Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Η υλική ενότητα του κόσμου

του Παναγιώτη Γαβάνα


Η επιστήμη απέδειξε βήμα-βήμα ότι υπάρχει ένας κόσμος, ο υλικός, ότι η αντίληψη περί ενός δεύτερου άυλου κόσμου είναι εσφαλμένη. Ποια είναι η θέση του διαλεκτικού υλισμού σ’ αυτό το ζήτημα;

Η αντίληψη του υλισμού και του ιδεαλισμού για την ενότητα του κόσμου 

Η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι αυτόνομη οντότητα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη της ύλης. Είναι η ανώτατη μορφή της αντανάκλασης. «Είναι αλήθεια ότι σκέψη και ύπαρξη είναι ξέχωρα», γράφει ο Marx, «αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται σε ενότητα μεταξύ τους» [1]. Γι’ αυτό και η αντίθεση ύλης και συνείδησης, με την οποία καταπιάνεται ο διαλεκτικός υλισμός για να ορίσει τη σχέση μεταξύ τους, είναι δικαιολογημένη μέσα σε όρια. «Βέβαια, και η αντίθεση ύλης και συνείδησης έχει απόλυτη σημασία μόνο μέσα στα όρια μιας πολύ περιορισμένης περιοχής: στην προκειμένη περίπτωση αποκλειστικά μέσα στα όρια του βασικού γνωσιολογικού προβλήματος: ποιο πρέπει να θεωρηθεί πρωτεύον και ποιο δευτερεύον. Έξω απ’ αυτά τα όρια η σχετικότητα της δοσμένης αντίθεσης είναι αναμφισβήτητη.» [2]. Ο Lenin εκφράζει έτσι ότι ο κόσμος δεν διασπάται σε δυό οντότητες, σε μια υλική και σε μια ιδεατή «ουσία».

Έναν τέτοιο χωρισμό είχε ισχυριστεί στην ιστορία της φιλοσοφίας ο δυϊσμός. Ένας από τους εκπροσώπους αυτής της κατεύθυνσης ήταν ο René Descartes, ο οποίος αντιπαρέθετε την res extensa (την εκτατή, υλική ουσία) και την res cogitans (την σκεπτόμενη ουσία). Δυό άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι του δυϊσμού στον 20ο αιώνα ήταν οι νευροφυσιολόγοι Chales Scott Sherrington και ο John Carew Eccles. Ο Sherrington ήταν της άποψης ότι το ψυχικό, το πνευματικό, δεν προκύπτει από το υλικό, αλλά ότι «ξυπνά» μόνο τον εγκέφαλο. Ο Eccles, ένας από τους μαθητές του, οδηγεί ακόμη πιο πέρα αυτό τον δυϊκό παραλληλισμό, υποστηρίζοντας ότι η θέση αυτή για τη νευροφυσιολογία είναι μέχρι σήμερα η μοναδικά αποδεκτή. Ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα, πως μπορεί να ερμηνευτεί η συμφωνία μεταξύ σωματικού και πνευματικού και, τελικά, με την απαίτησή του για μια «θρησκευτική αντίληψη περί ψυχής» καταλήγει σε θέσεις του αντικειμενικού ιδεαλισμού. Η εξέλιξη αυτή, όπως δείχνει όλη η ιστορία της φιλοσοφίας, είναι ασφαλώς λογική. Ο δυϊσμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με συνέπεια επειδή, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να παρακαμφθεί το ερώτημα, ποιο είναι το βασικό, το πρωτεύον, η ύλη ή η συνείδηση. Μέχρι αυτού του σημείου ο δυϊσμός οδηγεί ξανά στον ιδεαλισμό.

Μονισμός, γενικά, είναι η ονομασία για μια κατηγορία κοσμοαντιλήψεων οι οποίες αναγνωρίζουν την ενότητα του κόσμου ως βασικό προσδιορισμό της πραγματικότητας. Η ονομασία «μονισμός» όπως και «δυϊσμός», δεν χαρακτηρίζει μια φιλοσοφική κατεύθυνση, αλλά μόνο την τοποθέτηση μιας φιλοσοφίας απέναντι στο πρόβλημα της ενότητας του κόσμου. Μέχρι αυτού του σημείου ο χαρακτηρισμός μιας φιλοσοφίας ως «μονισμός» δεν σημαίνει τίποτα για το αν αυτή απαντά υλιστικά ή ιδεαλιστικά στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, σε ποιες από τις δυό φιλοσοφικές κατευθύνσεις ανήκει.

