρωπος είναι το μόνο κοινωνικό ον στον κόσμο. Κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες, ωστόσο, επιμένουν ακόμα ότι ο κοινωνικός πλούτος και οι κοινωνικές σχέσεις θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στον όρο “κοινωνικό ον”, συσκοτίζοντας έτσι τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και κοινωνικού πλούτου και κοινωνικών σχέσεων. Ο κοινωνικός πλούτος και οι κοινωνικές σχέσεις δημιουργούνται και αναπτύσσονται από τον άνθρωπο. Επομένως, δεν μπορούν να περιλαμβάνονται στην έννοια που ορίζει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου. Στη Μαρξιστική φιλοσοφία, η φράση “κοινωνικό ον”, φυσικά, μπορεί να χρησιμοποιείται όπως οι ιδρυτές του Μαρξισμού εννοούσαν. Όμως, αν εμείς, όταν μιλάμε για τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, κατανοήσουμε τον όρο “κοινωνικό ον” με τη συμβατική του έννοια, τότε θα συσκοτίσουμε την κατανόηση των ουσιστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια νέα φιλοσοφία, η οποία έχει το δικό της σύστημα και περιεχόμενο, επομένως, οι κατηγορίες της δεν θα πρέπει να εννοούνται με τη συμβατική ερμηνεία.

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους αυτοί οι κοινωνικοί επιστήμονες παρεξέκλιναν στην εξήγηση και διάδοση της φιλοσοφίας Τσιουτσέ είναι επειδή δεν έχουν μελετήσει τα φιλοσοφικά προβλήματα από την άποψη των απαιτήσεων της επαναστατικής πράξης.

Η θεωρία πρέπει να βασίζεται και να υπηρετεί την πράξη. Μια θεωρία αποσπασμένη από την πράξη δεν μπορεί ορθά να αναδείξει την αλήθεια και είναι άχρηστη. Ο μεγάλος ηγέτης Κιμ Ιλ Σουνγκ πάντοτε μελετούσε τα φιλοσοφικά προβλήματα εκκινούμενος από τις απαιτήσεις της επαναστατικής πράξης, και ανάπτυξε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ στην προσπάθεια να δώσει επιστημονικές απαντήσεις σε φλέγοντα ιδεολογικά και θεωρητικά προβλήματα που προέκυπταν στην επαναστατική πράξη. Το κόμμα μας γενίκευσε τις πλούσιες και βαθιές εμπειρίες της επαναστατικής πράξης, συστηματοποίησε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ με ένα συνεκτικό τρόπο και την ανέπτυξε σε βάθος.

Η επαναστατική πράξη είναι ένας αγώνας για την επίτευξη της ανεξαρτησίας για τις λαϊκές μάζες, και είναι οι μάζες που διεξάγουν αυτό τον αγώνα. Επομένως, είναι σημαντικό στη μελέτη της φιλοσοφίας να αντανακλώνται σωστά τα αιτήματα και οι φιλοδοξίες των λαϊκών μαζών, να αναπτύσσουμε τη θεωρία γενικεύοντας τις εμπειρίες αγώνα τους και να την κάνουμε τη θεωρία των ίδιων των λαϊκών μαζών. Στην εκμεταλλευτική κοινωνία, η αντιδραστική άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία για να υπερασπίζεται και να κάνει να φαίνεται ορθολογικό το αντιδραστικό καθεστώς της, με το να προσπαθεί να την κάνει μονοπώλιο των φιλόσοφων εκείνων που δρουν ως εκπρόσωποι των συμφερόντων τους. Θεωρούν τις λαϊκές μάζες αμόρφωτους ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με τη φιλοσοφία. Έχοντας την άποψη και την αντίληψη ότι οι λαϊκές μάζες είναι οι κύριοι των πάντων και σοφότατοι άνθρωποι, το Κόμμα μας έχει εκπονήσει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, αντανακλώντας τα αιτήματα και τις φιλοδοξίες τους και, γενικεύοντας τις εμπειρίες αγώνα τους, την ανάπτυξε περαιτέρω σε βάθος και την έκανε όπλο στην πάλη τους. Αυτός είναι ο λόγος που η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια απόλυτη αλήθεια που ανταποκρίνεται στην επιθυμία και φιλοδοξία των ανθρώπων για ανεξαρτησία και μια λαϊκή φιλοσοφία την οποία οι μάζες εύκολα κατανοούν και τη θεωρούν ως όπλο τους για την πάλη. Ωστόσο, μερικοί από τους κοινωνικούς επιστήμονές μας μιλούν για τα ζητήματα τα οποια έχουν λίγη πρακτική σημασία αναφορικά με το φώτισμα του δρόμου για τον καθορισμό από τις λαϊκές μάζες της μοίρας τους. Εμείς μελετούμε τη φιλοσοφία ουσιαστικά με σκοπό να αποσαφηνίσουμε τις αρχές και τη μεθοδολογία με τις οποίες θα αναπτύξουμε την κοινωνία και θα καθορίσουμε τη μοίρα των λαϊκών μαζών. Η ανάπτυξη της κοινωνίας καθοδηγείται από την πολιτική και δεν είναι παρά η φιλοσοφία Τσιουτσέ αυτή που διατυπώνει τις βασικές αρχές της πολιτικής που οδηγεί την κοινωνική ανάπτυξη στον πιο εύκολο δρόμο. Από αυτή την άποψη, η φιλοσοφία Τσιουτσέ μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική φιλοσοφία.

Μερικοί κοινωνικοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι ερμηνεύουν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως μια φιλοσοφία που έχει αναπτύξει το διαλεκτικό υλισμό του Μαρξισμού προκειμένου να παρουσιάσουν την ιδέα Τσιουτσέ με τρόπο τέτοιο ώστε να ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του κόσμου στο εξωτερικό. Πρέπει να κατανοούμε ξεκάθαρα τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως μια νέα επαναστατική φιλοσοφία, όχι ως μια απλή ανάπτυξη της προηγούμενης φιλοσοφίας. Είναι λάθος να εξηγούμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ εντός του πλαισίου της προηγούμενης φιλοσοφίας, με τον ισχυρισμό ότι αυτή παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του κόσμου στο εξωτερικό, ή να διαδίδουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ με ιδέες οι οποίες δεν συμφωνούν με τη θεμελιώδη αρχή της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Επιπροσθέτως, γιατί θα πρέπει να μιλάμε για ζητήματα που δεν έχουν πολιτική σημασία και σχεδόν καμία θεωρητική και πρακτική σημασία, να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις απαιτήσεις της πραγματικότητας στη διεθνή αρένα, όταν διεθνώς έχουμε πολλά θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα τα οποία επιτακτικά χρειάζονται σωστές απαντήσεις στη βάση των αρχών της φιλοσοφίας Τσιουτσέ; Παρουσιάζοντας την ιδέα Τσιουτσέ στον έξω κόσμο, πρέπει να εξηγούμε σωστά σε σχέση με τα τρέχοντα προβλήματα ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια εντελώς πρωτότυπη φιλοσοφία και μια νέα επαναστατική φιλοσοφία. Πρέπει να ξεφορτωθούμε μια τέτοια παρέκκλιση όχι μόνο στη διάδοσή της στο εξωτερικό, αλλά επίσης και στην έρευνα, τη μελέτη και την εκπαίδευση στη φιλοσοφία Τσιουτσέ. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια επαναστατική φιλοσοφία και πολιτική φιλοσοφία του κόμματός μας η οποία φωτίζει τη φιλοσοφική βάση της ιδέας Τσιουτσέ και τις θεμελιώδεις αρχές της επανάστασης. Το πώς προσεγγίζουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ σχεδόν δεν αφορά φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά σχετίζεται με την αντίληψη και τη στάση έναντι της ιδεολογίας του Κόμματος. Πρέπει να αποδεχτούμε την ιδεολογία του κόμματος ως την απόλυτη αλήθεια, να την υπερασπίσουμε αποφασιστικά και να τη διατηρήσουμε με επαναστατική πεποίθηση, και επομένως, να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε, και να διαδώσουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ σωστά. Πρέπει να νιώθουμε πολλή περηφάνεια και εμπιστοσύνη για το ότι έχουμε μια τέτοια μεγάλη πολιτική φιλοσοφία όπως τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, να κατανοούμε βαθιά τις αρχές της και να τις εφαρμόζουμε πλήρως στις πρακτικές δραστηριότητες της επανάστασης και της οικοδόμησης. Πρέπει να αναλύουμε και να κρίνουμε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα βαθιά, στη βάση των αρχών της φιλοσοφίας Τσιουτσέ, και δυναμικά να επιταχύνουμε την επανάσταση και την οικοδόμηση με το να συσπειρώσουμε τις λαϊκές μάζες γερά γύρω από το Κόμμα και να τελειοποιήσουμε το ρόλο της κινητήριας δύναμης όπως η φιλοσοφία Τσιουτσέ απαιτεί.

