Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Θρησκεία, δουλικότητα και ταπείνωση

Στα κηρύγματα των κληρικών και στις θείες λειτουργίες συνεχώς βεβαιώνουν τους πιστούς ότι είναι δούλοι του θεού, της θεομήτορος και των αγίων.

Οι θρησκευτικές τελετές, οι λιτανείες και οι ακολουθίες όλων των εκκλησιών - χριστιανικής, βουδιστικής, ιουδαϊκής, μουσουλμανικής και άλλων συνδέονται με τη δουλική στάση του ανθρώπου στα γόνατα μπροστά στην εικόνα του θεού, υποκλίσεις και εδαφιαίες μετάνοιες.

Πώς εμφανίστηκαν και από πού προέρχονται αυτές οι δουλικές ιεροτελεστίες και λιτανείες που μειώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ;

Η χριστιανική, η ιουδαϊκή, η βουδιστική, η μουσουλμανική και οι άλλες θρησκείες διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο του δουλοκτητικού ή του φεουδαρχικοδουλοπαροικιακού συστήματος. Στις διδασκαλίες και στις ιερουργίες τους αυτές οι θρησκείες καθρέφτιζαν τις κοινωνικές σχέσεις κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι ήταν δούλοι ή δουλοπάροικοι, βρίσκονταν σε πλήρη εξάρτηση από τους δουλοκτητες ή τους φεουδάρχες, από τον τσάρο, το βασιλιά, τους πρίγκηπες και τους αξιωματούχους του. Οι άνθρωποι ονειρευόμενοι την ευτυχία έστω και "μετά θάνατο", δημιουργώντας τις αντιλήψεις για τους θεούς, με τη φαντασία τους μετέφεραν στο φανταστικό μετά θάνατο βασίλειο όλες τις κοινωνικές σχέσεις που υπήρχαν τότε.

Οι επίγειοι δεσπότες - βασιλιάδες, τσάροι και πρίγκηπες, δουλοκτήτες και φεουδάρχες - απαιτούσαν από τους αφοσιωμένους τους ταπεινοφροσύνη και υπακοή, λατρεία και δώρα. Αυτά δε τα γνωρίσματα - φιλοδοξία και απληστία προς τα υλικά αγαθά - η θρησκεία τα αποδίδει και στους ουράνιους δεσπότες : ο θεός και οι άγιοι του έχουν ανάγκη από εγκώμια και δώρα - θυσίες, κεριά, θυμίαμα. Όπως μπροστά στον επίγειο τσάρο έτσι και μπροστά στις εικόνες του θεού και των αγίων πρέπει να γονατίζουμε, να υποκλινόμεθα βαθιά και να είμαστε δούλοι.

Να από που ξεκινούν οι ιδέες της ταπεινοφροσύνης και της δουλοφροσύνης, οι εκκλησιαστικοί κανόνες να γονατίζουμε και να υποκλινόμεθα ώσπου να φθάνει το μέτωπό μας στη γη. Αυτές οι ταπεινωτικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ιεροτελεστίες διατηρήθηκαν σε όλες τις θρησκείες σαν επιβιώσεις της εποχής που στην ανθρώπινη κοινωνία υπήρχε η δουλεία και το δουλοπαροικιακό δίκαιο.

Οι άριστοι μεταξύ των ανθρώπων, τα φιλελεύθερα πνεύματα από παλιά εξεγείρονταν εναντίον αυτής της δουλικής ταπεινότητας και χαμέρπειας.

Οι πρωτοπόροι άνθρωποι όλων των εποχών δεν θεωρούσαν τον άνθρωπο μουγγό εμπόρευμα, ούτε σκουλήκι και δούλο, αλλά δημιουργό της ζωής, που με την εργασία του δημιουργεί μεγάλες αξίες. Η θρησκεία και η εκκλησία όμως προς όφελος των εκμεταλλευτριών τάξεων αγωνίζονταν εναντίον της ιδέας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ελευθερίας, προσπαθώντας να καθυποτάξουν την ελεύθερη σκέψη και τις δημιουργικές τάσεις και παρορμήσεις.

Π. Α. Παβέλκιν ''Τι είναι θρησκεία''

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Να αποσυρθεί η υπουργική εγκύκλιος που επαναφέρει την προηγούμενη κατάσταση για την εξαίρεση από το μάθημα των θρησκευτικών Οι δημοκράτες πρέπει επίσης πάντα να επιμένουν: Να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών

Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία ήταν πάντα ένα ζήτημα πάλης ανάμεσα στην πρόοδο και την αντίδραση, ανάμεσα στην αριστερά και το συντηρητισμό. Ιδιαίτερα μάλιστα στη χώρα μας η διδασκαλία αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά στην κατήχηση και τον προσηλυτισμό της νεολαίας στο ανατολικό ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Το μάθημα των θρησκευτικών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπήκε στα σχολεία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε αντίθεση με τα τότε ιστορικά δημιουργημένα κράτη στη δυτική Ευρώπη στα οποία η άνοδος στην εξουσία της αστικής τάξης συνοδεύτηκε και από μια μεγάλη πάλη ενάντια στον κληρικαλισμό που έκφραζε τότε ιδεολογικά και πολιτικά τη φεουδαρχία. Η ιστορική δηλαδή πορεία της συγκρότησης του ελληνικού κράτους καθόρισε και την εισαγωγή της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία. Γιατί εδώ, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν δημιουργήθηκε οικονομικά και δεν εξελίχθηκε ιστορικά μια ισχυρή αστική τάξη που διεκδίκησε και πήρε επαναστατικά και για λογαριασμό της την πολιτική εξουσία ενάντια στους φεουδάρχες και την οθωμανική εξουσία, αλλά το κράτος αυτό πρώτα φτιάχτηκε κάτω από την καθοδήγηση του τσάρου και της Ρωσίας και η αστική τάξη αναπτύχθηκε κάτω από τη σκιά του και την ιδιότυπη κρατικο-κομματική νεοφεουδαρχική ιδεολογία του. Αυτό το νεαρό «κράτος-φάντασμα» σύμφωνα με το Μαρξ, φρόντισε από την αρχή να υποτάξει διοικητικά την εκκλησία και από τότε η κρατική εξουσία χρησιμοποιεί την εκκλησιαστική ιδεολογική επιρροή για να κρατά το λαό και τους εκμεταλλευόμενους κάτω από τη δική της πολιτική, οικονομική και ιδεολογική εξουσία. Έτσι λοιπόν μπήκαν τα θρησκευτικά στα σχολεία.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ - ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ 

Ο Λένιν γράφει:
«Η θρησκεία είναι μια από τις μορφές πνευματικής καταπίεσης, που παντού και πάντοτε βάραινε τις λαϊκές μάζες, τις τσακισμένες από την αιώνια δουλειά για τους άλλους, την ανέχεια και τη μοναξιά. Η αδυναμία των τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς και η αδυναμία του πρωτόγονου ανθρώπου στην πάλη με τη φύση γεννάει την πίστη στους θεούς, στους διαβόλους, στα θαύματα κτλ. Σ’ αυτόν που σ’ όλη του τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Και σ’ εκείνους που ζουν από ξένη εργασία η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η θρησκεία είναι ένα είδος πνευματικού αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη μορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για μια κάπως ανθρώπινη ζωή» (Λένιν: Σοσιαλισμός και θρησκεία, Άπαντα, τόμος 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 142).