Παραπέρα. Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ υλιστικού και ιδεαλιστικού μονισμού. Αν ξεκινά κάποιος από τη θέση ότι η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του, τότε πρόκειται για υλιστικό μονισμό. Αν, αντίθετα, η ενότητα του κόσμου αναζητείται στην ιδεαλιστικότητα (Θεός, παγκόσμιο πνεύμα, μια πνευματική αρχή γενικά) , τότε κάνουμε λόγο για ιδεαλιστικό μονισμό.

Σύμφωνα με τον Lenin: «Η υλιστική άρση “του δυϊσμού πνεύματος και σώματος” (δηλ. ο υλιστικός μονισμός) συνίσταται στη θέση ότι το πνεύμα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το σώμα, ότι το πνεύμα είναι το δευτερεύον, ότι είναι λειτουργία του εγκεφάλου, αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου» [3].

Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού δίδασκαν ότι η ενότητα του κόσμου θεμελιώνεται στον Θεό (θωμισμός) ή ότι βρίσκει την έκφρασή του στο ίδιο το παγκόσμιο πνεύμα. (Hegel). Οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές, οι οποίοι αρνούνται γενικά την αντικειμενική ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, είναι της άποψης ότι η ενότητα του κόσμου υπάρχει μόνο στην ανθρώπινη συνείδηση (Fichte) ή ότι είναι δοσμένη μόνο στις αισθήσεις (Barkeley, Mach) [4]. Μια ειδική μορφή του ιδεαλιστικού μονισμού εκπροσωπούσε ο Karl Eugen Dühring ο οποίος επιχειρηματολογούσε ως εξής: Επειδή το σκεπτόμενο Είναι, ως η έννοια του κόσμου, είναι ενιαίο, πρέπει και το πραγματικό Είναι (ο πραγματικός κόσμος) να υπάρχει ως ενότητα. Η ουσία όλης της σκέψης κατά τον Dühring υπάρχει ακριβώς στην ενοποίηση των στοιχείων της συνείδησης σε μια ενότητα, και η ενότητα του κόσμου υπάρχει στο Είναι του. Η επιχειρηματολογία αυτή αντικρούστηκε από τον Engels. Πρώτο, είναι εσφαλμένο, διαπιστώνει ο Engels, να αποδίδεται στη σκέψη μόνο μια συνοπτική λειτουργία. Η νοητική σύνοψη, η σύνθεση, βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το νοητικό τεμαχισμό, την ανάλυση. Δεύτερο, η σκέψη, αν θέλει να φτάσει σε αληθείς γνώσεις, πρέπει να συνοψίσει ό,τι υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από αυτή την ίδια ως ενότητα. «Αν περιλάβω μια βούρτσα παπουτσιών στην ενότητα των θηλαστικών, δεν αποκτάει μ’ αυτό γαλακτικούς αδένες» [5]. Ο υλικός κόσμος δεν προσανατολίζεται σύμφωνα με τη συνείδηση, αλλά αντίστροφα, η συνείδηση πρέπει να αντιστοιχεί στον υλικό κόσμο, να συμφωνεί μ’ αυτόν. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Engels τονίζει ταυτόχρονα ότι ο όρος «Είναι» είναι ακαθόριστος επειδή δεν εκφράζει βασικά τίποτα άλλο παρά την απλή ύπαρξη. Υπάρχουν επίσης οι ιδέες, η συνείδηση. Το Είναι μπορεί να ερμηνευτεί τόσο υλικά όσο και ιδεατά. Για αυτό το λόγο ο Engels τονίζει: «Η ενότητα του κόσμου δε συνίσταται στο Είναι του, παρ’ όλο που το Είναι του αποτελεί προϋπόθεση της ενότητάς του, αφού πρώτα πρέπει να είναι, πριν μπορέσει να είναι ενιαίο […] Η πραγματική ενότητα του κόσμου συνίσταται στην υλικότητά του και αυτή δεν αποδείχτηκε με μερικές ταχυδακτυλουργικές φράσεις, αλλά μετά από μια μακρόχρονη και επίμονη εξέλιξη της φιλοσοφίας και των φυσικών επιστημών» [6].