Οι επιστήμονες μας και ο λαός πρέπει να μελετούν και να ακολουθούν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, όμως πρέπει επίσης να γνωρίζουμε τις φιλοσοφικές ιδέες του Μαρξισμού-Λενινισμού. Οι κοινωνικοί επιστήμονες, ειδικότερα, πρέπει να είναι καλά εξοικειωμένοι με την προηγούμενη φιλοσοφία. Μελετώντας την προηγούμενη φιλοσοφία, είναι σημαντικό να διακρίνουμε τους περιορισμούς και τα ανώριμα στοιχεία της, μαζί με τις προοδευτικές και θετικές πτυχές της. Μόνο όταν γνωρίζουμε σωστά όχι μόνο τα ιστορικά επιτεύγματά της αλλά και τους περιορισμούς της περιόδου και την ιδεολογικο-θεωρητική της ανωριμότητα, μπορούμε να αποτρέψουμε παρεκκλίσεις δογματικής στάσης έναντι των προγενέστερων θεωριών, και να αποκτήσουμε μια βαθιά κατανόηση της πρωτοτυπίας και της ανωτερότητας της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Οι κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να μελετούν και να κατέχουν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ και, στη βάση και υπό το φως των αρχών της, να δίνουν πολύ προσοχή στο να βλέπουν ξεκάθαρα τους περιορισμούς και την ανωριμότητα της προηγούμενης φιλοσοφίας, μαζί με τα θετικά της.

Επιπρόσθετως, θα πρέπει αυστηρά να φυλασσόμαστε έναντι όλων των ετερογενών τάσεων φιλοσοφίας που είναι αντίθετες στη φιλοσοφία Τσιουτσέ και να διασφαλίσουμε την καθαρότητα της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι η πιο επωφελής και βιώσιμη φιλοσοφία, η οποία αντανακλά τις απαιτήσεις της επαναστατικής πράξης, και της οποίας η αλήθεια και η εγκυρότητα αποδεικνύεται από την επαναστατική πράξη. Το γεγονός ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ συγκεντρώνει όλο και πιο πολύ προσοχή στη διεθνή αρένα και οι οπαδοί της ιδέας Τσιουτσέ αυξάνονται αριθμητικά, ξεκάθαρα αποδεικνύει ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ δίνει απολύτως σωστές απαντήσεις στα ζητήματα της επαναστατικής πράξης. Οι κοινωνικοί επιστήμονές μας πρέπει να είναι ακλόνητα πεπεισμένοι για την επιστημονική ακρίβεια, αλήθεια, πρωτοτυπία και ανωτερότητα της φιλοσοφίας Τσιουτσέ και να αναλύουν και να κρίνουν όλες τις φιλοσοφικές θεωρίες με τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως οδηγό, εμποδίζοντας έτσι την παρείσφρυση οποιασδήποτε ετερογενούς φιλοσοφικής τάσης στη φιλοσοφία Τσιουτσέ. Όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να μελετούν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ σε βάθος και να την ευρύνουν και να τη διαδίδουν, όπως θέλει και το κόμμα, και, πράττοντας έτσι, να αναδεικνύυουν το μεγαλείο της και να την καθιστούν περαιτέρω ελκυστική.


Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Σοβιετική Αρχιτεκτονική: από την ανέγερση παλατιών στην παραγωγή κουτιών

Στην καθημερινότητα των κατοίκων των χωρών του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, δεν υπάρχει, ίσως, πιο προφανής απόδειξη για τη διαφορά ανάμεσα στον μαρξισμό – λενινισμό και το ρεβιζιονισμό, από όσο στην Αρχιτεκτονική. Τα κτίρια της εποχής Στάλιν διαφέρουν πλήρως από εκείνα που χτίστηκαν στις μεταγενέστερες περιόδους, για τα οποία υιοθετήθηκαν δυτικά και φτηνιάρικα πρότυπα, όντας εντελώς ακατάλληλα για τους δημιουργούς του μέλλοντος. Το παρακάτω κείμενο αναλύει επιγραμματικά τις αρχές και την ανάπτυξη, αλλά και το μαρασμό της σοβιετικής αρχιτεκτονικής, η μοίρα της οποίας συμβαδίζει συνολικά με αυτή του σοσιαλισμού.  

                                                           ***

Σοβιετική Αρχιτεκτονική : από την ανέγερση παλατιών στην παραγωγή κουτιών [21/2/2015]

του Αντρέι Μπαζντίρεφ

“Η σοβιετική αρχιτεκτονική, ακολουθώντας το δρόμο αρχών των Μαρξ, Λένιν, Στάλιν, οι οποίοι πάντοτε εκτιμούσαν την κλασική τέχνη, κατάφερε να ξεπεράσει τις αριστερίστικες τάσεις, την απλοϊκόητα στις τάξεις της, τον οπορτουνισμό τμήματος των παλιών αρχιτεκτόνων και μπήκε στο δρόμο της χρησιμοποίησης των καλύτερων στοιχείων της παλιάς κλασικής αρχιτεκτονικής” (Λ. Μ. Καγκάνοβιτς).

Στα τέλη του περασμένου χρόνου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια ενός, φαινομενικά συνήθους γεγονότος στην πολιτικοκοινωνική ζωή της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 30 Νοέμβρη 1954 άρχιζε η 2η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη κατασκευαστών, αρχιτεκτόνων και εργαζόμενων της βιομηχανίας οικοδομικών υλικών, στην οποία, από την ανώτερη κομματική ηγεσία, πάρθηκε η απόφαση για τη διάλυση της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Όχι έμμεσα τη διαδικασία αυτή καθοδήγησε ο πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, ο Ν. Σ. Χρουσιώφ. Αυτή ήταν μία από τις πρώτες ενέργειες της πολιτικής του Ν. Σ. Χρουσιώφ, η οποία οδήγησε, τελικά, στην υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ. Προσωπικά, βρίσκομαι μακριά από τη σκέψη ότι ο “αγαπητός Νικίτα Σεργκέγιεβιτς” συνειδητά κατέστρεψε το σοβιετικό σύστημα· όμως αποτέλεσμα της αντιεπιστημονικής, βολονταριστικής πολιτικής του ήταν ότι καταστράφηκαν πολλοί μηχανισμοί οι οποίοι υπεράσπιζαν τη σοβιετική κοινωνία από τον αστικό εκφυλισμό. Οι αρχές, τις οποίες η Σοβιετική Ένωση ακολουθούσε και κατάφερε να δημιουργήσει, μέσα σε μερικές δεκαετίες, μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου και να διεξάγει μία μεγαλειώδη πολιτιστική επανάσταση, φέρνοντας εκατομμύρια λαϊκών μαζών στα ύψη του ανθρώπινου πολιτισμού, υπέστησαν αναθεωρήσεις (1). Βαρύ ήταν και το πλήγμα στη σοσιαλιστική τέχνη. Ιδιαίτερα δυνατό ήταν το πλήγμα στο πλέον “δημόσιο” είδος τέχνης – τη σοβιετική αρχιτεκτονική.