«O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης» (Λένιν: Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία, Άπαντα, τόμος 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 424). Αναφέρει επίσης ο Λένιν: «Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμιά δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών» (Λένιν: Σοσιαλισμός και θρησκεία, ο.π. σελ. 143). Στο ίδιο έργο του γράφει σχετικά με ένα κίνημα των παπάδων την εποχή εκείνη στη Ρωσία γράφει: «Είτε είσθε ειλικρινείς, και τότε πρέπει να υποστηρίζετε τον ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία, να υποστηρίζετε την πλήρη και χωρίς όρους ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση» (τα έντονα δικά μας). Χρόνια νωρίτερα ο Μαρξ στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» και αναφερόμενος στο σύνθημα του γερμανικού εργατικού κόμματος που ζητούσε «την καθολική και ίση λαϊκή εκπαίδευση από το κράτος. Τη γενική υποχρεωτική σχολική φοίτηση. Δωρεάν εκπαίδευση» έγραψε: «Μάλλον θα έπρεπε να αποκλειστούν τόσο το κράτος όσο και η εκκλησία από κάθε επιρροή στο σχολειό». Και είναι βέβαια σαφές ότι η διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι ένα μέρος της εκκλησιαστικής επιρροής στα σχολεία.

Η ΠΑΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 

Η πρώτη μεγάλη μάχη για τα θρησκευτικά δόθηκε μέσα στον Εκπαιδευτικό Όμιλο με το στρατόπεδο της αριστεράς να έχει επικεφαλής του το μεγάλο κομμουνιστή παιδαγωγό Δ. Γληνό. Γράφει σχετικά ο Γληνός: «από τη στιγμή όμως που δημιουργήθηκε μέσα στον Όμιλο το ζήτημα των θρησκευτικών σα ζήτημα αρχής, τότε δε χωρούσε σε ένα σωματείο πραγματικών προοδευτικών ανθρώπων άλλη λύση παρά εκείνη που δόθηκε. Η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης, κάτι τόσο εσωτερικό και ατομικό, που καμιά γενική αναγκαστική λύση δεν είναι ανεχτή. Γι’ αυτό ο Όμιλος δε μπορεί παρά να διακηρύξει, ότι η υποχρεωτική διδασκαλία ορισμένου θρησκευτικού δόγματος δεν είναι αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής. Η αντίληψη αυτή διατυπώθηκε από τους προοδευτικούς στην ακόλουθη αρχή:
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος επιδιώκοντας ως τώρα την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ποτέ δε δημιούργησε ζήτημα διδασκαλίας θρησκευτικών. Επειδή όμως αντικρίζει επίμονα για εμπόδιο στο έργο του αδιάκοπες κατηγορίες για αθεΐα, αντιθρησκευτικότητα κλπ. νομίζει χρέος του να διακηρύξει, ότι το θρησκευτικό ζήτημα το θεωρεί κατ’ εξοχήν ζήτημα ελευθερίας της συνείδησης και επομένως δεν θεωρεί αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής τη διδασκαλία θρησκευτικών μαθημάτων στα Σχολεία» (Δ. Γληνού: Η διακήρυξη της διοικούσας επιτροπής του «Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1927» Εκλεκτές σελίδες, τόμος τρίτος).

Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949 και του λαϊκού κινήματος, ο μοναρχοφασισμός επέβαλλε την πολιτική του και στην εκπαίδευση. Στο Σύνταγμα του 1952 και στο άρθρο 16 παράγραφος 2 αναφέρεται: «Εις πάντα τα σχολεία μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Στο σύνταγμα του 1975 στο ίδιο άρθρο και στην ίδια παράγραφο έχει γίνει μόνο μια μικρή διόρθωση. «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Με αυτή τη διατύπωση δεν διαφώνησε κανένα κόμμα κατά την τότε συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του συντάγματος. Η διατήρηση αυτού του άρθρου 16 θυμίζουμε ότι έγινε η σημαία του αγώνα για τον σοσιαλφασισμό που έκαιγε τον περασμένο χρόνο την Αθήνα για να υπερασπίσει την κρατική παιδεία. Έχουμε αναλύσει σε παλιότερα άρθρα μας σχετικά με αυτό.

Αυτή λοιπόν η πολιτική γραμμή απαγορεύει να μπει σαν αίτημα από τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών που ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από το σοσιαλφασισμό το δημοκρατικό αίτημα για κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Και όχι μόνο. Οι πολιτικές συμμαχίες της χώρας μας με την ορθόδοξη χριστιανικά Ρωσία και με την επίσης ορθόδοξη Σερβία και οι σχέσεις του σοσιαλφασισμού με την εκκλησία και το φασίστα Χριστόδουλο συμβάλανε όχι μόνο στην ενίσχυση του θρησκευτικού συναισθήματος των μαζών αλλά και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για την αποδοχή της συμμαχίας με τη Ρωσία και βέβαια κανείς δεν έθιξε το θέμα θρησκευτικών στα σχολεία.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΠΘ 

Όμως η δημοκρατική Ευρώπη μεταξύ άλλων έβαλε ζήτημα ότι τα θρησκευτικά δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικά για κάποιον που δεν θέλει να τα παρακολουθήσει. Σύμφωνα με αυτήν τη θέση το υπουργείο παιδείας εξέδωσε την εγκύκλιο Γ2/ 61723-13/6/2002 η οποία δίνει τη δυνατότητα σε αλλόθρησκους και ετερόδοξους να απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών με απλή αίτηση, όπου θα δηλώνεται η αιτία και άρα το δόγμα και οι πεποιθήσεις του αιτούντος. Μετά από προσφυγές στο Συνήγορο του Πολίτη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΕ), το ΥΠΕΠΘ με ένα δελτίο τύπου το 2005 (http://www.ypepth.gr/docs/24_2_05_d_t3.doc) επιχειρεί να αποτρέψει νέες διαμαρτυρίες και προσφυγές και απαλείφει τη δήλωση της αιτίας. Αλλά το δελτίο τύπου δεν είναι εγκύκλιος για να συμμορφώνεται κανείς με αυτήν και έτσι ίσχυε η προηγούμενη κατάσταση. Εννοείται ότι τις «προοδευτικές δυνάμεις» δεν τις απασχόλησε το ζήτημα. Όμως το Φεβρουάριο του 2008 το ΕΔΑΕ με αφορμή την προσφυγή Αλεξανδρίδη εκδίδει καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας. Με καθυστέρηση αρκετών μηνών το υπουργείο παιδείας με την εγκύκλιο 91109/Γ2/10.7.2008 αναφέρει ότι για τη συμπλήρωση της αίτησης απαλλαγής από το μάθημα και τις λοιπές σχετικές υποχρεώσεις δεν απαιτείται η αναγραφή οιασδήποτε αιτιολογίας. Έτσι ο γονέας ή ο ενήλικας μαθητής δεν υποχρεούται να δηλώσει ούτε καν ότι δεν ανήκει στο Ορθόδοξο δόγμα, όπως πριν. Αμέσως άρχισαν οι πιέσεις του σκοταδισμού (εκκλησίας, θεολόγων, ακροδεξιών του ΛΑΟΣ κλπ) και το υπουργείο εκδίδει νέα εγκύκλιο την 109744/Γ1/26/8/2008 (http://www.ypepth.gr/docs/apasxolisi_mathitwn_080826.doc) με την οποία στην πραγματικότητα επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση. Με προσχηματικό λόγο την εύρεση τρόπου απασχόλησης των μαθητών που απαλλάσσονται επανέρχεται η λογική της εγκυκλίου του 2002. Γράφει η πρώτη παράγραφος: «Σας ενημερώνουμε ότι οι μη Ορθόδοξοι μαθητές δηλ. οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι, οι οποίοι σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 104071/Γ2/4.8.2008 εγκύκλιο του ΥπΕΠΘ απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους συνείδησης …». Έτσι για άλλη μια φορά κατηγοριοποιούνται οι μαθητές σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ενώ οι μαθητές που δεν θέλουν να παρακολουθήσουν θρησκευτικά θα πρέπει να αυτοπροσδιορίζονται οπωσδήποτε ως αλλόθρησκοι, είτε ετερόδοξοι, αλλά ως όχι άθεοι, αγνωστικιστές ή ότι άλλο. Το χειρότερο είναι ότι υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται ως προς τη σχέση τους με τη θρησκεία, δηλαδή ο εκδημοκρατισμός ποδοπατείται.