Ήδη οι προμαρξιστικοί υλιστές εκπροσωπούσαν έναν υλιστικό μονισμό. Είχαν την αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ενιαίος και ότι ο άνθρωπος με τη συνείδησή του αποτελεί μέρος του κόσμου. Μολαταύτα δεν μπορούσαν ακόμη να τεκμηριώσουν τη θέση τους. Είτε συνήγαγαν την ενότητα του κόσμου από μια ενιαία «αρχική ουσία», όπως οι φυσικοί φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας, είτε αποδέχονταν μια ενιαία «ουσία», η οποία έχει επίσης την ιδιότητα να σκέφτεται. «Ακόμη κι ο σχολαστικός του, ο Νταν Σκωτ [Duns Scotus] αναρωτήθηκε “μήπως μπορούσε να σκέφτεται η ύλη”;» [7]. Εδώ πρέπει να αναφερθεί κυρίως ο σημαντικός υλιστής Spinoza ο οποίος προσπάθησε να τεκμηριώσει την αδιάσπαστη ενότητα φύσης και πνεύματος, Είναι και σκέψης, σώματος και ψυχής με την αποδοχή μιας ουσίας στην οποία θα πρέπει να προσιδιάζουν δυό ιδιότητες: η εκτατότητα και η σκέψη. Έτσι αφαιρέθηκε το έδαφος από τις βάσεις της χριστιανικής θρησκείας, ο ισχυρισμός ενός αξιωματικού δυϊσμού σώματος και πνεύματος: «Κι είναι μεγάλη η τιμή της φιλοσοφίας εκείνου του καιρού», γράφει ο Engels, «πως δεν αφέθηκε να παρασυρθεί από τις περιορισμένες γνώσεις που είχαν τότε για τη φύση και επέμενε –από τον Σπινόζα ως τους μεγάλους υλιστές της Γαλλίας- να εξηγήσει τον κόσμο με τον ίδιο τον κόσμο, αφήνοντας στις φυσικές επιστήμες του μέλλοντος τη φροντίδα να επαληθεύσουν τις λεπτομέρειες.» [8]


Ο μονισμός του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού 

Η μαρξιστική φιλοσοφία ήταν εκείνη που μπόρεσε να δώσει μια επιστημονική απάντηση στο παλιό πρόβλημα της φιλοσοφίας για την ενότητα του κόσμου, στηριζόμενη σ’ ένα πλήθος υλικού που πρόσφεραν τόσο οι φυσικές όσο και οι κοινωνικές επιστήμες.

Για την τεκμηρίωση του διαλεκτικού-υλιστικού μονισμού μεγάλη σημασία είχαν πολλές ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών. Έτσι, ο Nikolaus Kopernikus με την ηλιοκεντρική αντίληψή του για τον κόσμο συνεισέφερε στην υλική ενότητα του κόσμου κλονίζοντας ισχυρά την κυρίαρχη θρησκευτική αντίληψη. Οι θεολόγοι και σχολαστικιστές της τότε εποχής, ισχυρίζονταν ότι η Γη είναι το κέντρο του κόσμου, γύρω απ’ την οποία περιστρέφονται «ιδεατά ουράνια σώματα» συμπεριλαμβανομένου της «ουράνιας σφαίρας». Ενόσω η ουράνια σφαίρα, σύμφωνα με την αντίληψή τους, αποτελεί έκφραση του αιώνιου και αμετάβλητου, η Γη, αντίθετα, εμφανίζει αλλαγές και παροδικότητα. Σε αντίθεση μ’ αυτό, ο Nikolaus Kopernikus απέδειξε ότι η Γη είναι μόνο ένας από τους πλανήτες οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. Έτσι, η αντιπαραβολή του «γήινου» και του «ουράνιου» κόσμου αποδείχτηκε ατεκμηρίωτη. Αυτό που είχε αρχίσει ο Kopernikus το συνέχισαν ο Galileo Galilei με τις μελέτες του για τα ουράνια σώματα και ο Giordano Bruno, αναπτύσσοντας την αντίληψή του περί ύπαρξης πολλαπλών υλικών κόσμων στον άπειρο χώρο του σύμπαντος.