Η ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής στην ΕΣΣΔ πέρασε από διάφορα στάδια. Στην πρώτη μετεπαναστατική δεκαετία, ο κύριος δρόμος ανάπτυξης της σοβιετικής τέχνης ήταν το “αβαντγκάρντ”. Η γλώσσα του μοντερνισμού, όπως φαινόταν σε πολλούς καλλιτέχνες της εποχής, αντανακλούσε με τον πλέον κατάλληλο τρόπο την επαναστατική εποχή της καταστροφής της ταξικής κοινωνίας. Οι κλασικές μορφές της τέχνης συνδέονταν εκείνη την εποχή αποκλειστικά με τον πολιτισμό των γαιοκτημόνων και των ευγενών και είχαν χαρακτηριστεί ως ταξικά ξένες. Η δεκαετία του ’20 ήταν περίοδος άνθισης στη Σοβιετική Ένωση “αριστερών” τάσεων σε όλα τα είδη δημιουργίας. Στην αρχιτεκτονική κυριαρχούσαν δύο τάσεις μοντερνισμού: ο κονστρουκτιβισμός και ο ορθολογισμός. Ο κονστρουκτιβισμός (του οποίου ηγέτες ήταν οι αδελφοί Βέσνιν και ο Μ. Γκίνζμπουργκ) διακήρυττε πλήρη ρήξη με τις αρχιτεκτονικές παραδόσεις του παρελθόντος (με το τακτικό σύστημα, την εθνική αρχιτεκτονική σχολή) και υποστήριζε τη χρησιμότητα και τη “βιομηχανικότητα” της αρχιτεκτονικής. Τα δημιουργικά καθήκοντα επιλύοταν από τους κονστρουκτιβιστές με την παράθεση διάφορων ορθογώνιων όγκων χωρίς τη χρήση διακοσμήσεων. Ακολουθώντας τα πέντε σημεία του αρχηγού του παγκόσμιου αρχιτεκτονικού αβαντγκάρντ (2) Λε Κορμπυζιέ, οι ρώσοι κονστρουκτιβιστές πρότιμούσαν μια σειρά από παράθυρα και επίπεδη στέγη.

Ο Οίκος Πολιτισμού Ζούγιεφ, του αρχιτέκτονα Ίλια Αλεξάντροβιτς Γκόλοσοφ, 1928, Μόσχα)

Το κτίριο της Κρατικής Βιομηχανίας (Γκοσπρόμ), του αρχιτέκτονα Σεργκέι Σάββιτς Σεραφίμοφ, του Σαμουήλ Μιρόνοβιτς Κραβιέτς και του Μαρκ Νταβίντοβιτς Φέλγκερ (1928, Χάρκοβο)

Η δεύτερη μοντερνίστικη τάση στην ΕΣΣΔ ήταν ο ορθολογισμός, με επικεφαλής το Ν. Α. Λαντόφσκι. Αυτή η τάση, ασπαζόμενη πολλές αρχές του κονστρουκτιβισμού, ευνοϊκά διάκειτο υπέρ της κλασικής κληρονομιάς και επέτρεπε τη διακόσμηση στο σχέδιο.

Η είσοδος του σταθμού μετρό “Κόκκινη Πύλη” (Κράσνiγιε Βαρότα), του αρχιτέκτονα Νικολάι Αλεξάντροβιτς Λαντόφσκι (1938, Μόσχα)

Κατά το πρώτο πεντάχρονο πλάνο, στην ΕΣΣΔ εμφανίστηκαν ολόκληροι νέοι κλάδοι βιομηχανίας. Εκείνη την εποχή, ανέκυψε ζήτημα οικοδόμησης πόλεων γύρω από τα μεγάλης κλίμακας βιομηχανικά συμπλέγματα. Για το σχεδιασμό τους, στη Σοβιετική Ένωση προσκλήθηκε ο αρχιτέκτονας Έρνστ Μάυ, από τη Φρανκφούρτη. Η ομάδα του τράβηξε την προσοχή των σοβιετικών αξιωματούχων από το γεγονός ότι είχε εμπειρία οικοδόμησης “κατοικιών για εργάτες”. Ωστόσο, αρχικά δεν είχε γίνει αντιληπτό ότι ο αρχιτέκτονας είχε κάνει έργο κατ’εντολήν του μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο φοβόταν τις επαναστατικές δράσεις του προλεταριάτου, και για αυτό έλυσε το ζήτημα της στέγασης με τρόπο αυστηρά πραγματιστικό. Ο φονξιοναλισμός (στυλ με το οποίο εργαζόταν η ομάδα του Ε. Μάυ) πρόκρινε τη μέγιστη (και, συνεπώς φθηνότερη) τυποποίηση. Τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης ήταν από μόνα τους πολλές φορές επαναλαμβανόμενα σύνολα από κτίρια – κουτιά, στερούμενα οποιουδήποτε διακριτικού ατομικού χαρακτηριστικού. Πλατιά χρησιμοποιούταν η γραμμική οικοδόμηση (τοποθέτηση των κτιρίων στην ίδια σειρά μέχρι την άκρη του δρόμου). Όμως ήδη το 1931 στον Τύπο άρχισαν να εμφανίζονται άρθρα, τα οποία καταδίκαζαν μια τέτοια άψυχη αρχή για την οικοδόμηση πόλεων. Υπογραμμιζόταν ότι οι σοσιαλιστικές πόλεις δεν πρέπει να προκαλούν θλίψη και νωθρότητα, καθώς η αρχιτεκτονική έχει να κάνει με αυτό το μέσο, στο οποίο ο άνθρωπος πρακτικά περνά όλο το χρόνο του, εργάζεται και αναπαύεται, και υπό την επιρροή αυτής, εν πολλοίς, διαμορφώνει την προσωπικότητά του. Αν ο κονστρουκτιβισμός και ο ορθολογισμός θεωρήθηκαν αργότερα στην ΕΣΣΔ στάδια αναζήτησης της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής μεθόδου, και αυτά τα στυλ αντιμετωπίστηκαν ουδέτερα, η μοντερνίστικη αρχή οικοδόμησης πόλεων αποφασιστικά απορρίφθηκε ως εντελώς ξένη προς τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (2).

Οι επιτυχίες του πρώτου πενταετούς πλάνμου και της κολλεκτιβοποίησης επέτρεψαν στην κομματική ηγεσία να εστιάσουν περισσότερο στην άσκηση σοσιαλιστικής πολιτιστικής πολιτικής. Το 1932, μετά την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) “για την ανασυγκρότηση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών οργανώσεων”, άρχισε η “κολλεκτιβοποίηση” της πολιτιστικής ζωής της ΕΣΣΔ. Στη θέση πολιάριθμων ιδεολογικά ετερόκλιτων πολιτιστικών ομαδοποιήσεων ιδρύθηκαν Ενώσεις, οι οποίες καλούνταν να γίνουν διοχετευτές της κομματικής πολιτικής στο περιβάλλον των τεχνών. Τον Ιούλη του 1932 ιδρύθηκε η Ένωση Σοβιετικών Αρχιτεκτόνων. Ένα έτος πριν από αυτό υπήρξε ένα γεγονός, το οποίο σηματοδότησε μια απότομη στροφή στην αρχιτεκτονική πολιτική του σοβιετικού κράτους. Στον Πανενωσιακό διαγωνισμό σχεδίων για το κύριο κτίριο της ΕΣΣΔ – το Μέγαρο των Σοβιέτ το πρώτο βραβείο κέρισε ο Μπόρις Μιχάηλοβιτς Γιοφάν για το έργο το οποίο έκανε κατά το κλασικό στυλ.