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ 

Οι εγκύκλιοι αυτοί του ΥΠΕΠΘ και οι αντιδράσεις που στην αρχή προκάλεσαν ανάγκασαν κόμματα και οργανώσεις εκπαιδευτικών να τοποθετηθούν για ένα θέμα το οποίο το απέφευγαν όπως «ο διάβολος το λιβάνι». Και το απέφευγαν για τους πολιτικούς λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Ας δούμε τις δηλώσεις τους.
Η εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Παιδείας, Διαμαντοπούλου, δήλωσε σχετικά: «…η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση αποκάλυψης έστω και αρνητικής των θρησκευτικών πεποιθήσεων… Το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει διαχρονικά την ανάγκη σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας θεωρώντας ότι υπάρχουν πολλά πεδία θετικής συνεργασίας πολιτείας και εκκλησίας αλλά πάντοτε με δεδομένη την αναφαίρετη και επιβεβλημένη υποχρέωση της πολιτείας να κατοχυρώνει τα δικαιώματα όλων των πολιτών» (ΑΠΕ,2-9-08). Όμως το ΠΑΣΟΚ όταν ήταν ήδη στην κυβέρνηση δεν προχώρησε όχι μόνο σε κατάργηση των Θρησκευτικών αλλά ούτε και στην παραπάνω ενέργεια στην οποία υποχρέωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση το ΥΠΕΠΘ. Και βέβαια όπως φαίνεται και στο τέλος της ανακοίνωσης το ΠΑΣΟΚ θέλει και την πίτα γερή και το σκύλο χορτάτο. Να τα έχουμε καλά και με την Ευρώπη και με την εκκλησία. Άλλωστε η αστική τάξη δεν μπορεί να ξεφύγει από τη θρησκεία και την -αναγκαία γι’ αυτήν- ιδεολογική της επιρροή στις καταπιεζόμενες μάζες.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το κόμμα της καθεστωτικής “αριστεράς” ο Συνασπισμός. Στη σχετική δήλωση του λέει: «το Τμήμα Δικαιωμάτων επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι ανεπαρκής και ατελής, διότι ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η πραγματική προστασία των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων θα απαιτούσαν την υιοθέτηση ενός από τα δύο σημερινά μοντέλα που κυριαρχούν και στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου: Είτε …μετατροπή των θρησκευτικών σε μάθημα επιλογής με υποβολή δήλωσης μόνο από τους μαθητές που επιθυμούν να το παρακολουθήσουν, είτε, ακόμη καλύτερα, αυτό της αντικατάστασης των θρησκευτικών από ένα μάθημα Θρησκειολογίας» (ανακοίνωση του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΝ, 03/08/2008). Αυτή η τελευταία εναλλακτική πρόταση του ΣΥΝ δεν θέλει την κατάργηση κάθε θρησκευτικής διδασκαλίας στα σχολεία.

Το ψευτοΚΚΕ κινήθηκε όπως πάντα ακόμη πιο δεξιά από το Συνασπισμό. Διαβάζουμε σχετικά στο Ριζοσπάστη της 1-8-08: «Ήδη γίνεται λόγος για αντιδράσεις από διάφορους κύκλους… τη στιγμή που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη η προαιρετική απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, αφού το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας κατοχυρώνεται και συνταγματικά. Είναι ξεκάθαρο ότι αν το θέμα των θρησκευτικών κυριαρχήσει στην υπόθεση της Παιδείας, αυτό θα βολεύει πολλούς, ιδίως όσους έχουν σοβαρότατες ευθύνες για την κατάντια της». Το κόμμα αυτό εδώ και χρόνια βρίσκεται σε πολιτική συμμαχία με τους ορθοδοξοφασίστες τύπου Ζουράρι και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ζητήσει ευθέως την κατάργηση των θρησκευτικών χωρίς τη ρήξη μαζί τους. Έτσι προτιμά να ζητά να σταματήσει η συζήτηση για το θέμα αυτό παρά να πάρει ξεκάθαρη θέση.
Σε αυτά τα πλαίσια βρίσκονται επίσης και οι υποτιθέμενοι «επαναστάτες» που κινούνται στα απόνερα του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ. Σε μια ανακοίνωσή τους οι «Παρεμβάσεις κλπ» γράφουν: «Για αυτό ζητάμε την αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από το μάθημα της θρησκειολογίας, το οποίο θα προσεγγίζει κριτικά και επιστημονικά το φαινόμενο της θρησκείας στην κοινωνιολογική, ιστορική, αισθητική, πολιτιστική και πολιτική του διάσταση. Με αυτόν τον τρόπο θα προφυλαχθούν και τα εργασιακά δικαιώματα των θεολόγων εκπαιδευτικών» (ανακοίνωση που αναρτήθηκε στο www.alfavita.gr στις 2-9). Ακριβώς τα ίδια αναφέρει και η ανακοίνωση της 19-9 της ΟΛΜΕ. Η προσωποποίηση της υποκρισίας! Διότι το ζήτημα είναι ότι δεν πρέπει κανένα μάθημα θρησκευτικού χαρακτήρα να δηλητηριάζει τη σκέψη των νέων ανθρώπων και να τους μπάζει στα μονοπάτια της μεταφυσικής και του θεού. Αλλά και από την άλλη είναι δυνατόν σήμερα σε συνθήκες αστικής εξουσίας να είναι αντικειμενικό ένα τέτοιο μάθημα σαν μάθημα «θρησκειολογίας»; Τι θα λένε οι ορθόδοξοι χριστιανοί θεολόγοι (για τους οποίους δεν θέλουν οι ψευτοεπαναστάτες και οι γραφειοκράτες της ΟΛΜΕ να χάσουν τι δουλειά τους στο σχολείο) στους μαθητές; Θα τους κάνουν καμιά ανάλυση των θρησκειών στα πλαίσια του ιστορικού και διαλεχτικού υλισμού και θα καταλήγουν στο γνωστό μαρξιστικό απόφθεγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»; Η θα τους δηλητηριάζουν ακόμη περισσότερο όταν κάθε αναφορά θα γίνεται κάτω από το πνεύμα του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος που ξέρουν και υπηρετούν τόσα χρόνια;
Αστειότητες και υποκρισίες του αισχίστου είδους. Απλά οι ψευτοεπαναστάτες δεν θέλουν να τα χαλάσουν με τον ορθοδοξοφασισμό που τους ενώνει με την αγαπημένη τους Ρωσία που της δείξανε τη λατρεία τους στην υποστήριξή τους στην εισβολή και διαμελισμό-προσάρτηση της μισής Γεωργίας.


Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ

Αντίθετα με τους παραπάνω το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου δεν μπορεί παρά να έχει τη μόνη δημοκρατική και ξεκάθαρη θέση: «όχι στη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία», που σημαίνει όχι στον επίσημο κρατικό θρησκευτικό προσηλυτισμό της νεολαίας. Επίσης πρέπει να απαιτούμε:
-κατάργηση τώρα κάθε θρησκευτικής τελετουργίας στα σχολεία
-κατάργηση τώρα της πρωινής προσευχής
-καμιά θρησκευτική εικόνα στις σχολικές αίθουσες
-αύξηση των ωρών των μαθημάτων των φυσικών επιστημών
Από εκεί και πέρα στη συγκεκριμένη κατάσταση πρέπει τουλάχιστον να μην αναιρεθεί η απόφαση που πήρε το κράτος κάτω από την πίεση της ΕΕ, δηλαδή να μην υποχρεώνονται οι μαθητές να δικαιολογούν την αίτηση εξαίρεσής τους από το μάθημα των θρησκευτικών. Πρέπει λοιπόν όλοι οι δάσκαλοι, οι μαθητές και οι γονείς σε όλα τα σχολεία, στα 15μελή, στους συλλόγους γονιών και των καθηγητών να καταγγείλουν την κατάπτυστη εγκύκλιο υπ’ αριθμ. 104071/Γ2/4.8.2008 εγκύκλιο του ΥπΕΠΘ που επιτρέπει στους αντιδραστικούς στα σχολεία να επαναφέρουν την παλιά κατάσταση και να ζητούν την απόσυρσή της.


Από http://www.oakke.gr/na439_440/thriskef440.htm





Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Η υλική ενότητα του κόσμου

του Παναγιώτη Γαβάνα


Η επιστήμη απέδειξε βήμα-βήμα ότι υπάρχει ένας κόσμος, ο υλικός, ότι η αντίληψη περί ενός δεύτερου άυλου κόσμου είναι εσφαλμένη. Ποια είναι η θέση του διαλεκτικού υλισμού σ’ αυτό το ζήτημα;

Η αντίληψη του υλισμού και του ιδεαλισμού για την ενότητα του κόσμου 

Η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι αυτόνομη οντότητα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη της ύλης. Είναι η ανώτατη μορφή της αντανάκλασης. «Είναι αλήθεια ότι σκέψη και ύπαρξη είναι ξέχωρα», γράφει ο Marx, «αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται σε ενότητα μεταξύ τους» [1]. Γι’ αυτό και η αντίθεση ύλης και συνείδησης, με την οποία καταπιάνεται ο διαλεκτικός υλισμός για να ορίσει τη σχέση μεταξύ τους, είναι δικαιολογημένη μέσα σε όρια. «Βέβαια, και η αντίθεση ύλης και συνείδησης έχει απόλυτη σημασία μόνο μέσα στα όρια μιας πολύ περιορισμένης περιοχής: στην προκειμένη περίπτωση αποκλειστικά μέσα στα όρια του βασικού γνωσιολογικού προβλήματος: ποιο πρέπει να θεωρηθεί πρωτεύον και ποιο δευτερεύον. Έξω απ’ αυτά τα όρια η σχετικότητα της δοσμένης αντίθεσης είναι αναμφισβήτητη.» [2]. Ο Lenin εκφράζει έτσι ότι ο κόσμος δεν διασπάται σε δυό οντότητες, σε μια υλική και σε μια ιδεατή «ουσία».

Έναν τέτοιο χωρισμό είχε ισχυριστεί στην ιστορία της φιλοσοφίας ο δυϊσμός. Ένας από τους εκπροσώπους αυτής της κατεύθυνσης ήταν ο René Descartes, ο οποίος αντιπαρέθετε την res extensa (την εκτατή, υλική ουσία) και την res cogitans (την σκεπτόμενη ουσία). Δυό άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι του δυϊσμού στον 20ο αιώνα ήταν οι νευροφυσιολόγοι Chales Scott Sherrington και ο John Carew Eccles. Ο Sherrington ήταν της άποψης ότι το ψυχικό, το πνευματικό, δεν προκύπτει από το υλικό, αλλά ότι «ξυπνά» μόνο τον εγκέφαλο. Ο Eccles, ένας από τους μαθητές του, οδηγεί ακόμη πιο πέρα αυτό τον δυϊκό παραλληλισμό, υποστηρίζοντας ότι η θέση αυτή για τη νευροφυσιολογία είναι μέχρι σήμερα η μοναδικά αποδεκτή. Ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα, πως μπορεί να ερμηνευτεί η συμφωνία μεταξύ σωματικού και πνευματικού και, τελικά, με την απαίτησή του για μια «θρησκευτική αντίληψη περί ψυχής» καταλήγει σε θέσεις του αντικειμενικού ιδεαλισμού. Η εξέλιξη αυτή, όπως δείχνει όλη η ιστορία της φιλοσοφίας, είναι ασφαλώς λογική. Ο δυϊσμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με συνέπεια επειδή, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να παρακαμφθεί το ερώτημα, ποιο είναι το βασικό, το πρωτεύον, η ύλη ή η συνείδηση. Μέχρι αυτού του σημείου ο δυϊσμός οδηγεί ξανά στον ιδεαλισμό.

Μονισμός, γενικά, είναι η ονομασία για μια κατηγορία κοσμοαντιλήψεων οι οποίες αναγνωρίζουν την ενότητα του κόσμου ως βασικό προσδιορισμό της πραγματικότητας. Η ονομασία «μονισμός» όπως και «δυϊσμός», δεν χαρακτηρίζει μια φιλοσοφική κατεύθυνση, αλλά μόνο την τοποθέτηση μιας φιλοσοφίας απέναντι στο πρόβλημα της ενότητας του κόσμου. Μέχρι αυτού του σημείου ο χαρακτηρισμός μιας φιλοσοφίας ως «μονισμός» δεν σημαίνει τίποτα για το αν αυτή απαντά υλιστικά ή ιδεαλιστικά στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, σε ποιες από τις δυό φιλοσοφικές κατευθύνσεις ανήκει.

Παραπέρα. Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ υλιστικού και ιδεαλιστικού μονισμού. Αν ξεκινά κάποιος από τη θέση ότι η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του, τότε πρόκειται για υλιστικό μονισμό. Αν, αντίθετα, η ενότητα του κόσμου αναζητείται στην ιδεαλιστικότητα (Θεός, παγκόσμιο πνεύμα, μια πνευματική αρχή γενικά) , τότε κάνουμε λόγο για ιδεαλιστικό μονισμό.

Σύμφωνα με τον Lenin: «Η υλιστική άρση “του δυϊσμού πνεύματος και σώματος” (δηλ. ο υλιστικός μονισμός) συνίσταται στη θέση ότι το πνεύμα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το σώμα, ότι το πνεύμα είναι το δευτερεύον, ότι είναι λειτουργία του εγκεφάλου, αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου» [3].

Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού δίδασκαν ότι η ενότητα του κόσμου θεμελιώνεται στον Θεό (θωμισμός) ή ότι βρίσκει την έκφρασή του στο ίδιο το παγκόσμιο πνεύμα. (Hegel). Οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές, οι οποίοι αρνούνται γενικά την αντικειμενική ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, είναι της άποψης ότι η ενότητα του κόσμου υπάρχει μόνο στην ανθρώπινη συνείδηση (Fichte) ή ότι είναι δοσμένη μόνο στις αισθήσεις (Barkeley, Mach) [4]. Μια ειδική μορφή του ιδεαλιστικού μονισμού εκπροσωπούσε ο Karl Eugen Dühring ο οποίος επιχειρηματολογούσε ως εξής: Επειδή το σκεπτόμενο Είναι, ως η έννοια του κόσμου, είναι ενιαίο, πρέπει και το πραγματικό Είναι (ο πραγματικός κόσμος) να υπάρχει ως ενότητα. Η ουσία όλης της σκέψης κατά τον Dühring υπάρχει ακριβώς στην ενοποίηση των στοιχείων της συνείδησης σε μια ενότητα, και η ενότητα του κόσμου υπάρχει στο Είναι του. Η επιχειρηματολογία αυτή αντικρούστηκε από τον Engels. Πρώτο, είναι εσφαλμένο, διαπιστώνει ο Engels, να αποδίδεται στη σκέψη μόνο μια συνοπτική λειτουργία. Η νοητική σύνοψη, η σύνθεση, βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το νοητικό τεμαχισμό, την ανάλυση. Δεύτερο, η σκέψη, αν θέλει να φτάσει σε αληθείς γνώσεις, πρέπει να συνοψίσει ό,τι υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από αυτή την ίδια ως ενότητα. «Αν περιλάβω μια βούρτσα παπουτσιών στην ενότητα των θηλαστικών, δεν αποκτάει μ’ αυτό γαλακτικούς αδένες» [5]. Ο υλικός κόσμος δεν προσανατολίζεται σύμφωνα με τη συνείδηση, αλλά αντίστροφα, η συνείδηση πρέπει να αντιστοιχεί στον υλικό κόσμο, να συμφωνεί μ’ αυτόν. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Engels τονίζει ταυτόχρονα ότι ο όρος «Είναι» είναι ακαθόριστος επειδή δεν εκφράζει βασικά τίποτα άλλο παρά την απλή ύπαρξη. Υπάρχουν επίσης οι ιδέες, η συνείδηση. Το Είναι μπορεί να ερμηνευτεί τόσο υλικά όσο και ιδεατά. Για αυτό το λόγο ο Engels τονίζει: «Η ενότητα του κόσμου δε συνίσταται στο Είναι του, παρ’ όλο που το Είναι του αποτελεί προϋπόθεση της ενότητάς του, αφού πρώτα πρέπει να είναι, πριν μπορέσει να είναι ενιαίο […] Η πραγματική ενότητα του κόσμου συνίσταται στην υλικότητά του και αυτή δεν αποδείχτηκε με μερικές ταχυδακτυλουργικές φράσεις, αλλά μετά από μια μακρόχρονη και επίμονη εξέλιξη της φιλοσοφίας και των φυσικών επιστημών» [6].

Ήδη οι προμαρξιστικοί υλιστές εκπροσωπούσαν έναν υλιστικό μονισμό. Είχαν την αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ενιαίος και ότι ο άνθρωπος με τη συνείδησή του αποτελεί μέρος του κόσμου. Μολαταύτα δεν μπορούσαν ακόμη να τεκμηριώσουν τη θέση τους. Είτε συνήγαγαν την ενότητα του κόσμου από μια ενιαία «αρχική ουσία», όπως οι φυσικοί φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας, είτε αποδέχονταν μια ενιαία «ουσία», η οποία έχει επίσης την ιδιότητα να σκέφτεται. «Ακόμη κι ο σχολαστικός του, ο Νταν Σκωτ [Duns Scotus] αναρωτήθηκε “μήπως μπορούσε να σκέφτεται η ύλη”;» [7]. Εδώ πρέπει να αναφερθεί κυρίως ο σημαντικός υλιστής Spinoza ο οποίος προσπάθησε να τεκμηριώσει την αδιάσπαστη ενότητα φύσης και πνεύματος, Είναι και σκέψης, σώματος και ψυχής με την αποδοχή μιας ουσίας στην οποία θα πρέπει να προσιδιάζουν δυό ιδιότητες: η εκτατότητα και η σκέψη. Έτσι αφαιρέθηκε το έδαφος από τις βάσεις της χριστιανικής θρησκείας, ο ισχυρισμός ενός αξιωματικού δυϊσμού σώματος και πνεύματος: «Κι είναι μεγάλη η τιμή της φιλοσοφίας εκείνου του καιρού», γράφει ο Engels, «πως δεν αφέθηκε να παρασυρθεί από τις περιορισμένες γνώσεις που είχαν τότε για τη φύση και επέμενε –από τον Σπινόζα ως τους μεγάλους υλιστές της Γαλλίας- να εξηγήσει τον κόσμο με τον ίδιο τον κόσμο, αφήνοντας στις φυσικές επιστήμες του μέλλοντος τη φροντίδα να επαληθεύσουν τις λεπτομέρειες.» [8]


Ο μονισμός του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού 

Η μαρξιστική φιλοσοφία ήταν εκείνη που μπόρεσε να δώσει μια επιστημονική απάντηση στο παλιό πρόβλημα της φιλοσοφίας για την ενότητα του κόσμου, στηριζόμενη σ’ ένα πλήθος υλικού που πρόσφεραν τόσο οι φυσικές όσο και οι κοινωνικές επιστήμες.

Για την τεκμηρίωση του διαλεκτικού-υλιστικού μονισμού μεγάλη σημασία είχαν πολλές ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών. Έτσι, ο Nikolaus Kopernikus με την ηλιοκεντρική αντίληψή του για τον κόσμο συνεισέφερε στην υλική ενότητα του κόσμου κλονίζοντας ισχυρά την κυρίαρχη θρησκευτική αντίληψη. Οι θεολόγοι και σχολαστικιστές της τότε εποχής, ισχυρίζονταν ότι η Γη είναι το κέντρο του κόσμου, γύρω απ’ την οποία περιστρέφονται «ιδεατά ουράνια σώματα» συμπεριλαμβανομένου της «ουράνιας σφαίρας». Ενόσω η ουράνια σφαίρα, σύμφωνα με την αντίληψή τους, αποτελεί έκφραση του αιώνιου και αμετάβλητου, η Γη, αντίθετα, εμφανίζει αλλαγές και παροδικότητα. Σε αντίθεση μ’ αυτό, ο Nikolaus Kopernikus απέδειξε ότι η Γη είναι μόνο ένας από τους πλανήτες οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. Έτσι, η αντιπαραβολή του «γήινου» και του «ουράνιου» κόσμου αποδείχτηκε ατεκμηρίωτη. Αυτό που είχε αρχίσει ο Kopernikus το συνέχισαν ο Galileo Galilei με τις μελέτες του για τα ουράνια σώματα και ο Giordano Bruno, αναπτύσσοντας την αντίληψή του περί ύπαρξης πολλαπλών υλικών κόσμων στον άπειρο χώρο του σύμπαντος.

Με τα έργα του Isaac Newton αποδείχτηκε ότι οι νόμοι της μηχανικής των γήινων και των ουράνιων σωμάτων είναι οι ίδιοι. Ο διαχωρισμός σ’ έναν γήινο και σ’ έναν ουράνιο κόσμο που έκανε η θρησκεία, κλονίστηκε ξανά. Η εφαρμογή της φασματοσκοπικής ανάλυσης είχε επίσης μεγάλη σημασία για την αντίκρουση της αντίληψης περί δυό διαφορετικών κόσμων. Η εξέταση της χημικής σύνθεσης των σωμάτων με βάση τον χαρακτήρα του φωτός που εκπέμπουν όταν βρίσκονται σε πυρακτωμένη αέρια κατάσταση, έδειξε ότι: Τα ουράνια σώματα αποτελούνται από τα ίδια στοιχεία όπως και η Γη. Βασικές φυσικο-επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως η αρχή διατήρησης της ενέργειας, της μάζας, της ορμής κτλ, η αμοιβαία μετάβαση από την ουσία στην ακτινοβολία και αντίστροφα, η αμοιβαία μετατρεψιμότητα των στοιχειωδών σωματίων κτλ, προσκόμισαν τεκμήρια για την διαλεκτική-υλιστική αντίληψη περί ενότητας του κόσμου στην ανόργανη σφαίρα της ύλης. Το ότι υπάρχει υλική ενότητα μεταξύ ανόργανων και οργανικών ενώσεων, αυτό το απέδειξε η σύνθεση της ουρίας του Friedrich Wöhler. Μεγάλη σημασία απ’ αυτή την άποψη είχε επίσης η ανακάλυψη της δομής του κυττάρου στα φυτά και στα ζώα, μέσω της οποίας αποδείχτηκε η ενότητα της δομικής οργάνωσης στην έμβια φύση. Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις οι πρωτεΐνες και τα νουκλεϊκά οξέα είναι οι φορείς της ζωής. Τέλος, η δαρβινική θεωρία της εξέλιξης απέδειξε τη συνάφεια και τη διαδοχική σειρά των ειδών. Ο Charles Robert Darwin προσκόμισε την φυσικο-επιστημονική απόδειξη ότι όλοι οι οργανισμοί (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) είναι το αποτέλεσμα ενός μακρού εξελικτικού προτσές.

Ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός δεν τεκμηριώνει τη μονιστική του αντίληψη με το ότι συναγάγει την ποικιλία των αντικειμένων και των προτσές από ένα ενιαίο αρχικό υλικό ή από μια νοητική ουσία ως φορέα ιδιοτήτων. Πολύ περισσότερο, δείχνει τη συμφωνία με τα αποτελέσματα των επιμέρους επιστημών, ότι τα αντικείμενα και τα προτσές βρίσκονται μεταξύ τους σε μια αμοιβαία και νομοτελειακή αλληλοσύνδεση, ότι προκύπτουν το ένα από το άλλο και ότι μεταβαίνουν το ένα στο άλλο. Η ενότητα του κόσμου φαίνεται στις διάφορες μορφές κίνησης, στον τρόπο επίδρασης των γενικών νόμων (των βασικών νόμων της διαλεκτικής) σ’ όλες τις σφαίρες της αντικειμενικής πραγματικότητας, καθώς και στην ύπαρξη γενικών σχέσεων, όπως για παράδειγμα, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος (αιτιότητα) και στην ύπαρξη γενικών δομών. Σ’ αυτή τη διαλεκτική καθολική αλληλοσύνδεση περιλαμβάνεται η ανθρώπινη κοινωνία συμπεριλαμβανομένου και της συνείδησης. «Μια ακριβής παράσταση του συνόλου του κόσμου, της εξέλιξής του και της ανθρωπότητας, καθώς και η αντανάκλαση αυτής της εξέλιξης στο κεφάλι των ανθρώπων, μπορούν, επομένως, να επιτευχθούν μόνο με διαλεκτικό τρόπο, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τη γενική αλληλεπίδραση του γίγνεσθαι και της φθοράς, των αλλαγών προς τα μπρος και προς τα πίσω.» [9].

Η νέα ποιότητα του διαλεκτικού-υλιστικού μονισμού αποδεικνύεται κυρίως στην επιστημονική ερμηνεία της σχέσης φύσης και κοινωνίας. Και ο προμαρξιστικός υλισμός είχε κατανοήσει τον άνθρωπο ως μέρος του ενιαίου κόσμου. Επειδή όμως τον όρισε ως φυσική ή αφηρημένη ανθρώπινη ουσία (Feuerbach), δεν μπόρεσε να συλλάβει σωστά τη θέση του στον κόσμο. Ο Marx, αναφερόμενος άμεσα σ’ αυτή την αντίληψη, την υπέβαλε σε κριτική: «Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μια αφηρημένη ουσία κουρνιασμένη κάπου έξω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία» [10]. Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι επομένως κάτι το αφηρημένο που ενυπάρχει στο άτομο. Φέρει κοινωνικό χαρακτήρα και καθορίζεται απ’ το ότι ο άνθρωπος πραγματοποιεί αυτή την αλληλοσύνδεσή του με τη φύση στο προτσές της εργασίας μέσω της δικής του πράξης. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης, οι Marx και Engels έδειξαν ότι η κοινωνία εξελίχτηκε από τη φύση και ότι βρίσκεται μ’ αυτήν σε μια διαρκή αλληλεπίδραση.

Όπως διαπίστωσαν ήδη στη «Γερμανική Ιδεολογία», την Ιστορία «μπορεί να την κοιτάξει κανείς από δυό πλευρές και να τη διαιρέσει στην ιστορία της φύσης και την ιστορία των ανθρώπων. Οι δυό πλευρές είναι ωστόσο αξεχώριστες. Η ιστορία της φύσης και η ιστορία των ανθρώπων εξαρτιέται η μια από την άλλη, όσο υπάρχουν άνθρωποι.» [11]. Με την απόδειξη της ενότητας φύσης και κοινωνίας προσκομίστηκε ταυτόχρονα η βεβαίωση ότι και η ανθρώπινη συνείδηση ως αρχικό κοινωνικό φαινόμενο δεν έχει απόλυτη αυτονομία ύπαρξης. Η συνείδηση είναι μεν διαφορετική από την ύλη εξαιτίας του ιδεατού χαρακτήρα της, έχει όμως αυτήν ως προϋπόθεση.

Συνοπτικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε: Η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του. Η συμφωνία μ’ αυτή τη θέση περιλαμβάνει την αποδοχή ότι η ύλη δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός και ότι είναι άφθαρτη, τη συνάφεια και τον αμοιβαίο αλληλοκαθορισμό των μορφών κίνησης της ύλης, την άπειρη ποικιλία των αμοιβαίων μετατροπών των υλικών αντικειμένων, τη γένεση και την εξέλιξη της έμβιας ύλης από την άβια και, όχι τελευταία, το σχηματισμό της ανθρώπινης κοινωνίας και της συνείδησης από τη φύση.

Η διαλεκτική-υλιστική αντίληψη περί ενότητας του κόσμου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της σχέσης και των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των επιμέρους επιστημών. Καθήκον των επιστημών είναι να απεικονίζουν τον κόσμο θεωρητικά. Εδώ, η φιλοσοφική κατανόηση περί ενότητας του κόσμου παρέχει στους εκπροσώπους της τη γνώση για την αναγκαιότητα να παραγάγουν συνειδητά την αντικειμενικά υπό όρους αλληλοσύνδεση των επιμέρους επιστημών.


Ο διαλεκτικός υλισμός ως επιστημονικός αθεϊσμός 

Ο διαλεκτικός-υλιστικός μονισμός είναι ταυτόχρονα επιστημονικός αθεϊσμός. Όταν αναγνωρίζεται ότι η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του, τότε πρέπει να υπάρχει και συμφωνία στη θέση ότι δεν μπορούν να υπάρχουν «υπερφυσικές αιτίες» ή κινητήριες δυνάμεις για την εξέλιξη της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Engels χαρακτήρισε την ασυμφιλίωτη σχέση της υλιστικής φιλοσοφίας και της θρησκείας, γράφοντας: «Το ζήτημα της σχέσης της νόησης με το Είναι […] οξύνθηκε στη διαμάχη με την εκκλησία: Έπλασε ο Θεός τον κόσμο ή υπήρχε ο κόσμος αιώνια; [12]. Σε αντίθεση με όλες τις θρησκείες ο διαλεκτικός υλισμός κατανοεί την εξέλιξη της φύσης και της κοινωνίας ως ένα αντικειμενικά νομοτελειακό προτσές. Αυτό δεν κατευθύνεται ούτε κυριαρχείται από κάποιον Θεό ή από κάποια εξωκοσμική πνευματική αρχή˙ μπορεί να ερμηνευτεί επιστημονικά μόνο από τις υλικές αιτίες.