Με τα έργα του Isaac Newton αποδείχτηκε ότι οι νόμοι της μηχανικής των γήινων και των ουράνιων σωμάτων είναι οι ίδιοι. Ο διαχωρισμός σ’ έναν γήινο και σ’ έναν ουράνιο κόσμο που έκανε η θρησκεία, κλονίστηκε ξανά. Η εφαρμογή της φασματοσκοπικής ανάλυσης είχε επίσης μεγάλη σημασία για την αντίκρουση της αντίληψης περί δυό διαφορετικών κόσμων. Η εξέταση της χημικής σύνθεσης των σωμάτων με βάση τον χαρακτήρα του φωτός που εκπέμπουν όταν βρίσκονται σε πυρακτωμένη αέρια κατάσταση, έδειξε ότι: Τα ουράνια σώματα αποτελούνται από τα ίδια στοιχεία όπως και η Γη. Βασικές φυσικο-επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως η αρχή διατήρησης της ενέργειας, της μάζας, της ορμής κτλ, η αμοιβαία μετάβαση από την ουσία στην ακτινοβολία και αντίστροφα, η αμοιβαία μετατρεψιμότητα των στοιχειωδών σωματίων κτλ, προσκόμισαν τεκμήρια για την διαλεκτική-υλιστική αντίληψη περί ενότητας του κόσμου στην ανόργανη σφαίρα της ύλης. Το ότι υπάρχει υλική ενότητα μεταξύ ανόργανων και οργανικών ενώσεων, αυτό το απέδειξε η σύνθεση της ουρίας του Friedrich Wöhler. Μεγάλη σημασία απ’ αυτή την άποψη είχε επίσης η ανακάλυψη της δομής του κυττάρου στα φυτά και στα ζώα, μέσω της οποίας αποδείχτηκε η ενότητα της δομικής οργάνωσης στην έμβια φύση. Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις οι πρωτεΐνες και τα νουκλεϊκά οξέα είναι οι φορείς της ζωής. Τέλος, η δαρβινική θεωρία της εξέλιξης απέδειξε τη συνάφεια και τη διαδοχική σειρά των ειδών. Ο Charles Robert Darwin προσκόμισε την φυσικο-επιστημονική απόδειξη ότι όλοι οι οργανισμοί (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) είναι το αποτέλεσμα ενός μακρού εξελικτικού προτσές.

Ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός δεν τεκμηριώνει τη μονιστική του αντίληψη με το ότι συναγάγει την ποικιλία των αντικειμένων και των προτσές από ένα ενιαίο αρχικό υλικό ή από μια νοητική ουσία ως φορέα ιδιοτήτων. Πολύ περισσότερο, δείχνει τη συμφωνία με τα αποτελέσματα των επιμέρους επιστημών, ότι τα αντικείμενα και τα προτσές βρίσκονται μεταξύ τους σε μια αμοιβαία και νομοτελειακή αλληλοσύνδεση, ότι προκύπτουν το ένα από το άλλο και ότι μεταβαίνουν το ένα στο άλλο. Η ενότητα του κόσμου φαίνεται στις διάφορες μορφές κίνησης, στον τρόπο επίδρασης των γενικών νόμων (των βασικών νόμων της διαλεκτικής) σ’ όλες τις σφαίρες της αντικειμενικής πραγματικότητας, καθώς και στην ύπαρξη γενικών σχέσεων, όπως για παράδειγμα, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος (αιτιότητα) και στην ύπαρξη γενικών δομών. Σ’ αυτή τη διαλεκτική καθολική αλληλοσύνδεση περιλαμβάνεται η ανθρώπινη κοινωνία συμπεριλαμβανομένου και της συνείδησης. «Μια ακριβής παράσταση του συνόλου του κόσμου, της εξέλιξής του και της ανθρωπότητας, καθώς και η αντανάκλαση αυτής της εξέλιξης στο κεφάλι των ανθρώπων, μπορούν, επομένως, να επιτευχθούν μόνο με διαλεκτικό τρόπο, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τη γενική αλληλεπίδραση του γίγνεσθαι και της φθοράς, των αλλαγών προς τα μπρος και προς τα πίσω.» [9].