Το Μέγαρο των Σοβιέτ (σχέδιο)

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η περίοδος της διαμόρφωσης της σοβιετικής αρχιτεκτονικής, η οποία ενσωμάτωνε τα καλύτερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του παρελθόντος, εμπνεόταν από το πάθος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του σήμερα και προσέβλεπε προς το κομμουνιστικό μέλλον. Μέσα από μια σειρά ενδιάμεσων σταδίων τα μοντερνίστικα αρχιτεκτονικά στυλ είχαν εκτοπιστεί από στυλ τα οποία είχαν στραφεί στις κλασικές παγκόσμιες παραδόσεις. Στους σοβιετικούς αρχιτέκτονες είχε τεθεί το καθήκον, βασιζόμενοι στις παραδόσεις πολλών αιώνων της Ρωσίας και της Ευρώπης, να δημιουργήσουν μια μέθοδο σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Αυτή η διαδικασία δεν κύλησε απλά και δεν ολοκληρώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, σε σύντομο χρονικό διάστημα οι σοβιετικές πόλεις μεταμορφώθηκαν πραγματικά. Μια προσεκτική και, ταυτόχρονα, δημιουργική και θαρραλέα αναφορά στις παγκόσμιες αρχιτεκτονικές παραδόσεις επέτρεψε φυσιολογικά και αρμονικά να ταιριάξουν στο ιστορικό τοπίο των σοβιετικών πόλεων κτίρια της νέας σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Το 1935 υιοθετήθηκε το Γενικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης της Μόσχας, στο οποίο υπήρχε το αίτημα για “τη διατήρηση των βάσεων της ιστορικής υπάρχουσας πόλης, αλλά με έναν ριζικό ανασχεδιασμό της, με αποφασιστικό εξορθολογισμό του δικτύου των δρόμων και των πλατειών της πόλης”. Η αρχή της σοσιαλιστικής οικονομίας, η οποία συνίστατο στη λειτουργία της βάσει σχεδίου, έδωσε στους σοβιετικούς αρχιτέκτονες μια μοναδική ευκαιρία αρχιτεκτονικά να στοχαστούν σε κλίμακα ολόκληρης πόλης, στην οποία έπρεπε να δημιουργήσουν ένα ενιαίο καθημερινό και αισθητικό περιβάλλον. Ανασυγκροτούνται οι κεντρικές λεωφόροι της πόλης, γρήγορα επεκτείνεται το δίκτυο του μετρό. Το 1937 τίθεται σε λειτουργία το κανάλι Μόσχοβα – Βόλγα, το οποίο έφερε το όνομα Στάλιν. Το 1939 στα βορειοανατολικά της πρωτεύουσας εγκαινιάζεται η Πανενωσιακή Έκθεση Αγροτικής Οικονομίας. Όλα τα οικοδομήματα εκείνης της περιόδους εντυπωσιάζουν με τον “δημόσιο” αντίκτυπό τους. Η ηγεσία κινείται στο πλάνο του Λένιν για πομπώδη προπαγάνδα, όμως με τέτοιο εύρος και πάθος που ούτε ο Βλαντίμιρ Ίλιτς δεν είχε φανταστεί στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’20. Η εμφάνιση της σοβιετικής πόλης πρέπει να εμπνέει τους εργαζόμενους, οι οποίοι ήδη σήμερα προσβλέπουν προς τη ζωή της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας και την φαντάζονται αρμονική, στοχοπροσηλωμένη, ευγενική, όμορφη. Ενσωματώνεται στη ζωή η αναγεννησιακή αρχή της σύνθεσης των τεχνών. Οι καλύτερες δημιουργικές δυνάμεις αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών, γλυπτών, μηχανικών σπεύδουν για τη διακόσμηση των σοσιαλιστικών πόλεων.

Κτίριο στην οδό Μαχαβάγια, Μόσχα, του αρχιτέκτονα Ιβάν Βλαντισλάβοβιτς Ζαλτόφσκι, 1934.

Προθάλαμος του σταθμού μετρό της Μόσχας “Πλατεία Επανάστασης” (Πλόσιτζ Ριβαλούτσιι), του αρχιτέκτονα Αλεξέι Νικαλάγιεβιτς Ντούσκιν, 1938.

Το κύριο στυλ, το οποίο χρησιμοποιούν οι σοβιετικοί αρχιτέκτονες, είναι ο κλασικισμός. Όμως από τους σοβιετικούς αρχιτέκτονες απαιτούταν οι μορφές, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν κατά τις χιλιετίες της ιστορίας του ανθρώπου, να γεμίσουν με νέο, σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Είναι έντονα αισθητή η απουσία θεωρίας για τη σοσιαλιστική ρεαλιστική αρχιτεκτονική, δεν είναι σαφώς διαμορφωμένες οι θετικές απαιτήσεις από τη νέα αρχιτεκτονική. Ενίοτε ασκείται κριτική ακόμα και στους ιθύνοντες σοβιετικούς αρχιτέκτονες Ι. Β. Ζαλτόφσκι (για “παλινόρθωση”, δηλαδή, πρακτικά αντιγραφή τεχνικών του κλασικού στυλ) και τον Αλεξέι Βικτόροβιτς Σιούσεφ (για εκλεκτισμό, μη κριτικό συνδυασμό στυλ διαφορετικών εποχών). Όμως, ξεπερνώντας τις ασθένειες της ανάπτυξης, η αρχιτεκτονική μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δυναμικά αποκρυσταλλώνεται.

Αποθέωση της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής πρέπει να θεωρηθεί η ανοικοδόμηση των σοβιετικών πόλεων κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο ισχυρός πατριωτικός ξεσηκωμός, ο οποίος προκλήθηκε από τις μάχες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, δεν μπορούσε να μην αντανακλαστεί στο πάθος της μεταπολεμικής οικοδόμησης. Τα νέα κτίρια και γραμμές του μετρό έγιναν αντιληπτά ως μνημεία για το νικητή λαό. Στο συντομότερο διάστημα, από τα συντρίμμια αποκαθίστανται οι κατεστραμμένες σοβιετικές πόλεις. Μεταμορφώνεται η πρωτεύουσα. Τα αρχιτεκτονικά προτσές, τα οποία προέρχονται από τη Μόσχα, λαμβάνονται ως μοντέλο για την ανασυγκρότηση των πόλεων της ΕΣΣΔ. Την ημέρα του εορτασμού των 800 χρόνων της Μόσχας, στις 7 Σεπτέμβρη του 1947, υπήρξε η επίσημη τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου 8 ψηλών κτιρίων (3). Τα “ψηλά κτίρια του Στάλιν” δημιούργησαν στην πρωτεύουσα νέα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, χωρίς να έρχονται σε ρήξη με το ήδη υπάρχον ιστορικά σχήμα της πόλης. Τα σοβιετικά ψηλά κτίρια θεμελιωδώς διαφέρουν από τους δυτικούς ουρανοξύστες. Αν οι τελευταίοι αποφασιστικά έρχονταν σε ρήξη με την καλλιτεχνική παράδοση του παρελθόντος, καταπνίγοντας τους κατοίκους των πόλεων με τους εκατοντάδες ορόφους τους, με την οικοδόμηση των μοσχοβίτικων ψηλών κτιρίων, οι αρχιτέκτονες αναφέρονται στους θησαυρούς της παγκόσμιας, πρωτίστως της ρωσικής, αρχιτεκτονικής, τα οικοδομούν με απελευθερωτκό, δοξαστικό για τη ζωή τρόπο. Ως βάση λαμβανόταν η παλιά ρωσική παράδοση της οικοδόμησης κτιρίων με μορφή τέντας. Πληρέστερα απαντούσε στα καθήκοντα που τίθονταν στους σοβιετικούς αρχιτέκτονες, το πρώιμο Ναρούσκιν στυλ. Σε αυτό το στυλ, χαρακτηριστική είναι μία ισχυρή εορταστική κάθετη δομή, όμως ταυτόχρονα και μια λεπτή επεξεργασία λεπτομερειών, το “ουζόροτσε” (σ.parapoda: με περίπλοκες μορφές και συνθέσης, πλήθος διακοσμήσεων και γραφικές σιλουέτες) (4).


Πάνω: Ουρανοξύστες. Κέντρο Νέας Υόρκης. ΗΠΑ. Κάτω: Ψηλό κτίριο του Μοσχοβίτικου Κρατικού Πανεπιστημίου (ΜΓУ), του αρχιτέκτονα Λεβ Βλαντιμίροβιτς Ρούντνεφ, 1953.