Η μαρξιστική φιλοσοφία έχει συνεπή αθεϊστικό χαρακτήρα επειδή είναι υλιστική φιλοσοφία. Είναι ασυμφιλίωτη με όλες τις παραλλαγές του φιντεϊσμού, δηλαδή μιας κατά βάση καλυμμένης θρησκείας, η οποία θέτει την πίστη πάνω από τη λογική, βλέποντας σ’ αυτόν την πραγματική βάση της ανθρώπινης γνώσης. Παρ’ όλο που μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας υπάρχουν διαφορές, η τελευταία συνδέεται με την Ιστορία και το παρόν με πολλούς τρόπους με την ιδεαλιστική φιλοσοφία. Αυτό εκφράζεται με το ότι όλες οι θρησκείες απαντούν στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας ιδεαλιστικά.

Στον αθεϊστικό χαρακτήρα της επιστημονικής κοσμοαντίληψης της εργατικής τάξης αντανακλάται σε τελευταία ανάλυση ο επαναστατικός χαρακτήρας αυτής της τάξης. Το μαρξιστικό κόμμα δεν μπορεί να παραιτηθεί σε καμιά βαθμίδα της πάλης του απ’ το τράβηγμα μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ επιστημονικής κοσμοαντίληψης και θρησκευτικής συνείδησης.

Ταυτόχρονα, όμως, αντιπαρατίθεται στις δημαγωγικές προσπάθειες των αστών ιδεολόγων καθώς και συγκεκριμένων αντικομουνιστικών δυνάμεων του κλήρου, οι οποίοι από την κοσμοθεωρητική αντίθεση μεταξύ μαρξιστικής φιλοσοφίας και θρησκευτικής πίστης συνάγουν μια πολιτική αντίθεση, μια αντίθεση μεταξύ κομμουνιστών και πιστών. Τέτοιου είδους προσπάθειες, οι οποίες συχνά διαστρεβλώνουν τη μαρξιστική θεωρία, δεν είναι καινούριες. Στοχεύουν στη διατάραξη της συνεργασίας μεταξύ μαρξιστών και θρησκευόμενων εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, στις βασικές αρχές της μαρξιστικής πολιτικής ανήκε ανέκαθεν και το να πειστούν οι θρησκευόμενοι εργάτες για την αναγκαιότητα ανατροπής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ο Lenin γράφει σχετικά μ’ αυτό: «Πρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο Θεό, είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μα τους τραβούμε για να τους διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του προγράμματός μας και όχι για να το καταπολεμήσουν ενεργά.» [13].


Σημειώσεις

[1] Καρλ Μαρξ: Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, σ. 130, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1975

[2] Β. Ι. Λένιν: Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τόμ. 18, σ. 154

[3] Ό.π., , σ. 89

[4] Ό.π., σ. 178-184

[5] Φρίντριχ Ένγκελς: Αντι-Ντίρινγκ. Η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Ευγένιο Ντίρινγκ, σ. 53, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006

[6] Ό.π., σ. 55

[7] Κ. Μαρξ / Φ. Ένγκελς: Η αγία οικογένεια. Η κριτική της κριτικής κριτικής, σ. 160, εκδ. Φιλοσοφία, Αθήνα

[8] Φρίντριχ Ένγκελς: Η διαλεκτική της φύσης, σ. 8, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008.

[9] Φρίντριχ Ένγκελς: Αντι-Ντίρινγκ, σ. 29

[10] Karl Marx: Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, σ. 17, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978

[11] Κ. Μαρξ / Φ. Ένγκελς: Η γερμανική ιδεολογία, τόμ. 1ος, σ. 60, (απόσπασμα), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997

[12] Φρίντριχ Ένγκελς: Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, σ. 22, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007. Βλ. επίσης σ’ αυτό το ιστολόγιο.

[13] Β. Ι. Λένιν: Σχετικά με τη στάση του εργατικού κόμματος απέναντι στη θρησκεία, Άπαντα, τόμ. 17, σ. 430. Βλ. επίσης σ’ αυτό το ιστολόγιο.

Από
https://orizondas.blogspot.gr/2017/09/blog-post_30.html

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

«Η σημαία, το κάψιμο της και η νέα εθνικοφροσύνη»

…Θα ακολουθώ άλλες σημαίες, άλλους στρατούς
Άννα μην κλαις
(Μπ. Μπρεχτ)


Για άλλη μια φορά καθίσταται αναγκαίο, να σχολιάσουμε την επικαιρότητα. Και αυτό γιατί πολλές φορές διαβάζουμε πράγματα στις «Λακωνικές Σελίδες» που ειλικρινά αξίζουν μία απάντηση από κομμουνιστική σκοπιά, ειδικά σε εποχή που η εθνοπατριωτική λαϊκιστική αριστερά προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει έδαφος και να εκφράσει τα μικροαστικά και συντηρητικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, κάτι που από εδώ και πέρα θα το ονομάζουμε «Νέα Εθνικοφροσύνη». Και θα το ονομάσουμε έτσι, γιατί οι ρητορικές όψεις του ελληνικού εθνικισμού οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν αποκτήσει και «αντι-γερμανική», «αντι-Μέρκελ» και «αντι-Σόιμπλε» μορφή, εκφράζουν έναν χυδαίο εθνολαϊκισμό μεν, αλλά και τις πολιτικές/γεωπολιτικές βλέψεις μίας μερίδας του ελληνικού κεφαλαίου δε.

Οι εκφάνσεις αυτές του ελληνικού εθνικισμού φαντάζουν νεόκοπες και εκδηλωθείσες αποκλειστικά στα πλαίσια του «αντι-μνημονίου», αλλά συνδέονται οργανικά και άμεσα με βασικούς συγκροτητικούς μύθους του ελληνικού σχηματισμού. Σε αυτά τα πλαίσια, με έναν αναπόδραστο τρόπο η πολιτική εκβολή του ελληνικού «αντι-γερμανισμού» (είτε αυτός έχει δεξιό, είτε αριστερό πρόσημο) δεν είναι άλλη από το γνωστό χρυσαυγίτικο πολιτικό σύνθημα «Κάτω η Ευρώπη των τοκογλύφων-Ζήτω η Ευρώπη των Εθνών» με το οποίο η ΧΑ κατέβηκε στις τελευταίες ευρωεκλογές του 2014.

Πριν λίγες μέρες τράβηξε την προσοχή μας ένα άρθρο ένος πρώην στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ και πιθανών σήμερα μέλος του εθνολαϊκιστικού σχήματος της ΛΑ.Ε (χωρίς να είμαστε σίγουροι για αυτό) με θέμα το κάψιμο της ελληνικής σημαίας ανήμερα της επετείου της 17 Νοέμβρη. Ο λόγος για το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην σελίδα Lakonialive με τίτλο «εκείνοι που καίνε την ελληνική σημαία». Έχουμε γράψει εκατοντάδες φορές ότι οι εθνοπατριωτικές και ανοιχτά εθνικιστικές τάσεις δεν είναι ένα προνόμιο μόνο των νεοναζήδων της «Xρυσής Aυγής». Ειδικά στην Λακωνία επεκτείνονται σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, ακόμα και σε αυτό της αριστεράς αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και σε σχήματα αντιεξουσιαστικού προσανατολισμού, ειδικά μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, και μάλιστα εντελώς απροκάλυπτα. Για αυτό λοιπόν αφρίζουν οι διάφοροι αριστεροί πατριώτες κάθε φορά, που ένα κομμάτι τής κοινωνίας αποφασίζει να δείξει έμπρακτα την αμφισβήτηση των συμβόλων του εθνικού κορμού και εν τέλει του ίδιου του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.