Η νέα ποιότητα του διαλεκτικού-υλιστικού μονισμού αποδεικνύεται κυρίως στην επιστημονική ερμηνεία της σχέσης φύσης και κοινωνίας. Και ο προμαρξιστικός υλισμός είχε κατανοήσει τον άνθρωπο ως μέρος του ενιαίου κόσμου. Επειδή όμως τον όρισε ως φυσική ή αφηρημένη ανθρώπινη ουσία (Feuerbach), δεν μπόρεσε να συλλάβει σωστά τη θέση του στον κόσμο. Ο Marx, αναφερόμενος άμεσα σ’ αυτή την αντίληψη, την υπέβαλε σε κριτική: «Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μια αφηρημένη ουσία κουρνιασμένη κάπου έξω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία» [10]. Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι επομένως κάτι το αφηρημένο που ενυπάρχει στο άτομο. Φέρει κοινωνικό χαρακτήρα και καθορίζεται απ’ το ότι ο άνθρωπος πραγματοποιεί αυτή την αλληλοσύνδεσή του με τη φύση στο προτσές της εργασίας μέσω της δικής του πράξης. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης, οι Marx και Engels έδειξαν ότι η κοινωνία εξελίχτηκε από τη φύση και ότι βρίσκεται μ’ αυτήν σε μια διαρκή αλληλεπίδραση.

Όπως διαπίστωσαν ήδη στη «Γερμανική Ιδεολογία», την Ιστορία «μπορεί να την κοιτάξει κανείς από δυό πλευρές και να τη διαιρέσει στην ιστορία της φύσης και την ιστορία των ανθρώπων. Οι δυό πλευρές είναι ωστόσο αξεχώριστες. Η ιστορία της φύσης και η ιστορία των ανθρώπων εξαρτιέται η μια από την άλλη, όσο υπάρχουν άνθρωποι.» [11]. Με την απόδειξη της ενότητας φύσης και κοινωνίας προσκομίστηκε ταυτόχρονα η βεβαίωση ότι και η ανθρώπινη συνείδηση ως αρχικό κοινωνικό φαινόμενο δεν έχει απόλυτη αυτονομία ύπαρξης. Η συνείδηση είναι μεν διαφορετική από την ύλη εξαιτίας του ιδεατού χαρακτήρα της, έχει όμως αυτήν ως προϋπόθεση.

Συνοπτικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε: Η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του. Η συμφωνία μ’ αυτή τη θέση περιλαμβάνει την αποδοχή ότι η ύλη δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός και ότι είναι άφθαρτη, τη συνάφεια και τον αμοιβαίο αλληλοκαθορισμό των μορφών κίνησης της ύλης, την άπειρη ποικιλία των αμοιβαίων μετατροπών των υλικών αντικειμένων, τη γένεση και την εξέλιξη της έμβιας ύλης από την άβια και, όχι τελευταία, το σχηματισμό της ανθρώπινης κοινωνίας και της συνείδησης από τη φύση.

Η διαλεκτική-υλιστική αντίληψη περί ενότητας του κόσμου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της σχέσης και των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των επιμέρους επιστημών. Καθήκον των επιστημών είναι να απεικονίζουν τον κόσμο θεωρητικά. Εδώ, η φιλοσοφική κατανόηση περί ενότητας του κόσμου παρέχει στους εκπροσώπους της τη γνώση για την αναγκαιότητα να παραγάγουν συνειδητά την αντικειμενικά υπό όρους αλληλοσύνδεση των επιμέρους επιστημών.


Ο διαλεκτικός υλισμός ως επιστημονικός αθεϊσμός 

Ο διαλεκτικός-υλιστικός μονισμός είναι ταυτόχρονα επιστημονικός αθεϊσμός. Όταν αναγνωρίζεται ότι η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του, τότε πρέπει να υπάρχει και συμφωνία στη θέση ότι δεν μπορούν να υπάρχουν «υπερφυσικές αιτίες» ή κινητήριες δυνάμεις για την εξέλιξη της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Engels χαρακτήρισε την ασυμφιλίωτη σχέση της υλιστικής φιλοσοφίας και της θρησκείας, γράφοντας: «Το ζήτημα της σχέσης της νόησης με το Είναι […] οξύνθηκε στη διαμάχη με την εκκλησία: Έπλασε ο Θεός τον κόσμο ή υπήρχε ο κόσμος αιώνια; [12]. Σε αντίθεση με όλες τις θρησκείες ο διαλεκτικός υλισμός κατανοεί την εξέλιξη της φύσης και της κοινωνίας ως ένα αντικειμενικά νομοτελειακό προτσές. Αυτό δεν κατευθύνεται ούτε κυριαρχείται από κάποιον Θεό ή από κάποια εξωκοσμική πνευματική αρχή˙ μπορεί να ερμηνευτεί επιστημονικά μόνο από τις υλικές αιτίες.