Στις 14 Μάρτη του 1954 ολοκληρώθηκε η κυκλική γραμμή του μοσχοβίτικου μετρό. Το 1955 ξεκίνησε τη λειτουργία της η πρώτη γραμμή του μετρό του Λενινγκράντ. Σε αυτά τα οικοδομήματα βρίσκεται η καλλιτεχνική ενσάρκωση του θριάμβου του σοβιετικού λαού – νικητή. Η εξωτερική διακόσμηση των επίγειων εισόδων και των υπόγειων προθαλάμων των σταθμών ήταν μεγαλειώδης. Τα υπόγεια μέγαρα διακοσμήθηκαν από τους καλύτερους καλλιτέχνες και γλύπτες της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποιήθηκαν πολύτιμα είδη φυσικής πέτρας, ακριβές διασκομήσεις. Κεντρικό θέμα, το οποίο ενσάρκωνε τη μορφή του σταθμού, ήταν το θέμα της νίκης του σοβιετικού λαού, η σοσιαλιστική οικοδόμηση (5). Πολλοί σταθμοί έμοιαζαν με αρχαίους ναούς (ο σταθμός Καλούζκαγια), όπου αντικείμενο καλλιτεχνικού εκθειασμού είναι ο άνθρωπος της εργασίας (6). Ομοίως με την πρωτεύουσα, με εορταστικό – θριαμβευτικό στυλ ξαναχτίζονται και ανασυγκροτούνται πολλές πόλεις της ΕΣΣΔ. Μετά τον πόλεμο, με τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής κοινότητας, η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού καθίσταται διεθνής. Σε διάκριση από το “διεθνές” μοντερνίστικο στυλ, όπου η διεθνικότητα γινόταν αντιληπτή ως πλήρης αποκήρυξη και των παγκόσμιων κλασικών και οποιασδήποτε ιδιαίτερης μορφής εθνικών σχολών, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική οργανικά επανανοηματοδοτούσε τις εθνικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις, ενώ ταυτόχρονα υπογράμμιζε και έδινε έμφαση στην κοινή πολιτιστική “ρίζα” σε αυτές, αναδεικνυόμενη από την ανθρωπιστική παράδοση των κλασικών.

Η κεντρική οδός του Κιέβου – Χρεσιάτικ. ΣΣΔ Ουκρανίας. Αρχιτέκτονας Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Βλάσοφ.

Σταθμός μετρό μόσχας “Καλούζκαγια” (Από το 1961, “Οκτωβριανή” (Ακτσιάμπρσκαγια”)). Αρχιτέκτονας Λεονίντ Μιχάηλοβιτς Παλιακόφ.

Η Λεωφόρος Καρλ Μαρξ, Βερολίνο. (Αρχιτεκτονικά οικοδομήματα της δεκαετίας του ’50).

Σταθμός μετρό της ΛΔ Κορέας

Καρποφόρες ήταν και οι τακτικές συζητήσεις των δημιουργών για τη βελτίωση της αρχιτεκτονικής μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Υπήρχε μια έντονη αναζήτηση αρχιτεκτονικών μορφών, οι οποίες πληρέστερα να αντανακλούν τη διαδικασία της δημιουργίας της νέας, αταξικής κοινωνίας. Αυτή η αναζήτηση, σύμφωνη με τις αισθητικές αρχές του μαρξισμού, λάμβανε χώρα στο πλαίσιο της ρεαλιστικής καλλιτεχνικής παράδοσης, και κατηγορηματικά απέρριπτε τη σχηματικότητα και το άψυχο του αστικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού. Πράγματι, στη μεταπολεμική περίοδο άρχιζε να αποκτά ισχύ και μια αρνητική τάση στη σοβιετική αρχιτεκτονική, η οποία έδωσε πραγματική βάση για την κατηγορία κατά το 1954-55 σε βάρος σοβιετικών αρχιτεκτόνων για “απερίσκεπτη διακόσμηση”. Κάποιοι αρχιτέκτονες προσέγγιζαν την κλασική κληρονομιά όχι κριτικά· δεν γινόταν αντιληπτή η γραμμή η οποία διαχώριζε το αέναο, πραγματικά ανθρωπιστικό περιεχόμενο των αρχιτεκτονικών μνημείων από το ξένο, το ταξικά περιορισμένο. Ωστόσο, τα “μέγαρα και οι ναοί του προλεταριάτου” πρέπει απαραιτήτως να φέρουν το αισθητικό αποτύπωμα της νέας σοσιαλιστικής εποχής. Και αποδείχτηκε τελικά ότι, προσπαθώντας να εκφράσουν το μεγαλείο της υπό οικοδόμηση σοσιαλιστικής κοινωνίας, οι αρχιτέκτονες ακολουθούσαν τον απλούστερο δρόμο – αντικαθιστούσαν τη δημιουργική αναζήτηση αρχιτεκτονικών μορφών που να συνάδουν με τη σοσιαλιστική συνείδηση, με μια πλούσια επιχρύσωση.

Ερχόμενος στην εξουσία, ο Ν. Σ. Χρουσιώφ, άνοιξε πλατύ μέτωπο ενάντια σε κάθε πιθανή, κατ’ αυτόν, εκδήλωση προσωπολατρίας του Ι.Β. Στάλιν. Η αρχιτεκτονική ήταν ένα από τα πρώτα θύματα του “φανατικού από το Μίκιτι”. Από τη μια πλευρά, η αρχιτεκτονική των δεκαετιών ’30 – ’50 ήταν στενά συνδεδεμένες από τις λαϊκές μάζες με το όνομα του Στάλιν, μέχρι τότε, η αρχιτεκτονική εκείνης της περιόδου είχε ονόματα όπως “σταλινικό στυλ”, “σταλινικό αμπίρ”, “σταλινικό μπαρόκ”. Η καταδίκη “αρχιτεκτονικών ακροτήτων” έδωσε τη δυνατότητα στην υποτίμηση μιας εικοσαετούς πολιτικής που άσκησε το κόμμα στον τομέα της οικοδόμησης των σοβιετικών πόλεων. Από την άλλη πλευρά, στο Χρουσιώφ, ο οποίος δεν έχαιρε ούτε το ένα εκατοστό του κύρους του Στάλιν, απαραίτητα χρειάζονταν θορυβώδεις λαϊκιστικές καμπάνιες οι οποίες θα ανέβαζαν το πολιτικό του κύρος. Και το ξεδίπλωμα ενός προγράμματος μαζικής οικοδόμησης κατοικιών φαινόταν στο Χρουσιώφ ένας καλός τρόπος, όπως λένε σήμερα, για να αυτοπροβληθεί. Στην πραγματικότητα, η προσφορά του Ν. Χρουσιώφ στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος στην ΕΣΣΔ είναι, το λιγότερο, αμφιλεγόμενη.

Ενώ διεξήγε αγώνα ενάντια στις “αρχιτεκτονικές ακρότητες” (7), ο Χρουσιώφ, στην πραγματικότητα, στεκόταν ενάντια στον Άνθρωπο, ο οποίος οικοδομούσε την κομμουνιστική κοινωνία. Δεν καταλάβαινε την ισχυρή διαπαιδαγωγητική ώθηση, η οποία ανάβλυζε από τη νέα σοβιετική αρχιτεκτονική. Πέραν του ότι, συνεχώς ευρισκόμενος στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον, το οποίο ενσωμάτωνε τα επιτεύγματα πολλών αιώνων καλλιτεχνικής και κατασκευαστικής δημιουργικότητας της ανθρωπότητας, στον άνθρωπο αναπτυσσόταν με φυσιολογικό τρόπο η κουλτούρα της εργασίας και της ζωής, η οποία να συνάδει με την αρμονία και την ομορφιά των μεγάλων κλασικών. Πέραν αυτού, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική έπαιζε και τον πλέον σημαντικότερο κινητοποιό ρόλο – ήταν ένα κάλεσμα στο μέλλον, όταν τα πάντα γύρω θα υπάγονται στην ολόπλευρη ανάπτυξη κάθε μέλους της κοινωνίας. Και προς χάρη τούτου, του ήδη απτού μέλλοντος, είναι δυνατό και πρέπει να ξεράσουμε όλες τις δυσκολίες της μεταβατικής περιόδου από την προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας στην πραγματική ιστορία της.