Iστορικά οι σημαίες των σύγχρονων κρατών έλκουν την καταγωγή τους από τα πολεμικά λάβαρα, οικόσημα και εραλδικά σύμβολα που χρησιμοποιούσαν οι μεσαιωνικοί στρατοί αριστοκρατικών και μοναρχικών οίκων. Αν όμως στον Μεσαίωνα η πολεμική σημαία συμβόλιζε, πέρα από το ηρωικό παρελθόν, την προσωπική εξάρτηση του πολεμιστή απέναντι στον ηγεμόνα πολέμαρχο, στη νεωτερική εποχή, με την ίδρυση καπιταλιστικών εθνών-κρατών και την κατασκευή των εθνικών ταυτοτήτων, η σημαία συμβολίζει ακριβώς την ανάδυση ενός νέου τύπου κράτους. Οι περισσότερες σημαίες των ευρωπαϊκών κρατών είναι τρικολόρ, προκειμένου να δείξουν την ενότητα των «Τριών Τάξεων», δηλαδή τη συγκρότηση επί της ουσίας της αστικής κοινωνίας και του υποκειμένου του πολίτη.

Η σημαία του καπιταλιστικού έθνους-κράτους συμβολοποιεί την κρατική/ταξική Κυριαρχία στο έδαφος της εθνικής επικράτειας και έτσι γίνεται το απόλυτο φετίχ της καπιταλιστικής εθνικοφροσύνης: καθορίζεται από το Σύνταγμα, τοποθετείται στη στέγη των δημοσίων κτιρίων, βρίσκεται σε κάθε λαγούμι της γραφειοκρατίας, αποτυπώνεται στα κρατικά οχήματα, κρεμιέται στα μπαλκόνια στις εθνικές επετείους και παρελάσεις, το εθνόσημο ράβεται πάνω στις στολές των σωμάτων ασφαλείας. Η εθνική σημαία είναι αυτή που ακολουθεί ο στρατιώτης, επειδή το ίδιο το έθνος του το επέβαλε, προκειμένου να γίνει κρέας για τα κανόνια.

Το νικηφόρο κομμουνιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε ως τέτοιο, επειδή ακριβώς τα έβαλε με τις εθνικές σημαίες. Οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν καλέσανε παραμονές του Α' ΠΠ τους εργάτες να μην ακολουθήσουν τις εθνικές ''ξένες σημαίες''. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ την ίδια περίοδο διακήρυτταν ότι ''ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας την πατρίδα''. Ο Μαρξ κατέδειξε με όλη την κριτική του με τον πλέον τεκμηριωμένο τρόπο ότι ''οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα''. 

Το πτώμα της σύγχρονης αριστεράς εδώ και 30 σχεδόν χρόνια πιπιλίζει την καραμέλα ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα». Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντι-μαρξικό και αντιδιαλεκτικό από αυτό. Επί της ουσίας πρόκειται για την πλήρη προσχώρηση της αριστεράς στην μεταμοντέρνα αντίληψη περί παγκοσμιοποίησης. Σε πλήρη αντίθεση ο κριτικός μαρξικός λόγος τεκμηριώνει ότι όσο κι αν διεθνοποιείται το κεφάλαιο ως παραγωγική/κοινωνική σχέση, η συγκρότηση της καπιταλιστικής Κυριαρχίας θα παραμένει πάντα εθνο-κρατική.

Τίποτα δεν διδάχθηκε η αριστερά από τους καπιταλιστικούς πολέμους των τελευταίων 30 ετών, από το Βrexit, από την εκλογική άνοδο φασιστικών τάσεων, από τα διαλυτικά φαινόμενα στην ΕΕ, από τη νίκη του Τραμπ. Η αγωνία της να υπερασπίζεται τα βάθρα και τα σύμβολα του καπιταλιστικού έθνους-κράτους είναι οργανικού χαρακτήρα: χωρίς την ενσωμάτωσή της στο εθνικό κράτος και την αναπαραγωγή της μέσω αυτού δεν μπορεί να υπάρξει. Σε τελική ανάλυση η αριστερά του αρθρογράφου υπερασπίζεται την καπιταλιστική πατρίδα γιατί εκεί είναι το τελευταίο καταφύγιο της κρατικής χρηματοδότησης, όταν οι εργάτες της γυρνάνε την πλάτη, για το λόγο ότι δεν έχει καμία αξία χρήσης για την προώθηση των συμφερόντων τους.

Η μόνη σημαία που πρέπει να εκφράσει τους/τις εργάτες/ριες ακόμα και στο έδαφος ενός δοσμένου έθνους-κράτους, είναι εκείνη που βγήκε μέσα από τους αγώνες τους και το αίμα τους: και δεν είναι άλλη από την κόκκινη. Για καμιά καπιταλιστική πατρίδα δεν θα υποστείλουμε τη σημαία της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Αν όμως η σημαία είναι το κορυφαίο φετίχ της καπιταλιστικής εθνικοφροσύνης, τότε και το κάψιμό της αποκλειστικά σε ένα θεαματικό πλαίσιο, όπου κυριαρχεί η ατομική βούληση, μπορεί να λειτουργήσει ως ακόμα ένα (αντι-)φετίχ της αναρχικής πρακτικής. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με το επαναστατικό κάψιμο των όσων συμβολίζει η οποιαδήποτε εθνική σημαία και δη η ελληνική: τους επεκτατικούς πολέμους του ’12-’22, την παράδοση δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων στο Ολοκαύτωμα, την βαθιά καταπίεση της μακεδονικής μειονότητας, την έντεχνα επιβαλλομένη θεοκρατία, τις χούντες, τις φασιστικές δικτατορίες, τη συνεργασία με τους ναζί, τον αντικομμουνισμό ως επίσημη κρατική ιδεολογία, τα Μακρονήσια, τις φυλακές, τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τα πογκρόμ και τις εκτελέσεις, την έμπρακτη συνδρομή σε αντεπαναστατικούς πολέμους, όπως το ’18 στην Οδησσό και το ’50 στην Κορέα, τη βοήθεια στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, το ξεζούμισμα και το ρατσισμό εις βάρος των μετανατών εργατών, την πατριαρχία, τον μισογυνισμό/σεξισμό, ομοφοβία, την κουλτούρα του βιασμού και τον υγρό τάφο του Αιγαίου για χιλιάδες μετανάστες/πρόσφυγες. Ωστόσο, η αντίσταση στην εθνικοφροσύνη δεν είναι έργο μίας συμβολικής ενέργειας, αλλά καθημερινή μάχη και αγώνας, διαρκής εξέγερση της μνήμης ενάντια στη λήθη.

Αντίσταση λοιπόν στην εθνικοφροσύνη της σημαίας, δεξιά και αριστερή. Αντίσταση στα παραμύθια ότι «η σημαία δεν είναι το κράτος, αλλά οι γονείς μας και αυτά που αγαπάμε» και ότι «οι ξένοι εχθροί καίνε τη σημαία, ενώ οι ντόπιες ελίτ την έχουν παρατήσει». Ως κομμουνιστές/τριες και εργαζόμενοι/ες την έχουμε γραμμένη την «Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση» των φωστήρων της αριστεράς. Δεν μας απασχολεί να χαϊδέψουμε τα αυτιά του εγχώριου εθνικισμού και φασισμού, μήπως και αρπάξουμε κάνα ψήφο, να μπούμε στην Βούλη. Η δική μας σημαία είναι παγκόσμια, διεθνιστική. Δεν ξεβάφει το χρώμα της, δεν ξεθωριάζει. Υψώνεται κάθε φορά που ο κάθε εκμεταλλευόμενος σηκώνει κεφάλι, καρφώνεται με λύσσα στα Ράιχσταγκ κάθε φορά που τσακίζουμε τον φασισμό και γι’ αυτό είναι καταματωμένη και κατακόκκινη.

Πηγή : https://skalalakonias.wordpress.com/2016/11/23/neaethnikofrosini/

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...