Η μαρξιστική φιλοσοφία έχει συνεπή αθεϊστικό χαρακτήρα επειδή είναι υλιστική φιλοσοφία. Είναι ασυμφιλίωτη με όλες τις παραλλαγές του φιντεϊσμού, δηλαδή μιας κατά βάση καλυμμένης θρησκείας, η οποία θέτει την πίστη πάνω από τη λογική, βλέποντας σ’ αυτόν την πραγματική βάση της ανθρώπινης γνώσης. Παρ’ όλο που μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας υπάρχουν διαφορές, η τελευταία συνδέεται με την Ιστορία και το παρόν με πολλούς τρόπους με την ιδεαλιστική φιλοσοφία. Αυτό εκφράζεται με το ότι όλες οι θρησκείες απαντούν στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας ιδεαλιστικά.

Στον αθεϊστικό χαρακτήρα της επιστημονικής κοσμοαντίληψης της εργατικής τάξης αντανακλάται σε τελευταία ανάλυση ο επαναστατικός χαρακτήρας αυτής της τάξης. Το μαρξιστικό κόμμα δεν μπορεί να παραιτηθεί σε καμιά βαθμίδα της πάλης του απ’ το τράβηγμα μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ επιστημονικής κοσμοαντίληψης και θρησκευτικής συνείδησης.

Ταυτόχρονα, όμως, αντιπαρατίθεται στις δημαγωγικές προσπάθειες των αστών ιδεολόγων καθώς και συγκεκριμένων αντικομουνιστικών δυνάμεων του κλήρου, οι οποίοι από την κοσμοθεωρητική αντίθεση μεταξύ μαρξιστικής φιλοσοφίας και θρησκευτικής πίστης συνάγουν μια πολιτική αντίθεση, μια αντίθεση μεταξύ κομμουνιστών και πιστών. Τέτοιου είδους προσπάθειες, οι οποίες συχνά διαστρεβλώνουν τη μαρξιστική θεωρία, δεν είναι καινούριες. Στοχεύουν στη διατάραξη της συνεργασίας μεταξύ μαρξιστών και θρησκευόμενων εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, στις βασικές αρχές της μαρξιστικής πολιτικής ανήκε ανέκαθεν και το να πειστούν οι θρησκευόμενοι εργάτες για την αναγκαιότητα ανατροπής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ο Lenin γράφει σχετικά μ’ αυτό: «Πρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο Θεό, είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μα τους τραβούμε για να τους διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του προγράμματός μας και όχι για να το καταπολεμήσουν ενεργά.» [13].


Σημειώσεις

[1] Καρλ Μαρξ: Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, σ. 130, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1975

[2] Β. Ι. Λένιν: Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τόμ. 18, σ. 154

[3] Ό.π., , σ. 89

[4] Ό.π., σ. 178-184

[5] Φρίντριχ Ένγκελς: Αντι-Ντίρινγκ. Η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Ευγένιο Ντίρινγκ, σ. 53, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006

[6] Ό.π., σ. 55

[7] Κ. Μαρξ / Φ. Ένγκελς: Η αγία οικογένεια. Η κριτική της κριτικής κριτικής, σ. 160, εκδ. Φιλοσοφία, Αθήνα

[8] Φρίντριχ Ένγκελς: Η διαλεκτική της φύσης, σ. 8, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008.

[9] Φρίντριχ Ένγκελς: Αντι-Ντίρινγκ, σ. 29

[10] Karl Marx: Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, σ. 17, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978

[11] Κ. Μαρξ / Φ. Ένγκελς: Η γερμανική ιδεολογία, τόμ. 1ος, σ. 60, (απόσπασμα), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997

[12] Φρίντριχ Ένγκελς: Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, σ. 22, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007. Βλ. επίσης σ’ αυτό το ιστολόγιο.

[13] Β. Ι. Λένιν: Σχετικά με τη στάση του εργατικού κόμματος απέναντι στη θρησκεία, Άπαντα, τόμ. 17, σ. 430. Βλ. επίσης σ’ αυτό το ιστολόγιο.

Από
https://orizondas.blogspot.gr/2017/09/blog-post_30.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...