Όσον αφορά εκείνο το πρόγραμμα, για την εκπλήρωση του οποίου, τάχα, έπρεπε να εξαλειφθούν οι “άφθονες ακρότητες” της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής – το πρόγραμμα της μαζικής οικοδόμησης κατοικιών, αν σταθούμε στα στατιστικά στοιχεία, αυτή η καμπάνια, όπως και πολλές άλλες, τις οποίες διεξήγε η χρουσιωφική ηγεσία, απέτυχε. Η σταλινική ηγεσία, φυσικά, καταλάβαινε την εξαιρετική σημασία της επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος στη Σοβιετική Ένωση. Στο τελευταίο του έργο για την πολιτική οικονομία, “Τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ”, ο Ι. Β. Στάλιν εγείρει το ζήτημα “της ριζικής βελτίωσης των συνθηκών στέγασης”, ως το πιο βασικό για τη μετάβαση στην κομμουνιστιή κοινωνία. Και αυτό το ζήτημα, προφανώς, προσεκτικά μελετιόταν. Όμως, σύμφωνα με ειδικούς, για δημιουργία βάσεων για το μέλλον, το σοβιετικό κράτος κατά τη δεκαετία του ’50 και τις αρχές του ’60, για την επίλυση αυτού του προβλήματος πραγματικά με ένα σοσιαλιστικό τρόπο, ακόμα δεν διέθετε επαρκείς πόρους. Απαραιτήτως χρειαζόταν ακόμα δυο πεντάχρονα, ώστε θεμελιωδώς να προετοιμαστούν οι βιομηχανικές ικανότητες για μια τέτοια οικοδόμηση, απαραιτήτως χρειαζόταν χρόνος για να “ωριμάσει” η ιδεολογία της μαζικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Έτσι, για παράδειγμα, η ιδέα για μια βιομηχανική μεγάλη τυποποιημένη οικοδόμηση είχε γεννηθεί πολύ πριν από τη μαζική “χρουσιωφοποίηση”. Το 1940 δόθηκε προς εκμετάλλευση ένα από τα πρώτα σπίτια, το οποίο είχε οικοδομηθεί με αυτό τον τρόπο. Ήταν το γνωστό “Δαντελωτό σπίτι” (σ.parapoda: ή και “σπίτι – ακορντεόν”) του αρχιτέκτονα Αντρέι Κονσταντίνοβιτς Μπούροφ (σ.parapoda: και του αρχιτέκτονα Μπαρίς Νικαλάγιεβιτς Μπλόχιν), στη Λεωφόρο Λενινγκράντ στη Μόσχα. Στη μαζική οικοδόμηση εκείνης της εποχής λήφθηκε η απόφαση να τυποποιηθεί όχι το σχέδιο ως σύνολο, αλλά μόνο οι ξεχωριστές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Τέτοιες αρχές τυποποίησης της οικοδόμησης θετικά διαφέρουν από τις αρχές επόμενων εποχών, όπου το απρόσωπο τετραγώνων τυποποιημένων κουτιών έγινε βάση ακόμα και για το θέμα της γνωστής κινηματογραφικής κωμωδίας του Έλνταρ Αλεξάντροβιτς Ριαζάνοφ.


Πάνω: Το “Δαντελωτό Σπίτι”. Σχέδιο βιομηχανικής κατασκευής κατοικιών τη δεκαετία του ’40. Κάτω: Η Χρουσιώφκα. Σχέδιο βιομηχανικής κατασκευής σπιτιών τη δεκαετία του ’60.

Η χρουσιωφική ηγεσία μάλιστα θεωρούσε ότι αρκούσε η μέγιστη μείωση του κόστους κατασκευής, με την εγκατάλειψη οποιασδήποτε αρχιτεκτονικής μορφής, η μέγιστη συμπίεση του ζωτικού χώρου ανά άτομο και η μείωση της ποιότητας της εσωτερικής διακόσμησης, και το πρόβλημα θα επιλυόταν. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι οι σοσιαλιστικές πόλεις των δεκαετιών ’60 – ’80 λίγο διέφεραν από επαρχιακές πόλεις καπιταλιστικών χωρών. Ο Χρουσιώφ βρήκε την ιδεατή στέγαση για το σοβιετικό λαό στο πρότυπο των γαλλικών δημοτικών κατοικιών. Μπροστά στην απειλή σοσιαλιστικής επανάστασης, η αστική κυβέρνηση της Γαλλίας οικοδόμησε για τους εργάτες της κατοικίες, επιτρέποντας την ικανοποίηση των ελάχιστων αναγκών του ανθρώπου. Ήταν μικρού μεγέθους και αισθητικά μη ελκυστικές. Για την ανέγερσή τους χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι εγκεκριμένες από το φονξιοναλισμό ήδη κατά τη δεκαετία του ’30, και οι οποίες τότε είχαν κατηγορηματικά απορριφθεί από τη σοβιετική κοινωνία. Τα στατιστικά στοιχεία πιστοποιούν ότι ο βαθμός αύξησης του ζωτικού χώρου στα σπίτια, άρχισε από τη δεκαετία του ’60 σταθερά να μειώνεται, και ότι η γρήγορη “μαζική κατασκευή” αφορούσε μόνο λίγες πόλεις της ΕΣΣΔ (και βασικά, την πρωτεύουσα). Η ποιότητα, μάλιστα, των σπιτιών που κατασκευάζονταν, καταστροφικά έπεφτε. Όλα αυτά ήταν φυσική συνέπεια της ασκούμενης από την ομάδα Χρουσιώφ τυχοδιωκτικής οικονομικής πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, στη Σοβιετική Ένωση υπήρξε μερική (8) απόρριψη των σοσιαλιστικών αρχών κατασκευής κατοικιών. Η σοβιετική αρχιτεκτονική έπαψε να εκπληρώνει διαπαιδαγωγητικό και προπαγανδιστικό ρόλο, και πρακτικά όλες οι θέσεις που είχαν επιτευχθεί από τους σοβιετικούς κατασκευαστές στις προηγούμενες δεκαετίες, κατακτήθηκαν από τη φαινομενική “οικονομική αποτελεσματικότητα”. Μετά το 1955 άρχισε η διαδικασία μιας πραγματικής περιστολής της σοβιετικής αρχιτεκτονικής. Πολλά κτίρια, τα οποία είχαν ξεκινήσει να χτίζονται πριν το 1955, όμως ακόμα δεν είχαν αποπερατωθεί, αδίστακτα “ξεγυμνώθηκαν”: η διακόσμηση που προβλεπόταν από το σχέδιο αποκλείστηκε από την τελική όψη του κτιρίου, ή βάρβαρα αποκολλήθηκε. Αν παλιότερα οι δημιουργικές δυνάμεις των μηχανικών και των αρχιτεκτόνων στρέφονταν στην επιλογή των καλύτερων παραδειγμάτων της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος, στην ενσωμάτωση με τη βοήθειά τους των ιδανικών της εργασίας και της ζωής του ανθρώπου της ελεύθερης εργασίας, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, οι δυνάμεις των σοβιετικών μηχανικών στρέφονταν στην αναζήτηση άγριων τρόπων μείωσης του κόστους της κατοικίας, και το έργο των αρχιτεκτόνων στην εμφάνιση των “ποιητικών” κουτιών. Το θαμπό τοπίο από “κουτιά” έγινε ο κανόνας για τις σοβιετικές πόλεις. Με κυβερνητικό διάταγμα της 23ης Αυγούστου 1955, διαλύθηκε η Ακαδημία Αρχιτεκτονικής και δημιουργήθηκε η Ακαδημία Κατασκευής και Αρχιτεκτονικής, με το οποίο η αρχιτεκτονική υποβιβάστηκε στο επίπεδο ενός όχι ακριβού συμπληρώματος της βιομηχανικής κατασκευής. Στις θέσεις – κλειδιά στην καθοδήγηση της αρχιτεκτονικής έρχονται τυχαίοι άνθρωποι, στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση καταφέρεται συντριπτικό πλήγμα (9). Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, η ρομαντική – σοσιαλιστική προσέγγιση στην αστική ανάπτυξη πλήρως αντικαθίσταται από τη χυδαία – πραγματιστική. Ένας από τους πιο προφανείς φάρους της μελλοντικής κοινωνίας των ολόπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων εξαλείφεται.

Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 ως το 1991 υπήρχε περαιτέρω ενεργή “ενσωμάτωση” της σοβιετικής αρχιτεκτονικής στον παγκόσμιο αρχιτεκτονικό μοντερνισμό (10). Μια πιο ξεκάθαρα εκφρασμένη αντεπαναστατική τάση, ίσως, δεν γνώρισε καμία άλλη πλευρά της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ως μοντέλα πάρθηκαν τα πιο ακρέα δυτικά μοντερνιστικά αρχιτεκτονικά πειράματα (11).

Α.Μέγιερσον. Συγκρότημα κατοικιών στην οδό Μπεγκαβάγια, Μόσχα, 1978 (Αρχιτεκτονικό στυλ: μπρουταλισμός)

Γκ. Τσαχάβα. Υπουργείο Αυτοκινητόδρομων της ΣΣΔ της Γεωργίας, Τιφλίδα, 1975 (Αρχιτεκτονικό στυλ: μπρουταλισμός)

Στον τομέα της οικοδόμησης κατοικιών την πλέον μεγάλη ανάπτυξη έχει η φονξιοναλιστική κατεύθυνση. Η κατοικία γίνεται, αν και πιο άνετη (βελτιώνεται η επιφάνεια, καλυτερεύουν οι επικοινωνίες και η ποιότητα της εσωτεριής διακόσμησης), όμως στην αισθητική τους οι κατοικίες επιφέρουν όλο και περισσότερο αλλοτρίωση. Τη Σοβιετική Ένωση οι “Οδοί Οικοδόμων” του Ριαζάνοφ – άχρωμα, άψυχα, μονότονα τετράγωνα ψηλών κουτιών. Η απανθρωποιημένη αρχιτεκτονική διαβρώνει τη σοσιαλιστική πόλη.

Τυπικά ψηλά αστικά οικοδομήματα. ΕΣΣΔ 1970-1980.

Πειραματικό πολυόροφο. “Σπίτι – Καράβι” στην οδό Μπαλσάγια Τούλσκαγια, Μόσχα, 1981.

Τα μοντερνίστικα οικοδομήματα με εντελώς βάρβαρο τρόπο εισάγονται στο ιστορικό τοπίο των σοβιετικών πόλεων. Η επί αιώνες διαμορφούμενη όψη των πόλεων της Σοβιετικής Ένωσης παραμορφώνεται αντιιστορικά με τα δίκτυα τους από μοντερνίστικη αρχιτεκτονική. Ένα από τα πιο ξεκάθαρα παραδείγματα τέτοιας ανάπτυξης είναι οι λεγόμενες “μασέλες της Μόσχας” – σειρά πολυόροφων κτιρίων στη λεωφόρο Καλίνιν, η οποία διασχίζει το ιστορικό κέντρο της πόλης (12). Ο αρχιτεκτονικός ρεβιζιονισμός αδίστακτα καταστρέφει τα μνημεία μιας πραγματικά σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Ενδεικτική αυτού είναι η “ανασυγκρότηση” της Έκθεσης Επιτευγμάτων της Λαϊκής Οικονομίας στη Μόσχα. Το μοναδικό αρχιτεκτονικό συγκρότημα, το οποίο συνδύαζε τα καλύτερα παραδείγματα της παγκόσμιας κλασικής τέχνης με τον πρωτότυπο χρωματισμό της τέχνης των Εθνικών Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ και της ΡΟΣΣΔ, αποφασίστηκε να “εκσυγχρονιστεί” στην στρογγυλή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το 1967 η κλασική όψη πολλών μεγάρων παραμορφώθηκε, σε τέτοιο βαθμό που ήταν πλέον αγνώριστες, από μοντερνίστικες καινοτομίες, ενώ τα μοναδικά μέγαρα της κεντρικής οδού απλούστατα κατεδαφίστηκαν

Πανενωσιακή Έκθεση Αγροτικής Οικονομίας (από το 1959 και μετά, Πανενωσιακή Έκθεση Επιτευγμάτων Λαϊκής Οικονομίας). Μέγαρο “ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν”. 1954

Το Μέγαρο “ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν” το οποίο ανασυγκροτήθηκε (σ.parapoda:!) σε Μέγαρο Τεχνικής Υπολογιστών το 1967.

Πανενωσιακή Έκθεση Λαϊκής Οικονομίας. Το Μέγαρο Κτηνοτροφίας. 1954.

Το Μέγαρο “Εξηλεκτρισμός”, το οποίο ανεγέρθηκε το 1965 στη θέση του Μεγάρου Κτηνοτροφίας, το οποίο και κατεδαφίστηκε.

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, πλέον τίποτα δεν μπορούσε να ανασχέσει την επέκταση της μοντερνίστικης αρχιτεκτονικής στις ρωσικές πόλεις. Υπήρξε μια περαιτέρω καταστροφή της ιστορικής τους όψης. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν τάσεις αναβίωσης του ενδιαφέροντος για την αισθητηική της κλασικής αρχιτεκτονικής. Στη Μόσχα, δίπλα από τα υπερμοντέρνα οικοδομήματα, ανεγείρονται και κτίρια σε κλασικό και “ψευτοσταλινικό” στυλ. Το 2014 στη Μόσχα έλαβε χώρα μία μεγάλης κλίμακας ανασυγκρότηση της Έκθεσης Επιτευγμάτων Λαϊκής Οικονομίας, όπου υπήρξε μια απόπειρα επιστροφής, όπου αυτό ήταν ακόμα δυνατό, στην αυθεντική αρχιτεκτονική του 1954. Τέτοιες αντιφατικές τάσεις, φαίνεται πως συνδέονται με την ετερογένεια της άρχουσας αστικής τάξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η συντηρητική πτέρυγα αντικειμενικά ενδιαφέρεται για την υποστήριξη από τη συνειδητά ή μη συνειδητά φιλοσοβιετική πλειοψηφία της ρωσικής κοινωνίας. Στα μάτια αυτής της ακόμα αδύναμα διαμορφωμένης κοινωνικής ομάδας, ιδίως έναντι των οργίων των φιλελεύθερων στον τομέα του πολιτισμού, τα πραγματικά σοσιαλιστικά επιτεύγματα φαίνονται όλο και πιο πολύ ελκυστικά (13).

                                                       ***

Η ιστορία της σοβιετικής αρχιτεκτονικής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία του σχηματισμού και της καταστροφής των κρατών του πρώιμου σοσιαλισμού. Ξεπερνώντας την “αριστερίστικη” πολιτιστική καμπή της περιόδου της “Προλετκούλτ”, η σοβιετική αρχιτεκτονική στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αναπτύσσει μια πραγματικά σοσιαλιστική αντίληψη για την αστική ανάπτυξη. Στον αστικό αρχιτεκτονικό μοντερνισμό καταφέρεται αποφασιστικό πλήγμα. Κατέστη ξεκάθαρο ότι, για τη μελλοντική αταξική κοινωνία, απαραιτήτως έπρεπε προσεκτικά να διατηρηθούν όλες οι παλαιότερες πολιτιστικές κατακτήσεις της προϊστορίας της ανθρωπότητας, να διατηρηθούν και να γεμίσουν με νέο ανθρωπιστικό περιεχόμενο οι υψηλές κλασικές μορφές. Αυτή η διαδικασία, με αναπόφευκτα κόστη και καμπές, προοδευτικά πήρε σάρκα και οστά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Από τους πρώτους στους οποίους η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από τη ρεβιζιονιστική πτέρυγα του ΚΚΣΕ έγινε αισθητή ήταν οι σοβιετικοί αρχιτέκτονες. Η μη κατανόηση, από πλευράς ανώτερης πολιτικής ηγεσίας, του ιδεολογικού ρόλου της αρχιτεκτονικής οδήγησε στην απώλεια από τη σοσιαλιστική κοινωνία ενός από τα σημαντικότερα πνευματικά σημεία αναφοράς. Ο πολιτιστικός και ο καθημερινός χώρος των σοβιετικών πόλεων άρχισε να γεμίζει με την ξένη προς τη σοσιαλιστική αισθητική της μοντερνίστικης αρχιτεκτονικής. Η διαλεκτική ενότητα του αρχιτεκτονικού οικοδομήματος – να είναι “κεραμίδι πάνω από το κεφάλι” και έρχο τέχνης – παραποιήθηκε. Ο πραγματισμός των τετραγωνικών μέτρων κατάπιε τη ρομαντική ιδέα για πόλη – ήλιο. Για το πνεύμα του σοσιαλισμού, στις παραμορφωμένες από το μοντερνισμό πόλεις, έμενε όλο και λιγότερο χώρος. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, μετά τη νίκη της αστικής αντεπανάστασης, αυτό το πνεύμα είναι ορατό στα μεγαλειώδη ψηλά κτίρια της Μόσχας, στην αρχιτεκτονική των μεγάλων καναλιών του Βόλγα, στη διακόσμηση του μετρό του Λένινγκράντ, στην κεντρική οδό του Κιέβου και σε πολλές χιλιάδες πανέμορφα κτίρια μεγάλων και μικρών πόλεων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτά είναι πραγματικά μνημεία της ηρωικής περιόδου της πρώτης επίθεσης ενάντια στην κοινωνία της καθολικής αλλοτρίωσης. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα έρθει ο καιρός όπου τα ιδανικά της πραγματικής ισότητας και αδελφότητας θα ενσαρκωθούν σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο στην αρχιτεκτονική των αναγεννημένων σοβιετικών πόλεων, και οι δημιουργίες των αρχιτεκτόνων των δεκαετιών ’30 – ’50 θα είναι αξιόπιστος φάρος για τους αρχιτέκτονες της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας.

Σημειώσεις

(1)Αναμφίβολα, η σοβιετική κοινωνία δεν ήταν απαλλαγμένη από σοβαρές αδυναμίες. Όμως αυτές οι αδυναμίες ήταν αντικειμενικού χαρακτήρα. Η αυστηρότητα της ανώτατης ηγεσίας καθορίστηκε από τις αντιθέσεις του “πρώιμου σοσιαλισμού”, του σοσιαλισμού, ο οποίος εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε σε μια όχι εντελώς κατάλληλη προς αυτόν υλικοτεχνική βάση και αντιπαρατιθόταν στις υπέρτερες δυνάμεις του κεφαλαίου. Ο Χρουσιώφ, μάλιστα, για οπορτουνιστικούς λόγους, συνέδεε τις στροφές στην κομματική πολιτική με τη, δήθεν, αυθαιρεσία ενός προσώπου – του Ι. Β. Στάλιν. Έτσι, δημιούργησε μια πιο επικίνδυνη “αντι-προσωπολατρία”, διατήρησε τις πραγματικές αιτίες των ακροτήτων της σταλινικής ηγεσίας και έκοψε πολλά “πράσινα βλαστάρια” του κομμουνισμού σε διάφορες πτυχές της σοβιετικής κοινωνίας.

(2)Είναι ακριβώς ο φονξιοναλισμός που θα γίνει η κύρια αρχιτεκτονική αρχή στη μετασταλινική ΕΣΣΔ. Η εμφάνιση πόλεων εκείνη την εποχή, δυστυχώς, έδινε πραγματική βάση στη “φιλελεύθερη διανόηση” ώστε να προβαίνει σε τέτοιους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς αρκετών πτυχών της σοβιετικής πραγματικότητας, όπως “σαμπόκ” (σ.μετ.: φαράσι).

(3)Ως το 1953 είχαν χτιστεί 7 από τα 8 ψηλά κτίρια. Το διοικητικό κτίριο στο Ζαριάντιε δεν ολοκληρώθηκε, και μετά το 1954 κατεδαφίστηκε (το υλικό του κατεδαφισμένου κτιρίου χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του σταδίου “Λουζνικί”). Αργότερα, πάνω στα θεμέλιά του χτίστηκε, και μάλιστα, από τον ίδιο αρχιτέκτονα, το ξενοδοχείο “Ρωσία”, κατά το πρότυπο της μετασταλινικής περιόδου της ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, σε μοντερνίστικο φονξιοναλιστικό στυλ.

(4)Στην εποχή του Μέγα Πέτρου, το Ναρούσκιν μπαρόκ ήταν στυλ το οποιο συνέδεε την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ρωσίας με το νέο ευρωπαϊκό μπαρόκ στυλ, το οποίο καθιερώθηκε στη Ρωσία μετά τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου.

(5)Στο εσωτερικό πολλών σταθμών ήταν χαρακτηριστική η προσφυγή στο θριαμβευτικό αρχιτεκτονικό στυλ της αυτοκρατορικής Ρώμης.

(6)Σημαντική θέση στο σχεδιασμό όχι μόνο σταθμών, αλλά και πολλών αρχιτεκτονικών συγκροτημάτων (η ανανεωμένη Πανενωσιακή Έκθεση Αγροτικής Οικονομίας, το κανάλι Βόλγα – Δον κλπ) είχε η μορφή του Ι. Β. Στάλιν. Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με πολλούς σύγχρονους της “σταλινικής αρχιτεκτονικής”, η αναπαραγωγή της μορφής του ηγέτη αυτού δεν προκαλούσε αρνητικά συναισθήματα. Ο Στάλιν γινόταν αντιληπτός από την πλειοψηφία ως σύμβολο Νίκης, για τους σοβιετικούς εργαζόμενους ήταν “δικός τους”. Η “προσωπολατρία”, ως ένα βαθμό, είχε αυθόρμητο, φυσιολογικό χαρακτήρα.

(7)“Για την εξάλειψη των ακροτήτων στο σχεδιασμό και την κατασκευή” – έτσι ονομάστηκε το προγραμματικό κείμενο της 4ης Νοέμβρη 1955, το οποίο έβαλε τελεία στη σοσιαλιστική αρχιτεκτονική.

(8)Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειωθεί ότι το κύριο επίτευγμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας στη στεγαστική πολιτική – το αναφαίρετο δικαίωμα στη στέγαση, υπήρχε μέχρι ακριβώς πριν την κατάρρευση το σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

(9)Επί Στάλιν, το μάθημα της αρχιτεκτονικής (στο οποίο δίδασκαν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες της ΕΣΣΔ) ήταν υποχρεωτικό για τους μαθητές της Ανώτατης Κομματικής Σχολής.

(10)Ταυτόχρονα υπήρξε και ένα αντίθετο προτσές – η χρησιμοποίηση στοιχείων της κλασικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (για παράδειγμα, ο σχεδιασμός σταθμών μετρό), όμως είχε περιορισμένο χαρακτήρα και δεν καθόρισε το κύριο προτσές ανάπτυξης, ή ακριβέστερα, παρακμής της σοβιετικής αρχιτεκτονικής.

(11)Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ως μοντέλο λαμβάνεται ακριβώς ο δυτικός μοντερνισμός, ενώ η σοβιετική εμπειρία της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας των δεκαετιών ’20 – ’30 (στην οποία η επαναστατική εποχή, παρ’ όλα αυτά, επέβαλε ένα σημαντικό ανθρωπιστικό αποτύπωμα) δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’όψη.

(12)Ανεκπλήρωτο, ευτυχώς, παρέμεινε το σχέδιο “εκσυγχρονισμού” του ιστορικού κέντρου του Λενινγκράντ – της Λεωφόρου Νιέφσκι.

(13)Με αυτό σχετίζεται η αυξανόμενη φιλοσοβιετική ρητορική: η επιστροφή της μουσικής του σοβιετικού ύμνου, της κόκκινης σημαίας της Νίκης στις Ένοπλες Δυνάμεις, οι αναφορές από την εξουσία για πιθανότητα επιστροφής της ιστορικής ονομασίας του Στάλινγκραντ

Το κείμενο υπάρχει στα ρωσικά εδώ http://propaganda-journal.net/9458.html ,εδώ http://kvistrel.su/news/covetskaja_arkhitektura_ot_dvorcov_k_korobkam/2017-04-16-6068 και εδώ http://revolutionarydemocracy.org/russian/architecturarus.pdf

Από παρα ποδα https://parapoda.wordpress.com/2017/06/11/%CF%83%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CE%B3/

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...